Άρχισαν χθες και ολοκληρώθηκαν σήμερα, 16 Ιουνίου 2023 οι εργασίες του διήμερου Συνεδρίου, το οποίο αφορούσε στελέχη των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος και είχε ως γενικό θέμα «Οργάνωση και Επανευαγγελισμός της Ενορίας». Σε αυτό συμμετείχαν 60 Ιεράρχες και 120 Σύνεδροι.
Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος επεσήμανε, επικοινώνησε απλές σκέψεις από την εμπειρία 56 ετών, εκ των οποίων τα τελευταία 15 στην πρωτεύθυνη θέση του Αρχιεπισκόπου.
“Ομολογώ ότι χαίρομαι που βλέπω ότι η σημερινή σύναξη πραγματοποιείται ως συνέχεια της Θείας Ευχαριστίας στην οποία συμμετείχαμε αλλά και ως έκφραση της συνοδικής λειτουργίας της Εκκλησίας μας,” ανέφερε.
Επίσης, πρόσθεσε: “Επιτρέψτε μου, κατ’ αρχάς, να σας πώ πως αντιλαμβάνομαι προσωπικά τη σημασία του όρου «επανευαγγελισμός»· ως αναγνώριση εκ μέρους μας ότι υπάρχει ανάγκη να κηρυχθεί εκ νέου ο ευαγγελικός λόγος σε λιγότερα η περισσότερα μέλη της εκκλησιαστικής μας κοινότητας, εξαιτίας της αλλοίωσης του ευαγγελικού τρόπου πίστης, ζωής και ήθους”.
Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην πραγμάτωση του επανευαγγελισμού που αποτελεί “το πρώτο και κύριο που πρέπει να θυμηθούμε είναι ότι η εκκλησιαστική ζωή είναι δομημένη στη βάση της κοινότητας των πιστών”.
Τέλος, ανέφερε: “Ο επανευαγγελισμός, λοιπόν, πρέπει να αρχίσει με τη συνάντηση με τον άλλον, μέσα από την οικοδόμηση μιάς σχέσης εμπιστοσύνης, όπως είναι αυτή που υπάρχει ανάμεσα στα μέλη μιάς οικογένειας. «Ακούμε μόνο όσους εμπιστευόμαστε», τονίζει ο ιερός Αυγουστίνος, και γι’ αυτό ιδιαίτερα στη δική μας εποχή, η οποία ευνοεί τις «παράλληλες μοναξιές» των ανθρώπων, οφείλουμε όλοι μας να βοηθήσουμε ώστε να στηθεί και πάλι και να υπάρξει κοινότητα και κοινοτική ζωή”.
Διαβάστε ολόκληρη την εναρκτήρια ομιλία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου:
Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί,
Ἀγαπητοί Πατέρες,
Ἀγαπητές καί ἀγαπητοί Σύνεδροι,
Ἐκφράζω τήν ἰδιαίτερη χαρά μου γιά τήν παρουσία ὅλων στό σημερινό Συνέδριο, τό ὁποῖο ἀποφασίσθηκε καί διοργανώθηκε ἀπό τή Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀφορμή ὑπῆρξε ἡ ἐξαιρετική εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου καί Ἰκαρίας κ. Εὐσεβίου, ἐνώπιον τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, τόν περασμένο Ὀκτώβριο, μέ θέμα: «Ἀνασυγκρότηση τῆς Ἐνορίας καί ἐπανευαγγελισμός τῶν πιστῶν». Εὐχαριστοῦμε τόν Σεβασμιώτατο, τόν συγχαίρουμε καί εὐχόμεθα ὁ Θεός νά τοῦ δίδει χρόνους πολλούς, ὥστε νά καταθέτει τή μαρτυρία καί τήν ἀγωνία του γιά τήν Ἐκκλησία μας.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος, κατόπιν προτάσεως τῶν μελῶν τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς διοργανώσεως τοῦ Συνεδρίου, Σεβασμιωτάτων ἀδελφῶν Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἀνθίμου, Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα καί Φθιώτιδος κ. Συμεών, ἀποφάσισε τό Συνέδριο αὐτό νά ἀρχίσει τίς ἐργασίες του μία ἡμέρα ἰδιαιτέρως σημαντική γιά μένα, αὐτή τῆς ἑορτῆς τοῦ προστάτου μου Ὁσίου Ἱερωνύμου. Τούς εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως γι’ αὐτό. Ἀσφαλῶς εὐχαριστῶ καί ὅλους σας, Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί, πατέρες μου καί παιδιά μου, γιά τήν παρουσία σας, τά ἀγαπητικά σας αἰσθήματα πρός ἐμένα καί τίς ἐγκαρδιότατες εὐχές σας. Νά σᾶς ἀνταποδίδει ὁ Θεός τῆς Ἀγάπης κάθε καλό!
Ὁμολογῶ ὅτι χαίρομαι πού βλέπω ὅτι ἡ σημερινή σύναξη πραγματοποιεῖται ὡς συνέχεια τῆς Θείας Εὐχαριστίας στήν ὁποία συμμετείχαμε πρίν ἀπό λίγη ὥρα, ἀλλά καί ὡς ἔκφραση τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόσο ἡ Εὐχαριστία, ὅσο καί ἡ συνοδική λειτουργία ἀντικατοπτρίζουν ἕνα τρόπο ζωῆς ἀγαπητικό καί κοινοτικό, στόν ὁποῖο φανερώνεται ὅτι κανείς μας δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μόνος του, ἀλλά ὅτι ὅλοι ὀφείλουμε νά συνυπάρχουμε, νά συμπορευόμαστε καί νά μοιραζόμαστε τό «κοινόν» τοῦ βίου μας.
Ὅσα, λοιπόν, θ’ ἀκούσετε στή συνέχεια, δέν ἀποτελοῦν ἐπιστημονική εἰσήγηση οὔτε ὁραματισμούς καί ἰδέες, ἀλλά ἐπικοινωνία ἁπλῶν σκέψεων ἀπό τήν ἐμπειρία 56 ἐτῶν στήν ἱερατική διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῶν ὁποίων τά τελευταῖα 15 στήν πρωτεύθυνη θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Ἐπιτρέψτε μου, κατ’ ἀρχάς, νά σᾶς πῶ/ πῶς ἀντιλαμβάνομαι προσωπικά τή σημασία τοῦ ὅρου «ἐπανευαγγελισμός»· ὡς ἀναγνώριση ἐκ μέρους μας ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη νά κηρυχθεῖ ἐκ νέου ὁ εὐαγγελικός λόγος σέ λιγότερα ἤ περισσότερα μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας κοινότητας, ἐξαιτίας τῆς ἀλλοίωσης τοῦ εὐαγγελικοῦ τρόπου πίστης, ζωῆς καί ἤθους. Ὁ ἐπανευαγγελισμός παραπέμπει σέ ἐπανακατήχηση, προκειμένου νά εὑρεθεῖ ὁ ὀρθός προσανατολισμός, ἡ αὐθεντική πίστη, καί ἔτσι νά μήν τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Γιά τήν πραγμάτωση τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ, τό πρῶτο καί κύριο πού πρέπει νά θυμηθοῦμε εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι δομημένη στή βάση τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν. Κανένας χριστιανός δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ μόνο ὡς ἄτομο. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός δέν πορεύθηκε μόνος Του κατά τήν ἐπίγεια παρουσία καί δράση Του, ἀλλά συγκρότησε κοινότητα μέ τήν παρουσία τῶν μαθητῶν Του. Στή συνέχεια, τό ἴδιο ἔπραξαν καί ἐκεῖνοι. Συγκρότησαν μικρές ἤ μεγάλες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, μέ κέντρο τῆς κάθε μίας τόν ἱερό ναό, γιά νά ἀποτελεῖ ἕνα σταθερό τόπο συνάντησης καί σύναξης τῶν πιστῶν σέ Εὐχαριστία μέ τή σταθερή παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐν μέσῳ αὐτῶν: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[1]. Σκοπός τῆς κάθε κοινότητας ἦταν καί εἶναι νά λειτουργεῖ σάν μία μεγάλη οἰκογένεια, μέ κριτήριο τήν ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο.
Ὁ ἐπανευαγγελισμός, λοιπόν, πρέπει νά ἀρχίσει μέ τή συνάντηση μέ τόν ἄλλον, μέσα ἀπό τήν οἰκοδόμηση μιᾶς σχέσης ἐμπιστοσύνης, ὅπως εἶναι αὐτή πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στά μέλη μιᾶς οἰκογένειας. «Ἀκοῦμε μόνο ὅσους ἐμπιστευόμαστε», τονίζει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, καί γι’ αὐτό ἰδιαίτερα στή δική μας ἐποχή, ἡ ὁποία εὐνοεῖ τίς «παράλληλες μοναξιές» τῶν ἀνθρώπων, ὀφείλουμε ὅλοι μας νά βοηθήσουμε ὥστε νά στηθεῖ καί πάλι καί νά ὑπάρξει κοινότητα καί κοινοτική ζωή. Καί αὐτό εἶναι τό κύριο καί καίριο ζήτημα πού πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει ὡς διακόνους τῆς Ἐκκλησίας σήμερα: ὁ ἀπαρτισμός κατά τόπους τῆς κοινότητας-ἐνορίας.
Γιά νά γίνει αὐτό, εἶναι ἀνάγκη νά πάψουμε ὅλοι νά στρέφουμε τό ἐνδιαφέρον μας στήν ἀπόκτηση κύρους, κοσμικῆς ἰσχύος, ἐπιβολῆς, δύναμης ἤ ἐξουσίας, ἀλλά μέ ἀλήθεια ζωῆς καί εἰλικρίνεια σχέσεων νά ἀνοίξουμε τούς ναούς μας στούς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς. Ἔτσι θά σηματοδοτήσουμε ἀληθινά τή νέα πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία καλεῖται νά σαρκώνει ἡ κοινότητα-ἐνορία καί προσδιορίζεται ἀπό τήν παρουσία τῆς ἀγάπης ὡς συνδετικοῦ κρίκου ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο καί στόν ἄνθρωπο μέ τόν συνάνθρωπο.
Ὀφείλουμε νά ἐργαστοῦμε ὥστε ἡ ἐνορία νά λειτουργεῖ ὡς κοινότητα, γιατί ἔτσι μπορεῖ ὁ «δυσκολεμένος» ἄνθρωπος νά ζήσει τήν ἐπιστροφή του στό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί νά συνειδητοποιήσει ποιός εἶναι ὁ Πατέρας του· πῶς σχετίζεται ὑπαρξιακά μέ Ἐκεῖνον, ἀλλά καί μέ τούς ἀδελφούς του καί πῶς, τελικά, μεταμορφώνεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Λέει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ποιό καλύτερο λιμάνι ἀπ’ τό λιμάνι τῆς Ἐκκλησίας; Στήν Ἐκκλησία δέν ἐπικρατεῖ ἡ βιολογική ἀναγκαιότητα, ἀλλά τιμᾶται ὑπερβολικά ἡ ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς. Ἡ Ἐκκλησία παίρνει κάποιον πού εἶναι “λύκος” καί τόν μεταμορφώνει σέ “πρόβατο” ὄχι ἀλλοιώνοντας τήν φύση του, ἀλλά ἀλλάζοντας τήν προαίρεσή του»[2]. Ἡ πρόταση ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν κόσμο εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: νά ἀποτελεῖ τό Μυστήριο τῆς ἀλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων ἀπό ἀνώτερα θηλαστικά σέ πρόσωπα.
Πρόσωπο σημαίνει κοιτῶ κατά μέτωπο πρός κάποιον, σχετίζομαι, κοινωνῶ. Καί ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο πραγματώνεται στήν κοινή Λατρεία, στή μετοχή στήν Εὐχαριστία, στήν Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι τό κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Ὁποιαδήποτε ἀτομική προσπάθεια, χωρίς ἀναφορά στήν παρουσία καί βοήθειά Του μέσῳ τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, ὅσο καί ἄν προέρχεται ἀπό ἀγαθή πρόθεση, ὅταν ἐπιμένει νά εἶναι ἀποκλειστικά ἀνθρώπινη, «οὐδέν ὠφελεῖ»[3].
Γι’ αὐτό καί στόν ἀγώνα γιά ἐπανευαγγελισμό, ἐπανακατήχηση καί ἀνάκτηση τῆς κοινότητας-ἐνορίας, ὀφείλουμε νά προσέξουμε ὥστε νά μή χάσουμε τόν ἀληθινό μας στόχο, πού εἶναι ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Χριστό. Αὐτή τή σχέση εἶναι ἀνάγκη νά διακονήσουμε οἱ ποιμένες (ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι) καί ὄχι νά ἐγκλωβίζουμε τούς ἀνθρώπους σέ μία σχέση ἀποκλειστικότητας μέ μᾶς τούς ἴδιους. Ὀφείλουμε νά παραπέμπουμε διαρκῶς στόν Χριστό, καί ὄχι, «γοητεύοντας» τούς πιστούς, νά γινόμαστε ἐμεῖς τό κέντρο τῆς ζωῆς τους. Σήμερα, ἴσως περισσότερο ἀπό ποτέ, ὑπάρχει ὁ σοβαρός κίνδυνος, τό ἀγώνισμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί τῆς θεοφιλοῦς ὑπακοῆς νά ὑποσκάπτεται ἀπό τήν ψυχολογική ἐξάρτηση καί τόν κακοποιό «ὀπαδισμό». Καί ὁ πνευματικός ζῆλος τοῦ ποιμένα νά διαστρέφεται σέ διανοητικό ἤ καί συναισθηματικό ζηλωτισμό καί νά καταλήγει νά ἐπιδιώκει τή θεολογική «καθαρότητα», μέ ἐξουσιαστικές ὅμως μεθόδους, ὁδηγώντας ἀτυχῶς ἀνθρώπους, κυρίως νέους, σέ τραυματικές ἀντιφάσεις.
Σέ ὅλα αὐτά συντελεῖ καθοριστικά καί ἡ σημερινή τεχνολογική πρόοδος, ἡ ὁποία ‒δυστυχῶς‒ στή χειρότερη μορφή της, τή «μαγεία» τῆς εἰκόνας καί τήν ὀλέθρια ἐπίδραση τῶν ψευδαισθήσεων, ἔχει κατακλύσει καί τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Ἡ «πρόοδος» αὐτή ὑποθάλπει τήν αὐτοπεποίθηση, τήν ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία καί ἐνισχύει τό αἴσθημα τῆς αὐτάρκειας, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά στρέφεται στίς δικές του δυνάμεις, στόν ἑαυτό του, νά γίνεται «φίλαυτος». Τό περιεχόμενο τῆς φιλαυτίας εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἔμπρακτης συνεργασίας μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία μεταφέρεται καί ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο καί τήν κτίση. Ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας, ἡ φιλαυτία αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ, ὁλοένα καί περισσότερο, στόν θρησκευτικό ἀτομοκεντρισμό.
Ἔρχονται ὅμως κάποτε πικρές δοκιμασίες, γιά νά μᾶς ἐπαναφέρουν στή συναίσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀνεπάρκειας καί, κατά συνέπεια, στήν προσφυγή μας στόν Θεό, τή μόνη πραγματική πηγή ἀλήθειας καί δύναμης.
Βεβαίως, ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι καί προσωπική. Ὁ καθένας μας πιστεύει καί ἐκδηλώνει τήν πίστη του προσωπικά, ὅπως κατεξοχήν προσωπικός εἶναι καί ὁ βαθμός τῆς πίστεως καί τῆς πνευματικῆς προόδου. Ὡστόσο, ὅπως ξεκάθαρα φανερώνεται μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἀτομικό γεγονός, ἀλλά ἐκκλησιαστικό.
Ἡ σπουδαιότητα τοῦ ἔργου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας πραγματώνεται στήν Ἐκκλησία καί σέ σχέση μέ Αὐτήν γιατί ὑπερβαίνει τίς δικές μας ἀτομικές δυνάμεις καί τήν πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύση μας. Μόνο ἐκ Θεοῦ καί σύν Θεῷ μποροῦμε νά προχωρήσουμε.
Ὁ ἐπανευαγγελισμός, ἡ ἐπανακατήχηση καί ἡ συγκρότηση τῶν νέων κοινοτήτων θά γίνει μόνο ὅταν στραφοῦμε πρός τόν Θεό προσευχόμενοι, ἐργαζόμενοι καί κοπιάζοντες. Ὅταν φανερώνουμε μέ τή δική μας ζωή, τήν ἀξία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ζωῆς, ὅπως αὐτός βιώνεται γνήσια στό Εὐαγγέλιο καί τήν ζωή τῶν Ἁγίων μας καί ὅπως ἀναδεικνύεται μέσα ἀπό τό εὐχαριστιακό, τό ἀσκητικό καί κοινοτικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀδελφοί μου καί παιδιά μου,
Δέν ἐπιθυμῶ νά σᾶς κουράσω περισσότερο. Ἄλλωστε, ὅλοι μας ἀναμένουμε μέ πολύ ἐνδιαφέρον νά ἀκούσουμε τίς εἰσηγήσεις τῶν ὁρισθέντων ἐκλεκτῶν εἰσηγητῶν καί τά πορίσματα τοῦ Συνεδρίου, τά ὁποῖα ἐπιθυμοῦμε νά ἀξιοποιηθοῦν σέ κάθε ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί λειτουργίας καί σᾶς διαβεβαιώνουμε ὅτι θά ἐργαστοῦμε πρός αὐτό τόν σκοπό.
Ἐπιτρέψτε μας μόνο, τελειώνοντας, νά ἐκφράσουμε τίς εὐχαριστίες καί τόν δίκαιο ἔπαινό μας πρός ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κοπίασαν γιά νά εἴμαστε σήμερα ἐδῶ ὅλοι μας:
- Τά μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἰδιαιτέρως τούς τρεῖς ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς∙ Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμο, Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα καί Φθιώτιδος κ. Συμεών, πού ἀνέλαβαν τήν ὅλη διοργάνωση, μέ τήν πρόθυμη συνεργασία τοῦ Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Ἐπισκόπου Ὠρεῶν κ. Φιλοθέου.
- Τόν Γραμματέα τοῦ Συνεδρίου π. Ἀντώνιο Καλλιγέρη καί τούς συνεργάτες του ἀπό τό Ἵδρυμα Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, γιά τόν συντονισμό καί τήν ὑποστήριξη τοῦ Συνεδρίου.
- Τούς ἐκλεκτούς εἰσηγητές καί μαζί μ’ αὐτούς καί τά «ἀριστίνδην» μέλη τῶν ὁμάδων ἐργασίας γιά τόν κόπο καί τήν ἀγάπη τους.
- Τόν Γενικό Διευθυντή τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Μητροπολίτη Φαναρίου κ. Ἀγαθάγγελο γιά τή χορηγία τῶν προγραμμάτων, ἀφισῶν, προσκλήσεων, βιβλίων καί λοιπῶν ἀπαραιτήτων.
- Τόν Διευθυντή τῶν Οἰκονομικῶν Ὑπηρεσιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου π. Νικόδημο Φαρμάκη καί τούς συνεργάτες του, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν τήν προμήθεια τῶν ἀναγκαίων γιά τό Συνέδριο.
- Τόν Διευθυντή τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ κ. Ἀλέξανδρο Κατσιάρα, γιατί ἡ Ἐπικοινωνιακή καί Μορφωτική Ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε τή χορηγία ἐκδόσεως τόσο τῆς ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Σάμου κ. Εὐσεβίου, ὅσο καί τῶν Πρακτικῶν τῶν προηγουμένων Συνεδρίων.
- Τόν κ. Γεράσιμο Φωκᾶ, ἰδιοκτήτη τοῦ Ξενοδοχείου στό ὁποῖο βρισκόμαστε καί τούς συνεργάτες του διότι, κατόπιν παρακλήσεως τῆς Διοικούσης τήν Ε.Κ.Υ.Ο. Ἐπιτροπῆς, ἀνέλαβε τή δωρεάν φιλοξενία τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου καί τῶν συνέδρων καί μάλιστα ὡς δῶρο γιά τά ὀνομαστήριά μου. Νά τόν εὐλογεῖ ὁ Θεός πάντοτε!
- Τίς ἐκδόσεις «Ἐν Πλῷ» γιά τή χορηγία βιβλίων τους πρός ὅλους τούς Συνέδρους.
- Καί, τέλος, ὅλες καί ὅλους, τά στελέχη τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐργάτες τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τῆς κατήχησης, εὐχόμενος νά ἀξιοποιήσετε στήν ὀργάνωση τοῦ ἔργου σας, κυρίως τοῦ ἐνοριακοῦ, ὅσα θά ἀκούσετε καί θά συζητήσετε καί ὅσα, κατόπιν αὐτῶν, θά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος.
Σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς εὐλογῶ καί παρακαλῶ τόν Θεό νά σᾶς χαριτώνει καί νά στηρίζει τή διακονία σας.
Τέλος, στην καταληκτήρια ομιλία του ανέφερε τα εξής:
Ἀκούγοντας καί διαβάζοντας ὅλα αὐτά τά χρήσιμα συμπεράσματα καί τίς προτάσεις, τά ὁποῖα ἀνέγνωσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμος καί συνήχθησαν ἀπό τίς Ὁμάδες Ἐργασίας πού συγκροτήσατε μετά τίς ἐκλεκτές εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων ἀδελφῶν Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα, Φθιώτιδος κ. Συμεών, τῶν πατέρων Θεοδοσίου Μαρτζούχου καί Γεωργίου Μίλκα, τῆς πρεσβυτέρας Ἀγγελικῆς Καριώτογλου καί τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ Νικολάου Τσιαδήμου, ἐπιθυμῶ νά σᾶς εὐχαριστήσω καί νά σᾶς ἐπαινέσω γιά τόν κόπο σας.
Ὀφείλω, ταυτόχρονα, νά σᾶς διαβεβαιώσω γιά τήν περαιτέρω κοινή μας ἐργασία καί προσπάθεια, ὥστε αὐτές οἱ προτάσεις νά μή μείνουν ἀποτυπωμένες μόνο στό χαρτί, ἀλλά νά ἀρχίσουν νά ἐφαρμόζονται στήν πράξη μέσα στήν ἐκκλησιαστική μας ζωή. Ἄλλωστε, αὐτή ὑπῆρξε καί ἡ βούληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας μετά τήν εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου κ. Εὐσεβίου, ὅσο καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅταν ἀποφάσισε τήν πραγματοποίηση τοῦ Συνεδρίου.
Ἡ Ἐκκλησία εὐαγγελίζεται τή σωτηρία ὅταν συμπορεύεται μέ τούς ἀνθρώπους, ὅταν μοιράζεται καί ἀποδέχεται τίς ἐρωτήσεις καί τίς ἀμφιβολίες τους, ὅταν μπορεῖ νά διαλέγεται ὄχι μόνο μέ τούς ἄλλους, ἀλλά καί μέ τόν Ἑαυτό Της, τά μέλη Της καί νά ἀναζωπυρώνει ἔτσι τό ἐκ Θεοῦ χάρισμά Της.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰσχύς, ὑπεροχική ἐξουσία, πού κοιτάζει τόν κόσμο ἀπό ἀπόσταση καί μέ αὐτάρκεια. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή Της, δέν ἔμεινε κλεισμένος στό μεγαλεῖο τῆς Θεότητός Του, ἀλλά προσέλαβε τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὀφείλει νά προσλάβει τόν κάθε ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγήσει στόν Χριστό μέ τή χαρά τοῦ Εὐαγγελίου καί τή ζωή πού Ἐκείνη ἐπαγγέλλεται, ἀλλά καί τά μέλη Της ἀγωνίζονται νά πραγματώνουν στήν καθημερινότητά τους.
Γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται νά μήν ὀμφαλοσκοποῦμε! Νά μή μένουμε στήν εἰκόνα καί τίς ψευδαισθήσεις της. Νά ἀσχοληθοῦμε ἀληθινά μέ τήν πραγματική ζωή τῶν ἀνθρώπων· τίς πνευματικές τους ἀνάγκες, τίς ἀγωνίες τους, τίς προσδοκίες τους. Ἡ οὐσία τῆς ἀποστολῆς μας παραμένει πάντοτε ἡ προσέγγιση τοῦ πλανηθέντος προβάτου, ἀκόμη κι ἄν αὐτό σήμερα δέν φαίνεται νά εἶναι μόνο τό ἕνα, ἀλλά πολύ περισσότερα. Ἄς μοιραστοῦμε μαζί τους τίς χαρές καί τίς λύπες τους. Ἔτσι θά εἴμαστε μιά «ζωντανή πηγή» ἐλπίδας στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, εὐαγγελιζόμενοι τή χαρά καί τήν ἐλευθερία τοῦ Εὐαγγελίου.
Κι αὐτό ἀσφαλῶς δέν θά γίνει μέσα ἀπό κουραστικούς μονολόγους ἀπό θέση ἐξουσίας, διαρκῶς καταγγελτικούς καί ἐνοχοποιητικούς. Οὔτε μέ λόγια πού διακρίνονται εἴτε ἀπό στεῖρο θρησκευτικό ἠθικισμό εἴτε ἐπικαλοῦνται τό συναίσθημα καί τίς ψυχολογικές ἀνθρώπινες διεργασίες, καλλιεργώντας μιά μαγική καί, ἐν τέλει, ἐξωτερική ἀντίληψη γιά τήν πίστη, ἡ ὁποία δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ἀληθινή ζωή πού προσφέρει ὁ Χριστός.
Τό παρόν Συνέδριο, ὡς γεγονός ἰδιαίτερο καί σημαντικό στή συνοδική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μᾶς ἔδωσε μηνύματα, ἀφορμές, δύναμη, σήμανε ἕνα πραγματικό «ἐγερτήριο σάλπισμα», ὥστε νά ἐπανευαγγελιστοῦμε τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί νά ὀργανώσουμε ἐκ νέου τήν ἐνοριακή μας ζωή.
Εὐχαριστῶ καί συγχαίρω ὅλους ἐκείνους πού βοήθησαν καί θέλω νά σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι σήμερα δέν πραγματοποιοῦμε τή λήξη ἑνός συνεδρίου, ἀλλά τήν ἀρχή μιᾶς νέας προσπάθειας γιά οὐσιαστική ποιμαντική ἐργασία καί ἄνοιγμα πρός τόν κόσμο.
Σᾶς εὐχαριστῶ!
[1] Ματθ. 18, 20
[2] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, λόγος η’.
[3] Ματθ. 27, 24