Αλβανία 1940: Ο πολεμιστής που επέζησε από όλμο χάρη στο Ευαγγέλιο

Από το ΣΩΤΗΡΗ ΛΕΤΣΙΟ*

«Αποφάσισα να δωρίσω στο Πολεμικό Μουσείο, στην Αθήνα, το στρατιωτικό αμπέχονο που φορούσε στα βουνά της Αλβανίας ο πατέρας μου. Το ότι ο πατέρας μου επέστρεψε ζωντανός από το μέτωπο το όφειλε στο Ευαγγέλιο που είχε συνεχώς πάνω σε αυτό το αμπέχονο». Τα λόγια αυτά υπογραμμίζει, μιλώντας στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» η Αντιγόνη Μαλλιαρού, κόρη του έφεδρου ανθυπολοχαγού Γεώργιου Μαλλιαρού, ο οποίος πολέμησε ηρωικά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο: «Αυτό το αμπέχονο το διαφύλαξε ευλαβικά σε όλη του τη ζωή και εις ανάμνηση της διάσωσής του. Δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένιωθε ο ίδιος ότι έτσι δόξαζε εσαεί τον Θεό για τη σωτηρία της ζωής του. Εκτός από το αμπέχονο δώρισα επίσης τη σφυρίχτρα και την πυξίδα και έναν σουγιά, τα οποία είχε μαζί του. Παρόλο που μου μιλούσε πάντα για το αμπέχονο, για την ύπαρξη του Ευαγγελίου δεν μου είχε πει τίποτα. Θεωρώ ότι αυτό θα πρέπει να είχε γίνει κομμάτια. Οι άνθρωποι του Πολεμικού Μουσείου μού είπαν πως το αμπέχονο ήταν κάτι που έλειπε από τη συλλογή του εν λόγω μουσείου και ότι θα τοποθετηθεί στο σημείο που του αξίζει. Το εξέτασαν προσεκτικά και επιβεβαίωσαν ότι όντως είχε δεχθεί θραύσματα από όλμο. Εχω κρατήσει στο σπίτι κι άλλο ένα αμπέχονο του πατέρα μου, το οποίο σκοπεύω να δωρίσω και αυτό».

 

«Την ώρα που ετοιμάζονταν για την τελική έφοδο προκειμένου να καταληφθεί από τον Ελληνικό Στρατό ένα ύψωμα στρατηγικής σημασίας, ο πατέρας μου φωνάζοντας “εμπρός, παιδιά!” έδωσε το σύνθημα για την επίθεση» τονίζει η κυρία Μαλλιαρού αρχίζοντας να εξιστορεί αναλυτικά όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις στιγμές, την ώρα που η δόξα στεφάνωνε τα ελληνικά όπλα: «Δεν πρόλαβε όμως ο πατέρας μου να κάνει πολλά βήματα και βγάζοντας ένα επιφώνημα πόνου σωριάστηκε κάτω λιπόθυμος. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε στιγμιαία πως όλα είχαν τελειώσει. Ο λοχαγός του τρέχει αμέσως από πάνω του, τον ανασηκώνει στα χέρια του λέγοντάς του “Γιώργο μου, κουράγιο!” και αρχίζει να ψηλαφεί προσεκτικά το σώμα του προκειμένου να εντοπίσει το τραύμα. Ολοι όσοι βρίσκονταν γύρω του είχαν πιστέψει πως είχε πεθάνει. Μετά από λίγα λεπτά ο πατέρας μου άρχισε να συνέρχεται και άρχισε κι αυτός να ψάχνει παντού ώστε να εξακριβώσει τι είχε συμβεί. Τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι συμπολεμιστές του δεν βρήκαν κανένα απολύτως τραύμα. Από κανένα σημείο του σώματός τους δεν έβγαινε αίμα. Ωστόσο ένα θραύσμα όλμου είχε βρεθεί πάνω του, το οποίο είχε διαπεράσει το αμπέχονο και είχε σφηνωθεί μέσα στις σελίδες του Ευαγγελίου! Το βιβλίο αυτό βρισκόταν στην τσέπη από τη δεξιά πλευρά του ρούχου. Το Ευαγγέλιο αυτό του είχε δωρίσει ο στρατιωτικός ιερέας της διμοιρίας, όταν ο πατέρας μου είχε πάει για να εξομολογηθεί. Ο ιερέας αυτός ονομαζόταν Αχίλλειος Παπαθανασόπουλος και απεβίωσε το 1975. Μετά από αυτό το συμβάν ο πατέρας μου έτρεξε γεμάτος από ενθουσιασμό να συναντήσει τον ιερέα και του έδειξε με χαρά και ευγνωμοσύνη το Ευαγγέλιο: “Θυμάστε το Ευαγγέλιο που μου χαρίσατε στον Αβαντα; Χάρη σε αυτό έμεινα άθικτος. Εσωσε όχι μόνο την ψυχή αλλά και τη ζωή μου. Σας χρωστώ τη σωτηρία μου, πάτερ“. Ηταν τα πρώτα λόγια του πατέρα μου προς τον ιερέα όταν συναντήθηκαν μετά τη μάχη. Αμέσως μετά όλοι μαζί δοξάσανε τον Θεό για τη θαυματουργική του παρέμβαση. Οταν στρατιώτες και αξιωματικοί βίωσαν αυτό το θαύμα, τότε το ηθικό τους ανυψώθηκε στα ύψη. Πήρανε αμέσως μεγάλη δύναμη».

Αρκετά υπήρξαν τα περιστατικά τα οποία σημάδεψαν τη θαρραλέα δράση τόσο του Γεώργιου Μαλλιαρού όσο και των ηρώων συμπολεμιστών. Ιδού ακόμα ένα, όπως μας το αφηγείται η κόρη του: «Οταν η πρώτη ομάδα Ελλήνων στρατιωτών εισήλθε νικηφόρα στο απελευθερωμένο χωριό Τούσεμιστ, στο Πόγκραδετς, ανέλαβε ο πατέρας μου να μιλήσει ως επικεφαλής προς τους φαντάρους και τους ντόπιους κατοίκους ανακοινώνοντας τα εξής: “Προσαρτώ αυτά τα εδάφη εις το όνομα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ στην ελληνική επικράτεια. Ζήτω η Βόρειος Ηπειρος! Ζήτω ο Στρατός μας!” Αμέσως μετά όλοι οι στρατιώτες έψαλαν στο όνομα της Παναγίας εκφράζοντας τις ευχαριστίες τους προς Αυτήν. Επειδή οι κάτοικοι του Τούσεμιστ -αλλά και τα ζώα τους- υπέφεραν από την πείνα, παρακάλεσαν τον πατέρα μου να ζητήσει τρόφιμα από το Μοναστήρι του Αγίου Ναούμ. Πήγε λοιπόν με τον ξάδελφό του και παρακάλεσαν τους μοναχούς ώστε να λάβουν ένα μουλάρι με αλεύρι και λίγο καλαμπόκι. Αντί όμως για ένα, οι καλόγεροι τους πρόσφεραν 10 μουλάρια για την ανακούφιση των στρατιωτών! Οπως μου διηγείτο ο πατέρας μου, η βοήθεια της Εκκλησίας ήταν πολύ μεγάλη εκείνη την περίοδο. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού περιέβαλαν με τόση αγάπη τους Ελληνες στρατιώτες και τον πατέρα μου, έτσι ώστε τους κράτησαν εκεί ως τα Χριστούγεννα. Αξίζει ακόμη να τονίσουμε ότι σε κάθε χωριό που εισέρχονταν δεν ξεχνούσαν να τελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αισθάνονταν ότι ήταν πάντα δίπλα παρούσα η Παναγία και γι’ αυτό τον λόγο την τιμούσαν».

*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”