Το μικρό ως κατεξοχήν υπερβατική κατηγορία

του Πρωτοπρεσβύτερου Δρ. Γεωργίου Λέκκα*

«τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί» (Α΄ Κορινθ. 1.25)

Η Θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μάς επιτρέπει να δοκιμάζουμε φιλοσοφικο-θεολογικές κατηγορίες αναφορικά με τον Θεό με την προϋπόθεση ότι τις εκλαμβάνουμε ενδεικτικά κι όχι κυριολεκτικά, διότι δίχως την προϋπόθεση αυτή οποιαδήποτε ανθρώπινη κατηγορία χρησιμοποιηθεί αναφορικά με τον Θεό κινδυνεύει να Τον παρουσιάσει «κατ’  εικόνα» του ανθρώπου.

Από τα ζεύγη αντιθέτων που επιστρατεύουμε συνήθως για να μιλήσουμε για τον Θεό, όπως υψηλό-ταπεινό, μεγάλο-μικρό, ένδοξο-άσημο, ισχυρό-αδύναμο και τα παρόμοια, έχουμε την τάση να υιοθετούμε την πιο εντυπωσιακή πλευρά του αντίστοιχου ζεύγους ως περισσότερο κατάλληλη για να υποδηλώσουμε την ζωή και την ύπαρξη του Δημιουργού Θεού μας.

Όμως η Ορθόδοξη Θεολογία, όπως αυτή κατέληξε στην γραφίδα του Αγίου Σωφρονίου του Αθωνίτου σχετικά με την Θεία Ταπείνωση, μάς επιτρέπει να δοκιμάσουμε να μιλήσουμε ενδεικτικά περί Θεού καταφεύγοντας και σε άλλους «αδύναμους» πόλους από τα προαναφερθέντα ζεύγη εννοιολογικών κατηγοριών, όπως για παράδειγμα το μικρό, πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι η ύπαρξη και η ζωή του Θεού υπερβαίνουν εξ ορισμού την όποια εννοιολογική προσέγγισή τους.

Ο Θεός δεν είναι υλικό μέγεθος ώστε να απάδει προς Αυτόν εξ ορισμού η κατηγορία του Μικρού. Μάλιστα η Θεία Μικρότητα ως απόλυτο μέγεθος πνευματικής τάξεως αποκαλύπτεται στον άνθρωπο κατά την ώρα της αυτομείωσής του, οπότε και του επιτρέπεται στο μέτρο του δυνατού ο συντονισμός του με την Θεία Πανταπείνωση.

Η θεία έφεση για το Μικρό βρίσκεται στη ρίζα της Παντοδυναμίας του Θεού, διότι η θεία αυτοσμίκρυνση επιτρέπει στο κάθε τι να υπάρχει αυξανόμενο, αρχής γενομένης από τα έσχατα στοιχεία της ύλης, και αυτή είναι που τελικά επιτρέπει την ύπαρξη τόσο του υλικώς απόλυτα μεγάλου όσο και του υλικώς απόλυτα μικρού.

Συνεπώς η θεία έφεση για το Μικρό, που ερείδεται ασφαλώς στον κενωτικό τρόπο υπάρξεως του Τριαδικού Θεού, όχι μόνο δεν πριμοδοτεί την ανυπαρξία, αλλά αντιθέτως ως τέτοια συνιστά την απόλυτη προϋπόθεση ύπαρξης κάθε τι του υπαρκτού.

Επειδή αγνοούμε το μυστήριο της θείας αυτοσμίκρυνσης δεν εκτιμούμε δεόντως το όποιο μικρό που την μιμείται με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουμε να συντονιστούμε με τέτοιο Θεό.

Η θεία έφεση για το Μικρό επέτρεψε προφανώς στον Θεό να κενωθεί από τη θεία δόξα Του, να παχυνθεί με τη μορφή μεταπτωτικού ανθρώπου ελεύθερου όμως από αμαρτίες και να κατέβει, περνώντας απαρατήρητος από τον θάνατο, στον Άδη για να σώσει τον άνθρωπο.

Νομίζουμε ότι ο Θεός ήρθε στον κόσμο για να μάς διδάξει ταπείνωση γιατί αγνοούμε πως χάρη στην ακατάληπτη για τον άνθρωπο εκούσια αυτοσμίκρυνσή Του ο Θεός δημιούργησε, αναδημιούργησε εν Χριστώ, συντηρεί και προάγει τα πάντα.

Για τον Θεό ως Δια-Προσωπική Τριαδική Ύπαρξη το απόλυτα μεγάλο ταυτίζεται με το απόλυτα μικρό. Μάλιστα το γεγονός ότι ο Θεός αγαπά να μικραίνει ο ίδιος Τον καθιστά απείρως μεγάλο τόσο ενδοτριαδικά όσο και στις σχέσεις Του με την Δημιουργία Του (=εξωτριαδικά).  Από πνευματική άποψη δεν υπάρχει συνεπώς τίποτα μεγαλύτερο από το παμμέγεθες μεγαλείο της εκούσιας θείας αυτοσμίκρυνσης. Ο Διάβολος, όμως, υποτίμησε την παμμεγαλειότητα της θείας έφεσης για το Μικρό και έπεσε γιατί πίστεψε ότι θα μπορούσε να γίνει μεγαλύτερος από τον Θεό που αγαπά να μικραίνει.

Ο Διάβολος εξέλαβε ως αδυναμία την θεία έφεση για το Μικρό γιατί θεώρησε το Μικρό με όρους υλικής και ως εκ τούτου μετρήσιμης δύναμης. Απέτυχε έτσι να δει στην εκούσια αυτοσμίκρυνση του Θεού το μεγαλείο της υπερβατικότητάς Του. Επιθύμησε μάλιστα για τον εαυτό του μεγαλείο χωρίς την αυτοσμίκρυνση. Έκτοτε όποιος διαλέγει για τον εαυτό του, αντί για το μεγαλείο του Μικρού, μεγαλείο χωρίς το Μικρό, υποτιμά τον Θεό και επαναλαμβάνει την πτώση του Εωσφόρου.

Ασφαλώς η εκούσια θεία αυτοσμίκρυνση σχετίζεται άμεσα με τη διακριτικότητα του Θεού που θέλει να μάς κερδίσει όλους χωρίς όμως να στερήσει την ελευθερία κανενός. Συντονιζόμενοι πνευματικά με τέτοιο Θεό που εννοεί να αυξάνεται μέσα μας μόνο όταν αυτομειούμενοι Του παραχωρούμε αυτό το δικαίωμα, έχουμε τη δυνατότητα να ζούμε αιωνίως τη Ζωή του Θεού στα όρια της αντοχής της κτιστότητάς μας. Με τέτοιο Θεό πρέπει να είναι κανείς τελικά πολύ ανόητος  για να χάσει τον Παράδεισο!

Πηγή: antifono.gr

*Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.