Συνάντηση Γυναικείων Οργανώσεων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Μπετζάλλα

Φωτογραφία: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων

Το πρωί της Πέμπτης, 27ης Ιουλίου 2023, τελέστηκε η Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό του Γενεθλίου της Θεοτόκου της Κοινότητος Μπετζάλλας, Προεξάρχοντος του ηγουμένου Αρχιμανδρίτου π. Ιγνατίου καί προσευχομένων των ιερέων και των Κυριών (τριακοσίων περίπου σε αριθμό) έντεκα Κοινοτήτων του Πατριαρχείου της Δυτικής Όχθης της Παλαιστινιακής Αυτονομίας.

Τη λειτουργική εκδήλωση αυτή ευλόγησε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων λέγοντας τα εξής:

«Ιδού δή τι καλόν η τι τερπνόν, αλλ’ η τό κατοικείν αδελφούς επί τό αυτό», (Ψαλμ. 132, 1), αναφωνεί ο ψαλμωδός. «Ού γάρ εισι δύο η τρείς συνηγμένοι εις τό εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών», (Ματθ. 18, 20), λέγει Κύριος.

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Αδελφοί καί αδελφαί,

Η εις τό όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σύναξις υμών εν τη ιστορική καί αγιογραφική ταύτη πόλει Μπετζάλλα είναι όντως καλόν καί τερπνόν. Καί τούτο, διότι εν τη αρχιερατική προσευχή ο Ιησούς Χριστός παρακαλεί τόν Θεόν Πατέρα Αυτού υπέρ εαυτού, υπέρ των μαθητών Του, δηλονότι των Αποστόλων καί δι’ όσους θα πιστεύσουν εις Αυτόν, λέγων: «Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία Σου, ο λόγος ο σός αλήθεια εστί… καί υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα καί αυτοί ώσιν ηγιασμενοι εν αληθεία. Ου περί τούτων δέ ερωτώ μόνον αλλά καί περί των πιστευόντων διά του λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι σύ με απέστειλας», (Ιωάν 17, 17-21).

Ερμηνεύοντες τούς ανωτέρω Κυριακούς λόγους, ο μέν άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: «Αγάπης καί ομονοίας καί ειρήνης σύνδεσμον απαιτεί, συγκομίζοντα πρός ενότητα τήν πνευματικήν τούς πιστεύοντας» [Καί απλούστερον: Ζητεί ο Χριστός τόν σύνδεσμον της αγάπης καί ομονοίας καί ειρήνης διά να συναγάγη τούς πιστεύοντας εις Αυτόν εις τήν εν «Αγίω Πνεύματι ενότητα. Ο δέ Ζιγαβηνός λέγει: «Εκ της αγάπης τοίνυν καί ομονοίας αρξάμενος – ο Χριστός – εις ταύτην πάλιν κατέκλεισεν τόν λόγον, δεικνύς ότι θεοφιλές καί περισπούδαστον (εστί) η αγάπη».

Αξιοσημείωτον ότι πρόκειται ουχί περί ενότητος ουσίας, όπως τούτο συμβαίνει εις τά πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αλλ’ αγάπης. Πρόκειται περί της ενότητος του Πνεύματος, η οποία θα προέρχηται εκ του ότι θα είναι «έν σώμα καί εν πνεύμα, καθώς εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών», έχοντες «ένα Κύριον, μίαν πίστιν, εν βάπτισμα, ένα Πατέρα» (Πρβλ Εφ. 4, 4-6), ως κηρύττει ο θείος Παύλος. Κατά δέ τόν άγιον Ιωάννην τόν Θεολόγον «Ο Χριστός απέθανε, ίνα καί τά τέκνα του Θεού τά διεσκορπισμένα συναγάγη εις έν», (Ιωάν. 11,52).

Τήν αγάπην ταύτην καί δή τήν μητρικήν ταύτην επέδειξαν κατά τόν σταυρικόν πάθος του Χριστού πρωτίστως καί κυρίως η Μητέρα του Υιού καί Θεού αυτής, η Υπερευλογημένη Θεοτόκος καί αειπάρθενος Μαρία, ως επίσης καί αι Μυροφόροι γυναίκες. Τήν αγάπην ταύτην επέδειξαν αι αδελφαί του Λαζάρου Μάρθα καί Μαρία, όταν υπεδέχθησαν τόν Χριστόν εν τώ οίκω αυτών εν Βηθανία, ένθα λαβών αφορμήν ο Ιησούς επέπληξε τήν Μάρθαν λέγων: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δέ εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής», (Λουκ. 10, 41-42).

Ερμηνεύοντες τούς λόγους τούτους του Κυρίου, ο μέν Θεοφύλακτος επισημαίνει λέγων: «Μέγα μέν τό της φιλοξενίας αγαθόν, όπερ η Μάρθα επεδείκνυτο καί ουκ απόβλητον· μείζον δέ τό προσέχειν τοις πνευματικοτέροις λόγοις». Ο δέ Ζιγαβηνός λέγει: «τήν αγαθήν ούν μερίδα είπεν ο Ιησούς ουχ ως της άλλης πονηράς ούσης, αλλ’ αγαθήν ενταύθα τήν κρείττονα ωνόμασεν. Ενδέχεται γάρ δύο καλών, τό εν είναι κάλλιον».

Με άλλα λόγια, αγαπητά εν Κυρίω τέκνα, η διακονία εν προκειμένω των δύο αδελφών Μάρθας καί Μαρίας διακρίνεται εις δύο τρόπους: αφ’ ενός μέν εις τήν φροντίδα του σώματος, δηλονότι των πρακτικών αναγκών καί αφ’ ετέρου εις τήν μέριμναν της ψυχής, τουτέστιν των πνευματικών αναγκών. Αμφότεροι οι τρόποι διακονίας των αγαπώντων τήν Εκκλησίαν, τουτέστιν τόν αμπελώνα του Κυρίου, οφείλουν να αποβλέπουν, να αποσκοπούν εις τήν δόξαν του Κυρίου κατά τήν ιδίαν εκάστου καί εκάστης κλήσιν.

«Έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός μέν ούτως, ός δε ούτως», (Α’ Κορ. 7, 7) «Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισι, και ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν», (Α’ Κορ. 12 4-6) κηρύττει ο σοφός Παύλος. Τούτο σημαίνει ότι η γυναίκα εις ουδέν υστερεί εις τούς αγώνας της πίστεως, ως διδάσκει ο ιερός Χρυσόστομος λέγων «Εν Χριστώ Ιησού ούκ ενι άρσεν καί θήλυ, ότι ούτε φύσις ούτε σώματος ασθένεια, ούτε ηλικία, ούτε άλλο ουδέν των τοιούτων εμποδίσαι δύνατ’ αν τοις των της ευσεβείας τρέχουσι δρόμον, εάν προθυμία γενναία καί φρόνημα διεγηγερμένον καί φόβος Θεού θερμός καί διάπυρος ερριζωμένος ημών εν ταις ψυχαίς ή»· [καί απλούστερον: διά τόν Ιησούν Χριστόν δεν υπάρχει αρσενικόν η θηλυκόν φύλον ούτε τό φυσικόν του ανθρώπου ούτε αδυναμία σώματος ούτε ηλικία ούτε τίποτε άλλο παρόμοιον πού θα μπορούσε να εμποδίση εκείνους που βαδίζουν τόν δρόμον της ευσεβείας, εάν υπάρχει προθυμία γενναία καί φρόνημα άγρυπνον καί φόβος Θεού θερμός καί φλογερός, ριζωμένος εις τάς ψυχάς μας].

Τούς λόγους τούτους του Ιερού Πατρός ημών Χρυσοστόμου επιμαρτυρούν καί επιβεβαιούν η πλειάδα των αγίων γυναικών, προφητίδων, ισαποστόλων, οσίων, μεγαλομαρτύρων καί ομολογητριών, μνημονευομένων τόσον εν τη Αγία Γραφή Παλαιά τε καί Καινή Διαθήκη, όσον καί εν τώ ιστορικώ βίω της επί γης καί εν τώ κόσμω στρατευομένης Εκκλησίας. Καί πάλιν ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει τό γεγονός ότι όσον αφορά εις τούς αγώνας του Θεού καί τούς κόπους υπέρ της Εκκλησίας, η γυναίκα είναι εκείνη, η οποία επιδίδεται εις τούς καλούς αγώνας καί κόπους με περισσοτέραν από τόν άνδρα τόλμην. «Επί δέ των του Θεού αγώνων καί των υπέρ της Εκκλησίας πόνων ούκ ενι τούτο, αλλ’ εστί καί γυναίκα ανδρός ερρωμενέστερον των καλών τούτων αντέχεσθαι αγώνων καί πόνων».

Καθίσταται σαφές ότι η αποστολή της Χριστιανής γυναικός σήμερον «ως πάλαι ποτέ καί των αγίων γυναικών», (Α’ Πετρ. 3,5) εν τώ κόσμω της συγχύσεως, της αποστασίας, της ανομίας καί του παραπικρασμού (Εβρ. 3,8) είναι απολύτως αναγκαία όσον ποτέ άλλοτε. Διό καί καλούμεθα να ακούσωμεν εις τό παράγγελμα του αποστόλου Πέτρου λέγοντος:

«Ταπεινώθητε ούν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ· πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ’ αυτόν, ότι αυτώ μέλει περί υμών, νήψατε, γρηγορήσατε· ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη», (Α’ Πέτρ. 5, 6-8) Η αγία ημών των Ιεροσολύμων Εκκλησία, τεθεμελιωμένη ούσα επί του σταυρικού αίματος του Αναστάντος Χριστού συνεχίζει τήν σωτηριώδη αυτής αποστολήν, στοιχούσα εις τήν Αποστολικήν καί Αγιοπατερικήν παράδοσιν αυτής, ενισχυομένη καί ενθαρρυνομένη υπό του Κυριακού λόγου: «Καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», (Ματθ. 16-18).

Τέλος, θέλομεν να ευχαριστήσωμεν πάντας όσους συνέβαλον εις τήν διοργάνωσιν της θεαρέστου ταύτης συνάξεως των Ρωμαιορθοδόξων Σωματείων (Τζαμαίγιε) γυναικών, ιδιαιτέρως δε τόν λαβόντα τήν πρωτοβουλίαν ταύτην Αιδεσιμώτατον Πρεσβύτερον Πατέρα Ηλιάς καί τούς αγαπητούς Ημίν συμπρεσβυτέρους αυτώ Μπούτρους καί Ιωσήφ.

Η Χάρις του Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είη μετά πάντων υμών. Αμήν».