Όταν ακούστηκε και πάλι το «Χριστός Ανέστη» στα χωριά της Βορείου Ηπείρου

Οι διώξεις των Ελλήνων στην Αλβανία επί δικτάτορα Χότζα και το συγκλονιστικό Πάσχα των ορθοδόξων το 1992, μετά την πτώση του. Στους μαραζωμένους ναούς οι καμπάνες ξαναχτύπησαν για την αναστάσιμη λειτουργία

Τις ημέρες αυτές, που όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι ανά την υφήλιο βιώνουν το νόημα της Ανάστασης του Κυρίου, η σκέψη μας στρέφεται στον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος υπέφερε τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής δικτατορίας του Εμβέρ Χότζα, στην Αλβανία.

Από το 1945 έως το 1990, όταν κατέρρευσε το κομμουνιστικό καθεστώς των Τιράνων, οι Βορειοηπειρώτες αδελφοί μας, εκτός από τις ανηλεείς διώξεις που υπέστησαν, στερήθηκαν και το δικαίωμα να τελούν ελεύθερα τη θρησκευτική λατρεία τους.

Μάλιστα, η παράνοια του εν λόγω καθεστώτος είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που αποτελεί το μοναδικό έως σήμερα κράτος στον κόσμο το οποίο έχει ανακηρυχθεί με συνταγματική απόφαση αθεϊστικό!

Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι από το 1967 έως το 1985 υφίσταντο διώξεις όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ είχαν απαγορευτεί όλες οι θρησκευτικές δραστηριότητες. Οι περισσότεροι ναοί έκλεισαν ή καταστράφηκαν και όλοι οι ιερείς αποσχηματίστηκαν. Δεν ήταν λίγοι και εκείνοι οι ιερείς που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και πέθαναν έγκλειστοι στα κολαστήρια του Χότζα.

Παρότι το καθεστώς είχε επιβάλει την πλέον στυγνή καταπίεση στον ελληνικό πληθυσμό της Βορείου Ηπείρου, τα μέλη της ελληνικής μειονότητας δεν απώλεσαν ούτε στιγμή την ορθόδοξη ταυτότητά τους, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τα έθιμα και της παραδόσεις του ελληνικού πολιτισμού.

Αν και οι εκκλησίες έμειναν κλειστές, παρέμενε βαθιά στη συνείδηση των Ελλήνων αδελφών μας άσβεστη η πίστη στον Θεό και η φλόγα της ελπίδας πως κάποια ημέρα θα απελευθερωθούν από τα δεσμά της καταπίεσης. Η θρησκευτική πίστη και η γλώσσα των προγόνων μας όπλιζαν όλους -νέους και γεροντότερους- με θάρρος και καρτερία.

Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελούνταν από τα μέσα του 1989 στα τότε κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης ήταν μοιραίο να οδηγήσουν στην πτώση της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και στην Αλβανία.

Βλέποντας να πλησιάζει και εκεί το παλιρροϊκό κύμα που επρόκειτο να σαρώσει στο διάβα του τα ανελεύθερα καθεστώτα του αποτυχημένου κομμουνιστικού πειράματος, οι κρατούντες έβλεπαν με τρόμο ότι άλλη επιλογή δεν είχαν, παρά να αρχίσουν σταδιακά την άρση αρκετών καταπιεστικών μέτρων. Εκεί, λοιπόν, στις αρχές του 1990 οι Ελληνες χριστιανοί άρχισαν να αναθαρρεύουν.

Έκαναν πλέον τον σταυρό τους φανερά, ενώ οι πιο τολμηροί άναβαν τα καντήλια έξω από τις ερειπωμένες εκκλησίες, αρκετές από τις οποίες είχαν μετατραπεί σε αποθήκες! Στο χωριό Αλύκο, στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, μια ομάδα αποφασισμένων και γενναίων νεαρών έβγαλε την καμπάνα από τις αγροτικές αποθήκες του συνεταιρισμού και τη μετέφερε με κάρο, το οποίο έσερναν βόδια, προκειμένου να την τοποθετήσει εκ νέου στο καμπαναριό της Αγίας Βαρβάρας.

Εκεί, δηλαδή, όπου βρισκόταν έως το 1967 και με τον γλυκό ήχο της σήμαινε σε εορτές αλλά και σε καθημερινή βάση. Το Πάσχα του 1990 επρόκειτο να χαραχθεί με ανεξίτηλα γράμματα στις συνειδήσεις των κατοίκων του εν λόγω χωριού. Παρότι η εκκλησία του χωριού δεν διέθετε ιερέα και δεν έγιναν οι καθιερωμένες ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, ο Γιάννης Ράφτης και ο Φίλιππος Κώτσης, οι οποίοι ήταν δύο από τους παλαιότερους και αγαπητούς ψάλτες του χωριού, ανέλαβαν και έκαναν την περιφορά των εικόνων, όπως και του Επιτάφιου, μέσα σε κλίμα μοναδικής κατάνυξης και συγκίνησης.

Είχε ήδη αρχίσει να κυλά το νερό στ’ αυλάκι και τίποτε δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Την ημέρα εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου του 1990 στο χωριό Μπομποστίτσα, στην Κορυτσά, ο δάσκαλος Σωτήριος Μπαμπούλης λαμβάνει την πρωτοβουλία και ανοίγει την εκκλησία.

Οι κάτοικοι προσέρχονται με αίσθημα αγαλλίασης, ωστόσο δεν τελείται θεία λειτουργία, απουσία ιερέα. Σειρά παίρνει στις αρχές Δεκεμβρίου και το χωριό Δερβιτσάνη, στο Αργυρόκαστρο, όπου στην εκεί εκκλησία τελείται ο εσπερινός του Αγίου Σπυρίδωνος. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλεί σε όλους τους παρευρισκομένους το γεγονός ότι στην Ωραία Πύλη στέκεται πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες -φορώντας τα άμφιά του- ο αποσχηματισμένος ιερέας Μιχαήλ Ντάκος.

1.500 πατριώτες μας περνούν τα σύνορα

Το Πάσχα του 1991 έχει ήδη αρχίσει να πνέει, έστω και δειλά, ένας άνεμος ελευθερίας, αφού η κομμουνιστική κυβέρνηση είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Σε ορισμένες ελληνόφωνες περιοχές τελούνται οι λειτουργίες της Ανάστασης από τους ελάχιστους ιερείς που έχουν απομείνει, ενώ 1.500 Βορειοηπειρώτες, αψηφώντας τους όποιους κινδύνους εμπεριείχε το εγχείρημά τους, περνούν τα σύνορα, για να ακούσουν με αίσθηση ελευθερίας το «Χριστός Ανέστη» στα χωριά της Ηπείρου.

Αξιοσημείωτο γεγονός εκείνης της περιόδου ήταν ότι το 1991 τελείται τελευταία φορά η αναστάσιμη λειτουργία στο συνοριακό χωριό Μαυρόπουλο, στην οποία χοροστάτησε ο μακαριστός Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός.

Ο μακαριστός Κονίτσης στέλνει 20 ιερείς, με σκοπό όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί να ακούσουν το «Δεύτε λάβετε φως»

Έχει φτάσει πλέον ο Απρίλιος του 1992, και το Πάσχα αυτό θα είναι εντελώς διαφορετικό σε σχέση με όσα έχουν βιώσει κατά τις παλαιότερες δεκαετίες οι Ελληνες κάτοικοι στα χωριά της Βορείου Ηπείρου. Οι αδελφοί μας προσμένουν να ζήσουν μια διπλή Ανάσταση: αυτή του Κυρίου αλλά και τη δική τους, ύστερα από δεκαετίες σκληρών διώξεων. Κλίμα ελπίδας, αισιοδοξίας και πίστης για το μέλλον επικρατεί, καθώς οι Ελληνες μειονοτικοί νιώθουν να τους αγγίζει σιγά σιγά το αεράκι της ελευθερίας.

Ο φόβος και η ανασφάλεια ασφαλώς και δεν έχουν ξεριζωθεί από τις ψυχές τους, ωστόσο το φόβητρο της κομμουνιστικής καταπίεσης έχει αρχίσει να εξασθενεί. Στα χωριά της Βορείου Ηπείρου ο κόσμος είναι έτοιμος και ανυπομονεί να παρακολουθήσει με ευλάβεια την Ανάσταση του Κυρίου. Είναι όμως αισθητή η έλλειψη ιερέων – και, μάλιστα, νέων σε ηλικία και αφοδιασμένων με τα κατάλληλα προσόντα. Οι ανάγκες είναι πιεστικές και το πρόβλημα πρέπει το συντομότερο να λυθεί.

Την κρίσιμη εκείνη στιγμή ο μακαριστός Μητροπολίτης Κονίτσης Σεβαστιανός αναλαμβάνει χωρίς δεύτερη σκέψη να δώσει απάντηση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Εχοντας επίγνωση της κατάστασης, απευθύνεται στους ιερείς της οικείας Μητρόπολης και τους καλεί να προβούν σε μια μικρή «θυσία»: να αφήσουν για λίγο τις ενορίες τους και να μεταβούν στα ελληνόφωνα χωριά της Αλβανίας, με σκοπό να τελέσουν τις αναστάσιμες λειτουργίες δίπλα στους αδελφούς χριστιανούς, οι οποίοι επί δεκαετίες έχουν στερηθεί τον λόγο του Κυρίου.

Την πρόσκληση αυτή αποδέχονται ασμένως 20 ιερείς και προετοιμάζονται για την αποστολή τους. Μαζί τους ταξιδεύουν και μερικοί νέοι, οι οποίοι ανήκουν στη ΣΦΕΒΑ και έχουν αναλάβει να συνεπικουρήσουν το έργο των ιερέων, παρέχοντας υπηρεσίες ως ψάλτες, νεωκόροι κ.ά. Σημείο συνάντησης για τα μέλη της παραπάνω ομάδας (συνολικά 32 άτομα) ορίζεται το συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου.

Επειτα από πολύωρη ταλαιπωρία από την αλβανική πλευρά των συνόρων, παίρνουν στα χέρια τους την άδεια εισόδου και συνεχίζουν το ταξίδι τους. Ολοι τους ζουν στιγμές πρωτόγνωρες. Από τη μια πλευρά, νιώθουν τη συγκίνηση της επιστροφής στους αγαπημένους τόπους και, από την άλλη, βρίσκονται αντιμέτωποι με εικόνες οι οποίες μοιάζουν να βγαίνουν από τις σελίδες ενός μακρινού παρελθόντος. Μοιράζονται ανά ομάδες.

Ο ιερέας, μαζί με τον βοηθό του, και καθεμιά από αυτές μετακινούνται προς το χωριό για το οποίο έχουν επιφορτιστεί με την ευθύνη για την τέλεση της αναστάσιμης λειτουργίας. Τα σπίτια των Ελλήνων ανοίγουν διάπλατα, για να προσφέρουν φιλόξενη στέγη. Σαν έτοιμοι από καιρό, οι χωριανοί μοιράζονται, μαζί με το φαγητό, και τις αναμνήσεις τους από όλα τα προηγούμενα δίσεκτα χρόνια.

Οι ιστορίες για τους διωγμούς, τις απειλές, τις αδικίες αλλά και τις στερήσεις ακόμη και στα βασικά είδη διατροφής διαδέχονται η μια την άλλη. Οποιο όμως γεγονός και αν αφηγούνται, το χαμόγελο, η καλοσύνη και η εγκαρδιότητα είναι ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Τα πρόσωπά τους λάμπουν, σαν να είναι έτοιμοι οι ίδιοι να δεχτούν τη μετάληψη του θείου θαύματος!

Την ώρα της Ανάστασης κανένας από όσους μετέχουν σε αυτή την αποστολή δεν υπολογίζει το άγχος και την κούραση, έτσι ώστε να γίνουν στην εντέλεια όσα έχουν προγραμματιστεί. Οι χωριανοί συρρέουν στις εκκλησίες, οι οποίες αποκτούν και πάλι ζωή έπειτα από 25 χρόνια καταναγκαστικής σιωπής. Στο φως των κεριών αποτυπώνονται η γλυκύτητα και η θέληση της ανθρώπινης ψυχής.

Με το «Δεύτε λάβετε φως» και το «Χριστός Ανέστη», τα πρόσωπα δακρύζουν, αλλά δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να το κρύψουν. Η χαρά για την Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δίνει το έναυσμα ώστε να αντηχήσουν και πάλι τα προαύλια των εκκλησιών από τους ήχους των βαρελότων και των πυροτεχνημάτων. Μετά το πέρας της λειτουργίας, σειρά πήραν τα εορταστικά τραπέζια, τα οποία οι νοικοκυρές είχαν γεμίσει με πλούσια και λαχταριστά εδέσματα, θέλοντας έτσι να ευχαριστήσουν με το παραπάνω τους καλεσμένους.

Ο Αναστάς Ιησούς βρισκόταν ανάμεσά τους

Αυτό το μοναδικό και ανεπανάληπτο κλίμα επικράτησε εκείνο το Πάσχα του 1992 στα χωριά Τεριαχάτι, Γλίνα, Επισκοπή, Σωφράτικα, Γεωργουτσάτι κ.ά., με τους Ελληνες αδελφούς μας να νιώθουν ότι ο Αναστάς Ιησούς βρισκόταν ανάμεσά τους, ενσαρκώνοντας το θαύμα της αγάπης! Σε παρόμοια ατμόσφαιρα γιόρτασαν την ίδια χρονιά την Ανάσταση του Κυρίου και στα Τίρανα, πρωτεύουσα της Αλβανίας.

Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, προκειμένου να παρακολουθήσει την Ανάσταση του Κυρίου, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου. Και ναι μεν επρόκειτο για μια μικρή, από πλευράς προσέλευσης πιστών, δημόσια τελετή της εκεί ορθόδοξης κοινότητας, αποτέλεσε όμως αυτό το γεγονός προάγγελο για ακόμη πιο εντυπωσιακές και κατανυκτικές τελετές τα αμέσως επόμενα χρόνια. Απόδειξη τρανή και μάθημα προς όλους εμάς ότι ο Ελληνισμός της Αλβανίας τηρεί με πίστη και ευλάβεια τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας.

Σωτήριος Λέτσιος

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”