Όσα είχε πει για την παρένθετη μητρότητα ο Χριστόδουλος

Από τον π. ΕΠΙΦΑΝΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ*

Το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας επανήλθε, επ’ εσχάτων, με αφορμή το συζητούμενο νομοσχέδιο περί του Γάμου των ομοφυλοφίλων και της εξ αυτού τεκνοθεσίας, που σκοπεύει να θεσμοθετήσει η κυβέρνηση, υπακούοντας τυφλά στις επιταγές του πανίσχυρου διεθνούς και εγχώριου ομοφυλοφιλικού lobby. Και μπορεί, αρχικώς, να μην προβλέπεται η χρήση παρένθετων μητέρων για την απόκτηση τέκνων από τους ομοφυλόφιλους, όμως, μην έχει κανείς αμφιβολία ότι, αυτό θα είναι το επόμενο βήμα, αφού ο «εκσυγχρονισμός» σ’ αυτόν τον τόπο δεν κρατιέται πια. Με αφορμή την ως άνω συζήτηση, κρίνουμε σκόπιμο να θυμίσουμε τις θέσεις του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του θέματος, με αφορμή την συμπλήρωση δεκαέξι ετών από την εκδημία του.

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος διακρίθηκε από τα νεανικά Αρχιερατικά του χρόνια για την ενασχόλησή του με θέματα βιοηθικής, προκειμένου να τα φωτίσει με το φως του Ευαγγελίου και να ανοίξει δρόμους ποιμαντικής αντιμετώπισής τους για την Εκκλησία, πριν καν απασχολήσουν την κοινή γνώμη στην πατρίδα μας και την νομοθετική πρωτοβουλία. Ασχολήθηκε, ως εκ τούτου και με το ζήτημα της Παρένθετης Μητρότητας, που πρωτοεμφανίστηκε στην Αμερική το 1982 και εξελίχθηκε σε παγκόσμια τεχνική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟ 1985!

Σε ομιλία του προς τους Ιατρούς της Μαγνησίας στις 18 Οκτωβρίου 1985, επί του θέματος αυτού, αφού το προσέγγισε από ιατρικής και νομικής πλευράς, επέμεινε στα πελώρια ηθικά προβλήματα που αυτό ανεγείρει. Ως πρώτο και βασικότερο, κατέγραψε τη δημιουργία ζωής έξω από το πλαίσιο της συζυγικής σχέσης και αγάπης ανδρός και γυναικός, που καταξιώνεται μέσα στον γάμο. Επεσήμανε τον κίνδυνο τόσο το έμβρυο, όσο και η «φέρουσα» μητέρα να μεταβληθούν σε αντικείμενα, που προσφέρουν την ικανοποίηση της βίωσης της στερημένης μητρότητας, μάλιστα, μέσα στο πλαίσιο μιας, αν μη τι άλλο, εμπορικής συμφωνίας, αφού η αμοιβή της προσφερόμενης προς κυοφορία γυναίκας θεωρείται δεδομένη. Αρνήθηκε την λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και αποστασιοποιήθηκε από την Παλαιοδιαθηκική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ατεκνία είναι όνειδος για μία γυναίκα, που αχρηστεύει τον Γάμο και διαλύει την οικογένεια. Διέκρινε πίσω από την εν λόγω μέθοδο τεχνητής γονιμοποίησης στοιχεία εγωισμού εκ μέρους της άτεκνης γυναίκας αλλά και της «φέρουσας» μητέρας, ενώ αναφέρθηκε και στις συναισθηματικές, φυσιολογικές και ηθικές επιπτώσεις που κατακλύζουν την «φέρουσα», ύστερα από κυοφορία εννέα μηνών ενός τέκνου που είναι και δεν είναι δικό της. Αναρωτήθηκε, τέλος, πώς το τεχθέν από παρένθετη μητέρα βρέφος θα αντιμετωπίσει, μεγαλώνοντας, τα προβλήματα που θα προκύψουν όταν πληροφορηθεί την αληθινή προέλευσή του[1].

Ολα τα παραπάνω αναφυόμενα ηθικά ζητήματα δεν έμειναν έξω από την προβληματική που αναπτύχθηκε στους επιστημονικούς κύκλους τα επόμενα χρόνια και στη χώρα μας, μάλιστα από το 2002 και μετά, επί Αρχιεπισκοπίας Χριστοδούλου, όταν η τότε Κυβέρνηση, στο πλαίσιο ευρύτερου νόμου, που θέλησε να ρυθμίσει γενικότερα ζητήματα σχετικά με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, με ειδικό άρθρο επέτρεψε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, την δυνατότητα της παρένθετης μητρότητας[2].

ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Η Ιερά Σύνοδος, διά της Επιτροπής Βιοηθικής, χαιρέτησε το ενδιαφέρον της Πολιτείας να διευκολύνει τις γυναίκες που αδυνατούν να τεκνοποιήσουν, καθώς επίσης και την πρόβλεψη απαραίτητης δικαστικής άδειας, πριν την έναρξη της όλης διαδικασίας. Επεσήμανε, όμως, τα ποικίλα νομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα, ενίοτε δύσκολα αντιμετωπίσιμα, που μπορεί να προκύψουν, καθώς και την καθολική απαγόρευση, εκείνη την εποχή, της παρένθετης μητρότητας σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, εξαιρουμένης της Αγγλίας. Παρατήρησε, επίσης, την απουσία κάθε αναφοράς στο ενδεχόμενο χρήσης της μεθόδου από αλλοδαπές γυναίκες καθώς και στην εμπορευματοποίηση του εγχειρήματος για την οποία δεν λαμβανόταν το παραμικρό προστατευτικό μέτρο. Μάλιστα, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής, με παρέμβασή του στον Τύπο, απαρίθμησε μια σειρά συνεπειών που θα επιφέρει η παρεμβολή της «φέρουσας» μητέρας στην ιερή σχέση των γονέων με το παιδί και μεταξύ τους, θέτοντας σε κίνδυνο την οικογενειακή συνοχή[3].

[1]

[1]Βλ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Οι «Φέρουσες» ή «Υποκαθιστώσες» Μητέρες από Χριστιανική άποψη, Αθήνα, 1985, σ.σ. 13-16.

[2]

[2] Άρθρο 1458 του Ν. 3089/2002, με τίτλο «Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή». Το ακριβές περιεχόμενο του άρθρου βλ. «Ελευθεροτυπία», 16/10/2004, σ. 61.

[3]

[3]Βλ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Υπάρχουν και επιφυλάξεις, «Ελευθεροτυπία», ό.π., σ. 61.

Ανάλογες επιφυλάξεις εκδήλωσαν και ειδικοί επιστήμονες, που επεσήμαναν την ανάγκη επαγρύπνησης «τόσο από τους επιστήμονες όσο και από τους κοινωνικούς φορείς και την οργανωμένη Πολιτεία, ώστε οι κατακτήσεις στο πεδίο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής να περιφρουρούνται με σεβασμό στις αξίες της ανθρώπινης ζωής και της οικογένειας. Το δικαίωμα να γίνεται κανείς γονιός είναι ενστικτώδες και βαθιά ριζωμένο στην ανθρώπινη φύση. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν θα πρέπει να υπερισχύσει κάθε άλλου δικαιώματος και έναντι ποίου τιμήματος». Δ. ΚΑΤΟΠΗ, Σ. ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, G. PALMER, Γενετική φυσική και κοινωνική μητέρα, «Ελευθεροτυπία», ό.π., σ. 60.

* Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”