Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου στο «Δυτικά Επιχειρείν 2022»

Το Σάββατο 18 Ιουνίου 2022 διεξήχθησαν στον πολυχώρο EMILEON, στο Αγρίνιο, οι εργασίες του Συνεδρίου «Δυτικά Επιχειρείν 2022» που διοργάνωσαν η AgrinioMedia και το Ελληνικό Ινστιτούτο Επιχειρηματικότητας και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΙΕΑ).

Οι εργασίες του Συνεδρίου ξεκίνησαν με χαιρετισμό από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και Τοποτηρητή της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Ιερόθεο.

Ο Μητροπολίτης αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι το κέντρο της κοινωνίας, της εκκλησίας, αλλά και της επιχειρηματικότητας, του τουρισμού και της ανάπτυξης – βασικό τρίπτυχο πάνω στο οποίο ξεδιπλώθηκαν οι θεματικές του Συνεδρίου – είναι ο άνθρωπος.

Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Τελικά, οι επιχειρήσεις και η ανάπτυξη δεν πρέπει να αναφέρονται στον «μονοδιάστατο άνθρωπο», για τον οποίον μιλούσε ο Μαρκούζε, αλλά πρέπει να αποβλέπουν στον όλο άνθρωπο, τον «κόσμον τον δεύτερον, τον εν μικρώ μέγαν», και έτσι εκλαμβάνω την πρόσκλησή μου να παρευρεθώ στο Συνέδριο αυ­τό».

«Θα ήθελα να συγχαρώ την Agrinio Media για το Στρατηγικό Συνέδριο «Δυτικά επιχειρείν 2022 – Από την Σταθερότητα στην Περιφερειακή Ανάπτυξη» που διορ­γάνωσε, και θα δοθή η δυνατότητα να αναπτυχθούν θέματα σχετικά με τις επιχειρήσεις, τον τουρισμό και την ανάπτυξη του τόπου μας.

Επιπροσθέτως, θα ήθελα να ευχαριστήσω για την πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτό το σημαντικό Συνέδριο, και μάλιστα με το σκε­πτικό, όπως μου γράψατε, ότι «έχουμε βαθειά πεποίθηση πως ο ρόλος της Εκκλησίας έχει επιρροές σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και δεν περιορίζεται στα ποιμαντορικά ζητήματα. Εκτιμούμε πως η ορθό­δοξη πνευματικότητα έχει την επίδρασή της ακόμη και στο πως προ­σεγγίζει ο σύγχρονος άνθρωπος την επιχειρηματικότητα στον πρωτο­γενή τομέα και άλλους τομείς».

Πράγματι, η Εκκλησία δεν περιορίζεται σε μερικούς τοίχους και μόνον στην λατρεία της, αλλά αγκαλιάζει όλο τον βίο και την ζωή του ανθρώπου, στην οικογένεια και την κοινωνία, πάντοτε, όμως, μέσα από την προοπτική της θεολογίας της και μέσα από τους διακριτούς της ρόλους, χωρίς να αναμειγνύεται στην πολιτική και σε άλλα αλλό­τρια θέματα, αλλά πάντοτε νοηματοδοτεί τον ανθρώπινο βίο. Άλλω­στε, όλα τα θέματα από την φύση τους είναι α-νόητα, αλλά εμείς τους δίνουμε το ιδιαίτερο νόημα, ανάλογα με τον τρόπο της ζωής μας.

Όπως γνωρίζετε είμαι στην Περιφερειακή Ενότητα της Αιτωλοα­καρ­νανίας, και μάλιστα στην ιστορική Μητρόπολη Ναυπάκτου, είκοσι επτά χρόνια και συμμετέχω σε όλη την ζωή της κοινωνίας και αυτήν την επο­χη είμαι Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρ­νανίας, και χαίρομαι που είμαι μαζί σας.

Με την παρουσία μου θα ήθελα να πω ότι το κέντρο της κοινω­νίας, της Εκκλησίας, της επιχει­ρη­σεως, του τουρισμού, της ανάπτυξης είναι ο άνθρωπος. Και ο αν­θρωπος, όπως έλεγε ο Έριχ Φρομ δεν εξαντλείται στο «έχειν», αλλά πρέπει να επεκτείνεται στο «είναι». Πρόκειται για κλασσικό ερώτημα που έθεσε σε βιβλίο του με τίτλο: «Να έχεις ή να είσαι;», δηλαδή αν ο άνθρωπος είναι μόνον αυτό που έχει, όταν χαθή αυτό που έχει, τότε ποιος θα είναι;

Φυσικά, στην ορθόδοξη θεολογία λέμε ότι δεν είμαστε ιδεα­λιστές και μετα­φυσικοί, ούτε ματεριαλιστές ή υλιστές, αλλά πι­στεύουμε στον «όλο» άνθρωπο και στην ενότητα του ανθρώπου με τον Θεό, την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον.

Στην Δύση από τον 17ο αιώνα και μετά τέθηκε ως αρχή από τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ το «επάνοδος στην φύση», δηλαδή ότι πρέπει να απο­βληθή το μεταφυσικό στοιχείο από την ζωή του ανθρώπου και να παραμείνουμε στο φυσικό. Αμέσως, όμως, μετά άρχισε να αναπτύσ­σεται ο προσδιορισμός του ποιος είναι ο φυσικός άνθρωπος, ποιο είναι το βασικό στοιχείο του ανθρώπου και όπως είναι επόμενο δόθηκαν πολ­λές απαντήσεις.

Ο Ρενέ Ντεκάρτ ταύτισε την ύπαρξη του ανθρώπου με την λο­γική, και ανα­πτυχ­θηκε η λεγόμενη λογικοκρατία με το περιβόητο από­φθεγ­μα του «σκέπτομαι άρα υπάρ­χω», ότι κέντρο του ανθρώπου είναι η λογική.

Οι Άγγλοι εμπειριστές Τζων Λοκ και Ντέιβιντ Χιούμ θεώρησαν τις αισθήσεις ως βασικό στοιχείο γνώσεως, οι οποίες προσδιορίζουν καθοριστικά τον άνθρωπο, και ανέπτυξαν την αισθη­σιο­κρατία με απόφθεγμα το «ουδέν εν τη νοήσει ο μη πρότερον εν τη αισθήσει».

Ο Ιμμανουέλ Καντ, προσδιορίζοντας τον άνθρωπο, στάθηκε στο μέσον μεταξύ λογικοκρατίας και εμπειριοκρατίας για να τονίση την λεγόμενη «υπερβατολογική αρχή», ότι σημασία έχει η ελευθερία του ανθρώπου, απηλλαγμένη από την αναγ­καιότητα της φύσης.

Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ έθεσε την βούληση ως μεταφυσική αρχή κατανόησης του κόσμου και του ανθρώπου στο περίφημο σύγγραμμά του «ο κόσμος ως βούληση και παράσταση», που σημαίνει ότι η βούληση χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.

Ύστερα, η δυτική ανθρωπολογία μέσα από διάφορες διεργασίες έφθασε στον υπεράνθρωπο του Νίτσε, και τα χαρακτηριστικά γνωρί­σματα του υπε­ραν­θρώπου είναι τέσσερα, ήτοι η ανάγκη να φονευθή ο Θεός, το να μη λυπάται κανείς τον πλησίον, ο ανελέητος και ανεύθυνος πόθος για την εξουσία, και όλα επιτρέπονται, αφού για τον υπεράνθρωπο δεν υπάρχει ούτε καλό ούτε κακό. Αυτός ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, με τον ναζισμό αιμα­τοκύλισε την ανθρωπότητα και ακόμη σήμερα βιώνουμε τα απο­τελέσματα αυτής της νοοτροπίας.

Στην συνέχεια αναπτύχθηκε ο υπαρξισμός, όπως εκφράσθηκε από τον Ζαν-Πολ Σάρτρ, σύμφωνα με τον οποίο «η ανθρώπινη ύπαρξη είναι φορέας της οντολογικής αρχής του μηδενός, αρχίζει από το μηδέν και καταλήγει στο μηδέν», οπότε ισχύει το απόφθεγμα «οι άλλοι είναι η κόλασή μου».

Επομένως, η περί ανθρώπου διδασκαλία στην δύση ξεκίνησε ως έμβρυο από τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, μεγάλωσε με άλλα φιλοσοφικά συστήματα και έφθασε στον υπεράν­θρωπο του Νίτσε, ο οποίος υπεράνθρωπος αυτοκτόνησε με τις θεω­ρίες του Σάρτρ, γιατί δεν μπο­ρεί κανείς να θεωρήση ως ανθρωπισμό το «μηδέν», και ότι «οι άλλοι είναι η κόλασή μας».

Αντίθετα, στην Ορθόδοξη παράδοση ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού, και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεο­λόγο ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «οίον τινα κόσμον δεύτερον, εν μικρώ μέγαν, επί της γης ίστησιν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοουμένης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, προ­σκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, μέσον μεγέθους και τελειότητος∙ τον αυτόν πνεύμα και σάρκα».

Ο Οδυσσέας Ελύτης επηρεασμένος προφανώς από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο θα γράψη για τον κόσμο «ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας», και είναι ο μικρός, και ο μέγας, γιατί ο άνθρωπος είναι ο «κόσμος ο δεύτερος, εν μικρώ ο μέγας».

Και φυσικά, το περί ανθρώπου ερώτημα συνδέεται σαφώς με το περί Θεού ερώτημα. Το τι είναι ο άνθρωπος συνδέεται με το τι είναι ο Θεός. Σήμερα όλοι θεολογούν με διαφορετικό τρόπο, και οι λεγόμενοι άθεοι θεολογούν με τον τρόπο τους. Για παράδειγμα ο Νίκος Καζαντζάκης λίγο πριν τον θάνατό του έγραφε: «Τρία τα θεολογικά στάδια της ζωής μου που πέρασα. 1. Θεέ μου εσύ θα με σώσεις. 2. Θεέ μου εγώ θα σε σώσω. 3. Θεέ μου μαζί θα αγωνισθούμε, μαζί θα σωθούμε». Πρόκειται για τρεις επηρεασμούς που δέχθηκε ο ίδιος στην ζωή του, κατ’ αρχάς από τον Θεό της Εκκλησίας,έπειτα από τον «θεό» του Νίτσε και τέλος από τον «θεό» του Μπερξόν.

Όμως, ο Θεός της παραδόσεώς μας δεν είναι ο Θεός της μεταφυσικής ούτε του υπαρξισμού, αλλά ο Θεός των Πατέρων ημών, ο Θεός της Ρωμηοσύνης, του Αλέ­ξανδρου Παπαδιαμάντη, του Φώτη Κόντογλου και όλων των συγχρόνων αγίων που βρίσκονται στο κέντρο του κόσμου και κυριαρχούνται από την αγάπη. Και ο άνθρωπος της παρα­δόσεώς μας είναι γεμάτος αγάπη και τρυφερότητα για κάθε πλη­σίον.

Τελικά, οι επιχειρήσεις και η ανάπτυξη δεν πρέπει να αναφέρονται στον «μονοδιάστατο άνθρωπο», για τον οποίον μιλούσε ο Μαρκούζε, αλλά πρέπει να αποβλέπουν στον όλο άνθρωπο, τον «κόσμον τον δεύτερον, τον εν μικρώ μέγαν», και έτσι εκλαμβάνω την πρόσκλησή μου να παρευρεθώ στο Συνέδριο αυ­το, για το οποίο σας ευχαριστώ που τιμάτε την Εκκλησία ως θεσμό και ως ζωή, και εύχομαι καλή ευόδωση των εργασιών του.