Ο δίδυμος αδελφός του μάρτυρα Αγ. Φιλουμένου και ο οσιακός βίος του

Ο Γέροντας Ελπίδιος γαλουχήθηκε στα νάματα της πίστης από τη γιαγιά του. Αγάπησε τη μοναστική ζωή, ενώ είχε λάβει από τον Θεό τα χαρίσματα της διάκρισης και της διόρασης

Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος έχει επισημάνει ότι ο Αγιος Νεοϊερομάρτυρας Φιλούμενος αποτελεί ορόσημο για την εν Χριστώ ζωή στην εποχή που διανύουμε, μια εποχή την οποία λίγο ή πολύ χαρακτηρίζουν η αποϊεροποίηση και η απομάκρυνση από την πίστη και τις αξίες της. Ισως είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που ο Άγιος Φιλούμενος τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο γνωστός.

Ωστόσο και ο κατά σάρκα δίδυμος αδελφός του, ο Οσιος Γέρων Ελπίδιος, που δεν τελείωσε μαρτυρικά το στάδιο του βίου, είναι κατά πάντα ισοστάσιος του αδελφού του. Ο ιερομόναχος Ελπίδιος, κατά κόσμον Αλέξανδρος Χασάπης, έζησε έναν οσιακό βίο και το Πνεύμα το Αγιο τον προίκισε με μεγάλες δωρεές και χαρίσματα.

Οι δύο αδελφοί Σοφοκλής και Αλέξανδρος γεννήθηκαν στη Λευκωσία στις 15 Οκτωβρίου του 1913, καταγόμενοι από την Ορούντα. Ηταν το έκτο και το έβδομο από τα συνολικά 13 παιδιά του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη, ενός ζεύγους ευσεβεστάτου, πολύ αγαπημένου, που ανέθρεψε τα παιδιά του εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

Παράλληλα όμως με το ζεύγος Χασάπη υπήρχε και μία ευσεβέστατη γιαγιά: Η μητέρα της Μαγδαληνής, η Λωξάνδρα. Η γιαγιά έμεινε για αρκετά χρόνια στο σπίτι της κόρης της Μαγδαληνής και μετέφερε στη ζωή των παιδιών τη λαϊκή ευλάβεια και το ήθος των παλιών κατοίκων της Κύπρου, αλλά θα λέγαμε και ολόκληρου του Ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής. Ποτέ δεν προσπάθησε να επιβάλει το «τυπικό» της στα εγγόνια της.

Το παράδειγμά της μιλούσε από μόνο του στις παιδικές τους ψυχές, που την έβλεπαν να προσεύχεται πολύ, να νηστεύει, να εξομολογείται συχνά, να εκκλησιάζεται, να κάνει στρωτές μετάνοιες. Στα εγγόνια της έμαθε να σταυρώνουν το μαξιλάρι τους προτού κοιμηθούν και να λένε την προσευχή «πέφτω, κάνω το σταυρό μου, άγγελο έχω στο πλευρό μου, δούλος του Θεού λογιούμαι και κανένα δεν φοβούμαι». Μια από τις εγγονές της διηγήθηκε ότι, για να συνηθίσει τα εγγόνια της στη μελέτη των ιερών γραμμάτων, προσποιούνταν ότι ήθελε να της βρουν κάτι από τα βιβλία που έφερνε στο σπίτι: Βρες μου αυτό το συναξάρι, Αλέξανδρε, ή Σοφοκλή, ή Ερμιόνη κ.λπ., και έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, τα παιδιά άρχιζαν τη μελέτη.

Η γιαγιά Λωξάντρα ήταν πολύ φιλακόλουθη, κάτι που μετέδωσε και στα εγγόνια της με τρόπο μυστικό και ανεπαίσθητο, παίρνοντάς τα μαζί της στις Ακολουθίες. Η ίδια πήγαινε από πολύ νωρίς στη Λειτουργία και όταν της έλεγαν κάποιοι ότι τα παιδιά ήταν πολύ μικρά και δεν υπήρχε λόγος να τα παίρνει μαζί της από τόσο νωρίς, αφού δεν καταλάβαιναν, η ευλαβική γερόντισσα τους απαντούσε «αφήστε τα, να συνηθίσουν, έτσι θα μάθουν»!

Η εγγονή της Ερμιόνη αναφέρει επίσης ότι ουδέποτε τα έπαιρνε διά της βίας. Απλώς, όταν γύριζε από τους εσπερινούς, τα ενημέρωνε ώστε να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον: «Αύριο είναι η γιορτή του τάδε Αγίου. Τι λέτε, θα πάμε;»

Ανάμεσα στους δύο δίδυμους αδελφούς και στη γιαγιά Λωξάντρα αναπτύχθηκε με τον καιρό μια ξεχωριστή σχέση, ένας ιδιαίτερος πνευματικός δεσμός. Και ενώ όλη η οικογένεια εκκλησιαζόταν στον Αγιο Σάββα, η γιαγιά με τον Σοφοκλή και τον Αλέξανδρο πήγαιναν στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Τρυπιώτη.

Οπως επισημαίνεται στο βιβλίο της Ι. Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας για τον βίο του Αγίου Φιλουμένου, η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία: οι δύο δίδυμοι, όπως και η γιαγιά τους, ήταν ησυχαστικοί χαρακτήρες και τους είλκυε ιδιαίτερα το λειτουργικό περιβάλλον του χώρου, το αμυδρό φως, οι παλιές θαυματουργές εικόνες, το ξυλόγλυπτο χρυσοποίκιλτο εικονοστάσι, η Χάρη του Νεομάρτυρα Αγίου Πολυδώρου, του οποίου ήταν η ενορία. Η γιαγιά Λωξάνδρα, προτού πάει στο στασίδι της, έκανε πολλές μετάνοιες στις εικόνες, ιδιαίτερα στην εικόνα της Παναγίας, και αυτή την καλή συνήθεια μετέδωσε και στα εγγόνια της, που σαν καλοί υποτακτικοί μιμούνταν τη γιαγιά τους σχεδόν στα πάντα.

Και τα παιδιά μεγάλωναν και συγκρατούσαν στην ψυχή τους όλες τις συμβουλές της αγιασμένης γιαγιάς Λωξάνδρας, τις απλοϊκές εκείνες διδαχές που ήταν απόσταγμα της λαϊκής ευλάβειας, με τις οποίες καλλιεργούσε μέσα τους το πνευματικό φιλότιμο και την αγάπη στον Χριστό και τους Αγίους Του. Και τα παιδιά τις αφομοίωναν και τις εφάρμοζαν κατά το μέτρο της προαιρέσεώς τους.

14 ΕΤΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Από τα αναγνώσματα που διάβαζαν οι δύο δίδυμοι αδελφοί τούς είχε συγκινήσει ιδιαίτερα ο βίος του οσίου Ιωάννη του Καλυβίτη. Ετσι, σε ηλικία μόλις 14 ετών προσήλθαν στη Μονή Σταυροβουνίου, την ακρόπολη αυτή του Μοναχισμού της Κύπρου. Παρέμειναν εκεί για πέντε χρόνια, λαμβάνοντας τα πρώτα εφόδια της μοναχικής τους πολιτείας από τη Μονή που είχε συγκεράσει το αρχαίο ησυχαστικό πολίτευμα της Παλαιστίνης με το αγιορειτικό κοινοβιακό πνεύμα. Ωστόσο, μετά τα πέντε χρόνια εμφάνισαν συμπτώματα φθίσης και με ευλογία και προτροπή του Ηγουμένου Βαρνάβα αναχώρησαν για τα Ιεροσόλυμα, όπου εντάχθηκαν στην Αγιοταφιτική Αδελφότητα και συγχρόνως φοίτησαν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου.

«Με σκοτώνουν! Μην αγανακτήσεις, προς δόξαν Θεού!».«Εβλεπε» τη σφαγή του αδελφού του και προσευχόταν

Το 1937 ο Ελπίδιος χειροτονήθηκε διάκονος στον Ναό της Αναστάσεως και το 1940 πρεσβύτερος. Μερικά χρόνια αργότερα οι δρόμοι των δύο αδελφών χωρίζουν, όχι όμως και ο πνευματικός τους δεσμός, που παρέμεινε αδιάλυτος σε όλη τους τη ζωή – και ασφαλώς και πέρα από αυτήν, στην ατελεύτητη αιωνιότητα.

Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στους Αγίους Τόπους. Ο αδελφός του Ελπίδιος πηγαίνει στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και αρχικά υπηρετεί στη Μοζαμβίκη. Μεταβαίνει εν συνεχεία στην Αθήνα, όπου φοιτά στη Θεολογική Σχολή, και αργότερα, το 1959, παρακολουθεί στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου μαθήματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης.

Υπό συνθήκες διωγμού της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπηρετεί ως Εξαρχος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Οδησσό, όπου στήριξε με αυτοθυσία και σθένος τους χειμαζόμενους χριστιανούς.

Κατόπιν επιστρέφει στην Κύπρο, όπου ορίζεται Ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Πάφου, ενώ αργότερα αναλαμβάνει την ηγουμενία της Μονής Μαχαιρά. Λίγα χρόνια μετά επιστρέφει στην Αθήνα και φοιτά στη Νομική Σχολή, υπηρετώντας παράλληλα ως εφημέριος στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού.

Μολονότι οι συνθήκες τον οδήγησαν στην απόκτηση ικανής κοσμικής γνώσης, η καρδιά του έμεινε προσηλωμένη στην άνω φιλοσοφία και ο πόθος του για τον ησυχαστικό βίο παρέμεινε άσβεστος.

Σε ηλικία 62 ετών θα πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Οπως μαρτυρεί ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, μέλος τότε και ο ίδιος της συνοδείας του Γέροντα Ιωσήφ του Βατοπαιδινού στη Νέα Σκήτη, ύστερα από εσωτερική πληροφορία μετέβη στη Νέα Σκήτη και εγκαταστάθηκε στην καλύβη που είχε χτίσει γι’ αυτόν ο Γέροντας Ιωσήφ, εκεί που είχε κοιμηθεί ο Αγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής το 1959.

Ο Μητροπολίτης Λεμεσού τον περιγράφει ως ολιγόλογο, πολύ ταπεινό και αφοσιωμένο στην προσευχή και τη μελέτη. Μελετούσε ιδιαίτερα το Ευαγγέλιο, το Ψαλτήρι και τους βίους των Αγίων, αλλά κυρίως του άρεσε να διαβάζει προσευχές.

Ως Λειτουργός, αναφέρει ο Αγιος Λεμεσού, υποχρέωνε τους συλλειτουργούς του να ψάλλουν όλα τα απολυτίκια των Αγίων στις εκκλησίες των οποίων είχε υπηρετήσει και όλων των ενοριών απ’ όπου πέρασε. Αποτέλεσμα ήταν η επιμήκυνση του χρόνου των Ακολουθιών. Οι παρακλήσεις, αναφέρει ο Μητροπολίτης, αντί για μισή ώρα που διαρκούν συνήθως, μπορούσαν να διαρκέσουν και δύο ώρες, ψάλλοντας συνεχώς απολυτίκια και μεγαλυνάρια Αγίων. Ούτε ένα «Κύριε ελέησον» δεν μας άφηνε να παραλείψουμε, αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ήταν επίσης πολύ ελεήμων, ουδέποτε κατέκρινε, ενώ είχε λάβει από τον Θεό τα χαρίσματα της διάκρισης και της διόρασης

Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 18 Νοεμβρίου του 1983 στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα. Ο Μητροπολίτης Λεμεσού, ως Νεοσκητιώτης Ιερομόναχος ακόμη τότε, τον είχε επισκεφθεί ενώ ο Oσιος βρισκόταν σε κώμα. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο, είχε μια χαρούμενη έκφραση και γυρνούσε το κομποσχοίνι του αργά αργά, κόμπο κόμπο, όπως συνήθιζε να κάνει όταν προσευχόταν.

Επιλήψει ημάς ο χρόνος (και ο χώρος) για να παραθέσουμε έστω και ελάχιστα από τα περιστατικά που μαρτυρούν τα χαρίσματα του Οσίου αυτού ανδρός. Θα αναφέρουμε όμως ένα, ίσως το συγκλονιστικότερο όλων, παραθέτοντάς το όπως αναφέρεται από τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, στην πρόσφατη εξαιρετική έκδοση της Μητροπόλεως Μόρφου που περιλαμβάνει τις εμπνευσμένες ομιλίες του σεβαστού μας Μητροπολίτη:

Την 29η Νοεμβρίου του 1979, την ώρα που ο αδελφός του Ιερομάρτυρας Φιλούμενος σφαγιαζόταν στο Φρέαρ του Ιακώβ, ο αυτάδελφός του, ο διορατικός Γέροντας Ελπίδιος, ευρισκόμενος τότε στη Νέα Σκήτη του Αγίου Ορους, άκουγε ευκρινώς τον Νέο Ιερομάρτυρα της Πίστεώς μας Φιλούμενον να του φωνάζει από τους Αγίους Τόπους· «Αδελφέ μου, με σκοτώνουν! Αδελφέ μου, με σκοτώνουν! Μην αγανακτήσεις, προς δόξαν Θεού»!

Τη μαρτυρία του Μητροπολίτη Μόρφου επιβεβαιώνει και ο Μητροπολίτης Λεμεσού, που βρισκόταν τότε στη Νέα Σκήτη, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Κλείτου Ιωαννίδη «Γεροντικό του 20ού αιώνα»:

Τη νύχτα εκείνη, που ο Ηγούμενος Φιλούμενος εσφαγιάσθη κυριολεκτικώς -με εβδομηνταδύο τσεκουριές- στο Φρέαρ του Ιακώβ, ο Γέρων Ελπίδιος, ενώ προσευχόταν στη Νέα Σκήτη, άκουγε συνεχώς την φωνή του αδελφού του: «Αδελφέ μου, με σκοτώνουν!»… και ενέτεινε την προσευχή του. Συμμετείχε έτσι του Μαρτυρίου του αδελφού του με πάρα πολλή προσευχή.

Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

Θα κλείσουμε την πενιχρή και ασήμαντη αναφορά μας στον Οσιο Γέροντα Ελπίδιο και τον Ιερομάρτυρα αδελφό του με τα λόγια του Μητροπολίτη Μόρφου: «Ο ένας αδελφός φωνάζει σ’ εμάς το μέλλον μας, ήτοι το χρέος της ορθόδοξης ομολογίας, και προς τους γενναιοτέρους το μαρτύριον του αίματος· κι ο αυτάδελφός του, Οσιος Ελπίδιος, μας υπογραμμίζει την ανάγκη ν’ αποκτήσουμε ώτα ευήκοα, που να ακροώνται την εποχή που μας έρχεται. Να μην αγανακτούμε γι’ αυτήν, αλλά να τη βλέπουμε ως τρόπο σωτηρίας μας, ως ευκαιρία δοξασμού του Τριαδικού Θεού».