Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Θεολογία και τέχνη

Εισήγηση στο Forum για τον Θρησκευτικό Τουρισμό, στην Καστοριά την 25 Ιανουαρίου 2023

Το κεντρικό θέμα του Συνεδρίου σας είναι σημαντικό και μεταξύ των ενοτήτων είναι και η ενότητα για «τα άϋλα μνημεία», που είναι η θεολογική παράδοση. Έτσι, αποδέχθηκα να συμμετάσχω σε αυτό το μέρος, προσφέροντας έναν λόγο για την Ορθόδοξη θεολογία, που εκφράζει όλη αυτή η πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας. Είναι προφανές ότι δεν γνωρίζω όσο εσείς γνωρίζετε τα θέματα της περιοχής σας, ως προς την πολιτιστική παράδοση, γι’ αυτό θα παρέμβω σε αυτήν με οδηγό την Ορθόδοξη θεολογία.

Το θέμα που επέλεξα να σας αναπτύξω είναι «Θεολογία και τέχνη».

1. Ορθόδοξη και δυτική θεολογία και τέχνη

Είναι γνωστόν σε όλους μας, ότι η περιοχή της Καστοριάς στολίζεται από πλουσιώτατη εκκλησιαστική κληρονομιά, με την ιδιαιτερότητά της ως προς την δυτική παράδοση. Οι Ναοί της Καστοριάς κτίσθηκαν από τον 10ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας, μια περίοδο που αναπτύχθηκε έντονα στον τόπο αυτόν η ησυχαστική, νηπτική, φιλοκαλική παράδοση, που διαφοροποιείται σαφέστατα από την δυτική σχολαστική παράδοση. Αυτό πρέπει να αναλυθή περαιτέρω.

Στην Δύση από τον 11ο αιώνα μέχρι τον 13ο αιώνα αναπτύχθηκε μια θεολογία που ονομάστηκε σχολαστική θεολογία, ακολούθησαν πολλά ρεύματα, όπως ο νομιναλισμός (14ο αιώνα), η Αναγέννηση (15ο αιώνα), η Μεταρρύθμιση (16ο αιώνα), ο Διαφωτισμός (17ο – 18ο αιώνα), ο ρομαντισμός και ο υπαρξισμός, γερμανικός ιδεαλισμός (19ο αιώνα). Τα θεολογικά και φιλοσοφικά αυτά ρεύματα είχαν τις επιδράσεις τους και στην αρχιτεκτονική των Ναών και την διακόσμησή τους.

Η βάση της σχολαστικής θεολογίας ήταν η Αυγουστίνεια φράση «credo ut intelligam», που σημαίνει «πιστεύω για να καταλάβω», δηλαδή, πρώτα πιστεύω και έπειτα προσπαθώ να καταλάβω διά της λογικής επεξεργασίας. Έτσι, εισήχθηκε ο ορθολογισμός και η λογικοκρατία στην θεολογία αποβάλλοντας την Ορθόδοξη ησυχαστική βάση της καθάρσεως της καρδιάς και της επιστροφής του νού σε αυτήν.

Μετά την σχολαστική θεολογία και την εμφάνιση των μετέπειτα θεολογικών και φιλοσοφικών ρευμάτων δημιουργήθηκαν διάφοροι ρυθμοί – αρχιτεκτονικές παραδόσεις στον Δυτικοευρωπαικό χώρο, βάσει των οποίων ανοικοδομήθηκαν οι Ναοί.

Έτσι, εμφανίσθηκε η Γοτθική αρχιτεκτονική στην Γαλλία τον 12ο αιώνα, στο διάστημα της κατάρρευσης του δυτικού τμήματος της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας και της μετατροπής του στην «Αγία Ρωμαική Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους», που σαφέστατα εξέφραζε τον σχολαστικισμό, ο οποίος ευνοούσε τις κατακόρυφες γραμμές με το τόξο που ανέβαινε στον ουρανό, ωσάν να θέλη ο άνθρωπος με την λογική του να αναζητήση τον Θεό.

Στην συνέχεια αναπτύχθηκε η αναγεννησιακή αρχιτεκτονική που ξεκίνησε τον 15ο αιώνα, που είχε κύρια στοιχεία τις μαθηματικές αναλογίες βασιζόμενη στην λογική.

Έπειτα εμφανίσθηκε η τέχνη του Μπαρόκ (17ο και αρχές 18ου αιώνα) στην Ρώμη και από εκεί επεκτάθηκε στην Ευρώπη που θέλησε να εντυπωσιάση τον άνθρωπο με τα πάθη και τα συναισθήματά του, κάνοντας υπερβολική χρήση των διακοσμητικών στοιχείων.

Την ίδια περίοδο στην Καστοριά, που μας ενδιαφέρει, κτίζονται πολλές Εκκλησίες, οι οποίες εκφράζουν την Ορθόδοξη παράδοση. Εάν βασική αρχή της σχολαστικής παραδόσεως είναι η Αυγουστίνεια φράση «credo ut intelligam», η βασική αρχή της Ορθόδοξης, ασκητικής παραδόσεως είναι το τρίπτυχο «κάθαρση της καρδιάς, φωτισμός του νού, θέωση».

Κτίζονται μικροί Ναοί που ανταποκρίνονται στην σχέση και κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, ο Θεός είναι πλησίον του ανθρώπου και τον αγαπά, και ο άνθρωπος αισθάνεται οικείος μέσα στον Ναό και αισθάνεται βαθειά την κοινωνία με τον ουράνιο κόσμο, δεν αποξενώνεται από Αυτόν.

Χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ δυτικής και Ορθόδοξης αρχιτεκτονικής των Ναών και της αγιογραφίας-διακόσμησής τους. Στους δυτικούς Ναούς αισθάνεται κανείς κατάπληξη, ενώ στους Ορθόδοξους Ναούς της ίδιας περιόδου αισθάνεται κατάνυξη. Ο άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης έλεγε ότι ο Χριστιανός στους Ορθόδοξους Ναούς μπορεί να κλάψη, πράγμα που δεν γίνεται στους μεγαλότροπους Ναούς της Δύσεως.

Η Παναγία Κουμπελίδικη ή Παναγία Καστριώτισσα, της οποίας η ανοικοδόμηση έγινε τον 9ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα, ενώ αργότερα τον 15ο αιώνα προστέθηκε ο εξωνάρθηκας, είναι τρίκογχος εγγεγραμμένη σε τετράγωνα, τα οποία καλύπτονται με κυκλικό τρούλο. Οι τοιχογραφίες του Ναού χρονολογούνται την περίοδο 1260 – 1280, και ως προς την τεχνοτροπία εντάσσονται στην παλαιολόγεια αναγέννηση.

Η διαφορά μεταξύ των δυτικών Ναών και των ορθοδόξων Ναών φαίνεται και στην διαφορά μεταξύ των αγαλμάτων, της αναγεννησιακής νοοτροπίας και της ορθοδόξου αγιογραφίας, όπως θα δούμε πιο κάτω.

2. Σχολαστικισμός και ησυχασμός

Χαρακτηριστικό γεγονός είναι ότι στον χώρο της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινουπόλως τον 14ο αιώνα διεξήχθη ένας σοβαρός θεολογικός διάλογος μεταξύ του σχολαστικού Βαρλαάμ και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για την ενέργεια του Θεού και την θεωρία του Φωτός του Θεού. Όμως, ενώ ο Βαρλαάμ μιλούσε για την κτιστή ενέργεια του Θεού και το ότι το φως που έβλεπαν οι άγιοι ήταν δαιμονικό, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απαντούσε ότι η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη και το φως που έβλεπαν οι άγιοι είναι άκτιστον-θείον.

Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά κατοχυρώθηκε ως διδασκαλία της Εκκλησίας στις Συνόδους που έγιναν τότε, κυρίως το 1351, οι οποίες, μάλιστα, κατεδίκασαν τις απόψεις του Βαρλαάμ ως αιρετικές.

Είναι εξαιρετικό το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», οι λεγόμενες τρεις τριάδες. Στην πρώτη τριάδα αναλύει την σχέση μεταξύ των δύο σοφιών, θείας και ανθρωπίνης, και κυρίως προσδιορίζει το πως καθαρίζεται η καρδιά του ανθρώπου από τα πάθη με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Στην δεύτερη τριάδα αναφέρεται στην νοερά προσευχή, κατά την οποία ο νούς αποσπάται από τον έξω χώρο και εισέρχεται στην καρδιά, που είναι όργανο πνευματικό. Στην τρίτη τριάδα αναπτύσσει τα σχετικά με τους καρπούς της νοεράς προσευχής που είναι η θέα του ακτίστου φωτός. Σε αυτήν την τριάδα κάνει διάκριση μεταξύ του φωτός της φυσικής γνώσης και του Φωτός των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Το Φως του Θεού δεν είναι συμβολικό και κτιστό, όπως υποστηρίζει ο Βαρλαάμ, αλλά η ίδια η Θεότητα.

Φαίνεται καθαρά σε αυτό το θεολογικό έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά η όλη παράδοση της Εκκλησίας που εκφράζεται στις επιστολές των Αποστόλων, που συμπεριελήφθησαν στην Καινή Διαθήκη, και στις μετέπειτα διδασκαλίες των Πατέρων του 4ου αιώνος και των επομένων αιώνων, και γίνεται λόγος για τους βαθμούς της πνευματικής γνώσεως που ορίζεται ως κάθαρση, φωτισμός και θέωση.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ομιλεί για «πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία»∙ ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει για κεφάλαια «πρακτικά και θεολογικά»∙ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρεται στα «φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια»∙ και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προσδιόρισε την «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών», ως συλλογή κειμένων «εν η διά της κατά πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νούς καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Αυτό θα το δούμε και λίγο πιο κάτω.

Πάντως, όλη αυτή η θεολογία πέρασε στην ορθόδοξη τέχνη. Οι Ναοί κατασκευάζονταν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εκφράζουν την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, την νήψη, την ταπείνωση, την συγκέντρωση του νού στην καρδιά, και μέσα σε αυτές τις συνθήκες μετέχει κανείς του Φωτός της Βασιλείας του Θεού.

Αυτή, όμως, η διδασκαλία της Εκκλησίας πέρασε και στην αγιογραφία. Η Κρητική τέχνη δείχνει κυρίως την ασκητική ζωή, ενώ η Μακεδονική τέχνη δείχνει την εμπειρία του ακτίστου Φωτός. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτήν την περίοδο που γινόταν λόγος για το αν το Φως του Θεού είναι άκτιστο ή κτιστό, ο Εμμανουήλ Πανσέληνος αγιογραφεί στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους το Πρόσωπο του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων με το Φως του Θεού.

Την ίδια σχεδόν περίοδο (έναν αιώνα μετά) στο Βατικανό ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγαφίζει το παπικό παρεκκλήσι Capella Sixtina. Συγκρίνοντας τις δύο τεχνοτροπίες, της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής τέχνης στο Άγιον Όρος και την Καστοριά, και της αναγεννησιακής τέχνης, όπως εκφράζεται στο παπικό παρεκκλήσι, φαίνεται η μεγάλη διαφορά στην θεολογία, την ασκητική, αλλά και την αισθητική.

3. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την ανοικοδόμηση Ιερού Ναού

Υπάρχει μια επιστολή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, την οποία αποστέλλει στον άγιο Αμφιλόχιο Επίσκοπο Ικονίου, για την κατασκευή ενός Ναού, στην οποία επιστολή αναλύει τόσο την αρχιτεκτονική μορφή του Ναού, όσο και τις τεχνικές λεπτομέρειες του τύπου αυτού που επρόκειτο να κατασκευασθή. Ζητούσε, λοιπόν, από τον άγιο Αμφιλόχιο να του στείλη τους κατάλληλους τεχνίτες, ως προς τον αριθμό και ως προς την γνώση, για να ανοικοδομηθή αυτός ο Ναός που σχεδίασε. Έτσι, ένα μεγάλος θεολόγος γίνεται και αρχιτέκτων!

Ο Ναός του μαρτυρίου, προς τιμή μάρτυρος, που σχεδίασε ο άγιος Γρηγόριος, έχει σχήμα σταυρού από τέσσερεις ξεχωριστούς οίκους, στην μέση του σταυρού υπάρχει κύκλος που μετασχηματίζεται σε οκτώ γωνίες. Οι κίονες έχουν οκτώ αψίδες και η οροφή είναι τρούλλος κωνοειδούς μορφής με πλατιά βάση που καταλήγει σε οξεία φάση (Γρηγ. Νύσσης, έργα 4, ΕΠΕ Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 468-475).

Για την σύντομη και εκπληκτική αυτή επιστολή ο Αρχιτέκτων Βασίλης Χαρίσης έκανε ειδική μελέτη με τίτλο «υπόδειγμα ορθόδοξης Ναοδομίας κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης», στην οποία αναλύει τα στοιχεία σχεδιασμού και κατασκευής του Ναού με τα αρχιτεκτονικά σχέδιά του και τα στοιχεία αισθητικής θεώρησης του Ναού.

Το σημαντικό της αναλύσεως είναι ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει την ανάγκη που υπήρχε την εποχή εκείνη να αναζητηθούν νέες μορφές ναοδομίας, σε αντίθεση με την παράδοση που υπήρχε έως τότε να βασίζονται σε σχέδια Ναών που είχαν άλλη νοοτροπία και θεολογία.

Τότε στις πόλεις είχε καθιερωθή ο τύπος της Βασιλικής που εμιμείτο τις μεγάλες αίθουσες των γνωστών χώρων δικαστηρίων, εμπορίου κλπ. Στην περιφέρεια των πόλεων και την ύπαιθρο ο τύπος των μικρότερων Ναών ακολουθούσε την μορφή «των κυκλικών και πολυγωνικών» Ναών και αργότερα τον τύπο των σταυροειδών Ναών. Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναζητούσε να κατασκευάση έναν τύπο χριστιανικού Ναού που να έχη χωρητικότητα μεγαλύτερη του σταυροειδούς και μικρότερη της τεράστιας Βασιλικής.

Επί πλέον, επειδή αυτή η επιστολή γράφηκε προς το τέλος του 4ου αιώνος, κατά τον οποίον γίνονταν συζητήσεις για τον Τριαδικό Θεό, γι’ αυτό με το σχέδιο του Ναού ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης θέλει να αποτυπώση το δόγμα της Αγίας Τριάδος, όπως εκφράζεται στο Σύμβολο της Πίστεως, που «αγκαλιάζει» τον άνθρωπο με την αγάπη του Θεού, και να υπάρχη «μια κυρίαρχη πηγή φωτός που θα βάλλει και θα έλκει», «το φως θα έρχεται από ψηλά και θα επανέρχεται».

Βέβαια, αυτός ο τύπος Ναού, όπως φαίνεται, εκφράζει και την θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, την οποία βλέπουμε και σε αναλύσεις άλλων κειμένων του, για την εντολή κατασκευής της αχειροποιήτου σκηνής που έδωσε ο Θεός στον Μωϋσή, και για την μυστική θεολογία του. Έτσι, με τον τύπο του Ναού που θέλει να κατασκευάση εκφράζει το «Αχώρητον» του Θεού, την αγάπη Του για τον άνθρωπο, αλλά και θέλει «να θεραπεύσει το αίτημα του προσκυνητού, νοούμενο ως κάθαρση λυτρωτική».

Έτσι, σε μια περίοδο που «ο χριστιανικός λόγος» ήταν «καταπονημένος από αιρέσεις», ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης «αναζητούσε το χώρο που θα εκράζεται με τρόπο ομόλογο». Έτσι, ο αρχιτεκτονικός τύπος του Ιερού Ναού που προβάλλεται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ήταν καθαρά εκκλησιαστικός και θεολογικός. Στην επιστολή αυτή φαίνεται πως ένας άγιος και Θεολόγος διαμορφώνει έναν νέον τύπο Ναού και γίνεται Αρχιτέκτων, πως η ορθόδοξη θεολογία επηρεάζει την Χριστιανική τέχνη και εκφράζεται από αυτήν.

4. Οι δύο βαθμοί θεολογίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Προηγουμένως προσδιορίστηκαν οι τρεις βαθμοί πνευματικής ζωής που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Κάθαρση είναι, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η υπέρβαση της ηδονής και της οδύνης, ο φωτισμός του νού είναι η υπέρβαση της λήθης και της άγνοιας του Θεού, οπότε ο άνθρωπος αρχίζει να έχη μνήμη και γνώση του Θεού, και η θέωση είναι η θεωρία της δόξης του Θεού, με την υπέρβαση της φαντασίας.

Έτσι, διά της καθάρσεως καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη, στην πραγματικότητα μεταμορφώνονται οι δυνάμεις της ψυχής και από το παρά φύσιν οδηγούνται στο κατά φύσιν και στο υπέρ φύσιν, δηλαδή η ιδιοτελής αγάπη γίνεται ανιδιοτελής και η φαντασία μετατρέπεται σε φιλοθεία και φιλανθρωπία. Αφού γίνει η κάθαρση ακολουθεί ο φωτισμός και η θέωση, που είναι δύο βαθμοί γνώσεως του Θεού. Φαίνεται στην βιβλικοπατερική παράδοση ότι ο φωτισμός ως νοερά προσευχή είναι η πρώτη γνώση του Θεού, έστω και αμυδρή, και η θέωση ή θεοπτία είναι η ανώτερη γνώση του Θεού μέσα στο Φως.

Σε αυτά τα θέματα ενδιέτριψε πολύ ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης, που ήταν γνώστης όλης της πατερικής παραδόσεως.

Σε ανέκδοτες σημειώσεις που κρατούσε ο αείμνηστος Πρωτ. π. Στέφανος Αβραμίδης, ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης Αμερικής, το έτος 1960-1961, από τον τότε Καθηγητή Δογματικής Πρωτ. π. Ιωάννη Ρωμανίδη, γίνεται λόγος για τους τρεις τρόπους γνώσεως περί του Θεού, αφού η γνώση περί των ενεργειών του Θεού είναι «το κύριον γνώρισμα της Ορθοδόξου θεολογίας».

Ο πρώτος τρόπος γνώσεως του Θεού είναι «ο φυσικός τρόπος, διά της παρατηρήσεως της φύσεως» που είναι εσφαλμένος τρόπος, γιατί η ενέργεια των κτισμάτων είναι κτιστή, αφού «κάθε κτιστή φύσις έχει και κτιστή ενέργεια» και δεν μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο στην μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού.

Ο δεύτερος τρόπος γνώσεως του Θεού είναι «ο προφητικός και άμεσος». Αυτός ο τρόπος είναι η ίδια «η συνάντηση του Θεού και του προφήτου, διά της οποίας ο προφήτης (θεόπτης) βλέπει την δόξα του Θεού, φωτίζεται ο νούς του περί θελήματος και ενεργείας του Θεού, βλέπει τον Θεό ενεργούντα, δηλαδή βλέπει την δόξα ή παρουσία του Θεού, αλλά το τι είναι ο Θεός ποτέ δεν μπορεί να γνωρίση, διότι ο Θεός δεν είναι αυτή αύτη η ενέργεια», αφού έχει και ουσία, η οποία είναι αμέθεκτη από τον άνθρωπο και άρα άγνωστη. Τον Θεό γνωρίζουμε από την θεοποιό ενέργειά Του.

Ο τρίτος τρόπος γνώσεως περί του Θεού είναι «ο βιβλικός τρόπος», δηλαδή «οι Προφήτες έγραψαν το θέλημα του Θεού, το οποίο αποκαλύφθηκε σε αυτούς, σε βιβλία, γι’ αυτό έχουμε συλλογή της Αγίας Γραφής». «Ο άνθρωπος άνευ της αμέσου γνώσεως του Θεού δύναται να μάθη περί Αυτού διά των γραπτών λόγων των Προφητών και άλλων Θεοπτών». Αυτός «ο βιβλικός τρόπος είναι ο έμμεσος τρόπος μαθήσεως του Θεού, περί θελήματος και ενεργείας Αυτού», σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. κ΄, 29).

Έτσι, μόνον δύο τρόποι γνώσεως του Θεού είναι θεόπνευστοι, ήτοι «ο άμεσος προφητικός τρόπος» και «ο έμμεσος βιβλικός τρόπος». Στην ιστορία του Χριστιανισμού παρουσιάσθηκε και ο «φιλοσοφικός τρόπος διερευνήσεως του Θεού», αλλά «υπάρχει μία ριζική διαφορά μεταξύ της φιλοσοφικής μεθοδολογίας και της Ορθοδόξου θεολογικής μεθοδολογίας». Η φιλοσοφία «προϋποθέτει συγγένειαν μεταξύ ανθρωπίνου νοός και του Θεού», ενώ στην προφητική παράδοση «υπάρχει κάποια συγγένεια, αλλά αυτή δεν ανήκει στην φύση του ανθρώπου». Η γνώση αυτή είναι «θείον δώρον στον άνθρωπο», είναι «η θεία Χάρις η οποία είναι άκτιστη, και εφ’ όσον είναι άκτιστη δεν ανήκει στην ανθρώπινη φύση, είναι ενέργεια ή δόξα του Θεού». Έτσι, ο μόνος τρόπος διά του οποίου «μπορεί ο άνθρωπος να δη την δόξα του Θεού είναι διά της θείας Χάριτος», σύμφωνα με το χωρίον «εν τω φωτί σου», δηλαδή με την θεία Χάρη, «οψόμεθα φως» (Δοξολογία), θα δούμε την δόξα του Θεού».

Σε προφορικές του ομιλίες ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης απαντούσε στο ερώτημα «ποίος είναι αληθινός θεολόγος» κατά την πατερική παράδοση. Έλεγε ότι θεολόγος δεν είναι «εκείνος που διάβασε πολλά θεολογικά βιβλία και είναι ενημερωμένος επάνω στην σχετική βιβλιογραφία». Ένας τέτοιος θεολόγος που εργάζεται βιβλιογραφικά «ομοιάζει με έναν μικροβιολόγο που διάβασε μεν πολλά βιβλία επάνω στην επιστήμη του, αλλά δεν χρησιμοποίησε ποτέ ένα μικροσκόπιο ούτε έκανε εργαστηριακές αναλύσεις».

Και συνεχίζει ότι «στην πατερική ορολογία αυτή η εμπειρία της παρατηρήσεως των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος λέγεται θεωρία. Το πρώτο σκαλοπάτι της θεωρίας είναι η εμπειρία της αυτενεργούσης προσευχής του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, η εμπειρία της ευχής. Με την ευχή, όταν είναι ενεργουμένη από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, αρχίζει να θεμελιώνεται η ενδιάθετος πίστις στον άνθρωπο. Διά της εμπειρίας αυτής της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Χριστιανός αρχίζει να θεωρή τον Θεό, να γωρίζη τον Θεό». Με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και με οδηγούς τους Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες της Εκκλησίας, που ερμηνεύουν την Αγία Γραφή «μπορεί να κάνη και ο ίδιος σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής και να εμβαθύνη στα ρητά και τα νοήματα της Αγίας Γραφής και των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας».

Όμως, «σε ορισμένες περιπτώσεις κατά διαστήματα μπορεί ο Χριστιανός αυτός (που έχει νοερά προσευχή στην καρδιά) να ανεβαίνη σε υψηλότερα στάδια θεωρίας π.χ. σε έλλαμψη ή, όταν θέλη ο Θεός, σε μέθεξη του ακτίστου Φωτός, σε θέωση».

Έτσι, «από πατερικής απόψεως θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε σε θέωση. Διότι τότε γίνεται απλανής, οπότε μπορεί να θεολογή χωρίς φόβο να πέση σε πλάνη. Δηλαδή, θεολόγοι, κατά τους Πατέρες, είναι μόνον οι θεόπτες». «Οι θεολογούντες, σε αντιδιαστολή με τους θεολόγους, είναι όσοι έφθασαν μόνον στην κατάσταση του φωτισμού, της αδιαλείπτου, δηλαδή, καρδιακής ευχής, οι οποίοι, όμως, επειδή έχουν φωτισθή από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, μπορούν να θεολογούν επάνω στην εμπειρία των θεουμένων, χωρίς οι ίδιοι να παράγουν καινούργια θεολογία» (Ιωάννου Ρωμανίδου, Πατερική θεολογία).

Επομένως, είναι φανερόν ότι υπάρχουν δύο βαθμοί της Ορθοδόξου θεολογίας, ο πρώτος είναι η θεοπτία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων-Αγίων διαμέσου των αιώνων, και ο δεύτερος βαθμός της Ορθοδόξου θεολογίας είναι των ανθρώπων που βρίσκονται στον φωτισμό του νού, έχουν νοερά προσευχή στην καρδιά και μπορούν να ερμηνεύσουν ορθά τους πραγματικούς θεολόγους, που έχουν την εμπειρία της Θεοπτίας.

Αυτό έχει σχέση και με την μέθεξη της ακτίστου δόξης, αλλά και την αγιογράφηση αυτής με κτιστά εικονίσματα. Όπως οι θεόπτες καταγράφουν την εμπειρία τους με κτιστά ρήματα και νοήματα, έτσι οι θεόπτες αγιογραφούν με κτιστά εικονίσματα την άρρητη δόξα του Θεού.

5. Οι αγιογραφίες ως έκφραση των βαθμών της τελειώσεως

Όπως προαναφέρθηκε, σε όλη την πατερική παράδοση βλέπουμε ότι υπάρχουν τρεις βαθμοί πνευματικής τελειώσεως, ήτοι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Αυτός είναι ο τρόπος της πνευματικής γνώσεως, η πορεία προς την θέωση, η οποία είναι, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «αεικίνητος στάσις» και «στάσιμος κίνησις». Αυτό το βλέπουμε στον αγιογραφικό κύκλο της Ορθοδόξου παραδόσεως, όπως αγιογραφούνται οι Ναοί μας, ιδιαιτέρως εδώ στους μικρούς Ναούς της Καστοριάς.

Θα προσπαθήσω να εντοπίσω αυτές τις βαθμίδες της πνευματικής τελειώσεως στην αγιογραφία ενός αγίου, όπως αγιογραφείται από την Ορθόδοξη αγιογραφία.

Η κάθαρση της καρδιάς φαίνεται από την μεταμόρφωση του σώματος του αγίου. Κάτω από τα ενδύματα διαφαίνεται η ύπαρξη σώματος, όχι όπως συμβαίνει στην ρωσική αγιογραφία που χάνεται το σώμα του ανθρώπου με ένα ριχτό ένδυμα, εκφράζοντας έτσι έναν φιλοσοφικό μυστικισμό και μονοφυσιτισμό. Στην Ορθόδοξη αγιογράφηση ενός αγίου φαίνεται η ύπαρξη σώματος, το οποίο έχει μεταμορφωθή από την νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, είναι αποστεωμένο, αλλά πραγματικό, μεταμορφωμένο και όχι εξαντλημένο. Αλλά και τα ενδύματα του εινονογραφημένου αγίου είναι μεταμορφωμένα, όπως επάνω στο όρος Θαβώρ φωτισμένα ήταν τα ιμάτια του Χριστού, που έγιναν λευκά όπως το φως. Αυτή η στάση του αγιογραφημένου αγίου εκφράζει το περιεχόμενο της πρώτης τριάδος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που περιέγραψα προηγουμένως.

Ο φωτισμός του νού στην Ορθόδοξη αγιογραφία, που είναι ο πρώτος βαθμός θεολογίας, φαίνεται από την κίνηση των οφθαλμών και την έκφραση του προσώπου. Οι οφθαλμοί δεν κινούνται προς το περιβάλλον, τον έξω του σώματος και της καρδιάς κόσμο, είναι ανοικτοί, όμως η λεπτοτάτη προσοχή, ο νούς, είναι συγκεντρωμένος και μάλιστα τις περισσότερες φορές έχει κατεύθυνση την καρδιά, σύμφωνα με τον μακαρισμό του Χριστού «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε΄, 8). Η σύννοια του προσώπου του αγίου, η συγκέντρωση του νού στην καρδιά εκφράζει κατά τον καλύτερο τρόπο όλη την θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που εκφράζεται στην δεύτερη τριάδα του βιβλίου του «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων».

Η θέωση, η θεωρία του ακτίστου φωτός εκφράζεται στην αγιοφραφία ενός αγίου με το φωτοστέφανο που περιβάλλει την κεφαλή του. Δεν πρόκειται για ένα φωτοστέφανο που είναι δείγμα στεφανώματος από τον Θεό, αλλά για μέθεξη του ακτίστου Φωτός από τον άγιο, που δείχνει ότι είναι θεολόγος εξ εμπειρίας και όχι εξ ακοής, και το φως αυτό είναι το άκτιστο Φως του Θεού και όχι το κτιστό φως της ανθρωπίνης γνώσεως. Αυτό στην πραγματικότητα αναλύεται κατά τον καλύτερο θεολογικό τρόπο στην τρίτη τριάδα του περίφημου βιβλίου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων».

Έτσι, η Ορθόδοξη εικονογράφηση ενός αγίου δείχνει την πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτισμό του νού και την θέωση. Ο Χριστός είναι η πηγή της θεώσεως, ενώ οι άγιοι μετέχουν της Θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ο Χριστός ποιεί την θέωση, ενώ ο άγιος πάσχει την θέωση. Οπότε, η Ορθόδοξη αγιογραφία δεν αποβλέπει στην νατουραλιστική έκφραση, αλλά στην μυστική θεολογική και θεοπτική διδασκαλία για την θέωση και τον αγιασμό του ανθρώπου.

Οπότε, η ιερά εικόνα που αγιογραφείται στους Ιερούς Ναούς δείχνει τι είναι ο άγιος και πως γίνεται κάποιος άγιος. Ο άγιος είναι ο θεούμενος, αυτός που πάσχει, κατά διαφόρους βαθμούς, την κατά Χάρη θέωση, και η μέθοδος του αγιασμού είναι η πορεία από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, από την κάθαρση, στον φωτισμό και την θέωση.

Πέρα από αυτήν την θεολογία δεν υπάρχει άλλη θεολογία στην Εκκλησία. Βεβαίως, υπάρχει και η ακαδημαική θεολογία, η οποία είναι ωφέλιμη, όταν ερμηνεύη τα βιβλικά και πατερικά κείμενα, κατά την πατερική παράδοση, όταν αποκαθιστά τα κείμενα με την φιλολογική κριτική μέθοδο και όταν κάνη την διάκριση μεταξύ της Ορθοδόξου θεολογίας και άλλων θεολογικών και θρησκευτικών ρευμάτων, που παρατηρούνται στην Άπω Ανατολή και την Δύση.

Αυτό που συναντάμε στην ναοδομία και την αγιογραφία το βλέπουμε και στην εκκλησιαστική μουσική μας παράδοση, συνδυασμένη με την υμνογραφία. Η εκκλησιαστική μας μουσική είναι έκφραση της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως, και αποβλέπει σε αυτά. Οι λέξεις και τα νοήματα των τροπαρίων κάνουν λόγο για πράξη και θεωρία και η μουσική τους επένδυση με την ποικιλία των ήχων κατανύσσει τον άνθρωπο, τον οδηγεί στην μετάνοια και στην κατά Χριστόν απάθεια. Γι’ αυτό οι ιερές ακολουθίες στον Ιερό Ναό είναι ένα κομμάτι του Παραδείσου, όταν και ο άνθρωπος βαδίζη την οδό της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως.

Οι Κανόνες της Εκκλησίας ορίζουν σαφώς την πορεία αυτή του αγιασμού, στο πως γίνονται άγιοι. Αυτό φαίνεται έκδηλα στον 102ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, κατά τον οποίο έργο του πνευματικού πατρός είναι το «τους της μετανοίας καρπούς δοκιμάζοντι, και οικονομούντι σοφώς τον προς την άνω λαμπροφορίαν καλούμενον άνθρωπον».

Αυτή η πορεία της πνευματικής ζωής που φαίνεται στην ορθόδοξη αγιογραφία, σαφώς απουσιάζει εντελώς στην δυτική διακόσμηση των Ναών στους οποίους παρατηρούνται τα αγάλματα και οι ζωγραφισμένες αναγεννησιακές εικόνες, όπου κυριαρχεί η αμεταμόρφωτη ανθρωποκεντρική νοοτροπία.

Το συμπέρασμα είναι ότι η ορθόδοξη θεολογία, διατυπώνεται και εκφράζεται στην ναοδομία και την αγιογραφία. Τα κτίσματα και οι αγιογραφίες γίνονται από ανθρώπους που είναι εκφραστές της Ορθοδόξου Παραδόσεως και οδηγούν στην κοινωνία με τον Θεό. Και, φυσικά, αυτή είναι η ζωντανή παράδοση της Καστοριάς.

Όταν, λοιπόν, λέτε ότι η Καστοριά είναι Βυζαντινή πόλη (Ρωμαίικη πόλη) αυτό πρέπει να το εννοείτε ότι είναι Ορθόδοξη θεολογική πόλη, εκφράζει την Ορθόδοξη θεολογία της Εκκλησίας και αυτό είναι αρκετά προκλητικό, γιατί σας προκαλεί σε πνευματική εγρήγορση, σε αναβάσεις θεολογικές και σε απόκτηση γνώσεως θεολογικής. Ζη κανείς σε έναν θεολογικό τόπο και εμπνέεται στο να καταλαβαίνη τι είναι Ορθόδοξη θεολογία και πως πρέπει να θεολογή, πως να θεολογή εκκλησιαστικά και πως να εκκλησιάζεται θεολογικά.