Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Η φιλανθρωπία του αγίου Καλλινίκου, Μητροπολίτου Εδέσσης

Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

(Άπομαγνητοφωνημένη ομιλία στο Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας, την 11-2-2024)

Θέλω να ευχαριστήσω εξ όλης ψυχής και καρδίας τον Σεβασμιώτατο ποιμενάρχη σας, διότι με προσκάλεσε να έρθω σε αυτή την ημέρα και να έχω αυτήν την επικοινωνία μαζί σας. Και το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό αυτό γιατί και άλλη φορά έχω έρθει, με είχε καλέσει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης, μακαριστός Σεραφείμ, και ομίλησα σε αυτήν την συνάντηση και είχα μείνει με τις καλύτερες εντυπώσεις.

Θέλω να πω ότι η Καστοριά για μένα είναι πάρα πολύ σημαντική και συνδέεται με την ζωή μου γιατί κατά έναν παράδοξο τρόπο μέσα στην πρόνοια του Θεού συνδεόμουν με όλους τους προκατόχους του νυν Μητροπολίτου. Με τον μακαριστό Γρηγόριο, στού οποίου την ενθρόνιση ήμουν παρών και τον μακαριστό Σεραφείμ που ήμασταν αδελφοί και φίλοι από την Αθήνα, όταν υπηρετούσαμε κάτω από την σκέπη και την προστασία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, μακαριστού κυρού Σεραφείμ και, φυσικά, και τώρα με τον Μητροπολίτη Καλλίνικο με τον οποίο συνδέομαι πάρα πολλά χρόνια, τον γνωρίζω από μαθητή Δημοτικού Σχολείου και Γυμνασίου στην Έδεσσα.

Και, βεβαίως, πάνω από όλα η Καστοριά για μένα είναι πάρα πολύ αγαπητή διότι εδώ υπηρετούσε ως στρατιώτης ο Γέροντάς μου, ο άγιος Καλλίνικος, τον οποίο υπηρέτησα 15 χρόνια, δηλαδή, ήμουν μαζί του στην Μητρόπολη 15 χρόνια και αξιώθηκα να του κλείσω τα μάτια στο νοσοκομείο και ο οποίος μου έλεγε πάρα πολλές ιστορίες από τότε που υπηρετούσε εδώ ως στρατιώτης και ομιλούσε σε Ναούς της Καστοριάς. Γι’ αυτό και αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή και χαρά που είμαι σήμερα ανάμεσά σας.

Το θέμα αυτό με προέτρεψε να το κάνω ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας, που μου είπε ότι οι κάτοικοι της περιοχής της Καστοριάς αγαπούν τους αγίους και θέλουν να ακούν για τους αγίους. Έτσι επέλεξα αυτό το θέμα, όχι γενικά για την αγιότητα του αγίου Καλλινίκου, που είναι πάρα πολύ γνωστή, ίσως ακούτε και πολλά από τον ποιμενάρχη σας, αλλά κυρίως για ένα θέμα που έχει σχέση με την παρούσα συνάντηση, που είναι η φιλανθρωπία, όχι κατά τον άγιο Καλλίνικο, αλλά η φιλανθρωπία του αγίου Καλλινίκου.

Ο άγιος Καλλίνικος αγαπούσε πολύ την φιλανθρωπία, ήθελε να εξασκή φιλανθρωπικό έργο, αλλά το σημαντικό είναι ότι ο ίδιος ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμων. Τελικά, η φιλανθρωπία στην Εκκλησία δεν είναι απλώς μια ιδεολογία και ένα κοινωνικό σύστημα, αλλά καρπός της εν Χριστώ ζωής, είναι ένα θεολογικό έργο. Αυτό θα το διαρθρώσω σε μερικές επί μέρους ενότητες.

1. Kοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο

Κατ’ αρχάς πρέπει να πω ότι, όσοι γνωρίζουμε τα θεολογικά και τα εκκλησιαστικά πράγματα, ξέρουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του κοινωνικού έργου και της φιλανθρωπίας, δηλαδή, άλλο είναι το κοινωνικό έργο και άλλο είναι το φιλανθρωπικό έργο.

Το κοινωνικό έργο γίνεται ή πρέπει να γίνεται από την οργανωμένη Πολιτεία, με τα όργανά της, με την κοινωνική πρόνοια και αποβλέπει στο να ικανοποιή τις σωματικές, οικονομικές και οικογενειακές ελλείψεις και ανάγκες των ανθρώπων. Φυσικά, και αυτό το έργο, όταν η Πολιτεία αδρανή, η Εκκλησία το αναπληρώνει, αν και μερικές φορές λοιδορείται για άλλα ζητήματα. Αλλά η Εκκλησία δεν είναι ένας κοινωνικός θεσμός, έχει την θεολογία της που αποβλέπει στην σωτηρία των ανθρώπων, και μέσα σε αυτό εξασκεί και το έργο της.

Αυτό σημαίνει ότι το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας δεν αρκείται στο να ικανοποιή μόνο τις σωματικές ανάγκες των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα, δεν έχει μόνο υλικές ανάγκες, αλλά έχει και πνευματικές ανάγκες, έχει και άλλες αναζητήσεις, θέλει αγάπη, χαρά, δικαιοσύνη κλπ. Ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα και, φυσικά, έχει μέσα του και το Άγιο Πνεύμα· είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Οπότε, όταν λέμε φιλανθρωπικό έργο, εννοούμε ότι πρέπει να ικανοποιήται ο όλος άνθρωπος, ο οποίος έχει δημιουργηθή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού.

Για παράδειγμα, μπορεί να ιδρύση κανείς ένα Γηροκομείο και να εξυπηρετήση τις βιολογικές και υλικές ανάγκες μερικών ανθρώπων, των εγκαταλελειμμένων γερόντων, αλλά θα πρέπει να φροντίζη και για την ψυχολογική και πνευματική θεραπεία τους, αφού από όλη την ζωή τους έχουν γεμίσει προβλήματα, πληγές εσωτερικές, ψυχικές, αλλά συγχρόνως και υπαρξιακά και πνευματικά προβλήματα.

Επομένως, είναι απαραίτητο στην κοινωνία μας να ασκήται και ένα ευρύτατο κοινωνικό έργο σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη, αλλά συγχρόνως αυτό το έργο πρέπει να γίνεται με φιλανθρωπία, με πραγματική αγάπη και με όραμα.

2. Ο άγιος Καλλίνικος ως Κληρικός

Αφού έκανα αυτήν την διάκριση μεταξύ κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου, έρχομαι στο να παρουσιάσω τον άγιο Καλλίνικο, τον Γέροντά μου, ως Κληρικό και Επίσκοπο-Μητροπολίτη.

Ο άγιος Καλλίνικος ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος, είχε πάρα πολλά και εξαιρετικά χαρίσματα. Ως άνθρωπος και Κληρικός ήταν, κατά το δυνατόν, τέλειος.

Κατ’ αρχάς ήταν αληθινός ασκητής. Όταν τον έβλεπε κανείς, δεν καταλάβαινε ότι είναι Μητροπολίτης, τον εκλάμβανε ως ένα ασκητή του Αγίου Όρους· δεν διέφερε καθόλου από τους ερημίτες ασκητές. Με ρώτησαν πολλοί, «πως ήταν ο Γέροντάς σας;» και εγώ τους απαντούσα: «Έχετε δεί τον άγιο Παίσιο; Ήταν περίπου σαν αυτόν». Και, όταν μερικοί με ρώτησαν: «Πως λειτουργούσε ο Γέροντάς σας, ο άγιος Καλλίνικος;», τους απαντούσα: «Αν ήταν ο άγιος Παίσιος Μητροπολίτης, πως θα λειτουργούσε; Έτσι ακριβώς λειτουργούσε ο άγιος Καλλίνικος».

Πράγματι, ο άγιος Καλλίνικος ήταν μια λειτουργική φύση. Λειτουργούσε ως άγγελος, που σημαίνει λειτουργούσε με κατάνυξη, με συναίσθηση του έργου που επιτελούσε. Προετοιμαζόταν για να λειτουργήση και ήθελε να επικρατή απόλυτη ησυχία μέσα στον Ναό, ιδιαιτέρως στο Ιερό Βήμα. Και, όταν δεν υπήρχε ησυχία, την επέβαλλε. Έλεγε: «Κύριε ελέησον!». Το έλεγε δυό-τρεις φορές για να σταματήση κάθε συζήτηση μέσα στο Ιερό Βήμα και στον Ιερό Ναό. Είχε συναίσθηση του τι ακριβώς έκανε. Επομένως, λειτουργούσε ως ένας άγγελος.

Επί πλέον ήταν ένας φλογερός Ιεροκήρυκας. Μιλούσε με ένταση, με ζήλο. Αυτά που έλεγε τα πίστευε, τα ζούσε, δεν έλεγε κάτι το οποίο δεν πίστευε. Ομοίαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και εξωτερικά, αλλά και στον τρόπο της συμπεριφοράς του και της ομιλίας του. Είχε διαβάσει πολύ τις διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της γενέτειράς του, το Θερμο, και έτσι τον αγαπούσε πολύ, αλλά είχε τον ιδιαίτερο ζήλο που είχε ο άγιος Κοσμάς. Μάλιστα, όταν ήταν Πρωτοσύγκελλος στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας στο Μεσολόγγι αυτός συνέταξε τα κείμενα τα οποία έστειλε ο τότε Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεος για την επίσημη αγιοκατάταξη του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ενώ ο λαός τον τιμούσε αμέσως μετά τον μαρτυρικό του θάνατο.

Πέρα από αυτά ο άγιος Καλλίνικος ήταν και ένας άνθρωπος που ήξερε πολύ καλά την διοίκηση, ήταν διοικητική διάνοια και διοικητική ευφυία. Δεν το λέω εγώ, αλλά, αν διαβάση κανείς τις Εγκυκλίους που έχει γράψει, το καταλαβαίνει. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το ότι μια καθηγήτρια στην Πατριαρχική Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία της Κρήτης, η οποία διδάσκει για την διοίκηση των Ενοριών, η κ. Ροδάνθη Ανδρουλιδάκη-Πετράκη, χωρίς εγώ να το γνωρίζω, το είδα στην τελευταία έκδοση του βιβλίου της, αλλά και χωρίς και εκείνη να γνωρίζη τον άγιο Καλλίνικο, διάβασε τις Εγκυκλίους του και εξεπλάγη από την ευφυία του και την διάνοιά του. Γι’ αυτό έγραψε βιβλίο με τίτλο «Διοικητική διάνοια, ο άγιος Καλλίνικος Εδέσσης». Αυτό το βιβλίο το διδάσκει στους Κληρικούς και τους υποψηφίους Κληρικούς για το πως ένας Κληρικός πρέπει να διοική τους ανθρώπους και να χειρίζεται γενικότερα τα εκκλησιαστικά θέσμια.

Αυτά ήταν τα γενικά χαρίσματα του αγίου Καλλινίκου. Θα μπορούσα να σας μιλάω ώρες γι’ αυτά, αλλά θα περιορισθώ μόνον σε αυτά.

3. Ο άγιος Καλλίνικος ως φιλόθεος και φιλάνθρωπος

Ύστερα από αυτά τα γενικά θα ήθελα να εισέλθω στο κύριο μέρος της ομιλίας μου που είναι ότι ο άγιος Καλλίνικος ήταν όντως φιλόθεος και φιλάνθρωπος.

Υπάρχει πολύ μεγάλη σχέση μεταξύ της φιλοθείας και της φιλανθρωπίας. Όταν λέμε φιλόθεος, εννοούμε αυτόν που αγαπά τον Θεό, και όταν λέμε φιλάνθρωπος, εννοούμε αυτόν που αγαπά τον άνθρωπο. Και εδώ φαίνεται και η διάκριση μεταξύ του κοινωνικού έργου και του φιλανθρωπικού έργου για το οποίο έλεγα προηγουμένως.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ένας Πατέρας του 7ου αιώνος, έγραφε ότι ο φιλόθεος είναι και φιλάνθρωπος, δηλαδή κάθε ένας που αγαπά τον Θεό, αγαπά και τους ανθρώπους. Ορίζει την φιλαυτία ως την «άλογον του σώματος φιλία», δηλαδή αυτός που είναι φίλαυτος, αγαπά το σώμα του, ενδιαφέρεται να μη κουραστή, να μη δυσκολευθή, να μην πάθη κάτι το σώμα του. Γράφει, λοιπόν ο άγιος Μάξιμος ότι αυτός που έχει απαλλαγή από την φιλαυτία είναι φιλόθεος, και επειδή είναι φιλόθεος είναι και φιλάνθρωπος, αφού αγαπά ο,τι αγαπά και ο Θεός. Αντίθετα, όποιος είναι φίλαυτος, είναι μισόθεος και μισάνθρωπος. Γράφει: «Μη έσο αυτάρεσκος, και ουκ έση μισάδελφος· και μη έσο φίλαυτος, και έση φιλόθεος».

Ο άγιος Καλλίνικος είχε, πράγματι, αυτό το μεγάλο χάρισμα, δηλαδή αγαπούσε πάρα πολύ τον Θεό και τους ανθρώπους. Διότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και εκείνος που αγαπά τον Θεό δεν μπορεί να συμπεριφέρεται διαφορετικά από τον Θεό. Θα δώσω μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στα οποία φαίνεται η φιλανθρωπία του αγίου Καλλινίκου.

Πρώτον, ο άγιος Καλλίνικος δεν μιλούσε μόνο για την αγάπη, δεν δημιουργούσε απλώς Ιδρύματα, ούτε και απλώς συγκροτούσε μερικές δομές φιλανθρωπίας, όπως θα σας πω στην συνέχεια, αλλά ήταν ο ίδιος στην προσωπική του ζωή ακτήμων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί μερικοί έχουν μεγάλη περιουσία, την οποία αποκτούν με άδικους τρόπους ή εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση της κοινωνίας, και κάνουν και ένα Ίδρυμα για να κατευνάσουν τις ενοχές τους.

Ο άγιος Καλλίνικος ήταν πράγματι ακτήμων. Δεν είχε τίποτε στην κατοχή του, ούτε κτήματα ούτε χρήματα. Όταν λάμβανε τον μισθό του μέχρι να λάβη τον μισθό του επόμενου μήνα, είχε εξαφανιστή. Και όταν τύχαινε να γίνη μια έκτακτη Σύνοδος της Ιεραρχίας και έπρεπε να λάβη μέρος σε αυτήν, και επομένως έπρεπε να κατέβη στην Αθήνα, ζητούσε δανεικά προκειμένου να εκδώση το αεροπορικό εισιτήριο. Ήταν τελείως ακτήμων.

Και όταν αρρώστησε και έπρεπε να πάη στο νοσοκομείο στο Λονδίνο για εγχείρηση για τον όγκο στον εγκέφαλο, είχε στην διάθεσή του μόνο τα δύο τρίτα του μισθού του μηνός εκείνου, που δεν πρόλαβε να σκορπίση. Γι’ αυτό, πριν να αναχωρήση από την Έδεσσα, άφησε στον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως τα λίγα αυτά χρηματικά ποσά, με ένα ιδιόχειρο σημείωμα στο οποίο έγραφε ότι, εάν δεν επιστρέψη στην Έδεσσα, δηλαδή εάν πεθάνη, τα λίγα αυτά χρήματα να κατατεθούν στο Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο της Ιεράς Μητροπόλεως.

Αυτό σημαίνει ότι άγιος Καλλίνικος ήταν ελεύθερος τελείως από κτήματα, χρήματα, δεν είχε το πάθος της φιλοκτημοσύνης και της φιλαργυρίας, εξασκούσε πλήρως αυτήν την ασκητική ζωή, τηρούσε τελείως τις τρεις μεγάλες αρετές των ασκητών και μοναχών, που είναι η ακτημοσύνη, η παρθενία και η υπακοή στην Εκκλησία.

Δεύτερον, ο άγιος Καλλίνικος δεν ήταν απλώς ακτήμων, αλλά συγχρόνως ήταν και ελεήμων. Το ένα συνδέεται με το άλλο. Αγαπούσε πάρα πολύ τους ανθρώπους και έδινε ο,τι είχε, όχι μόνο χρήματα, αλλά έδινε και το ίδιο του τον εαυτό. Έδειχνε πολύ μεγάλη αγάπη σε μαθητές, σε φοιτητές, σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν δυσκολίες στην ζωή τους, και προσφερόταν συνέχεια για να λύση τα προβλήματά τους, όχι μόνο να δίνη χρήματα, επαναλαμβάνω, αλλά να σκορπά την αγάπη του και το ενδιαφέρον του. Αυτό θα πη να είναι κάποιος ελεήμων. (Ματθ. ε΄, 7)

Ο Χριστός στην επί του Όρους ομιλία Του μεταξύ των άλλων Μακαρισμών εμακάρισε και την αρετή της ελεημοσύνης. Είπε: «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε΄, 7). Ελεήμων είναι αυτός ο οποίος, όπως έλεγε ο άγιος Παίσιος, σκορπά απλόχερα την αγάπη του σε όλους, κατά τον λόγο του Χριστού ότι ο Θεός αγαπά τους πάντας, ο Οποίος ανατέλλει τον ήλιο επί δικαίους και αδίκους και βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς (Ματθ. ε΄, 45)

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος στα «ασκητικά» του γράφει ότι κάποιος από τους Πατέρας είπε ότι «ο ελεήμων, εάν μη γένηται δίκαιος, τυφλός εστιν». Δηλαδή, ένας που ελεεί, αλλά δεν έχει δικαιοσύνη, είναι τυφλός. Προφανώς εννοούσε τους ανθρώπους εκείνους που διαπράττουν αδικίες, και δίνουν και ελεημοσύνες. Όμως, ο άγιος Ισαάκ επεκτείνει το νόημα της ελεημοσύνης και πέρα από την φαινομενική αυτή ανθρώπινη δικαιοσύνη, όπως αυτή κοινώς νομίζεται, ως απόδοση του δικαίου.

Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι «εάν μη γένηται ο ελεήμων υπεράνωθεν της δικαιοσύνης αυτού, ουκ έστιν ελεήμων». Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να ελεή τους ανθρώπους από τα όσα έχει, αλλά «και μετά χαράς υπομένων την αδικίαν υπό των ετέρων και ελεών αυτούς». Και στην συνέχεια γράφει ότι, αν κάποιος ακούση ή δη κάτι που λυπεί τον αδελφό του και καίγεται η καρδιά του από αγάπη γι’ αυτούς «και ούτος αληθώς ελεήμων».

Ακόμη πρέπει να θυμηθώ και έναν άλλο λόγο του αγίου Ισαάκ του Σύρου, ο οποίος στα κείμενά του θέτει ένα ερώτημα: «Τι εστί ελεήμων καρδία;». Και απαντά: «Ελεήμων καρδία καύσις εστί καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως». Ελεήμων είναι αυτός που έχει πάρα πολύ μεγάλη αγάπη για όλη την κτίση. Και συνεχίζει ότι ο ελεήμων έχει καύση καρδίας «υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα».

Αυτό είναι παρόμοιο με εκείνο που βλέπετε όσοι έχετε διαβάσει τα κείμενα του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, ότι ο άγιος είχε τέτοια μεγάλη αγάπη, ήταν τόσο πολύ ελεήμων για όλη την κτίση, που, όταν στον δρόμο είδε ένα φίδι το οποίο ήταν κομματιασμένο και σφάδαζε, για δυό-τρεις μέρες έκλαιγε από τον πόνο που υπάρχει σε όλη την κτίση.

Επομένως, ο άγιος Καλλίνικος ήταν και ακτήμων και ελεήμων.

Το τρίτο γνώρισμα του αγίου Καλλινίκου ήταν ότι, ο,τι έκανε, το έκανε κρυφά, ποτέ φανερά. Αγαπούσε πάρα πολύ τον αφανή τρόπο, σύμφωνα με τον εντολή του Χριστού, όταν κάνουν την ελεημοσύνη να μην το διατυμπανίζουν (Ματθ. στ΄3-4). Δεν το έλεγε πουθενά, δεν το μάθαινε κανείς ούτε εγώ που ήμουν κοντά του.

Και επειδή μου έδινε μερικά χρήματα κάθε μήνα για να έχουμε για το φαγητό της Μητροπόλεως, προσπάθησα να κρατάω λίγα στην άκρη για ώρες ανάγκης του, αλλά εκείνος, όταν το κατάλαβε αυτό, αμέσως μου ζητησε ο,τι χρήματα δικά του κρατούσα και σε λίγες ώρες τα εξαφάνισε. Και το έκανε αυτό κρυφά, χωρίς εγώ να γνωρίζω τίποτε.

Μάλιστα, όταν άκουγε έναν άνθρωπο, έχω συγκεκριμένο παράδειγμα στο μυαλό μου, έναν Κληρικό που έλεγε ότι «εγώ βοήθησα αυτόν και τον ανέδειξα και από μένα αυτός έγινε επιστήμων» κλ.π, στενοχωριόταν αφάνταστα και μου έλεγε: «Γιατί τα λέει τώρα αυτά; Δεν καταλαβαίνει ότι χάνει όλο τον μισθό του;. Διότι, όταν επαινή κανείς τον εαυτό του για κάτι που κάνει, ξεχρεώνεται, δεν θα του δώση τον μισθό ο Θεός στην Βασιλεία του Θεού». Άρα, αγαπούσε πάρα πολύ τον κρυφό, τον μυστικό τρόπο.

Το τέταρτο γνώρισμα, που συνδέεται με όλα αυτά που είπα προηγουμένως, είναι ότι είχε μια αγάπη κενωτική. Όταν λέμε κενωτική αγάπη, εννοούμε την αγάπη που προσφέρεται, αδειάζει, αυτή είναι η άκρα κένωση του Χριστού. Όταν μιλάμε για τον Χριστό ότι έχει αγάπη, εννοούμε ότι χωρίς να αφήση την θεότητα Του, προσέλαβε ανθρώπινο σώμα, προσέλαβε ανθρώπινη φύση και ήρθε και έζησε μαζί μας.

Χρησιμοποιώ πολλές φορές ένα παράδειγμα για να μπορέσουν οι άνθρωποι να καταλάβουν τι σημαίνει ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, το να υπήρχε η δυνατότητα κάποιος άνθρωπος προκειμένου να βοηθήση ένα φίδι, να εισέλθη μέσα στο φίδι και να γεννηθή από αυτό.

Και αυτό μεν είναι αδύνατο να γίνη, αν και είναι κτιστά και τα δύο, κτιστό το φίδι, κτιστός ο άνθρωπος. Όμως με την ενανθρώπηση του Χριστού γίνεται κάτι πιο εκπλητικό, δηλαδή το άκτιστον ενώνεται με το κτιστόν. Ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννήθηκε ως άνθρωπος, χωρίς να αφήση την θεότητά Του, ήρθε κοντά μας, Τον γνωρίσαμε, Τον είδαμε, Τον ψηλαφήσαμε, μας έδειξε πολύ μεγάλη αγάπη, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Γεννήθηκε σχεδόν μόνος με δύο ανθρώπους σε μια σπηλιά και πέθανε μόνος Του σε έναν Σταυρό. Αυτό λέγεται άκρα ταπείνωση και άκρα κένωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Αυτή είναι η κενωτική αγάπη.

Σήμερα, όλοι μιλάνε για την αγάπη. Ποια όμως είναι η αληθινή αγάπη; Αληθινή αγάπη είναι αυτή που δεν έχει μέσα της την φιλαυτία. Η αγάπη που έχει συμφέρον, ιδιοτέλεια δεν είναι αληθινή αγάπη. Η πραγματική αγάπη είναι ανιδιοτελής, δεν έχει ιδιοτέλεια, δεν έχει συμφέρον, είναι αυτή που κενούται, σταυρώνεται. Ρωτά η μητέρα το παιδί αν την αγαπά. Και το παιδί της απαντά ότι την αγαπά. Εκείνη μετά το ρωτά για το πόσο την αγαπά. Και εκείνο ανοίγει τα χέρια του και λέει: «Τόσο». Αν ρωτήσουμε κι εμείς τον Χριστό πόσο μας αγαπά, θα ανοίξη τα χέρια Του σε σχήμα σταυρού. Αυτήν την αγάπη έδειξε ο Χριστός στον Σταυρό που άπλωσε τα χέρια Του και σταυρώθηκε για μας.

Οπότε, η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα. Όλοι τραγουδάνε σήμερα για την αγάπη. Συναίσθημα είναι η αγάπη; Η αγάπη είναι σταυρός, είναι κένωση, είναι προσφορά, είναι θυσία, είναι υπέρβαση του εγώ.

Αυτό ακριβώς είχε ο άγιος Καλλίνικος. Που φαίνεται αυτό; Θα μπορούσα να σας πω πάρα πολλά παραδείγματα, αλλά θα αναφέρω δύο- τρία από αυτά που είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικά.

Αυτό φαίνεται στην διαθήκη του. Όταν του είπαν οι γιατροί στην Αθήνα ότι έχει όγκο στον εγκέφαλο και πρέπει να πάη στο Λονδίνο για εγχείρηση -ήμουν μαζί του και πήγα μαζί του στο Λονδίνο – πριν φύγει, το πρώτο που έκανε είναι ότι πήγε σε έναν Ιερέα ευλαβέστατο, να κάνη μια γενική εξομολόγηση της ζωής του. Έπειτα παρεκάλεσε τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, έναν ευλαβέστατο Κληρικό με τον οποίο είχαν συνεχή σχέση και επικοινωνία, να του υποδείξη κάποιον συμβολαιογράφο, προκειμένου να του υπαγορεύση την διαθήκη του. Εκεί, στην διαθήκη την οποία υπαγόρευσε με δάκρυα, μεταξύ των άλλων, έγραφε: «Ακίνητον περιουσίαν δεν έχω. Χρήματα δεν έχω. Αν ευρεθούν ολίγα χιλιόδραχμα, να κατατεθούν εις το Γενικόν Φιλόπτωχον Ταμείον της Ιεράς Μητροπόλεως».

Δεν παρέμεινε μόνο σε αυτό, αλλά προχώρησε και πιο πέρα και ανέφερε ποιο ήταν το καύχημά του, ποια ήταν ήταν η εν Χριστώ καύχησή του. Το υπαγόρευσε στην διαθήκη του. «Εκφράζω εκ των μυχίων της καρδίας μου την άπειρον ευγνωμοσύνην μου προς τον εν Τριάδι Θεόν ημών, διότι είμαι Ορθόδοξος Χριστιανός εκ γονέων Ορθοδόξων Χριστιανών και διότι με ετίμησε διά της υψίστης τιμής της Αρχιερατικής Χάριτος και ανέθεσεν εις την ελαχιστότητά μου την διαποίμανσιν λαού εκλεκτού και ευλαβούς». Αυτός ήταν ο πνευματικός του πλούτος και γι’ αυτόν εκαυχάτο!

Και ποιο ήταν το όραμά του για το οποίο αγωνιζόταν σε όλη την ζωή του, όπως τον έζησα δέκα πέντε χρόνια κοντά του, όπως το διαπίστωσα, αφού ήμουν ο μοναδικός του υποτακτικός θα έλεγα, που ήμουν μαζί του στην Μητρόπολη και παρέμενα μαζί του και έβλεπα όλη την ζωή του; Το όραμά του ήταν η ζωή της πρώτης Εκκλησίας, όπως περιγράφεται στις «Πράξεις των Αποστόλων». Ζούσαμε στην Μητρόπολη μια κοινοβιακή ζωή, αλλά με την διαφορά ότι όλα τα έξοδα της διατροφής μας ήταν δικά του· δεν με άφηνε να συνεισφέρω κι εγώ. Ήθελε να εφαρμοσθή παντού και μέσα στην Μητρόπολή του και στην χριστιανική κοινωνία, αυτό που περιγράφεται, επαναλαμβάνω, στις «Πράξεις των Αποστόλων», και στις επιστολές των Αποστόλων, κυρίως του Αποστόλου Παύλου, τον οποίο θαύμαζε και, όταν μιλούσε γι’ αυτόν, έλεγε «ο μέγας Παύλος».

Επίσης, όραμά του ήταν η ζωή των Μαρτύρων και των Ασκητών. Όταν μιλούσε για τους Μάρτυρες, καιγόταν, φλεγόταν ολόκληρος, διότι ήταν και ένας φλογερός Ιεροκήρυκας, όπως είπα προηγουμένως. Το ίδιο έκανε και γία τους Ασκητές. Και, βέβαια, τον ενδιέφεραν πάρα πολύ οι αγώνες των Πατέρων της Εκκλησίας για την διατήρηση του ορθοδόξου δόγματος. Από αυτό το όραμα δεν έκανε καμία έκπτωση και παρέμεινε σε όλη την ζωή του σαφέστατος και συνεπέστατος σε αυτά τα οποία ομολόγησε κατά την ημέρα της χειροτονίας του.

Το λέω αυτό, διότι υπάρχουν και σήμερα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα και κινήματα τα οποία κάνουν λόγο για την δικαιοσύνη, για την ισότητα, για την αγάπη κλπ, αλλά το κάνουν μέσα από μια άλλη προοπτική. Εμείς στην Εκκλησία, όπως το είδα κοντά στον άγιο Καλλίνικο, μιλάμε για μια αγάπη και φιλανθρωπία, που είναι απόρροια της αγάπης του Χριστού, που είναι το όραμα και η ζωή της Πεντηκοστής. Γιατί, όταν κανείς δέχεται μέσα του το Άγιο Πνεύμα και έχη μέσα του την χαρά και την αγάπη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί στην συνέχεια να παραμείνη ασυγκίνητος από τα βάσανα και τον πόνο των ανθρώπων. Αυτό το βλέπουμε και στην ζωή του αγίου Σιλουανού, ο οποίος, όταν γνώρισε τον Χριστό με το Άγιον Πνεύμα, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό για όλον τον κόσμο, να γνωρίσουν και αυτοί τον Χριστό εν Πνεύματι Αγίω.

Ένας μεγάλος σύγχρονος θεολόγος, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, έλεγε ότι οι Χριστιανοί στην πρώτη εποχή ζούσαν με την αίσθηση ότι είναι πολίτες κάποιας άλλης βασιλείας και όχι απλώς πολίτες του Ρωμαικού Κράτους· και ζούσαν με την αίσθηση ότι η ζωή και η πολιτεία τους, η κοινωνία τους ήταν ο ουρανός, όπως γράφει και ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του: «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ΄, 14). Γράφει, λοιπόν, ο θεολόγος αυτός ότι η Εκκλησία είναι ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο του ουρανού στην γη» ή μια «αποικία του ουρανού στην γη». Οι πρώτοι Χριστιανοί ζούσαν την Εκκλησία ως το ακρότατον, ως το προκεχωρημένο φυλάκιον της αιώνιας ζωής, του Παραδείσου. Αυτό το ζούσε στην κυριολεξία ο άγιος Καλλίνικος.

4. Το φιλανθρωπικό του έργο στην Μητρόπολη

Πρέπει να αναφερθώ και στο πως ασκούσε το φιλανθρωπικό του έργο. Αυτό που βίωνε, αυτό που αγαπούσε, αυτό που ζούσε, αυτό που οραματιζόταν ήθελε να το υλοποιή στον ευρύτερο χώρο της Εκκλησίας και της κοινωνίας.

Γι’ αυτό, όταν πήγε ως Μητροπολίτης στην Μητρόπολη Εδέσσης Πέλλης και Αλμωπίας, το πρώτο που έκανε ήταν ότι ίδρυσε ένα Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο και μετά έδωσε εντολή σε κάθε Ενορία να υπάρχουν τα Φιλόπτωχα Ταμεία. Και είναι πάρα πολύ χαρακτηριστική η Εγκύκλιος την οποία έκανε, προκειμένου να ιδρυθή το Φιλόπτωχο Ταμείο. Μέσα σε αυτήν διατρέχει η θεολογία της Εκκλησίας, όχι απλώς να ιδρυθή ένα Φιλόπτωχο Ταμείο για να βοηθούμε τους πτωχούς, αλλά το πως θα τεθή μέσα σε γνήσια εκκλησιαστικά και θεολογικά πλαίσια.

Στην Εγκύκλιό του θέτει την εκκλησιολογία της αγάπης:

«Το διακριτικόν γνώρισμα των Χριστιανών είναι, ως γνωστόν η αγάπη, κατά τους κυριακούς λόγους, “εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις” (Ιωάν. ιγ΄, 35). Η “καινή εντολή”, η Χριστιανική αγάπη, έχει περιεχόμενον, μεταφράζεται εις έργα φιλανθρωπίας. Ο Χριστιανός είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, της Αγίας Εκκλησίας και ως μέλος έχει σύνδεσμον αρμονικόν με τα λοιπά μέλη». Οι πάσχοντες, οι υποφέροντες, οι ενδεείς, είναι αδελφοί του, είναι τέκνα του αυτού Πατρός, του Θεού, είναι αδελφοί του Αρχηγού της Πίστεώς μας, αυτού του Σωτήρος Χριστού. Ο Κύριος, ως Κριτής της Οικουμένης, θα είπη εις τους ελεήμονας εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. (Ματθ. κε, 40).

Επίσης, αναφέρει ότι αυτή η αγάπη εφαρμόσθηκε στην ιστορία και δεν είναι μια θεωρία. Γράφει:

«Την εντολήν αυτήν της Αγάπης κατενόησαν και εφήρμοσαν οι ανά τους αιώνας οπαδοί του Θεού της Αγάπης και προπαντός οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Παροιμιώδης η αγάπη του Ιωάννου του Ελεήμονος, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και άλλων Θεοφόρων Πατέρων. Ευρύτατον και συγκινητικώτατον το φιλανθρωπικόν έργον του Μεγάλου Βασιλείου».

Έπειτα τονίζει ότι η φιλανθρωπία είναι κατ’ εξοχήν Χριστιανικό έργο:

«Αυτήν την παράδοσιν θα πρέπη και ημείς να συνεχίσωμεν. Η φιλανθρωπία είναι έργον καθαρώς Χριστιανικόν. Επί πλέον αι ανάγκαι των πασχόντων αδελφών μας είναι πολλαί και δεν πρέπει να κωφεύσωμεν και να αδρανήσωμεν».

Και προτρέπει όλους τους Κληρικούς να κινηθούν δραστηρίως προς τον σκοπό αυτόν:

«Όλοι οι Κληρικοί της Ιεράς Μητροπόλεως οφείλομεν να κινηθώμεν δραστηρίως διά την άνθησιν της Φιλανθρωπίας, διά την ανακούφισιν των δυστυχών αδελφών μας, διά την ενίσχυσιν των πενομένων τέκνων του Θεού και Πατρός».

Βλέπετε το όραμα αυτού του αγίου Μητροπολίτου. Και ξέρετε αυτό το όραμα το λέμε συνεχώς, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο το καταλαβαίνουμε. Δηλαδή, υπάρχει η «Κυριακή Προσευχή», που μας δίδαξε ο Χριστός, το γνωστόν «Πάτερ ημών». Πως αρχίζει η Κυριακή Προσευχή; «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς».

«Πάτερ», σημαίνει ότι έχουμε Πατέρα, άρα δεν είμαστε ορφανοί· ο,τι και να συμβαίνη στην ζωή μας, δεν είμαστε ορφανοί, έχουμε Πατέρα. «Ημών», ο Πατέρας αυτός ο ουράνιος δεν έχει μόνο ένα παιδί, δεν λέμε «Πάτερ μου», αλλά «Πάτερ ημών», άρα έχουμε και αδέλφια, δεν είμαστε μοναχοπαίδια. Και λέμε «ο εν τοις ουρανοίς», δηλαδή ο Πατέρας μου είναι στον ουρανό, αυτή είναι η πατρίδα μου, άρα εκεί πρέπει να πάω, στο σπίτι του Πατέρα μου. Βλέπετε, λοιπόν, η πρώτη φράση της προσευχής που μας δίδαξε ο Χριστός δείχνει ότι δεν είμαστε ορφανοί, ότι δεν είμαστε μοναχοπαίδια, δεν είναι εδώ η πατρίδα μας, αλλά η πατρίδα μας είναι ο ουρανός.

Αυτό το όραμα είναι της φιλανθρωπίας και με αυτό ζούσε ο άγιος Καλλίνικος. Έτσι ίδρυσε Οικοτροφεία, για να πηγαίνουν τα παιδιά να σπουδάζουν. Και είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό το τι γράφει στην Εγκύκλιό του, που δείχνει τον θεολογικό σκοπό του Ιδρύματος αυτού. Δηλαδή, ίδρυσε ένα μεγάλο Οικοτροφείο στην Έδεσσα, για περίπου 50-60 αγόρια, και άλλα δυό μικρότερα Οικοτροφεία για κορίτσια και λειτουργούσε και ένα άλλο Οικοτροφείο στα Γιαννιτσά, σε μια Ενορία. Γράφει στην Εγκύκλιό του :

«Φανερόν είναι, ότι οι Νέοι και μάλιστα οι μαθηταί διατρέχουν πολλούς κινδύνους. Ιδιαιτέρως οι μαθηταί των Σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως, εκ των Χωρίων καταγόμενοι, υποφέρουν ποικιλοτρόπως. Πολλάκις διαμένουν εις ανθυγιεινά δωμάτια και στερούνται της απαραιτήτου τροφής και θερμάνσεως εν καιρώ χειμώνος. Έχομεν περιπτώσεις μαθητών οι οποίοι ελιποθύμησαν εν ώρα μαθήματος, διότι υπεσιτίζοντο. Εκτός όμως αυτών των κινδύνων υπάρχουν και κίνδυνοι ηθικοί. Πολλά παιδάκια έρχονται από τα Χωρία των με καλάς διαθέσεις, με αγνότητα και καθαρότητα και με τον σκοπόν να γίνουν χρήσιμοι εις εαυτούς, εις την οικογένειά των και εις την Κοινωνίαν και κινδυνεύουν να φθαρούν και να διαφθαρούν.

Απέναντι αυτών των μαθητών ημείς οι μεγαλύτεροι κατά την ηλικίαν έχομεν υποχρεώσεις. Έχομεν καθήκον να τους βοηθήσωμεν, και να τους προστατεύσωμεν».

Ακριβώς προς τον σκοπόν αυτόν η Ιερά Μητρόπολις εθεμελίωσε, προ ετών εν τη έδρα αυτής Οικοτροφείον, εις το οποίον θα διαιτώνται δωρεάν άποροι μαθηταί, άριστοι εις το ήθος και επιμελείς εις τα μαθήματα.

Επιθυμούμεν σφόδρα να καταστήσωμεν το Οικοτροφείον κυψέλην πνευματικήν, φυτώριον Εκκλησιαστικόν και Εθνικόν, ανθόκηπον πνευματικόν. Από αυτό αναμένομεν να εκπηδήσουν οι αυριανοί ηγέτες τα αυριανά κοινωνικά στελέχη.

Και στην συνέχεια γράφει ένα πολύ ωραίο:

«Δεν είναι δύσκολον, ούτε απίθανον, ούτε πρωτοφανές εν περιφρονημένον παιδάκι, εις μαθητής Γυμνασίου, ο οποίος σήμερον τρέμει ως σπουργίτης, αύριον ν’ αποβή μεγάλη Εκκλησιαστική Προσωπικότης, Εθνικός ήρως και Κυβερνήτης της Πατρίδος και να προσφέρη τοιαύτας υπηρεσίας ώστε θα ήξιζε και μόνον χάριν αυτού να ιδρυθή Οικοτροφείον».

Επίσης, φρόντισε και για Γηροκομείο και μάλιστα μέσα σε μια Ιερά Μονή. Και εδώ ακριβώς βλέπουμε την θεολογία του, διότι δεν απέβλεπε απλώς στο να βάλη έναν ηλικιωμένο μέσα σε ένα Γηροκομείο, έτσι όπως βάζουμε κάποια πράγματα στοιβαγμένα σε μια αποθήκη, αλλά το έθετε σε θεολογική βάση. Γράφει:

«Έχει διαπιστωθή, ότι εν ταίς ημέραις ημών δεν δίδεται η δέουσα σημασία και δεν αποδίδεται ο προσήκων σεβασμός προς τους Γέροντας. Πολλά τέκνα θεωρούν τους Γέροντας Γονείς των βάρος δυσβάστακτον και δεν θέλουν να ζούν με αυτούς εις την αυτήν στέγην. Γέροντες Γονείς πίνουν εγκαταλελειμμένοι το ποτήριον της ζωής. Τέκνα έχουν και δεν έχουν. Νέοι πολλοί υπάρχουν και δι’ αυτούς δεν υπάρχουν. Βαρύς ο πόνος της εγκαταλείψεως και μάλιστα εις την γεροντικήν ηλικίαν.

Απέναντι αυτών, οι οποίοι ευρίσκονται εις την δύσιν της επιγείου ζωής, οι νεώτεροι έχομεν καθήκοντα. Αυτοί είναι Γονείς μας. Είναι ευεργέται μας. Ο Άγιος Θεός παραγγέλλει: “από προσώπου πολιού εξαναστήση και τιμήσεις πρόσωπον πρεσβυτέρου” (Λευιτικόν ιθ΄,37). Έχομεν υποχρέωσιν στοιχειώδη να περιθάλπωμεν τους Γέροντας και να απαλύνωμεν τον πόνο αυτών.

Αυτό το καθήκον της περιθάλψεως των απροστατεύτων Γερόντων εδημιούργησε τα κατά τόπους Γηροκομεία. Δυστυχώς εις ολόκληρον την Μητροπολιτικήν Περιφέρειαν ημών δεν υπάρχει Γηροκομείον, το οποίον είναι τόσον απαραίτητον».

Και συνεχίζει παρακάτω:

«Οραματιζόμεθα να κατασκευασθή εις το ήσυχον περιβάλλον της Ιεράς Μονής εν λιμάνι διά τους κουρασμένους γέροντας. Εκεί θα αναπαύωνται εκ των κόπων της ζωής. Θα ευρίσκουν τα απαραίτητα προς άνετον συντήρησίν των. Εκεί –προσέξτε το– τη φροντίδι των ευλαβών μοναχών, θα λαμβάνουν το εισιτήριον διά την αιωνιότητα. Θα φεύγουν εντεύθεν εν Μετανοία και εξομολογήσει, εφωδιασμένοι με το Φάρμακον της Αθανασίας».

Και καταλήγει:

«Οι Γέροντες είναι συμπαθείς. Οι Γέροντες είναι άξιοι σεβασμού και ευγνωμοσύνης. Μη λησμονώμεν τους Γέροντας. Μη λησμονώμεν, ότι, αν ο Κύριος επιτρέψη, θα γηράσωμεν και ημείς. Ο Σοφός Σειράχ συμβουλεύει “μη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρα αυτού και γαρ εξ ημών γηράσκουσιν” (Σειράχ 8, 6).

Επίσης, ίδρυσε Κατασκηνώσεις, πήγαινε στις Κατασκηνώσεις και μιλούσε με τα παιδιά, μιλούσε με το γέλιο, με το αστείο, με τα ωραία ανέκδοτα τα πετυχημένα, τα ευλογημένα, και τα παιδιά έτρεχαν κοντά του, γιατί έβρισκαν αυτήν την παρηγοριά.