Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Η Χριστιανική Ρωμανία, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Συνθήκη της Λωζάνης

Δημοσιεύεται η εισήγηση που έγινε στο Συνέδριο «Α΄ Καραβαγγέλεια 2023», που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Καστορίας στην πόλη Καστοριά την 11 Φεβρουαρίου 2023, με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή.

Κεντρικό θέμα της εισηγήσεως είναι οι Ορθόδοξοι Ρωμηοί, όπως αποκαλούσε και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα μ.Χ. τους Ορθοδόξους Ανατολικούς Χριστιανούς, οι οποίοι υπέστησαν μεγάλη δοκιμασία με την Μικρασιατική Καταστροφή, αφού εξαναγκάστηκαν να αφήσουν τις πατρογονικές κατοικίες τους και να έλθουν στην Ελλάδα.

Η εισήγηση αυτή τεκμηριώνεται, παρά το μικρό μέγεθός της, από 30 παραπομπές, οι οποίες για τεχνικούς λόγους δεν καταγράφονται.

Ακολουθεί το κείμενο.

Η Χριστιανική Ρωμανία, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Συνθήκη της Λωζάνης

Το παρόν Συνέδριο έχει ως κεντρικό σκοπό να μελετήση την Συνθήκη της Λωζάνης και τις εκκλησιαστικές συνέπειες για τους Έλληνες-Ρωμηούς, που είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα και επίκαιρο, και εντάσσεται μέσα στις εκδηλώσεις «Α΄ Καραβαγγέλεια 2023».

Όμως, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καστορίας κ. Καλλίνικος και αγαπητός εν Χριστώ αδελφός, με παρεκάλεσε να συμμετάσχω με ειδική εισήγηση σχετικά με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, επειδή γνωρίζει την αγάπη μου σε αυτόν, την θεολογία του και την πολιτεία του, αλλά και επειδή εδώ στην Καστοριά τιμήθηκε πρώτη φορά ως άγιος, πριν την επίσημη αγιοκατάταξή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, λόγω ενός θαύματος, αλλά και την επικαιρότητά του.

Μέσα στα πλαίσια αυτά σκέφθηκα να αναφερθώ στην σχέση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με την Χριστιανική Ρωμανία, τους Ορθοδόξους Ρωμηούς, σε αντιδιαστολή με την λατινική Δύση, την Οθωμανική Ανατολή και την σλαυική προπαγάνδα.

Αναγκαστικά, λόγω της έλλειψης χρόνου, η εισήγησή μου θα είναι σύντομη και κατά το δυνατόν περιεκτική, αλλά θα έχη μια έμμεση σχέση με τις συνέπειες της Συνθήκης της Λωζάνης, του 1923, και την σύγχρονη πραγματικότητα, και στην προοπτική των αγώνων του Μητροπολίτου Καστορίας Γερμανού Καραβαγγέλη.

Έτσι, διαμόρφωσα το θέμα ως «η Χριστιανική Ρωμανία, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Συνθήκη της Λωζάνης».

1. Η Χριστιανική Ρωμανία

Η Ρωμαική Αυτοκατορία με έδρα την Ρώμη της Ιταλίας είχε εξελληνισθή πολύ ενωρίς, αν και υπάρχουν σοβαρές πληροφορίες ότι η Ρώμη, είχε ιδρυθή από τους Έλληνες, άλλωστε η λέξη ρώμη σημαίνει ευρωστία, ο δε Ηρακλείδης ο Ποντικός, μαθητής του Πλάτωνος, τον 4ο αιώνα π.Χ. αποκαλεί την Ρώμη «πόλιν Ελληνίδα Ρώμην». Οι Ρωμαίοι μιλούσαν ελληνικά και λατινικά, μάλιστα δε το 92 π.Χ. οι Ρωμαίοι έκλεισαν τις λατινικές σχολές της ρητορικής και υποχρέωναν όλους τους φοιτητές να φοιτήσουν σε ελληνικές σχολές. Επίσης, όλοι οι Ρωμαίοι προύχοντες και αριστοκράτες γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και γι’ αυτό καταργήθηκε η θέση του μεταφραστού στην Ρωμαική Σύγκλητο και οι επισκέπτες ομιλητές από την Ανατολή, ομιλούσαν στην Ρωμαική Σύγκλητο στην ελληνική γλώσσα.

Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Μέγας Αθανάσιος χρησιμοποιεί την λέξη «Ρωμανία», γράφει για την Παλαιά Ρώμη ότι «η μητρόπολις η Ρώμη της Ρωμανίας εστίν». Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε όχι μόνον την πρωτεύουσα του Ρωμαικού Κράτους, αλλά και όλη την πόλη, στην μικρά πολίχνη Βυζάντιο, που ήταν αποικία των Μεγαρέων, που είχε λάβει το όνομα από τον Βύζαντα τον Μεγαρέα, οπότε αντικαταστάθηκε η μικρή πολίχνη Βυζάντιο από την Νέα Ρώμη, που αργότερα έλαβε το όνομα του ιδρυτού της, ως Κωνσταντινούπολη.

Έκτοτε γίνεται λόγος για Χριστιανική Ρωμαική Αυτοκρατορία σε Δύση και Ανατολή με έδρα την Νέα Ρώμη, ή ακόμη Χριστιανική Ρωμανία, στην οποία οι κάτοικοι μιλούσαν δύο γλώσσες, ελληνική και λατινική, είχε ενιαία χριστιανική και πολιτιστική παράδοση και αντιμαχόταν με τα Φραγκικά φύλα της Βορειοδυτικής Ευρώπης, και τους Οθωμανούς της Ανατολής, αλλά εκχριστιάνισε και τους Σλάβους του Βορρά.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης που μελέτησε στο βάθος το θέμα της Ρωμηοσύνης-Ρωμανίας, ερευνώντας τις αυθεντικές πηγές, αναφέρεται διεξοδικά σε αυτήν την κατάσταση. Γράφει γι’ αυτό:

«Οι Άραβες και οι Τούρκοι μας ονομάζουν μέχρι σήμερον Ρωμαίους εις τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι Πατριάρχαι μας εις τα μέρη αυτά λέγονται Πατριάρχαι των Ρωμαίων. Και πριν οι Φράγκοι αρπάξουν διά της βίας το Πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, ο Ρωμαίος τότε Πάπας ήτο και αυτός ένας από τους Πατριάρχας των Ρωμαίων. Όταν το 1009 οι Φράγκοι οριστικώς πλέον έδιωξαν τους Ρωμαίους από το Πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, ο Πάπας από τότε δι’ ημάς τους Ρωμαίους είναι και λέγεται όχι Ρωμαίος, αλλά Λατίνος και Φράγκος και η εκκλησία του όχι των Ρωμαίων, αλλά των Λατίνων και Φράγκων.

»Προ της Νορμανδικής κατακτήσεως της Αγγλίας, το 1066, οι εκεί Κέλται και Σάξωνες μας ονομάζουν Ρωμαίους. Μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπέως οι Σκανδιναυοί και αι ελεύθεραι ιταλικαί πόλεις μας ονομάζουν και αυτοί Ρωμαίους. Οι Συρόφωνοι του μεσαίωνος και οι Αιθίοπες μας ονομάζουν πάντοτε Ρωμαίους. Και οι Ρώσοι προ της αλώσεως μας ονομάζουν Ρωμαίους.

»Οι πρώτοι και οι μόνοι οι οποίοι κατά τον 9ον αιώνα έπαυσαν να μας ονομάζουν Ρωμαίους και από τότε μας ονομάζουν με μόνον το Γραικός, που θέλει ο Αδαμάντιος Κοραής, είναι οι Φράγκοι. Βαθμηδόν μετά την άλωσιν της Πόλεως υπό των Φράγκων και κυρίως μετά την άλωσιν υπό των Τούρκων επεκράτησεν η φραγκική αυτή παράδοσις εις τους Νορμανδούς, τους Κέλτας, τους Σάξωνας, τους Σκανδιναυούς, τας ιταλικάς πόλεις και ακόμη εις τους Ρώσους.

»Ο κύριος λόγος διά τον οποίον οι Φράγκοι μας ωνόμασαν μόνον Γραικούς είναι ότι είχαν κατακτήσει τα τεράστια πλήθη των Ρωμαίων της γαλλικής και της βορείου και μέσης ιταλικής Ρωμανίας από τον 6ον μέχρι τον 8ον αιώνα. Οι Ρωμαίοι των επαρχιών τούτων μετεβλήθησαν εις δουλοπαροίκους και οι Φράγκοι κατακτηταί απετέλεσαν την τάξιν των κατά φύσιν και εκ γενετής ευγενών και ούτως εγεννήθη ο Ευρωπαικός φεουδαλισμός. Διά να ξεχάσουν οι δουλοπάροικοι πλέον Ρωμαίοι ότι υπάρχει ελευθέρα ανατολική Ρωμανία, την ωνόμασαν “Γραικίαν”∙ τους ανατολικούς Ρωμαίους ωνόμασαν μόνον “Γραικούς”∙ τον εν Νέα Ρώμη βασιλέα των Ρωμαίων “βασιλέα των Γραικών”, και τα ανατολικά Πατριαρχεία των Ρωμαίων “Πατριαρχεία των Γραικών”.

»Παραλλήλως οι Φράγκοι ωνόμασαν τον πρώτον ρήγα των Φράγκων “βασιλέα των Ρωμαίων”, εδίωξαν τους Ρωμαίους από το Πατριαρχείον της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αλλά ωνόμασαν τον Φράγκον πλέον Πάπαν “Πάπαν των Ρωμαίων”, εκράτησαν το όνομα Ρωμανία διά το παπικόν κράτος, και ωλοκλήρωσαν την κατάληψιν της λατινοφώνου και ελληνοφώνου ρωμαικής μας Ιεραρχίας της κάτω ιταλικής και σικελικής Ρωμανίας, όταν εχάσαμεν οριστικώς πλέον τα μέρη αυτά το 1071 εις τους φραγκευμένους Νορμανδούς, οι οποίοι μόλις προ 5 ετών, το 1066, είχαν κατακτήσει την Αγγλίαν».

Φυσικά, η μεγαλύτερη πλαστογραφία στην ιστορία έγινε από τον Καρλομάγνο στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 μ.Χ., όταν για πρώτη φορά τους ανατολικούς Ρωμαίους τους απεκάλεσε Γραικούς ως ειδωλολάτρες και οικειοποιήθηκε για το Βασίλειό του τον τίτλο «Αγία Ρωμαική Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους και εγράφησαν έργα με τίτλο «contra errores Graecorum».

2. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι εχθροί της Ρωμηοσύνης

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε και έζησε στην Κωνσταντινούπολη, την Νέα Ρώμη, τον 14ο αιώνα, γνώρισε την Ορθόδοξη Ρωμανία -έτσι λεγόταν τότε η Αυτοκρατορία- και ήλθε σε αντίθεση με τους εχθρούς της Ορθόδοξης Ρωμανίας, δηλαδή την δυτική σχολαστική θεολογία, την σλαυική προπαγάνδα και τους Σελτζούκους Τούρκους.

Κατ’ αρχάς να σημειωθή ότι ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, ο λεγόμενος πρεσβύτερος, επέλεξε τον πατέρα του Κωνσταντίνο ως διδάσκαλο του εγγονού και διαδόχου του Ανδρονίκου για θέματα αρετής και ψυχικής καλλιεργείας, και τον κατέστησε μέλος της Συγκλήτου, ως σύμβουλο του Κράτους και προστάτη των αδικουμένων.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, του πατέρα του αγίου Γρηγορίου, ο Αυτοκράτωρ ανέλαβε υπό την προστασία του τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ενδιαφέρθηκε για τις σπουδές του στην γραμματική και ρητορική, έμαθε την Αριστοτελική φιλοσοφία και θαυμαζόταν από όλους «και βασιλεί και τοις κοινοίς των Ρωμαίων δεξιώς μεσιτεύοντα πράγμασι, λογοθέτην φημί τον μέγαν» (τον λόγιο Θεόδωρο Μετοχίτη), κατά την έκφραση του βιογράφου του Φιλοθέου Κοκκίνου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Η εποχή κατά την οποία έζησε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν πολύ δύσκολη γιατί οι εχθροί της Ρωμανίας «κυκλόθεν» επιβουλεύονταν και εποφθαλμιούσαν την Χώρα των Ρωμαίων, όπως λεγόταν τότε η Ανατολική Χριστιανική Αυτοκρατορία, με έδρα την Κωνσταντινούπολη.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως διαβάζουμε στην βιογραφία την οποία συνέταξε ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, συμμαθητής και φίλος του, και όπως γνωρίζουμε διαβάζοντας τα ιστορικά δεδομένα της εποχής εκείνης, είχε να αντιμετωπίση πολλούς εχθρούς της Ορθόδοξης Ρωμανίας. Τους Ορθοδόξους Χριστιανούς τους ονομάζει πάντοτε Ρωμηούς. Θα περιορίσω τον λόγο σε τρεις εχθρούς των Ρωμηών.

Πρώτον, τον λατινικό δυτικό θεολογικό στοχασμό. Πριν δύο αιώνες είχε προηγηθή η κατάληψη της Νέας Ρώμης και πολλών εδαφών της Ορθοδόξου Ρωμανίας από τους Φράγκους το 1204, και σε πολλές περιοχές είχε επικρατήσει η Φραγκοκρατία, από απόψεως πολιτικής, εθνικής και θεολογικής.

Μέσα σε αυτήν την προοπτική άρχισε να διεισδύη ο δυτικός θεολογικός σχολαστικισμός. Γράφει ο άγιος Φιλόθεος: «Ο δ’ εκ Καλαβρίας Βαρλαάμ, άρτι τότε πρώτως τη Ρωμαίων επί κακώ της ιδίας κεφαλής και δη και των αυτώ πειθομένων».

Σαφώς φαίνεται ότι η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη με τις ευρύτερες περιοχές τους αποκαλούνται την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Χώρα των Ρωμαίων. Ο Βαρλαάμ ήταν Αυγουστινιανός μοναχός, εκφράζοντας τον δυτικό σχολαστικισμό, την φραγκολατινική θεολογία, και μάλιστα ένα ρεύμα του που είχε επηρεασθή από τον πλατωνισμό και νεοπλατωνισμό. Οι αγώνες του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ανέδειξαν την αξία των Ρωμαίων Πατέρων της Εκκλησίας και την ησυχαστική θεολογία σε αντίθεση με την φραγκολατινική θεολογία, όπως αναπτύχθηκε από τον Φράγκο Καρλομάγνο.

Δεύτερον, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντιμετώπισε τον σλαυικό επεκτατισμό. Αν και οι Σλάβοι είχαν εκχριστιανισθή και εκπολιτισθή από την Ορθόδοξη Ρωμηοσύνη, εν τούτοις επιβουλεύονταν την Ορθόδοξη Ρωμαική Αυτοκρατορία. Γράφει ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος ότι ο Στέφανος Δουσάν «ο των Τριβαλλών άρχων» ανέβηκε στον Άθωνα, «δεσποτικώς», δηλαδή ως κυρίαρχος, όπου διέμενε τότε ο άγιος Γρηγόριος και συζήτησε μαζί του με σκοπό να τον προσελκύση με το μέρος του, με παράκληση να μεταβή στην Κωνσταντινούπολη ως πρεσβευτής του προς τον Βασιλέα των Ρωμαίων. Την περίοδο εκείνη υπήρχε διαμάχη μεταξύ του Βασιλέως Ιωάννου Παλαιολόγου και του Αντιβασιλέως Ιωάννου Καντακουζηνού. Ο άγιος Φιλόθεος γράφει: «Η γαρ κακίστ’ απολουμένη στάσις καθ’ εαυτών των Ρωμαίων εκείνη, κακείνον βασιλέα κεχειροτόνηκεν ου σμικρού της των Ρωμαίων αρχής μέρους».

Στην ίδια αυτή παράγραφο ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος χρησιμοποιεί και άλλες δύο φορές την λέξη Ρωμαίοι, «της των Ρωμαίων γης την αρχήν κεκτημένος» και «ζώπυρον οιονεί της βασιλείας όντα Ρωμαίων».

Φυσικά, ο άγιος Γρηγόριος δεν ανταποκρίθηκε στα σχέδια του Στεφάνου Δουσάν. Πάντως, φαίνεται και εδώ ότι οι κάτοικοι της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας τον 14ο αιώνα λέγονται Ρωμαίοι.

Τρίτον, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντιμετώπισε και τον κίνδυνο ο οποίος προερχόταν από ανατολάς κατά την διάρκεια της ενιαυσίου αιχμαλωσίας του στους Οθωμανούς. Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, βιογραφώντας τον άγιο Γρηγόριο, αναφέρεται στην διαμάχη που υπήρχε μεταξύ των Ρωμαίων, πράγμα που είχε συνέπεια στην μη απελευθέρωσή του τότε από τους Οθωμανούς, η οποία πραγματοποιήθηκε «παρά πάσας ελπίδας» από κάποιους «Τριβαλλούς ή Δαλμάτους». Γράφει: «Την δε κοινών πραγμάτων ώσπερ εν κύβων στροφαίς αύθις άμα τη βασιλεία και τη κοινή Εκκλησία…».

Αλλά και ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε επιστολή του που έστειλε στην Εκκλησία του, της Θεσσαλονίκης, κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του στους Οθωμανούς, οι οποίοι τότε είχαν καταλάβει όλη την Μικρά Ασία, αναφέρεται στους Ορθοδόξους Ρωμαίους που συνάντησε εκεί, αλλά και στους Τούρκους, τους οποίους αποκαλεί και «βαρβάρους».

Σε ένα σημείο της επιστολής γράφει: «Της δε ημέρας διαυγασάσης, επεί ουδέν ο βορράς εαυτού πρότερος ην, και τους Τούρκους εωρώμεν άπαντες κατά συστήματα και ξηράν και θάλατταν διερχομένους, τω τε πλήθει και τάχει των ερετόντων οίον συνδούντας της αντιπέραν ηπείρους και προς λεηλασίαν επειγομένους εκ της προς ανίσχοντα κειμένης ήλιον των αντικρύ κατωκισμένων Ρωμαίων». Έχουμε, δηλαδή, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αντιπαράθεση μεταξύ βαρβάρων Τούρκων και Ορθοδόξων Ρωμαίων.

Σε άλλο σημείο της επιστολής του γράφει: «Αλλά και πολύς υπέρ εμού δήθεν των εκεί Ρωμαίων ο κρότος ήρθη προς τους βαρβάρους». Και αλλού γράφει: «Μεγαλαυχούσι γαρ το δυσσεβές και θεομισές και παμμίαρον τούτο γένος, ως υπό της σφων θεοφιλείας επικρατούντες Ρωμαίων…».

Και σε άλλα κείμενά του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει λόγο για τον Βασιλέα και την Σύνοδο ως Ρωμαίους: «υπεύθυνος βασιλεύς εκείνος… η περί αυτόν σύγκλητος, οι καθολικοί των Ρωμαίων κριταί…»∙ «και βασιλεύς αυτός προεκάθητο και η σύγκλητος πάσα και οι καθολικοί παρήσαν των Ρωμαίων κριταί…». Επίσης, ο άγιος Γρηγόριος παραθέτει μία φράση του συγχρόνου του Γρηγορά που χρησιμοποιούσε την λέξη Ρωμαίοι: «προς εμφύλιον στάσιν τα Ρωμαίων ηγέρθη πράγματα».

3. Η υποδούλωση των Ρωμηών στους Οθωμανούς

Την 29η Μαίου του 1453 κυριεύθηκε από τους Τούρκους η Πρωτεύουσα της Χριστιανικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, η Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, και οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι κάτοικοί της υποδουλώθηκαν στους Τούρκους. Γράφει ο Αναστάσιος Φιλιππίδης:

«Όταν οι Σελτζούκοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), ονόμασαν το κράτος τους “Σουλτανάτο του Ρούμ”, μια και οι μουσουλμάνοι γνώριζαν ως τότε αυτή την περιοχή ως Bilad al Rum (Κράτος των Ρούμ/Ρωμαίων). Ο περίφημος Πέρσης ποιητής του 13ου αιώνα Τζαλάλ αλ Ντιν έμεινε γνωστός ως “Ρούμι” επειδή είχε μεγαλώσει στο σουλτανάτο του Ρούμ.

»Όταν οι Οθωμανοί άρχισαν να κατακτούν τα ευρωπαικά εδάφη της Ρωμανίας/Βυζαντίου, υπήγαγαν τις περιοχές στο λεγόμενο “εγιαλέτι της Ρούμελης”. Τελικά όλα τα ευρωπαικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέληξαν να ονομάζονται “Ρούμελη” και ο διοικητής της Ρούμελης ήταν ο δεύτερος υψηλότερος αξιωματούχος μετά τον Μεγάλο Βεζύρη.

»Μετά την Άλωση της Πόλης το 1453, ο Μωάμεθ υιοθέτησε στον τίτλο του και την έκφραση “Kayser-i-Rum” (Καίσαρ των Ρωμαίων/Βασιλεύς Ρωμαίων).

»Το 1670 ο γνωστός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρεται στα Βαλκάνια ως “χώρα του Ρούμ” (diyar-i Rum) και στο Αιγαίο Πέλαγος ως “θάλασσα του Ρούμ” (bahr-i Rum). Για τους αρχαίους Έλληνες χρησιμοποιεί τον όρο “Γιουνάν”, όπως π.χ. όταν γράφη για τον Μέγα Αλέξανδρο: “Iskender-i Yunan”.

»Αντίστοιχα, στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821-1826, τα επίσημα έγγραφα που εκδόθηκαν από τον Μεγάλο Βεζύρη χρησιμοποιούν αποκλειστικά την ονομασία “Ρούμ” για τους επαναστάτες. Η ονομασία “Γιουνάν” εμφανίζεται μόνο δύο φορές, παραπέμποντας στην αρχαία Ελλάδα».

Αντίθετα από τους Οθωμανούς, στην Ευρώπη μετά από εκατό (100) περίπου χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως έγινε και μια άλλη εθνική πλαστογραφία στο όνομα των Ρωμαίων. Όπως ο Καρλομάγνος το 794 στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης τους Ανατολικούς Χριστιανούς αποκάλεσε Γραικούς, δηλαδή ειδωλολάτρες και οικειοποιήθηκε τον όρο Ρωμαίος για τον εαυτό του, έτσι και ένας Γερμανός ιστορικός, ουμανιστής και φιλόλογος, ο Ιερώνυμος Βολφ, το 1557, εξέδωσε ένα μεγάλο ιστορικό έργο σε 34 τόμους με τίτλο Corpus Historiae Byzantinae, και αποκάλεσε την Ορθόδοξη Ρωμαική Αυτοκρατορία Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και έγινε ο ιδρυτής της Βυζαντινολογίας, αντικατέστησε, δηλαδή, το όνομα Ρωμαική Αυτοκρατορία με το όνομα Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Φαίνεται η μεγάλη σκοπιμότητα της ενέργειας αυτής, αφού επανέρχεται, ως προς την ονομασία της Κωνσταντινουπόλεως στην αρχική μικρή πολίχνη Βυζάντιο, που είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθή, και έτσι πλέον χαρακτηρίστηκε η Χριστιανική Ρωμαική Αυτοκρατορία ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πρόκειται για σκοπιμότητα μέσα στην προοπτική το δυτικό μέρος της πάλαι ποτέ Ρωμαικής Αυτοκρατορίας να οικειοποιηθή το όνομα όλης της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, και για να επαναφέρη τους Έλληνες στην αρχαία Ελληνική περίοδο, διαγράφοντας όλη την ένδοξη ιστορία της Ορθόδοξης Ρωμηοσύνης.

Με την συγκρότηση του πρώτου Ελληνικού Κράτους επιδιώχθηκαν τρεις προοπτικές οι οποίες θα το χαρακτηρίζουν στην συνέχεια, όπως γράφει η Έλλη Σκοπετέα στην διατριβή της, δηλαδή, πρώτη ο προσανατολισμός του νέου Ελληνικού κράτους και η σύνδεσή του με την αρχαία Ελλάδα• δεύτερη, η αποσύνδεση της Εκκλησίας του νέου Ελληνικού Κράτους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο• και τρίτη, η σύνδεση της Ελλάδος με την Ευρώπη. Στα πρώτα Συντάγματα μετά την επανάσταση του 1821 προσπάθησαν να προσδιορίσουν το τι σημαίνει το νέο όνομα Έλληνες. Επίσης, με τις συνθήκες που υπογράφηκαν, ιδίως με το Πρωτόκολλον του Λονδίνου το 1836, καθορίσθηκε το δικαίωμα της μετανάστευσης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα. Τότε για πρώτη φορά εισήχθη η διάκριση «ανάμεσα σε “Hellenes” (οι κάτοικοι του Βασιλείου της Ελλάδος) και σε “Grecs” (όλοι όσοι ως τότε αποκαλούνταν Γραικοί/Έλληνες και παρέμεναν στην Οθωμανική Επικράτεια)».

Ενώ προσδιορίζεται ότι στο νέο Ελληνικό Κράτος είναι Έλληνες και Γραικοί, εν τούτοις στον λαό δεν χάνεται η ονομασία Ρωμηοί, αλλά εξακολουθεί να γίνεται λόγος για Ρωμηοσύνη στις παραδόσεις του λαού, στα ποιήματα, στα τραγούδια και σε όλη την πολιτιστική ζωή του τόπου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αργύρης Εφταλιώτης το έτος 1901 κυκλοφόρησε το έργο του «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», αφού τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο τους Ρωμηούς. Τότε ο Γεώργιος Σωτηριάδης έκανε κριτική στο βιβλίο αυτό με την αιτιολογία ότι η χρήση των ονομάτων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη αντί των Έλλην και Ελληνισμός δείχνουν έλλειψη φιλοπατρίας, αφού η λέξη Ρωμιός πρέπει να αποφεύγεται, διότι δήθεν έχει περιφρονητική σημασία ως «ανθρώπου ευτελούς και χυδαίου».

Ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς απάντησε στις απόψεις του Γεωργίου Σωτηριάδη, υποστηρίζοντας τον Αργύρη Εφταλιώτη με ένα μικρό έργο με τίτλο «Ρωμιός και Ρωμιοσύνη». Μεταξύ των άλλων χρησιμοποιεί και τις απόψεις του Κρουμπάχερ, διαπρεπούς Γερμανού ακαδημαικού και ιστορικού (1856-1909), ότι το όνομα Ρωμαίος διατηρήθηκε μέσα από τους χρόνους της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα «ως πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε διά της Κυβερνήσεως και του σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν».

Έτσι, στις αρχές του 20ου αιώνος γίνεται συζήτηση για τα ονόματα Έλλην και Ρωμηός και υποστηρίζεται ότι το Έλλην είναι «τεχνικώς εισαχθέν» όνομα, ενώ το Ρωμηός «διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού».

Και αφού αναφέρει την γνώμην του Κρουμπάχερ ο Κωστής Παλαμάς γράφει ότι όχι μόνον το όνομα Ρωμιός, αλλά και το όνομα Έλλην χρησιμοποιείται κάποτε και όχι με καλή σημασία, όπως επίσης παρουσιάζει και άλλα παραδείγματα ονομάτων με διπλή σημασία. Και σημειώνει (ο Κωστής Παλαμάς):

«Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου· πραγματικά Ρωμιοί. Το όνομα (Ρωμιός) κάθε άλλο είναι παρά για ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσχοβολά και μπαρούτι».

Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι εξακολουθούν να προσδιορίζουν τους Ορθοδόξους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως ως Ρωμηούς, το Πατριαρχείο ως Ρωμαικό Πατριαρχείο και τον χώρο της Ελλάδος ως Ρουμελία. Γράφει ο Αναστάσιος Φιλιππίδης:

«Η ονομασία Ρουμελία για όλες τις ευρωπαικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατηρήθηκε μέχρι και τον 19ο αιώνα. Στο κλασικό βιβλίο του Γουίλιαμ Μίλλερ “The Ottoman Empire, 1801-1913” που εκδόθηκε το 1913 από το Κέμπριτζ, και συνεχίζει να επανεκδίδεται μέχρι σήμερα, περιλαμβάνεται χάρτης της Ρουμελίας του 1801.

»Παρά τις εδαφικές απώλειες του 19ου αιώνα, το υπόλοιπο ευρωπαικό τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας συνέχισε να ονομάζεται Ρουμελία και στις αρχές του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, το Νοέμβριο του 1902 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ διόρισε Γενικό Επιθεωρητή της Ρουμελίας τον Χιλμίτ Πασά. Η Ρουμελία αποκαλείται «Rumeli Vilayatı» στο επίσημο διάταγμα. Η Ρουμελία περιλάμβανε πλέον τα τρία βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσυφοπεδίου.

»Οι Τούρκοι συνέχισαν να ονομάζουν “Ρούμ” τους Ορθόδοξους κατοίκους της χώρας τους ακόμη και μετά το 1912, όταν έχασαν το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαικής Τουρκίας. Ακόμη και σήμερα, οι Ελληνοκύπριοι ονομάζονται Kıbrıslı Rumlar στα τουρκικά».

Παρεκάλεσα τον ιστοριοδίφη Αναστάσιο Φιλιππίδη να ερευνήση τα σχετικά με την ορολογία την οποία χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για την Συνθήκη της Λωζάνης και μου έγραψε ότι οι Τούρκοι τους Ελληνες της Κωνσταντινουπόλεως τους χαρακτήριζαν Ρωμηούς, και τους Μουσουλμάνους που κατοικούσαν στην Ελλάδα τους χαρακτήριζαν Γιουνάν. Γράφει:

«Το 1923 κατά τις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης, στην τουρκική ορολογία γίνεται διάκριση μεταξύ των Ρούμ (ελληνορθόδοξοι πολίτες της Τουρκίας) και των Γιουνάν (πολίτες του ελληνικού κράτους, περιλαμβανόμενων αυτών που είχαν εγκατασταθεί στην Τουρκία).

Ένα από τα ακανθώδη προβλήματα της Σύμβασης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών υπήρξε ο ορισμός των “εγκατεστημένων/établis” στην Κωνσταντινούπολη Ελλήνων οι οποίοι δικαιούνταν να παραμείνουν στην Πόλη, να εξαιρεθούν δηλαδή από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών.

Η Σύμβαση για την Ανταλλαγή της 30ης Ιανουαρίου 1923 όριζε στο Άρθρο 2 ότι θα εξαιρεθούν από την ανταλλαγή οι Έλληνες που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινούπολης πριν την 30η Οκτωβρίου 1918 (ημέρα συνθηκολόγησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Στα τουρκικά το Άρθρο αυτό αναγράφει “Ρούμ” (και όχι “Γιουνάν”). Αντίστοιχα, Yunan, στη Σύμβαση στα τουρκικά είναι και οι μουσουλμάνοι υπήκοοι του ελληνικού κράτους που θα πρέπει να αποχωρήσουν από την Ελλάδα (“Greek nationals of Muslim religion settled in Greek territory”, στο αγγλικό πρωτότυπο κείμενο της Σύμβασης).

»Το ελληνικό κείμενο της Σύμβασης αντί για “Ρούμ/Ρωμηούς” αναφέρεται σε “Τούρκους υπηκόους του ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος”. Το ελληνικό κείμενο ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, το οποίο γράφει: “Turkish nationals of the Greek Orthodox religion”.

»Οι Ελληνορθόδοξοι που παρέμειναν στην Πόλη ονομάζονται μέχρι σήμερα Ρωμηοί, τόσο από τους Τούρκους όσο και μεταξύ τους. Ο επίσημος τίτλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι “Rum Ortodoks Patrikhanesi”».

Συμπέρασμα

Η Χριστιανική Ρωμανία είναι ένδοξη Αυτοκρατορία που ένωσε την Ελληνική παράδοση με το Ρωμαικό δίκαιο και την Ορθόδοξη πίστη. Αυτό φαίνεται εμφανώς στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, όπως και στα Πρακτικά των Συνόδων επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ιδιαιτέρως την Σύνοδο του 1351 που αποκαλείται Καθολική ή Οικουμενική Σύνοδος. Στα Πρακτικά αυτά φαίνεται η ενότητα μεταξύ της ελληνικής γλώσσας και ορολογίας, του Ρωμαικού δικαίου και της Ορθόδοξης Αποκάλυψης.

Επομένως, αν ήταν δυνατόν να αναστηθή ξαφνικά ένας από τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως και όλης της Επικράτειας που έζησαν στις παραμονές της πτώσεως της Βασιλεύουσας, της Νέας Ρώμης, ή ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς» και τον ερωτούσαμε αν είσαι Βυζαντινός, θα υφίστατο βαθειά έκπληξη, ένα ισχυρό σοκ, και θα έλεγε ότι είναι Ρωμηός.

Εμείς, όμως, έχουμε, δυστυχώς, συνηθίσει στην εθνική ιστορική πλαστογράφηση, δηλαδή χρησιμοποιούμε τον όρο Βυζαντινή ιστορία και αποποιούμασε τον όρο Χριστιανική Ρωμανία ή Χριστιανική Ρωμαική Αυτοκρατορία, την ίδια στιγμή που οι Τούρκοι, Σύροι, Λιβανέζοι και Αιγύπτιοι μας αποκαλούν Ρωμηούς. Αυτό είναι όντως πλαστογραφία και πολιτιστικό και εθνικό αλτσάιμερ, δηλαδή σύγχυση εθνικής και προσωπικής ταυτότητας.

Βεβαίως, είμαστε ένα λαός με μεγάλη ιστορία και κατά την διάρκεια των αιώνων αποκτήσαμε πολλά ονόματα. Πρέπει να γνωρίζουμε την αυτοσυνειδησία μας και την ταυτότητά μας και να μη δεχόμαστε να μας προσδιορίζουν οι άλλοι με μερικά από αυτά για να μας αλλοιώσουν την ταυτότητά μας και να μας εντάξουν στα γεωπολιτικά σχέδιά τους. Μέσα από τα ονόματα πρέπει να εκφράζουμε την διαχρονική παράδοσή μας και την αυτοσυνειδησία μας. Το όνομα Ρωμηός εκφράζει την οικουμενική διάσταση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

Για να συνδέσω την εισήγησή μου με τα «Α΄ Καραβαγγέλεια 2023», θα ήθελα να πω ότι ο ατρόμητος Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης, που απεστάλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να διαποιμάνη αυτό το συγκεκριμένο ποίμνιο, ενεργούσε ως Ρωμηός Επίσκοπος, που είχε ορθόδοξη και ελληνική-ρωμαίικη συνείδηση, όπως είχε και έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και αντιμετώπιζε με θάρρος τους Βουλγάρους Κομιτατζήδες που ενεργούσαν, ύστερα από την Βουλγαρική Εξαρχία παρακινούμενοι από την Ρωσική πολιτική, σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή σε βάρος των Ρωμηών. Δυστυχώς, και σήμερα οι εχθροί της Ρωμηοσύνης διακρίνονται από την ίδια αντιρωμαίικη πολιτική, και είμαστε υποχρεωμένοι να το γνωρίζουμε καλά.