Μητροπολίτης Μάνης: Το ακατάλυτον της Εκκλησίας

Του Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Είναι γεγονός ότι μία πικρία επικρατεί σε πολλούς ανθρώπους. Και το πρόβλημα κάθε φορά και σε κάθε πνευματική κρίση είναι το ζήτημα, πως μπορούμε να διαπλεύσουμε το ταραγμένο πέλαγος των καιρών. Πως τον παραπικρασμό θα τον μεταβάλλουμε σε αγαλλίαση. Πως αντί να γευόμαστε στυφά σταφύλια, θάχουμε την γλυκύτητα αυτών.

Πράγματι, πολλοί χριστιανοί θλίβονται, χάνουν το θάρρος τους, βυθίζονται σε μια ηττοπάθεια, απογοητεύονται και απελπίζονται. Βλέπουν το κακό να θριαμβεύει, η αμαρτία να προβάλλεται και να νομιμοποιείται. Αισθάνονται, ότι η Εκκλησία τίθεται στο περιθώριο, δεν την υπολογίζουν, δεν την θέλουν να εκφέρει γνώμη αλλά και πολύ περισσότερο διαπιστώνουν την απαξίωση και ατίμωση αυτής. Έτσι μία ταραχή και μία ανησυχία έρχεται στο προσκήνιο σε πολλές ψυχές.

Παρ’ όλα όμως αυτά, οφείλουμε να γνωρίζουμε, ότι η γαλήνη της ψυχής βασιλεύει στα ακύμαντα βάθη της Εκκλησίας και της αλήθειας της.

Η Εκκλησία ξέρει. Είναι δοκιμασμένη. Είναι περασμένη από το θάνατο. Και διηνεκώς ζει. Γι’ αυτό και έχει άλλο ήθος και άλλο κύρος. Κανείς δεν μπορεί να την καταρρακώσει, να την γκρεμίσει και να την ακυρώσει. Και τούτο, γιατί φανερώνει πάντα την ζωή που αναδύεται από τον τάφο. Έχει μέσα της την Ανάσταση και αποτελεί σημείο ελπίδας «πάντων των περάτων της γης». Ίσως φαίνεται να έχει εξωτερικά μία ήττα, μία αδυναμία. Όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται. Είναι αυτό που δεν φαίνεται, γιατί κρύβει την καλή αλλοίωση της ψυχής. Εκεί, στον πνευματικό χώρο της Εκκλησίας, στα Ιερά της Μυστήρια, στη λατρεία της, στην δυναμική της, βρίσκεται η πνευματική κατάπαυση. Εκεί, στο χώρο της Εκκλησίας, ακούς τα λόγια: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11,28). Είναι, στο τέλος ίσως, μετά από χρόνια, το πνευματικό καταφύγιο για όλους, μα ιδιαίτερα για τους αμαρτωλούς και τους άδικους και συκοφάντες και υβριστές και πονηρούς και εναντίους. Την Εκκλησία που σήμερα δεν υπολογίζεις, που την χλευάζεις και την περιφρονείς και δεν της δίδεις σημασία, αύριο θα την χρειαστείς, θα την αναζητήσεις, θα την παρακαλέσεις. Αυτό έχει δείξει, η πνευματική ιστορία αιώνων, η ιστορία του πόνου, η ιστορία θλιβερών δοκιμασιών, η ιστορία ψυχών. Και τούτο, επειδή η Εκκλησία έχει λόγο παρακλήσεως. Είναι ο «επίγειος ουρανός» που κάθε ψυχή αναζητεί. Έτσι έρχεται πάντοτε κοντά η Εκκλησία και δεν αφήνει κανένα πονεμένο ή άλλους «πνευματικώς λυμώττοντας». Γεμίζει την ψυχή με παραμυθία, ειρήνη, χάρι, φως, αγάπη, ζωή. Το μόνο που θέλει, είναι η πραγμάτωση του θείου θελήματος, «εν σπουδή πάση και διαπύρω θέρμη και εν μετανοία».

Και πρέπει ασφαλώς να υπενθυμίσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινο ιδεολόγημα ή κατασκεύασμα. Η αρχή και η προέλευσή της είναι θεία και η ρίζα της Εκκλησίας βρίσκεται στο Θεό. Είναι μυστήριον. Δεν είναι από τον κόσμο αυτό. «Ουκ εστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36). Ο Θεός την έφτιαξε. «Έπηξεν ο Κύριος και ουκ άνθρωπος» (Εβρ. 8,2) θα γράψει ο Απόστολος των Εθνών. Έχει συνεπώς αιώνια ύπαρξη. Όμως, αυτό είναι το συγκλονιστικό, ο,τι θέλησε ο Θεός και αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους για την σωτηρία τους. Αποκαλύφθηκε ως «σώμα Χριστού», αφού ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, ενηνθρώπησε και έτσι έχει θεανθρώπινο χαρακτήρα. Η Εκκλησία κατόπιν τούτου έχει διπλή ύπαρξη, τουτέστιν ουράνια και επίγεια και σκοπός της είναι η αναγωγή των πιστών μελών της στη Βασιλεία του Θεού.

Έτσι η Εκκλησία είναι θεοκοινωνία. Οφείλουμε να το υπογραμμίσουμε και πάλιν, ότι η Εκκλησία είναι θεανθρώπινο καθίδρυμα. Ο Ευαγγελισμός και η Γέννηση είναι τα τεκμήρια της ενανθρώπησης. Η Βάπτιση και η Μεταμόρφωση, οι αποδείξεις της θεότητας. Η Σταύρωση και η Ανάσταση, η λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία με την θυσία του Θεανθρώπου. Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή σύμβολα της Εκκλησίας του Χριστού. Όλα αυτά έχουν βαθύτατο νόημα που επεκτείνεται σε κάθε ψυχή.

Η Εκκλησία, λοιπόν, επειδή ακριβώς προέρχεται από το Θεό είναι ακατάλυτος. Παραμένει αήττητος και ασάλευτος. Αφού έχει «Κεφαλή» το σώμα της Εκκλησίας τον Χριστό, δεν είναι δυνατόν να διαλυθεί. Ζωοποιός δε αρχή και δύναμη είναι το Άγιον Πνεύμα, το οποίο βρίσκεται σ’ αυτή. Η Εκκλησία πράγματι είναι ακατανίκητη, Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική. Και βέβαια θεία, αόρατη δύναμη είναι εκείνη που βαστάζει την Εκκλησία, δηλαδή «θεία χάρις ταύτην γεωργεί, την Εκκλησία».

Αλλά που, άραγε, καταγράφεται αυτό το χαρακτηριστικό, το ακατάλυτον της Εκκλησίας; Πρώτον, στη Π. Διαθήκη όπου διαβάζουμε τα λόγια, ότι η Εκκλησία προβάλλεται με βασιλεία, η οποία «ου διαφθαρήσεται» (Δανιήλ 7,14), αλλά «λεπτυνεί και λικμήσει πάσας τας βασιλείας και αυτή αναστήσεται εις τους αιώνας» (Δανιήλ 2,44). Δηλ. η βασιλεία του Θεού, η Εκκλησία θα συντρίψει, θα θρυμματίσει και θα λιχνίσει όλες τις βασιλείες του κόσμου τούτου και θα υπάρχει στους ατελεύτητους αιώνες. Προφητεύεται εδώ το ακατάλυτόν της.

Έπειτα στην Κ. Διαθήκη υπάρχει η μεγάλη διαβεβαίωση του Χριστού, ότι «πύλαι άδου ου κατισχύουσι» (Ματθ. 16,18) της Εκκλησίας Του, διότι Αυτός παραμένει στην Εκκλησία «πάσας τας ημέρας μέχρι της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28,20). Κακοί άνθρωποι και ασεβείς και αρνητές «ου δυνήσονται καταλύσαι αυτήν» (Πραξ. 5,39), γιατί είναι τεθεμελιωμένη επί του αραγούς και αιωνίου «θεμελίου, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α’ Κορ. 3,11). Και μάλιστα στις «Πράξεις των Αποστόλων» βρίσκουμε την επισήμανση από τον νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ ότι χρειάζεται πολύ προσοχή στα θεία πράγματα, γιατί εμφωλεύει ο κίνδυνος οι πολέμιοι της πίστεως να καταστούν πραγματικά θεομάχοι (οπ. παρ.).

Έπειτα οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας με τον λόγο και την γραφίδα τους μιλούν για το ακατάλυτον της Εκκλησίας. Πρώτος, ο άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Αντιοχείας, του 2ου αιώνα, γράφει ότι «ο Κύριος πνέει τη Εκκλησία αφθαρσίαν» (PG 5,657). Ο Μ. Αθανάσιος γράφει: «Έσται ούν, η Εκκλησία Χριστού καταστράπτουσα και φωτίζουσα την υπ’ ουρανόν και μένουσα διηνεκώς ως ο ήλιος και η σελήνη» (PG 27,392). Όμως εκείνος ο ιερός πατήρ, ο οποίος κατ’ εξοχήν υπογράμμισε και επανειλημμένως την ύπαρξη και σημασία του ακατάλυτου της Εκκλησίας είναι ο χρυσορρήμων Ιωάννης. Γράφει: «…Τίποτε δεν είναι δυνατώτερον από την Εκκλησίαν, άνθρωπε… εάν έχης πόλεμον με ένα άνθρωπον, ή ενίκησες ή ενικήθης. Αλλ’ εάν έχης πόλεμον με την Εκκλησίαν, είναι αδύνατον να νικήσης. Ο Θεός εστερέωσε, ποίος επιχειρεί να κλονίση; Δεν γνωρίζεις την δύναμίν του; Ρίπτει εν βλέμμα επάνω εις την γην και την κάνει να τρέμη˙ δίδει μίαν εντολήν, και εκείνα, που σείονται, στερεώνονται. Εάν την πόλιν, που σείεται από τον σεισμόν, εκράτησεν ορθίαν, πολύ περισσότερον δύναται να κρατήση ορθίαν την Εκκλησίαν. Η Εκκλησία είναι ισχυροτέρα του ουρανού… Εάν δεν πιστεύης εις τον λόγον, να πιστεύης εις τα πράγματα. Πόσοι τύραννοι ηθέλησαν να νικήσουν την Εκκλησίαν; Πόσα τηγάνια εχρησιμοποιήθησαν προς τούτο; Πόσα καμίνια; Δόντια αγρίων θηρίων, ακονισμένα ξίφη; Και παρ’ όλα αυτά δεν ενίκησαν. Που είναι όσοι επολέμησαν την Εκκλησίαν; Δεν γίνεται πλέον λόγος περί αυτών και έχουν λησμονηθή. Που είναι δε η Εκκλησία; Λάμπει περισσότερον από τον ήλιον» (PG 52,428). Και σ’ άλλη ομιλία του λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ας ακούουν οι ειδωλολάτραι, ας ακούουν οι Ιουδαίοι τα κατορθώματά μας και την πρωτοκαθεδρίαν (τα πρωτεία) της Εκκλησίας. Από πόσους επολεμήθη η Εκκλησία, αλλά ποτέ δεν ενικήθη; Πόσοι τύραννοι; Πόσοι στρατηγοί; Πόσοι βασιλείς; Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Κλαύδιος, ο Νέρων, άνθρωποι τιμώμενοι διά την μόρφωσίν των, δυνατοί τόσον πολύ (την) επολέμησαν, ενώ ευρίσκετο ακόμη εις την νεανικήν της ηλικίαν, αλλά δεν την εξερρίζωσαν… Είναι ευκολώτερον να σβηστή ο ήλιος παρά να εξαφανισθή η Εκκλησία» (PG 56,121). Και ο της Δογματικής θεολογίας πατήρ, ο Ιερός Δαμασκηνός, θα γράψει, ότι η Εκκλησία είναι αήττητος και απόρθητος και ακλόνητος, ως έχουσα άχραντον νυμφίον και φύλακα εαυτής Αυτόν τον Χριστόν (PG 96,556).

Ασφαλώς και θα εξακολουθεί να υπάρχει η κίβδηλη, επίπλαστη, εικονική και πρόσκαιρη δόξα. Θα υπάρχει η αλαζονεία σε πολλούς τομείς, η βλασφημία του Θεού, η πονηρία των καρδιών και η επιτέλεση κακών πράξεων. Θα κυριαρχεί η μισανθρωπία και η ζηλοφθονία. Αλλεπάλληλες θα είναι οι δικαστικές διαμάχες. Θα έρχονται στο προσκήνιο σκληροκάρδιοι και κακοί άνθρωποι. Άνθρωποι σκοτισμένοι τον νούν, που εξαρθρώνουν τη βούληση και διασπείρουν αγκάθια και ζιζάνια στο χωράφι της κοινωνίας. Αυτές όμως όλες οι καταστάσεις δεν θα πρέπει να μας πτοούν και απογοητεύουν. Ο αγρός έχει και τα ζιζάνια. Το λέγει η Παραβολή στο Ευαγγέλιο (Ματθ. 13,24-30 και 36-43). Αλλά και ο αψευδής λόγος του Κυρίου διακηρύττει και διαβεβαιώνει: «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε˙ αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16,33).

Οφείλουμε, λοιπόν, να γνωρίζουμε ότι «Θεός εστιν ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν˙ εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον» (Α’ Κορ. 12,6-7). Και η Αποκάλυψις θα μας πεί τον φοβερόν καταληκτήριο λόγο: «Ο αδικών αδικησάτω έτι και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι και ο άγιος αγιασθήτω έτι. Ιδού έρχομαι ταχύ και ο μισθός μου μετ’ εμού, αποδούναι εκάστω ως το έργον έσται αυτού» (Αποκ. 22,11-12).

Δεν μένει παρά ως λέγει Ησαΐας ο προφήτης: «Ζητήσατε τον Κύριον και εν τω ευρίσκειν αυτόν επικαλέσασθε» (Ησ. 55,6). Δηλαδή αναζητήστε τον Θεό και επικαλεστείτε το έλεός Του. Και ακόμη, «απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού και επιστραφήτω επί Κύριον και ελεηθήσεται, ότι επί πολύ αφήσει τας αμαρτίας υμών» (Ησ. 55,7). Δηλαδή, ας αφήσει πλέον ο ασεβής άνθρωπος τις αμαρτωλές συμπεριφορές του και ο παράνομος τα σχέδιά του και ας επιστρέψουν μετανοούντες στον Κύριο. Θα βρούν έτσι το έλεός Του και την συγχώρηση.

Υπάρχει πάντοτε η δεύτερη σκέψη, η επανόρθωση, η μετάνοια. Και αυτή η τελευταία πράξη δεν είναι ήττα, είναι νίκη. Η Εκκλησία ασφαλώς και περιμένει. Έχει μαζί της την πείρα αιώνων. Ίσως, τότε, που θάναι μονάχος του, ο ασεβής και άδικος άνθρωπος, τότε, προ του επίγειου τέλους του, αυτός μόνος και η ψυχή του, να μπορέσει να ψελλίσει μία λέξη: «Μετανοώ»! Και ο Θεός ακούει. Και αυτό είναι λύτρωση.