Μητροπολίτης Μάνης: Η αγιαστική δύναμη της Εκκλησίας

του Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Εκείνο, το οποίο αδυνατούν να κατανοήσουν αρκετοί άνθρωποι σήμερα, είναι το μυστήριο της αγιότητας, που μυσταγωγεί αιώνες τώρα, η Εκκλησία. Το μυστήριο αυτό είναι ένα μεγαλείο της δωρεάς του Θεού στον μετανοούντα άνθρωπο. Γιατί κάθε άνθρωπος έχει έκτυπο τον ηθικό κανόνα της πραγμάτωσης του «καθ’ ομοίωσιν», τον θείον προορισμόν του, που είναι η οδός της μιμήσεως αυτού του Δημιουργού του. Το βαρυσήμαντο προσκλητήριο «άγιοι έσεσθε, ότι εγώ άγιος, Κύριος ο Θεός ημών» ισχύει για τον καθένα άνθρωπο, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος θρησκεύει, προέρχεται από το Θεό, εκζητεί τον Θεό, έχει έμφυτη την θρησκευτικότητα.

Αλλά και κάθε άνθρωπος αισθάνεται αφ’ ενός μεν, το πεπερασμένο της φύσης του, αφ’ ετέρου δε, την αμαρτωλότητά του.

Αλήθεια, ποιος άνθρωπος δεν είναι αμαρτωλός; Ποιος θνητός μπορεί να ισχυρισθεί, ότι δεν έχει αμαρτίες; Αφού ο άνθρωπος κάμνει κακή χρήση της ελευθερίας του, ως πικρός καρπός επόμενον είναι, να εισέρχεται η αμαρτία, στο είναι του και να ασθενεί η ψυχή. Χάνει, έτσι, την προς τον Θεό παρρησία του και στερείται της χάριτος. Η αμαρτία τον τραυματίζει και φέρνει την κακή αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης. Αυτό αποτελεί μία τραγωδία, μία απομάκρυνση από το Θεό «εις χώραν μακράν», ως εκείνη, του ασώτου του Ευαγγελίου. Και πλέον ισχύει ο βιβλικός λόγος: «Έφαγεν και ενεπλήσθη και απελάκτισεν, ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη και εγκατέλιπε τον Θεόν, τον ποιήσαντα αυτόν και απέστη από Θεού Σωτήρος αυτού» (Δευτερ. 32,15).

*

Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί. Η αμαρτία, ξέρουμε ο,τι υπάρχει. Ο διάβολος δεν υπνοί και συνεχώς επιτίθεται. Τα πάθη αιχμαλωτίζουν. Τα κεράτια εξακολουθούν νάναι τροφή, όχι μόνον των χοίρων και «τα δε οψώνια της αμαρτίας, θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Το πρόβλημα αλλού εστιάζεται και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Είναι το ζήτημα της άγνοιας, περί του τι είναι αμαρτία. Δεν ξέρουν πολλοί άνθρωποι την έννοια, το περιεχόμενο και τις συνέπειες της αμαρτίας και ως λέγει ο Μ. Αθανάσιος: «Χριστιανοί πλανώνται ως μήτε τας Γραφάς ανεγνωκότες, μήτε όλως ειδότες τον Χριστιανισμόν και την εν αυτώ πίστιν» (PG 26,13). Ερωτούν: «Είναι αυτό αμαρτία; Η διδασκαλία του Χριστού αναφέρει κάπου την κακή αυτή πράξη; Είναι αλήθεια, ότι ο Θεός δεν το θέλει αυτό»; Ισχύουν ακόμα και σήμερα «οι εντολές του Θεού»; Συνηθισμένες φράσεις, που καταδεικνύουν την ημιμάθεια και την άγνοια. Και ακόμη περισσότερο φανερώνει ότι πολλοί άνθρωποι είναι μπερδεμένοι, χωρίς την αληθή παιδεία, αλλά με καμύοντας πνευματικώς τους οφθαλμούς.

Έτσι «το παράπονο» του Θεού εξακολουθεί να είναι ενώπιόν μας, ότι: «Δι’ υμάς βλασφημείται, το όνομά μου, εν τοις έθνεσι» (Ρωμ. 2,24). Διαπιστώνεται επακριβώς μία διάσταση μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι στη ζωή πολλών ανθρώπων. Εμφανίζεται μία προσκόλληση σε εξωτερικούς τύπους και μία περιφρόνηση της Εκκλησίας και της διδασκαλίας της, που είναι διδασκαλία του Ευαγγελίου του Χριστού. Ως συνέπεια, η Εκκλησία θεωρείται μουσείο, μεσαίωνας, εικονική πραγματικότητα, σκοταδισμός, άρνηση. Αντιμετωπίζεται με επιπολαιότητα και προχειρολογία. Ο Θεός εξορίζεται και αποκλείεται από τον δημόσιο βίο και ο άνθρωπος παίρνει την θέση του Θεού. Φθάνουμε έτσι, σε μια υπερφίαλη αθεία και σε μια θεοποιημένη τεχνολογία. Ο άνθρωπος, λέγουν, είναι το παν, το «εγώ» του και η εξουσία του. Από το άλλο μέρος επικρατεί και η αντίληψη ότι η επιστήμη είναι πανάκεια και θα λύσει όλα τα θέματα και οι ποικίλες οικονομικές θεωρίες θα φέρουν την ευτυχία στον κόσμο.

Και βέβαια όλα αυτά, συντελούνται ερήμην της φθαρτότητας του ανθρώπου, της ύπαρξης, της πέραν του τάφου ζωής, της αιωνιότητας, της δυναμικής της θέωσης του ανθρώπου, του αγιασμού, στο τέλος, της παρουσίας του Θεού. Αυτό είναι η εκκοσμικευμένη κοινωνία. Οι άνθρωποι έφθασαν πλέον στο σημείο, να μη δέχονται την διδαχή της Εκκλησίας, ούτε συμβουλή, ούτε υπόδειξη, ούτε διόρθωση, μα ούτε μετάνοια. Το σύνθημα είναι: «Φύγε Θεέ, δεν σε θέλουμε». Όπως στο Ευαγγέλιο, όπου είπαν στον ίδιο τον Κύριο οι Γαδαρηνοί να αναχωρήσει από τον τόπο τους: «Απελθείν απ’ αυτών» (Λουκ. 8,37). Να φύγει. Και ο Κύριος «εμβάς εις το πλοίον» έφυγε. Και ο Χριστός είχε πεί στους μαθητές Του και τα φοβερά εκείνα λόγια: «Και ος εάν μη δέξηται υμάς, μηδέ ακούση τους λόγους υμών, εξερχόμενοι έξω της οικίας ή της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών» (Ματθ. 10,14). Αλλά ισχύει, εν προκειμένω, και ο λόγος της Αποκάλυψης: «Μνημόνευε ούν πόθεν πέπτωκας και μετανόησον… ει δε μη έρχομαί σοι ταχύ και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν μη μετανοήσης» (Αποκ. 2,5). Αυτή η μετακίνηση της λυχνίας, αλήθεια, πόσο βαθύτατο νόημα περιέχει γι’ όλους μας! Και στο διάβα της ιστορίας είναι γεγονός ότι έχει μετακινηθεί η λυχνία της πίστεως. Διότι ο Κύριος, μη ξεχνάμε ακόμη ότι είπε: «Και άλλα πρόβατα έχω, α ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης κακείνά με δεί αγαγείν και της φωνής μου ακούσουσι» (Ιω. 10,16) και «πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 8,11). Διότι εν τέλει: «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εισελεύσομαι εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιων το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7,21). Και δεν υπάρχει τραγικότερο για τον άνθρωπο και τον λαό να ζει χωρίς Θεό και μακαριότερο να βιώνει Θεό.

*

Προβάλλει, συνεπώς, εκείνο το «μετανόησον», της Αποκάλυψης. Αυτό είναι το σπουδαιότερο. Αυτό είναι που το κηρύττει συνεχώς, αιώνες τώρα, η Εκκλησία. Και βέβαια: «Ουκ έστι, ενταύθα φραγμός ακανθών» (Ι. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, ομιλία η’, PG 49,335). Στην Εκκλησία του Χριστού, είναι αληθές, δεν υπάρχει φράκτης με αγκάθια. Έλα, λοιπόν, μη φοβάσαι. Μα λέγεις: «Είμαι γεμάτος με αμαρτίες. Είναι μαυρισμένη η ψυχή μου». «Μα, ίσως, δεν μας θέλει πλέον, με τόσα που έχω κάμει». Πόσο λάθος σκεπτικό είναι αυτό!

Η Εκκλησία, οφείλουμε όλοι να εννοήσουμε βαθειά μέσα μας, ότι είναι «πανδοχείο χάριτος». Διανυκτερεύει. «Επιχέει έλαιον και οίνον» στις πληγές. Θεραπεύει. Λυτρώνει. Ανορθώνει. Ξεκουράζει τις ψυχές. Η απάντηση στο κακό που εμφανίζεται είναι η πρόσκληση στην αγιότητα και περιεχόμενο της είναι το νέο ξεκίνημα μιάς ενάρετης βιοτής. Και τούτο, γιατί η Εκκλησία είναι η ιστορία της αγάπης του Θεού για τον κάθε άνθρωπο και ο Θεός συγκαταβαίνει, γιατί θέλει ο άνθρωπος ν’ ανυψωθεί. Ο Ίδιος ο Κύριος διαβεβαιώνει: «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιω. 6,37) και «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Η άπειρη ευσπλαγχνία του Θεού, η ανείκαστη μακροθυμία Του συγκρατούν την δίκαιη θεία οργή. Σ’ αυτή την σύναξη του Θεού, την Εκκλησία, στην άλλη πραγματικότητα, στο δικό της χώρο, νοιώθει πλέον ο αμαρτωλός, που μετανοεί ειλικρινά, την «ευπρεπεστάτη αλλοίωση».

Ο ιερός Χρυσόστομος θα υπογραμμίσει: «Αμαρτωλός ει; Είσελθε εις την Εκκλησίαν, ειπέ ότι ημάρτηκα και έλυσας την αμαρτίαν» (Περί μετανοίας ομιλία γ’, ΕΠΕ, 30,136) και θα συμπληρώσει: «Ιατρείον γαρ εστι ενταύθα, ου δικαστήριον, ουκ ευθύνας αμαρτημάτων απαιτούν, αλλά συγχώρησιν αμαρτημάτων παρέχον» (οπ. παρ. 154).

Εκεί, η αγάπη του Θεού λαξεύει την σκληροκαρδία των ανθρώπων. Εκεί σφογγίζει τα δάκρυα του μετανοούντος. Ο «παλαιός άνθρωπος» εξαφανίζεται. Οι αιχμάλωτοι από το νόμο της αμαρτίας ελευθερώνονται. Οι φθαρμένες εικόνες του Θεού ανακαινίζονται. Εκεί, στην Εκκλησία ακούγεται η φωνή του Θεού. Ίσως η ντροπή της ενοχής κάμνει να κρατάς μία απόσταση. Δεν είναι όμως σωστό αυτό. Γνώριζε, πως όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί αλλά συνάμα και «οικείοι του Θεού» (Εφ. 2,19). Γι’ αυτό, άκουε την φωνή του Θεού ως πατρική φωνή, ως φωνή αγάπης και φιλευσπλαγχνίας. Αυτή η φωνή είναι προσωπικό ιερό προσκλητήριο για σένα. Σε καλεί ο Θεός για μετάνοια. Να πας κοντά Του, να συμφιλιωθείς. Να γίνεις φίλος Του. Ν’ ακούσεις το: «Υμείς φίλοι μου εστέ» (Ιω. 15,14). Και εν προκειμένω, «ο Θεός εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλιππ. 2,13). Εκεί, στην Εκκλησία, τελικά, κατεργάζεται η σωτηρία της ψυχής. Μ’ αυτό το ήθος της μετάνοιας επιτυγχάνεται η επάνοδος στο σπίτι του Θεού. Ο Κύριος κρούει διακριτικά την θύρα της ψυχής και περιμένει. Πάντοτε περιμένει την ψυχή! «Ιδού, λέγει, έστηκα επί την θύραν και κρούω˙ εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. 3,20). Πρόκειται για μια ευλογημένη συνάντηση. Ο Θεός πάνω από ο,τιδήποτε άλλο, ευχαριστείται, αναπαύεται στον μετανοήσαντα άνθρωπο. Σε μία λειτουργική εκφώνηση αναφέρεται: «Ότι άγιος ει ο Θεός ημών και εν αγίοις επαναπαύει…». Η έκφραση αυτή «αναπαύω» μαρτυρεί ότι ο Θεός εισέρχεται στον άνθρωπο. Πρόκειται για μια συγκατοίκηση αλλά όχι με έννοια συμβατική, κοσμική αλλά ως η παρουσία του Θεού που είναι ένα εσωτερικό μήνυμα, μία εσωτερική πληροφορία της θείας παρουσίας που οδηγεί σε ριζικές αλλαγές τρόπου ζωής, ζωής εν Κυρίω πλέον.

Και βέβαια, «η εν Χριστώ ζωή φύεται εν τώδε τω βίω και τας αρχάς εντεύθεν λαμβάνει. Η δε τελείωσις αυτής πραγματοποιείται επί του μέλλοντος, επειδάν εις εκείνην αφικώμεθα την ημέραν» (Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, §1, PG 150,493B). Είναι η εσχατολογική προοπτική.

*

Γι’ αυτό, όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι οφείλουμε να μη λησμονούμε, ότι είμεθα πλάσματα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού, ο Οποίος έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Η Εκκλησία είναι η μόνη που μας διασφαλίζει την λύτρωση από την αμαρτία, την σωτηρία, τον αγιασμό, την κοινωνία με το Θεό. Αυτή την ευεργετική και αγιαστική δύναμη της Εκκλησίας, δεν πρέπει να την χάσουμε, πριν κλεισθεί η θύρα του θείου ελέους και πριν ακουστεί ο λόγος «ουκ οίδα υμάς» (Ματθ. 25,12).

Δεν είμαστε, άλλωστε, μόνοι. Δεν έχουμε εγκαταλειφθεί. Καμμία απογοήτευση δεν χωρεί. «Ου δεινόν, το παλαίοντα πεσείν, αλλά το μείναι εν τω πτώματι˙ ουδέ χαλεπόν, το πολεμούντα τρωθήναι, αλλά το μετά την πληγήν απογνώναι και αμελήσαι του τραύματος» θα πεί ο Χρυσορρήμων (Προς Θεόδωρον εκπεσόντα, PG 47,309). Ο Χριστός διά της Εκκλησίας Του είναι κοντά μας. Η φιλευσπλαγχνία Του μας σκεπάζει. Η Εκκλησία δεν μας οδηγεί στην απελπισία, αλλά στη Βασιλεία των Ουρανών. «Ο Χριστός είναι ο Μυσταγωγών και η Εκκλησία ορθούσα (=που ανορθώνει)» (Ιω. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, η’ ομιλία, PG 49,335). Άλλωστε, ως λέγει η Ευχή που αφορά τον καθένα πιστό χριστιανό, ισχύει το: «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και σοι μόνω λατρεύομεν…» (Εσπερινός της Γονυκλισίας Πεντηκοστής). Μόνο ο διάβολος δεν μετανοεί ποτέ, ούτε λέγει το «ημάρτηκα». Και η Εκκλησία υπάρχει στον κόσμο, ακριβώς, για να κηρύττει: «Μετανόησον»! Υπάρχει για να δίνει ελπίδα, γιατί είναι «μεγάλη της επί τον Κύριον ελπίδος η δύναμις, φρούριον αχείρωτον, τείχος άμαχον, συμμαχία ακαταγώνιστος, λιμήν εύδιος, πύργος ακαταμάχητος, όπλον αήττητον, δύναμις άμαχος και εκ των απόρων ευρίσκουσα πόρον (=που από τα αδιέξοδα βρίσκει διέξοδο)» (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις τον ι’ ψαλμόν, PG 55,140). Υπάρχει δε η Εκκλησία για να προσφέρει και αποκαλύπτει στις ψυχές καιρό μετάνοιας, δηλαδή ευκαιρίες μετάνοιας με την βιβλική έννοια της λέξεως «καιρός». Λέγει ο Απόστολος των Εθνών: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. 6,2). Γι’ αυτό και πάλιν λέγει το: «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ. 5,16).

Ειλικρινά, δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στη κάθε ψυχή. Ο Θεός ξέρει. Αυτός που θητεύει σήμερα στα έργα του σκότους και της σαρκός, αύριο, μπορεί να καταθέτει στα πόδια του Εσταυρωμένου την συντριβή του, να ψελλίσει το «ήμαρτον» και να λουσθεί στα δάκρυα της μετάνοιάς του. Που ξέρεις; Αυτός που είναι σήμερα ο Φαρισαίος, αύριο, νάναι ο Τελώνης. Αυτός, που ακούει στο όνομα Ζακχαίος, αύριο, να τον βλέπεις ν’ ανεβαίνει στη συκομορέα. Και εκείνος, που ήταν «άρχων της συναγωγής, ο Ιάειρος, να τον βλέπεις, να πέφτει στα πόδια του Ιησού, παρακαλώντας Τον να έλθει στον οίκο του. Για τον καθένα, λοιπόν, υπάρχει η ώρα του. Η ωρίμανση. Και η αληθινή ιστορία της Εκκλησίας γράφεται με την ιστορία της μετάνοιας και της αγιότητας. Αυτό κάνει η Εκκλησία. Αυτό είναι το πρωταρχικό και το κύριο έργο της. Όλα τα άλλα, είναι δευτερεύοντα. Ξέρουμε, βέβαια, ότι ο άδης ορμά με μανία επάνω Της, αλλά ξέρουμε όμως ακόμη, ότι: «Πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».

Η μάχη μεταξύ αμαρτίας και αγιότητας, θα συνεχίζεται, αλλά αυτή η μάχη, συνεχώς θα μας αποκαλύπτει, ότι η Ανάσταση, είναι η νίκη που έρχεται, γιατί ο Χριστός είναι ο Νικητής του θανάτου.

© Copyright 2023 Ιερά Μητρόπολις Μάνης Back To Top