Αποκλειστική συνέντευξη στους Orthodox Times και στον δημοσιογράφο Κώστα Ονισένκο έδωσε ο Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Επιφάνιος.
Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξής του, ο Μακαριώτατος μιλάει ανοιχτά και αναλυτικά για το πώς βιώνει τον πόλεμο ο ίδιος και η Εκκλησία, και αποκαλύπτει εάν και με ποιον τρόπο θα ήταν εφικτή μία ένωση της Εκκλησίας του με την εν Ουκρανία Ρωσική Εκκλησία υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο.
Επίσης αναφέρεται στη μετάβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στο “νέο ημερολόγιο” και πόσο εύκολο είναι να το συνηθίσουν οι πιστοί, ενώ αναλύει τη διαδικασία μετάβασης των ενοριών προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Δίνει δε τη δική του εικόνα για το πώς θα είναι η επόμενη μέρα μετά τον πόλεμο για την Ουκρανία και για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Συνέντευξη του Μητροπολίτη Κιέβου κ. Επιφανίου στους Orthodox Times και τον δημοσιογράφο Κώστα Ονισένκο
Θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με τη μετάβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στο «νέο ημερολόγιο». Πόσο καιρό κατά την άποψή σας θα χρειαστούν οι πιστοί για να συνηθίσουν αυτή την αλλαγή; Πώς θα γίνει αυτή η αλλαγή στην πράξη, θα μπορούν οι πιστοί να επιλέγουν το πότε θα γιορτάζουν τις θρησκευτικές εορτές;
Η απόφαση για τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ανάπτυξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Μπορώ να επισημάνω τρία βασικά βήματα που έχουν γίνει για να διασφαλιστεί ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις και είναι πραγματικά εκείνη που υπηρετεί τη σωτηρία του ποιμνίου που της έχει ανατεθεί.
Τα βήματα αυτά είναι η μετάβαση στη ζώσα ουκρανική γλώσσα στη λατρεία, η επιβεβαίωση του αυτοκεφάλου καθεστώτος της Εκκλησίας, όταν τερματίστηκε η άνομη και μη κανονική κυριαρχία της Μόσχας επί της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και οι ημερολογιακές αλλαγές είναι το τρίτο βήμα.
Κάναμε και τα τρία βήματα με ισορροπημένο και υπεύθυνο τρόπο, αντιλαμβανόμενοι ότι πρέπει να γίνουν συνειδητά μέσα στο εκκλησιαστικό περιβάλλον – μόνο τότε θα έχουν στέρεα θεμέλια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, για παράδειγμα, η Εκκλησία μας επιτρέπει στους ανθρώπους να επιλέγουν ελεύθερα τη γλώσσα της λατρείας και υπάρχουν κοινότητες που χρησιμοποιούν την αρχαία σλαβική, την ελληνική, τη γεωργιανή, τη ρουμανική και άλλες γλώσσες – αυτές που χρησιμοποιούν οι Τοπικές Εκκλησίες.
Αλλά είναι προφανές ότι δίνεται προτεραιότητα στη ζωντανή ουκρανική γλώσσα, επειδή είναι κατανοητή στην πλειοψηφία και καθιστά τη Λειτουργία κατανοητή, ενθαρρύνοντας τους λαϊκούς να συμμετέχουν πιο συνειδητά σε αυτήν.
Το ίδιο ισχύει και για την αυτοκεφαλία. Το Πατριαρχείο της Μόσχας κατέλαβε την εξουσία επί της Εκκλησίας της Ουκρανίας στα τέλη του 17ου αιώνα με τη βία, τη δωροδοκία και την παραβίαση των Κανόνων. Αυτό έφερε πολύ κακό τόσο στην Εκκλησία όσο και στον ουκρανικό λαό.
Και μόλις δημιουργήθηκαν ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες για την αποτίναξη του ζυγού της Μόσχας, η Εκκλησία της Ουκρανίας άρχισε να αγωνίζεται για την ανεξαρτησία της. Αυτός ο αγώνας κορυφώθηκε με την παραλαβή του Τόμου της αυτοκεφαλίας τον Ιανουάριο του 2019.
Τώρα είναι καθήκον όλων των ορθόδοξων χριστιανών στην Ουκρανία, με βάση τους θρησκευτικούς Κανόνες, όπως γράφει ο Τόμος, να υπάγονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα, βλέπουμε ότι ορισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί εξακολουθούν να είναι υποταγμένοι στο Πατριαρχείο Μόσχας.
Τους ενθαρρύνουμε να εγκαταλείψουν την πνευματική κατοχή, να εκπληρώσουν το Κανονικό τους καθήκον και να ενταχθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Και πολλοί από αυτούς το έχουν ήδη πράξει οικειοθελώς. Διότι θέλουμε αυτή η συνεχιζόμενη διαδικασία να πραγματοποιείται συνειδητά, ως έκφραση της βούλησης των ενοριών.
Με τον ίδιο τρόπο ενεργούμε και σε σχέση με το ημερολόγιο. Τους προηγούμενους αιώνες, το θέμα του ημερολογίου, η προσκόλληση στο παλαιό ημερολόγιο, ήταν ένα από τα σημάδια αντίστασης στις προσπάθειες αλλαγής της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας των Ουκρανών. Ως εκ τούτου, η πλειοψηφία στην Εκκλησία ήταν υπέρ της διατήρησης του παλαιού ημερολογίου.
Τώρα όμως οι συνθήκες έχουν αλλάξει – η πλειοψηφία τόσο της Εκκλησίας όσο και της κοινωνίας βλέπει το νέο Ιουλιανό ημερολόγιο ως ένδειξη ενότητας με εκείνες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, κυρίως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι οποίες υποστηρίζουν τόσο την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας όσο και τον ουκρανικό λαό στον δίκαιο αγώνα τους. Και το παλαιό ημερολόγιο έχει συνδεθεί με τη ρωσική πολιτιστική παράδοση και προκαλεί πλέον αρνητικές αντιδράσεις.
Ασχοληθήκαμε υπεύθυνα με το ζήτημα του ημερολογίου και για αρκετά χρόνια μελετήσαμε τρόπους επίλυσής του. Και φέτος είδαμε ότι η πλειοψηφία τόσο της Εκκλησίας όσο και της κοινωνίας επιθυμεί την πραγματοποίηση της ημερολογιακής μεταρρύθμισης. Γι’ αυτό φέραμε την απόφαση αυτή στο Συμβούλιο των Επισκόπων, το οποίο ενέκρινε την ημερολογιακή μεταρρύθμιση (υπήρξε μόνο μία ψήφος «κατά» από όλους τους επισκόπους).
Τώρα, στην Τοπική Σύνοδο, η οποία είναι η ανώτατη αρχή στην Εκκλησία μας, με τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τον κλήρο, τους μοναχούς και τους λαϊκούς, θα πρέπει να εγκρίνουμε την τελική απόφαση – και τότε από την 1η Σεπτεμβρίου, όταν αρχίζει το νέο εκκλησιαστικό έτος, εμείς, ως Τοπική Εκκλησία, θα ενταχθούμε στην πλειοψηφία των Ορθόδοξων Εκκλησιών που χρησιμοποιούν το Νέο Ιουλιανό ημερολόγιο.
Ωστόσο, σημειώνουμε ξεχωριστά ότι οι ενορίες και τα μοναστήρια που θέλουν να συνεχίσουν να διατηρούν την παλαιά ημερολογιακή παράδοση μπορούν να το κάνουν, αν τα 2/3 της κοινότητας στηρίξουν αυτή την απόφαση. Δεν θα εξαναγκάσουμε κανέναν, αλλά θέλουμε η διαδικασία της αποδοχής να είναι εθελοντική και συνειδητή.
Κατά τη γνώμη μου, ένα μικρότερο μέρος των κοινοτήτων θα χρησιμοποιήσει αυτό το δικαίωμα και η συντριπτική πλειοψηφία θα χρησιμοποιήσει το κοινό Νέο Ιουλιανό ημερολόγιο. Και με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και εκείνοι που αρχικά θα παραμείνουν στο παλιό ημερολογιακό στυλ θα αρχίσουν να υιοθετούν το νέο, επειδή θα πειστούν ότι αυτή η απόφαση είναι καλύτερη για την Εκκλησία και τον λαό μας.
Νομίζω ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους θα υπάρξουν ακόμη κάποιες απορίες, διότι θα είναι μια νέα εμπειρία για όλους λόγω της αλλαγής του ημερολογίου, όταν θα αλλάξουν οι συνήθεις ημέρες των εορτών.
Αλλά σε λίγα χρόνια, όλα τα καινούργια θα γίνουν οικεία. Και νομίζω ότι στην επόμενη Τοπική Σύνοδο, η οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί σε πέντε χρόνια σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, θα είμαστε σε θέση να δηλώσουμε την επιτυχία της ημερολογιακής μεταρρύθμισης.
Πώς προχωράει η διαδικασία μετάβασης των ενοριών προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας; Οι δυσκολίες που υπήρχαν νωρίτερα στην καταχώρηση των σχετικών αποφάσεων έχουν αντιμετωπιστεί;
Ουσιαστικά, καθημερινά δημοσιεύονται αναφορές σχετικά με την απόφαση ενοριών της μιας ή της άλλης περιοχής να ενταχθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας. Σε γενικές γραμμές, η διαδικασία αυτή λαμβάνει χώρα σε ορισμένα κύματα – κάποια εσωτερικά ή εξωτερικά γεγονότα ενθαρρύνουν μεγαλύτερη κινητικότητα, αλλά σε γενικές γραμμές δεν σταματά.
Για παράδειγμα, η επίθεση από κληρικούς του Πατριαρχείου Μόσχας εναντίον ενός στρατιωτικού στον καθεδρικό ναό του Χμελνίτσκι, ο οποίος τους επέκρινε για τους δεσμούς τους με τη Ρωσία, αποτέλεσε κίνητρο για να κινηθούν πιο ενεργά οι μεταβάσεις. Η επίθεση αυτή προκάλεσε έντονη δημόσια κατακραυγή και οδήγησε στην απόφαση πολλών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στο Χμελνίτσκι και στην περιφέρειά του, να έρθουν τελικά σε ρήξη με το Πατριαρχείο Μόσχας.
Οι ενέργειες, ή ακριβέστερα, η αδράνεια του Μητροπολίτη Ονούφριου και της Συνόδου του, προκάλεσαν επίσης την απόφαση να εγκαταλείψουν το Πατριαρχείο Μόσχας. Ορισμένοι ιερείς και κοινότητες περίμεναν από τους ιεράρχες τους να κάνουν κάποια κατάλληλα βήματα και να αλλάξουν τη θέση τους για τον πόλεμο, για τον Γκουντιάεφ (σ.σ. Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο), για τον διάλογο.
Αλλά κάθε συνεδρίαση της Συνόδου του Ονούφριου μετατρέπεται σε απογοήτευση για πολλούς που έχουν τέτοιες προσδοκίες, διότι καμία νέα απόφαση δεν λαμβάνεται εκεί. Ο Ονούφριος και το περιβάλλον του είναι σίγουροι ότι κάνουν τα πάντα σωστά, ενώ οι λαϊκοί και οι κληρικοί μπορούν να δουν ότι αυτή η γραμμή συμπεριφοράς έχει οδηγήσει τη δικαιοδοσία τους σε μια πλήρη δημόσια καταστροφή (σ.σ. της δημόσιας εικόνας τους).
Διότι το 85% του πληθυσμού της Ουκρανίας, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, είναι υπέρ του περιορισμού των δραστηριοτήτων του Πατριαρχείου Μόσχας από το κράτος, και συγκεκριμένα, πάνω από το 60%, δηλαδή τα δύο τρίτα των πολιτών μας, υποστηρίζουν την πλήρη απαγόρευση των δραστηριοτήτων του Πατριαρχείου Μόσχας.
Όσον αφορά στις καθυστερήσεις στην καταγραφή της βούλησης των ενοριών, οι καθυστερήσεις αυτές εξαλείφθηκαν γενικά μετά την αλλαγή της ηγεσίας της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας και της κρατικής υπηρεσίας που είναι αρμόδια για θρησκευτικά θέματα.
Οι προηγούμενοι επικεφαλής αυτών των δομών εξέφρασαν σαφώς και δημοσίως τη συμπάθειά τους για το Πατριαρχείο Μόσχας και χρησιμοποίησαν την εξουσία τους για να εμποδίσουν τις ενορίες να απελευθερωθούν από τον ζυγό του «ρωσικού κόσμου». Ωστόσο, τους τελευταίους έξι μήνες, η κατάσταση έχει αλλάξει προς το καλύτερο και δεν υπάρχει πλέον καμία παράνομη παρέμβαση σε αυτές τις διαδικασίες.
Όσον αφορά στην εκκλησιαστική κατάσταση στην Ουκρανία, θεωρείτε ότι υπάρχει χώρος για συζήτηση με τον Ονούφριο και είναι εφικτή η ένωση με την εν Ουκρανία Ρωσική Εκκλησία; Ποιοι θα ήταν οι όροι σας για μια τέτοια ένωση;
Έχουμε επανειλημμένα καλέσει και συνεχίζουμε να καλούμε τον Ονούφριο και άλλους που, αντίθετα με τους κανόνες, παραμένουν υποταγμένοι στη Μόσχα, να ξεκινήσουμε διάλογο. Να ξεκινήσουμε χωρίς προϋποθέσεις. Απλά να καθίσουμε κάτω και να αρχίσουμε να μιλάμε. Ώστε μέσω του διαλόγου να βρεθούν λύσεις που θα ωφελήσουν τόσο την Εκκλησία όσο και την Ουκρανία.
Αλλά ο Μητροπολίτης Ονούφριος είναι απόλυτα κλειστός σε κάθε προσπάθεια διαλόγου. Ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά να έχει οποιαδήποτε επαφή και απαγορεύει σε όλους τους άλλους να το κάνουν, ακόμη και όταν προτείνεται να γίνει ανεπίσημα. Ως εκ τούτου, η εκκλησιαστική ενοποίηση λαμβάνει χώρα – αλλά σε αντίθεση με τη θέση του και τη θέση της Συνόδου του. Συμβαίνει από τα κάτω.
Πριν από ένα χρόνο, κατά τη διάρκεια μεγάλης συνάντησης με επικεφαλής τον Ονούφριο υιοθέτησε τρία προαπαιτούμενα. Τα προαπαιτούμενα δεν αφορούσαν στην ενοποίηση, αλλά μόνο το να αρχίσουν αυτοί, δηλαδή οι ιεράρχες του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία, να σκέφτονται αν θα ξεκινήσουν διάλογο μαζί μας.
Το πρώτο προαπαιτούμενο ήταν να αναγνωρίσουμε δημόσια ότι δεν είμαστε κληρικοί και δεν έχουμε χειροτονία. Δηλαδή, για να ικανοποιήσουμε το Πατριαρχείο Μόσχας, πρέπει να απαρνηθούμε τον Θεό, τα Μυστήρια που έχουμε λάβει και τελούμε οι ίδιοι, να απαρνηθούμε τις αποφάσεις της Μητέρας Εκκλησίας μας, του Οικουμενικού Πατριάρχη. Είναι αυτό προϋπόθεση για διάλογο; Κάθε λογικός άνθρωπος θα πει όχι.
Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν να αναγνωρίσουμε δημόσια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας δεν έχει Τόμο και δεν είναι αυτοκέφαλη Εκκλησία. Αυτό είναι που πραγματικά θέλει η Μόσχα για να έχει λόγους να απορρίψει την κανονική εξουσία και τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Είναι σαφές γιατί το χρειάζονται αυτό – έτσι ώστε, αν όχι στα χαρτιά, τότε στην πράξη η Μόσχα να έχει το δικαίωμα του «βέτο» στην Ορθοδοξία και κανείς να μην μπορεί να αποφασίσει τίποτα χωρίς αυτήν. Το χρειάζεται όμως αυτό η Εκκλησία, μπορεί να γίνει αποδεκτό από τους πιστούς και τον λαό της Ουκρανίας; Και πάλι, κάθε λογικός άνθρωπος θα πει όχι.
Ο τρίτος όρος ήταν να δηλώσουμε ότι δεν θα δεχθούμε στη δικαιοδοσία μας ενορίες που αποχωρούν οικειοθελώς από την εξουσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Αλλά ποτέ δεν αναγνωρίσαμε και δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι το Πατριαρχείο Μόσχας κατέχει ενορίες όπως κάποτε ένας αφέντης κατέχει τους σκλάβους του. Οι ενορίτες και ο κλήρος δεν είναι δούλοι του Πατριαρχείου Μόσχας και όποιος το αναγνωρίζει αυτό αμαρτάνει.
Ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις τους είναι ένας τρόπος για να αρνηθεί το Πατριαρχείο Μόσχας τον διάλογο μαζί μας. Εμείς δεν θα δεχθούμε ποτέ τέτοιες προϋποθέσεις, διότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα τις δεχόταν. Εάν εγκαταλείψουν το τελεσίγραφό τους και είναι έτοιμοι να μας μιλήσουν χωρίς προϋποθέσεις, θα είμαστε έτοιμοι για διάλογο ακόμη και αύριο. Αλλά μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει κανένα σημάδι της προθυμίας τους να το πράξουν.
Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα μετά τον πόλεμο για την Ουκρανία και για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας;
Χαρούμενα και πένθιμα. Θα χαιρόμαστε για τη νίκη, αλλά θα κλαίμε και για το μεγάλο τίμημα των ανθρώπινων ζωών που καταβλήθηκε γι’ αυτήν.
Και μετά τη νίκη, εμείς, ως Εκκλησία, ως η μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα στην Ουκρανία, που υποστηρίζεται από περισσότερο από τον μισό λαό μας, θα έχουμε μια ιδιαίτερη αποστολή αποκατάστασης.
Αποκατάσταση της εσωτερικής, κοινωνικής ενότητας, πνευματική αποκατάσταση όσων υπέφεραν από τις συνέπειες του πολέμου, αποκατάσταση των στρατιωτών που θα επιστρέψουν από το μέτωπο. Θα υπάρξει πολλή δουλειά για πολλά χρόνια στο μέλλον. Και θα είναι πολύ δύσκολο. Αλλά το κυριότερο τώρα είναι να συμβάλουμε στη νίκη επί του επιτιθέμενου και να την φέρουμε πιο κοντά.