Η τελετή της κοπής της βασιλόπιτας στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων

Το εσπέρας, 17:00μ.μ. ώραν της 13ης Ιανουαρίου 2024, τελευταίας ημέρας του έτους 2023 (π. η) έλαβε χώραν εις την αίθουσαν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων το έθιμον τελετής της κοπής της Βασιλόπιττας, της πίττας την οποίαν η παράδοσις συνδέει με την φιλανθρωπικήν δράσιν του Μεγάλου Βασιλείου.

Προσκεκλημένοι εις την τελετήν ταύτην ήσαν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος εις τα Ιεροσόλυμα κ. Δημήτριος Αγγελοσόπουλος, η Πρόξενος κ. Μάντικα Άννα και συνεργάται αυτών και Αγιοταφίται Πατέρες και μέλη της Ελληνικής Παροικίας και του Αραβοφώνου ημών ποιμνίου.

Εν αρχή ο Μακαριώτατος προσεφώνησε διά της κάτωθι προσφωνήσεως Αυτού:

«Είπε δε (ο Κύριος) προς (τους μαθητάς Αυτού)˙ ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς, ούς ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία», (Πρξ. 1,7).

“Εκλαμπρότατε Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος κ. Δημήτριε Αγγελοσόπουλε,

Σεβαστοί άγιοι Πατέρες και Αδελφοί,

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.

Ο τη αρρήτω σοφία συστησάμενος τα πάντα Θεός Λόγος και εκ μη όντων εις το είναι παραγαγών, συνήγαγε πάντας ημάς εν τω ιερώ τούτω τόπω του Παλαιφάτου ημών Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, ίνα αφ’ ενός μεν ευχαριστήσωμεν αυτώ τω Θεώ Λόγω, επί τοις εγκαινίοις του νέου έτους της χρηστότητος Αυτού και αφ’ ετέρου τιμήσωμεν την μνήμην του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας του Μεγάλου διά του καθιερωμένου εθίμου της κοπής της επωνύμου αυτού Βασιλόπιττας.

Ο προσδιορισμός της εννοίας του ιστορικού χρόνου και της εναλλαγής αυτού εις παρελθόν, παρόν και μέλλον, εις εξερχόμενον και εισερχόμενον, παλαιόν και νέον εκ μέρους της ανθρωπίνης διανοήσεως των εθνικών ειδωλολατρών και των φιλοσόφων γενικώτερον παραμένει ατελής, αν όχι παντελώς αδύνατος.

Τουναντίον ο προσδιορισμός του ιστορικού χρόνου καθίσταται δυνατός διά της εν τω κόσμω παρουσίας του εκ των αγνών αιμάτων της αειπαρθένου Μαρίας σαρκωθέντος και ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επί του Ρωμαίου Καίσαρος Αυγούστου και του ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου, εις πόλιν Δαυίδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ, κατά την μαρτυρίαν του Ευαγγελιστού Λουκά (πρβλ. Λουκ. 2,1-5).

Ο έγκριτος πατήρ της Εκκλησίας άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σχολιάζων τους Κυριακούς λόγους προς τους μαθητάς αυτού: «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους και καιρούς ούς ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πρξ. 1,7), λέγει, «ου περιεργάζεσθαι χρήναι τα λίαν απόρρητα και εν Θεώ κεκρυμμένα, διά τούτων εδίδασκε ο Κύριος».

Όντως η θεώρησις του χρόνου ως παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος αποτελεί λόγον ανερμήνευτον και ακατάληπτον, απόρρητον και εν Θεώ κεκρυμμένον. Και τούτο, διότι κατά τον άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, «ο Θεός εκ του μη όντος εις το είναι παράγει και δημιουργεί τα σύμπαντα, αόρατά τε και ορατά, και τον εξ ορατού και αοράτου συγκείμενον άνθρωπον». Κατά δε τον θείον Παύλον, «ο Θεός … επ’ εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ, ον έθηκε κληρονόμον πάντων, δι’ ου και τους αιώνας εποίησεν» (Εβρ. 1,1-2).

Σχολιάζων τον λόγον τούτον του Παύλου ο Θεοδώρητος Κύρου λέγει: «ο γαρ αιών ουκ ουσία τις εστι, αλλ’ ανυπόστατον χρήμα συμπαρομαρτούν τοις γεννητήν έχουσι φύσιν … Αιών εστι το τη κτιστή φύσει παρεζευγμένον διάστημα. Των αιώνων δε ποιητήν είρηκε τον Υιόν, αίδιον αυτόν είναι διδάσκων και παιδεύων ημάς, ως αεί ην παντός ουτινοσούν υπερκείμενος χρονικού διαστήματος. Ούτω περί του Θεού Πατρός η Παλαιά Γραφή λέγει˙ ο υπάρχων προ των αιώνων, αντί του αεί ων». [Και απλούστερον «ο αιών δεν είναι κάποια ουσία αλλά πράγμα ανυσπόστατον, το οποίον συνοδεύει τα όντα τα έχοντα κτιστήν φύσιν … Αιών είναι το διάστημα, το οποίον είναι συνδεδεμένον με την κτιστήν φύσιν. Η Γραφή είπε τον Υιόν (του Θεού) ποιητήν των αιώνων. Αυτός είναι αίδιος διδάσκων ημάς ότι ήταν πάντοτε υπερκείμενος παντός χρονικού διαστήματος».]

Κατά δε τον Μέγαν Βασίλειον, ο χρόνος είναι σύμφυτος με την δημιουργίαν του κόσμου. «Ότε δε έδει λοιπόν και τον κόσμον τούτον επεισαχθήναι τοις ούσι … συμφυής άρα τω κόσμω και τοις εν αυτώ … η του χρόνου διέξοδος υπέστη, επειγομένη αεί και παραρρέουσα και μηδαμού παυομένη του δρόμου ή ουχί τοιούτος ο χρόνος, ου το μεν παρελθόν ηφανίσθη, το δε μέλλον ούπω παρέστη, το δε παρόν πριν γνωσθήναι διαδιδράσκει την αίσθησιν;» [Και απλούστερον· και όταν πλέον ήλθεν η ώρα να εισαχθή εις τα όντα και ο κόσμος αυτός … τότε εκτίσθη ως βάσις η ροή του χρόνου σύμφυτος με τον κόσμον … μία ροή που συνεχώς επείγεται και τρέχει παραπλεύρως προς αυτά, και πουθενά δεν τερματίζει τον δρόμο της. Ή μήπως ο χρόνος δεν είναι κάτι, του οποίου το μεν παρελθόν εξηφανίσθη, το δε μέλλον ακόμη δεν ενεφανίσθη, το δε παρόν πριν καλά-καλά γίνη αντιληπτόν διαφεύγει αμέσως από τα χέρια της αισθήσεως;»]

Ακολουθών τον Μέγαν Βασίλειον, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι ο αιών είναι αυτό που εκτεινόταν μαζί με τα αίδια (όντα) σαν κάποια χρονική κίνησις και σαν κάποιο διάστημα. «Αίων ουκ ην μετρητός, αλλά το συμπαρεκτεινόμενον τοις αιδίοις οίόν τι χρονικόν κίνημα και διάστημα· και κατά τούτο εις αίων εστί, καθ’ ο λέγεται ο θεός αιώνιος, αλλά και προαιώνιος… θεού δε ειπών δήλον, ότι του πατέρα λέγω και τον μονογενή αυτού Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και το Πνεύμα Αυτού το Πανάγιον, τον ένα Θεόν ημών».

Αυτός ο Θεός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού … πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας Αυτού, και Αυτόν έδωκεν κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα Αυτού, το πλήρωμα αυτού τα πάντα εν πάσι πληρουμένου (πρβλ Εφ. 1,22-23) κηρύττει ο θείος Παύλος. Τούτο σημαίνει, ότι η Εκκλησία ούσα το σώμα του Χριστού του μη όντος εκ του κόσμου τούτου (Ιω. 8,23), αλλά όντος και δρώντος εν τω ιστορικώ χρόνω, εορτάζει το γεγονός της αλλαγής του χρόνου, ουχί κοσμικώς αλλά πνευματικώς, δήλον ότι εν τω αγίω Πνεύματι του Ιησού και Σωτήρος ημών Χριστού.

Συνεπώς εν τη Εκκλησία και διά της εκκλησίας του Χριστού ο χρόνος ερμηνεύεται υπό του σοφού Παύλου, ως η καινή κτίσις. «Ώστε ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις· τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα», (Β´ Κορ. 5,17-18). Αυτής ακριβώς της εν Χριστώ καινότητος γενόμεθα κοινωνοί κατά την συμμετοχήν μας εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, εν τω οποίω ο Χριστός κατοικεί εν ταίς καρδίαις ημών (Πρβλ. Εφ. 3,17). «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ», (Ιωάν. 6,56).

Εξ άλλου ο χρόνος γίνεται καιρός ζωής αιωνίου κατά το βάπτισμα, ένθα λαμβάνομεν την σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και ενδυόμεθα τον Χριστόν: «όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», (Γαλ. 3,27) κηρύττει ο θεσπέσιος Παύλος. Τον καιρόν τούτον της δωρεάς της σφραγίδος του Αγίου Πνεύματος εχαρίσατο ημίν ο Θεός Πατήρ, ίνα καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού και καταστώμεν αγαπητοί τω Θεώ, ακούοντες εις το παράγγελμα του Αποστόλου Βαρνάβα λέγοντος: «Δεί ούν ημάς περί των ενεστώτων επί πολύ ερευνώντας εκζητείν τα δυνάμενα σώζειν, φύγωμεν ούν τελείως από πάντων των έργων της ανομίας, μήποτε καταλάβη ημάς τα έργα της ανομίας· και μισήσωμεν την πλάνην του νυν καιρού, ίνα εις τον μέλλοντα αγαπηθώμεν».

Καθίσταται σαφές ότι η εναλλαγή του εκκλησιαστικού χρόνου, δηλονότι του καιρού αφορά ουχί εις την διάκρισιν ωρών, ημέρας και νυκτός, εβδομάδων και μηνών, αλλά «την εις τον Θεόν μετάνοιαν και πίστιν την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν», (Πρξ. 20,21) κατά τον Ευαγγελιστήν Λουκάν. Τούτο καταμεμήνυκεν και ο πάνσοφος Παύλος λέγων: «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας», (Β´ Κορ. 6,2).

Κατά τον νυν καιρόν της εναλλαγής του χρόνου, όπου υποφώσκει η αποστασία και η ανομία αφ’ ενός· και η ανθρωπότης δοκιμάζεται από πολέμους και διαμάχας και «εκ παντός φαύλου πράγματος», (Πρβλ. Ιακ. 3,16) αφ’ ετέρου, καλούμεθα, ίνα αναλογισθώμεν τα παραπτώματα ημών και «μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργαζόμενοι», (Πρβ. Φιλιπ. 2,12).

Την εν Χριστώ τω Θεώ Λόγω ενανθρωπήσαντι και σαρκωθέντι εκ των αγνών αιμάτων της υπερευλογημένης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, ανατολήν του νέου χρόνου εορτάζοντες, ικετεύσωμεν τον Μέγαν της Καππαδοκίας Ιεράρχην άγιον Βασίλειον τον ουρανοφάντορα, ίνα πρεσβεύη τω σαρκί περιτμηθέντι Κυρίω και Θεώ και Σωτήρι ημών Ιησού Χριστώ υπέρ των ψυχών ημών, υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, και ιδιαιτέρως της δοκιμαζομένης ζώνης της Γάζης και της ευρυτέρας περιοχής της Μέσης Ανατολής, ου μην αλλά και υπέρ παύσεως των σχισμάτων και θεραπείας της διαρραγείσης ενότητος της Μιάς, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Μετά του υμνωδού είπωμεν: «ο άρρητω σοφία συστησάμενος τα σύμπαντα, Λόγε Χριστέ ο Θεός, ο καιρούς και χρόνους ημίν προθέμενος, τα έργα των χειρών Σου ευλόγησον· το παρόν νέον έτος ως αγαθός ευλογήσας φύλαττε εν ειρήνη και ενότητι, την Εκκλησίαν Σου, την Γεραράν ημών Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα, το ευσεβές χριστεπώνυμον ημών ποίμνιον, την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ και το ευσεβές έθνος και γένος των Ρωμαίων Ορθοδόξων. Αμήν».

Ευλογημένον και ειρηνικόν το Νέον έτος 2024.

Έτη πολλά!”

Εν συνεχεία εψάλη το απολυτίκιον της Περιτομής «μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες» και του Μεγάλου Βασιλείου «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ως δεξαμένην τον λόγον σου». Εν συνεχεία ο Μακαριώτατος έκοψε την πίτταν, ευχόμενος αίσιον και ευλογημένον και ειρηνικόν τον Νέον Έτος 2024 και διένειμεν αυτήν εις τους παρόντας.

Τέλος, οι μαθηταί της Πατριαρχικής Σχολής Σιών έψαλλον τα κάλαντα «εμείς η νέα γενεά του Παναγίου Τάφου» εις το Πατριαρχείον και εις τας οικίας των Αγιοταφιτών Πατέρων και εις τας οικίας μελών της Ελληνικής Παροικίας.

Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων