Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων

Την Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2022, εoρτάσθηκε από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940.

Κατά την ημέρα αυτή περίπου στις 10.30 μ.μ. τελέσθηκε Δοξολογία στο Καθολικό του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως.

Η Δοξολογία αυτή τελέσθηκε ως ευχαριστία προς τον Θεό για την βοήθειά Του στο έθνος μας να αποκρούσει και νικήσει τις Γερμανικές Ναζιστικές και Ιταλικές Φασιστικές δυνάμεις κατά τον πόλεμο του 1944-1945, ως δέηση υπέρ αναπαύσεως των αγωνισαμένων και ηρωικώς πεσόντων στον αγώνα αυτό των πατέρων μας.

Της Δοξολογίας προέστη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος, συνιερουργούντων Αυτώ των Αγιοταφιτών Αρχιερέων και Ιερομονάχων και διακόνων και μετέχοντος του Γενικού Προξένου της Ελλάδος εις τα Ιεροσόλυμα κ. Ευαγγέλου Βλιώρα και του προσωπικού του Ελληνικού Γενικού Προξενείου, Αγιοταφιτών μοναχών, μελών της Ελληνικής Πρεσβείας και του Αραβοφώνου ποιμνίου του Πατριαρχείου.

Μετά την Δοξολογία ακολούθησε δεξίωση στο Πατριαρχείο.

Εκεί ο Πατριάρχης προσεφώνησε την κάτωθι προσφώνηση στα Ελληνικά:

“Εκλαμπρότατε Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος κ. Ευάγγελε Βλιώρα,

Σεβαστοί Άγιοι Πατέρες και Αδελφοί,

Ευλαβείς Χριστιανοί και προσκυνηταί,

Η εορτή της επετείου της 28ης Οκτωβρίου του 1940 αποτελεί ιερόν μνημόσυνον του ιστορικού ανεξιτήλου γεγονότος των υπέρ της υπερασπίσεως της τιμής, της ελευθερίας, και της εθνικής εδαφικής ακεραιότητος των πεσόντων πατέρων και αδελφών ημών κατά της αλαζόνος εισβολής των στρατιωτικών δυνάμεων του Ναζισμού και του Φασισμού.

Αι ομαδικαί και εν ψυχρώ εκτελέσεις αθώων συνανθρώπων ημών, ανδρών και γυναικοπαίδων, αλλά και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και της συστηματικής γενοκτονίας εκατοντάδων, χιλιάδων ανθρώπων είναι τα αδιάψευστα μαρτύρια των υπό του διαβολικού μίσους διακατεχομένων Ναζιστών. «Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί», (Α’ Ιωάν. 3,15), λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος.

Διό και η Μετριότης ημών, συνοδευομένη υπό των τιμίων μελών της Γεραράς Αγιοταφιτικής ημών Αδελφότητος ως και ευσεβούς λαού μετά των παρεπιδημούντων προσκυνητών, κατήλθομεν εις τον Πανίερον Ναόν της Αναστάσεως, ένθα ανεπέμψαμεν ευχαριστήριον δοξολογίαν «τω Αγίω Τριαδικώ Θεώ, τω διδόντι ημίν το νίκος διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», (Πρβλ. Α’ Κορ 15,57).

Προσέτι δε εδεήθημεν υπέρ αιωνίας μνήμης και μακαρίας αναπαύσεως των ψυχών των ηρωικώς αγωνισαμένων και δη των υπέρ της πίστεως και της πατρίδος του ευλογημένου ημών γένους και έθνους μαρτυρησάντων.

Η βλασφημία προς το ανθρώπινον πρόσωπον, η έκδηλος άνοια, η υπερηφάνεια και η αφροσύνη των Ναζιστών, τα πονηρά ταύτα, τα προκαλέσαντα τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, δυστυχώς ουδένα εσυνέτισαν, ως λέγει και ο ψαλμωδός: «Κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων του ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν· πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν», (Ψαλμ. 13, 2-3).

Λέγομεν τούτο, διότι η επιδειχθείσα αυτοθυσία των Ελλήνων αγωνιστών εις το πεδίον της μετωπικής μάχης κατά των αδιστάκτων εισβολέων επί των κορυφών των αγρίων Βορειοηπειρωτικών βουνών, εφλέγετο από το πυρ της αγάπης διά την πατρίδα και την ελευθερίαν. Γενεσιουργός αιτία του αξιοθαυμάστου ηρωισμού των Ελλήνων ήτο η πίστις εις τον Θεόν και εις την δύναμιν της προσευχής.

Το Ελληνοχριστιανικόν και δη το Ελληνορθόδοξον τούτο φρόνημα, το οποίον προβάλλει σήμερον η πανηγυρική αύτη επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 εθαύμασαν τα έθνη και οι λαοί της γης. Και τούτο, διότι οι πολέμιοι ημών «συνεποδίσθησαν και έπεσαν, ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν», (Πρβλ. Ψαλμ. 19,9).

Η εποποιΐα του 1940 ανεγνωρίσθη διεθνώς ως εξέχον γεγονός της παγκοσμίου ιστορίας αφ’ ενός και διακεκριμένος σταθμός της ιστορικής πορείας του Ελληνικού Έθνους αφ’ ετέρου. Η εποποιΐα του 1940 κατέδειξε μετά παρρησίας ότι «ου γαρ άδικος ο Θεός», (Εβρ. 6-10) και «η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα», (Β’ Κορ. 9,9).

Σήμερον η ανθρωπότης απειλείται υπό κεκαλυμμένων μορφών του Ναζισμού και του Φασισμού, και αναφερόμεθα εις την βιαίαν εισβολήν της ιδεολογίας της καλουμένης «Νέας Τάξεως πραγμάτων», όπου μία διεθνής άρχουσα πολιτικής και οικονομικής ομάς «σκολιών και διεστραμμένων», (Φιλιπ. 2,15), ανθρώπων –κατά Παύλον- επιβάλλουσιν και νομιμοποιούσιν εν ονόματι των ανθρωπίνων δήθεν δικαιωμάτων την νοσηράν εθελοθρησκείαν αυτών. Δεν λείπουν και εκείνοι οι οποίοι αλλοιώνουν την ιστορικήν αλήθειαν, μειώνοντες ούτω την ηθικήν αξίαν των ιδανικών, τα οποία ανέδειξαν το ανεπανάληπτον έπος του 1940.

Διό και καλούμεθα να διαφυλάξωμεν το έπος του 1940 ως ιεράν παράδοσιν διά τας επερχομένας γενεάς, ακούοντες εις το παράγγελμα του σοφού Παύλου λέγοντος: «Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε», (Α΄ Κορ. 16,13). Την παρακαταθήκην ταύτην της Ορθοδόξου ημών πίστεως και ιεράς παραδόσεως ως και πολιτισμικής και ιστορικής κληρονομίας επεσφράγισε το θυσιαστικόν αίμα των μαρτύρων και αγωνιστών της ελευθερίας, αλλά και το ασάλευτον εθνικόν Ρωμαιο-Ορθόδοξον φρόνημα του λαού κατά των ισχυρών στρατιωτικών Γερμανικών δυνάμεων.

Κατακλείοντες αναβοήσωμεν:

Ζήτω το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου του 1940!

Ζήτω το ευσεβές Γένος των Ρωμαίων!

Ζήτω η Ελλάς!

Ζήτω η Γεραρά Αγιοταφιτική ημών Αδελφότης!”.

Ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος απήντησεν εις το Μήνυμα του Μακαριωτάτου ως έπεται:

«Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,

Σεβαστοί Πατέρες,

Αγαπητά παιδιά,

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Κυρίες και κύριοι,

Με εθνική υπερηφάνεια, οι απανταχού Έλληνες, γιορτάζουμε σήμερα την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, εστιακό σημείο μνήμης και τιμής για μία από τις ενδοξότερες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας μας που συμπυκνώνει τις μνήμες, τα βιώματα και τις αξίες που καθοδηγούσαν πάντοτε τον εθνικό μας βίο.

Η σημερινή επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940, 82 χρόνια από εκείνη την ένδοξη στιγμή που αποτελεί σημείο αναφοράς για τον απανταχού Ελληνισμό, μας δίνει την ευκαιρία να ανακαλέσουμε στη σκέψη και στην καρδιά μας τη γενιά των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών που γέμισαν την συλλογική μας Ιστορία με αμέτρητες σελίδες ηρωισμού, αυταπάρνησης και αυτοθυσίας.

Στα βουνά της Ηπείρου, στις χαράδρες της Αλβανίας, στα Οχυρά της Μακεδονίας, στα νερά του Αιγαίου, της Μεσογείου και του Ατλαντικού, στη Μέση Ανατολή, στην κατεχόμενη Ελλάδα, σε όλα τα «μέρη όπου δεν είχε καθημερινές και σκόλες», σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, οι Έλληνες, έδωσαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν για να διαφυλάξουν την εθνική μας ανεξαρτησία και ακεραιότητα, διαχρονικά ιδανικά όλων των Αγώνων του Έθνους από το 1821, μέχρι και σήμερα.

O Γιώργος Σεφέρης, αποσπασθείς από το Υπουργείο Εξωτερικών στη Διεύθυνση Εξωτερικού Τύπου στο αρμόδιο υφυπουργείο, κατέγραψε στο ημερολόγιο του την ιστορική εκείνη μέρα, ως ακολούθως: «Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.»

Και το «μεγάλο μεσημέρι» ένωσε και συνέγειρε ολόκληρη την Ελλάδα. Οργανισμοί, φορείς, πνευματικά ιδρύματα, η Εκκλησία, απλοί πολίτες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, όλοι συμμετέχουν άμεσα στην τιτάνια προσπάθεια για την ενίσχυση του μετώπου. Όπως γράφει η ιστορικός Μαρίνα Πετράκη: «με ενθουσιασμό και πάθος, που συνδαύλιζαν οι σημαίες, τα πολεμικά εμβατήρια και η φωνή του εκφωνητή στο ραδιόφωνο, [οι Έλληνες] ντύνονται στο χακί και ξεκινούν για το μέτωπο, ωσάν να πηγαίνουν σε γιορτή. Και ήταν πράγματι γιορτή. Η πιο λαμπρή γιορτή της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Αν και είχαν στη διάθεσή τους πέντε ημέρες για να παρουσιαστούν, το ογδόντα τοις εκατό παρουσιάστηκε την πρώτη μέρα».

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρύσανθος, σε μήνυμά του την 28η Οκτωβρίου 1940, εμψυχώνει τους Έλληνες, θυμίζοντάς τους τη δύναμη της πίστης και της προσευχής.

«Ἡ Ἐκκλησία πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος, εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί του Θεοῦ, θά σπεύσουν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ ν΄ ἀγωνισθούν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς Ἐλευθερίας καί τιμῆς καί θά συνεχίσουν οὕτω τήν ἀπ’ἀπ’ αἰώνων πολλῶν ἀδιάκοπον σειράν τῶν τιμίων καί ἐνδόξων ἀγώνων [….] Καί μή φοβούμεθα ἀπό τῶν ἀποκτεινόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι, [Ματθ. 10-28]. Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν καί Αὐτός θά εἶναι βοηθός καί ἀντιλήπτωρ ἐν τῇ ἀμύνῃ κατά τῆς ἀδίκου ἐπιθέσεως τῶν ἐχθρῶν. Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καί ἐν τῇ γενναιότητι καί ἀνδρείᾳ μεγαλυνθησόμεθα.»

Η πολεμική ατμόσφαιρα δημιουργεί μια πρωτοφανή άμιλλα, που παρακινεί και συνεπαίρνει μια τεράστια στρατιά αμάχων στα μετόπισθεν, που πολεμά δίπλα στη στρατευμένη δύναμη της πρώτης γραμμής, δημιουργώντας μια ανεπανάληπτη στιγμή στην ελληνική Ιστορία.

Σε όλους, τους γνωστούς και τους άγνωστους, στρατιώτες και πολίτες, που υπερασπίστηκαν με ηρωισμό, αυταπάρνηση, αυτοθυσία και ανδρεία την εθνική μας αξιοπρέπεια στη διάρκεια του πολέμου και αργότερα, στα χρόνια της σκληρής κατοχής, μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας. κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ.

Ως Έλληνες που έχουμε το προνόμιο και την ευθύνη να εγκαταβιούμε ή να υπηρετούμε στην Αγία Γη, ανακαλούμε, σήμερα, με συγκίνηση, στη μνήμη μας, τους ογδόντα πεσόντες που άφησε η Ελλάδα σ’ αυτά τα χώματα, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στα Κοιμητήρια της Χάιφα, της Ρέμλης και στην πόλη της Γάζας.

Το Αεροδρόμιο του Ακίρ, πλησίον της πόλης Ρέμλη, ήταν και η κοιτίδα για την αναγέννηση της Πολεμικής μας Αεροπορίας στη Μέση Ανατολή το Σεπτέμβριο του 1941.

Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να λησμονούμε ότι, όταν οι τύχες του Πολέμου εμφανίζονταν αρνητικές για το Συμμαχικό Αγώνα, τα Ιεροσόλυμα και το Γενικό Προξενείο της Μητρός Πατρίδος στην πόλη αυτή απετέλεσαν, από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο του 1942, την έδρα της Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, με τον μακαριστό Πατριάρχη Τιμόθεο, την Αγιοταφιτική Αδελφότητα και τον Ελληνισμό της πόλης, στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες Μικρασιάτες να προσφέρουν κάθε δυνατή αρωγή, στον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο, στα μέλη της Κυβέρνησης, στους αξιωματικούς και στα στελέχη των Ενόπλων μας Δυνάμεων, σε υπηρεσιακούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και ο Γιώργος Σεφέρης και σε πρόσφυγες, από την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, μεταξύ των οποίων και ο συγγραφέας Στρατής Τσίρκας.

Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου δεν μαρτυρεί απλώς ένα ιστορικό γεγονός, αλλά φανερώνει τη συλλογική μας ταυτότητα βασισμένη στις πανανθρώπινες αξίες: τη δημοκρατία, την αγάπη για την ελευθερία, την εθνική αξιοπρέπεια, την προσήλωση στην εκτέλεση του καθήκοντος και τη συνειδητοποίηση του χρέους απέναντι στην Ιστορία.

Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,

Σεβαστοί Πατέρες,

Αγαπητά παιδιά,

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Κυρίες και κύριοι,

Σε καιρούς δύσκολους και ιδιαίτερα συγκρουσιακούς, το Παλαίφατο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Αγιοταφιτική Αδελφότητα, μαρτυρούν και ενισχύουν το Αναστάσιμο Μήνυμα και τη διαχρονία της ορθοδόξου Πίστεως μας και της παρουσίας του Ελληνισμού στην Αγία Γη.

Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της Ορθοδόξου πίστεως και της Ελληνικής παραδόσεως παραμένει, ανά τους αιώνες, ζωντανό παράδειγμα θεοφόρου ζωής, πίστεως και ελπίδας και θεματοφύλακας των ηθικών και πνευματικών μας αξιών.

Στην εποχή μας, όπως και σε κάθε άλλη, η εθνική ενότητα και η εγρήγορση, η προσήλωση στις ηθικές και πνευματικές αξίες της ορθόδοξης πίστης μας και στα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αποτελούν βασικά εφόδια για την αποτελεσματική απόκρισή μας στις περιστάσεις.

Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 μας υπενθυμίζει πως η ομοψυχία, και η ισχυρή θέληση του ελληνικού λαού να διατηρήσει την ελευθερία και την εθνική υπερηφάνειά του, καθόρισαν και την νικητήρια έκβαση του αγώνα αυτού.

Με τις σκέψεις αυτές, καλώ όλους να αναφωνήσουν:

Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940!

Ζήτω η Ελλάδα!»

Το απόγευμα της ιδίας ημέρας έλαβε χώρα σχολική τελετή στην Πατριαρχική Σχολή επί του λόφου Σιών.