Η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως στην Ιερά Μονή του Τιμίου Σταυρού

Την Δ’ Κυριακή των Νηστειών, 14 Απριλίου 2024, εορτάσθηκε η εορτή της Προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού στην Ιερά Μονή του Τιμίου Σταυρού, την κειμένη στην Δυτική Νέα Ιερουσαλήμ παρά την Εβραική Βουλή.

Συμφώνως προς την κρατούσαν τάξιν, η εορτή αύτη εωρτάσθη μετά την Γ΄ Κυριακήν των Νηστειών εις τον Ναόν της Αναστάσεως και εις την Ιεράν Μονήν του Σταυρού, λόγω της παραδόσεως ότι το ξύλον του Σταυρού, επί του οποίου προσηλώθη ο Κύριος διά την σωτηρίαν ημών εφυτεύθη υπό του δικαίου Λωτ, κατόπιν οδηγίας του Πατριάρχου Αβραάμ, εις τον χώρον, εν τω οποίω ευρίσκεται η Ιερά Μονή.

Διά την εορτήν ταύτην ετελέσθη Εσπερινός αφ’ εσπέρας υπό Αγιοταφιτών Ιερομονάχων, ων πρώτος ο Αρχιμανδρίτης π. Ιερώνυμος. Την πρωΐαν ετελέσθη θεία Λειτουργία, της οποίας προεξήρξεν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος, συλλειτουργούντων του Μητροπολίτου Ναζαρέτ κ. Κυριακού, του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου και του Αρχιεπισκόπου Θαβωρίου κ. Μεθοδίου, Αγιοταφιτών Ιερομονάχων, ων πρώτος ο Δραγουμάνος Αρχιμανδρίτης π. Ματθαίος του ηγουμένου εν Μαδηβά Αρχιμανδρίτου π. Ιερωνύμου, του π. Ιωάννου Αουάδ και άλλων Πρεσβυτέρων, παρουσία της Εκπροσώπου του Ελληνικού Γενικού Προξενείου εις τα Ιεροσόλυμα κ. Άννης Μάντικα και προσευχομένων μοναχών, μοναζουσών και μελών του Αραβοφώνου ημών ποιμνίου.

Εις το Κοινωνικόν της θείας Λειτουργίας ο Πατριάρχης κήρυξε τον θείον λόγον ως έπεται:

«Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω», (Γαλ. 6,14), κηρύττει ο σοφός Απόστολος Παύλος.

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Ευλαβείς Χριστιανοί,

Η δύναμις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού συνήγαγε πάντας ημάς εν τω Ιερώ τούτω τόπω, ένθα το τρισύνθετον δένδρον εφυτεύθη και η επώνυμος του Σταυρού Ιερά Μονή ανηγέρθη, ίνα εορτίως και ευχαριστιακώς προσκυνήσωμεν το Ξύλον του Σταυρού, δι’ ου ο Θεός, ο Βασιλεύς ημών προ αιώνων «ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης», (Ψαλμ. 72,12) ως προφητικώς ψάλλει ο Δαυΐδ.

Όντως, ο διά των παθημάτων, δηλονότι του σταυρού «τελειωθείς [Ιησούς] εγένετο τοις υπακούουσιν Αυτώ πάσιν αίτιος σωτηρίας αιωνίου», (Εβρ. 5,9) ως κηρύττει ο θείος Παύλος.

Ο Τίμιος Σταυρός, ο οποίος ανεδείχθη το όργανον της απολυτρώσεως είναι αρρήκτως συνδεδεμένος με τον θάνατον, τον πόνον, και το αίμα του Χριστού, «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος Αυτού και την άφεσιν των παραπτωμάτων κατά τον πλούτον της Χάριτος Αυτού», (Εφ. 1, 7-8), ως λέγει και πάλιν ο σοφός Παύλος.

Κατά δε την αποκάλυψιν του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ο σταυρός είναι το σωτήριον ξύλον, δηλαδή «το ξύλον της ζωής». «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (Αποκάλ. 2,7). Και αναλυτικώτερον: «Εις εκείνον ο οποίος θα νικήση εις τον κατά του σατανά και της αμαρτίας αγώνα, θα δώσω εις αυτόν να φάγη από το ξύλον της ζωής. Θα τον αξιώσω δηλαδή, να απολαύση τα αιώνια αγαθά μέσα εις τον Παράδεισον του Πατρός μου, ο Οποίος κατά την ανθρωπίνην μου φύσιν είναι και Θεός μου», λέγει Κύριος.

Ο Μέγας Αθανάσιος, θαυμάζων το σχέδιον του Θεού, ο Οποίος διά του σταυρού οδηγεί τους πιστούς εις την σωτηρίαν και κατατροπώνει το έργον του διαβόλου λέγει: «Ω θείας αληθώς σοφίας και μηχανής ουρανίου! Σταυρός επήγνυτο και ειδωλολατρεία κατεστρέφετο. Σταυρός εγείρετο και διαβολική δυναστεία κατεδικάζετο», (P.G. 28, 1056)

Κατεδικάσθη δε ο διάβολος εκ της απείρου αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον: «Γίνεσθε ούν μιμηταί του Θεού, ως τέκνα αγαπητά και περιπατήτε εν αγάπη, καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ εις οσμήν ευωδίας», (Εφ. 5, 1-2), κηρύττει ο θεσπέσιος Παύλος.

Αξιοσημείωτον ότι η ζώσα προσφορά και θυσία του Χριστού εγένετο επί του ξύλου του Σταυρού, διό και ο Σταυρός ονομάζεται και «θυσιαστήριον». «Εν αυτώ γαρ ετέθη ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», (Ιωάν. 1,29) «Μείζον»… ενταύθα το δώρον του θυσιαστηρίου και υπό του δώρου το θυσιαστήριον αγιάζεται».

Με άλλα λόγια, ο Χριστός, ο Οποίος είναι το δώρον, είναι «μείζων», δηλαδή ανώτερος του θυσιαστηρίου, διά τούτο και το θυσιαστήριον, τουτέστιν το ξύλον του σταυρού, αγιάζεται από το προσφερόμενον δώρον, τον θυσιαζόμενον Χριστόν. Κατά τον άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν το ξύλον του σταυρού είναι αληθές και σεβάσμιον, εν ω Εαυτόν εις θυσίαν υπέρ ημών ο Χριστός προσενήνοχεν… αγιασθέν τη αφή του Αγίου Σώματός τε και Αίματος», δι’ ο και «προσκυνητέον». Επί πλέον δε «προσκυνούμεν και τον τύπον του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ει και εξ ετέρας ύλης γεγένηται, ου την ύλην τιμώντες, μη γένοιτο, αλλά τον τύπον ως Χριστού σύμβολον».

Εις ομιλίαν Του ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, λεχθείσαν εις την προσκύνησιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού εν τη μέση εβδομάδι της Αγίας Τεσσαρακοστής λέγει εγκωμιαστικώς: «Χαίρε Σταυρέ Τίμιε, εν ω τας χείρας υφαπλώσας ο του Θεού Υιός και Λόγος, ενηγκαλίσατο ημάς και προσήγαγε τω επουρανίω Πατρί … και εν σοι, Τίμιε Σταυρέ, εκχυθέντος του θεορρύτου αίματος του Υιού και Λόγου του αοράτου Πατρός».

Τούτον τον Τίμιον Σταυρόν προετύπωσε το ξύλον της ζωής, το εν παραδείσω υπό Θεού πεφυτευμένον· επεί γαρ διά ξύλου ο θάνατος, έδει διά ξύλου δωρηθήναι την ζωήν και την ανάστασιν». «Αυτόν τον Τίμιον Σταυρόν προετύπωσε το δένδρον της ζωής, το οποίον εφυτεύθη εις τον Παράδεισον από του Θεού. Επειδή δε διά μέσου του ξύλου προήλθεν ο θάνατος, έπρεπε και διά μέσου του ξύλου να προέλθη η ζωή και η ανάστασις», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Και επειδή ο Θεός ημών Σωτήρ πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι (Τιμ. Α’ 2-4) κατ’ αρχάς μεν εφύτευσεν το ξύλον της ζωής εν μέσω του Παραδείσου, όταν δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου, εφύτευσε το ξύλον της σωτηρίας εν τω μυστικώ Παραδείσω, τουτέστιν εν τη Παρθένω Μαρία, εξ ου εβλάστησεν εκ των αγνών αυτής αιμάτων ο Χριστός, ως υμνολογικώς αναφωνεί ο άγιος Κοσμάς Επίσκοπος Μαιουμά λέγων: «Μυστικός ει, Θεοτόκε, Παράδεισος, αγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, υφʼ ου το του Σταυρού, ζωηφόρον εν γη, πεφυτούργηται δένδρον· διʼ ου νυν υψουμένου, προσκυνούντες αυτόν, σε μεγαλύνομεν».

Ο καρπός του ζωηφόρου δένδρου του Σταυρού, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι το Σώμα και το Αίμα του εκ νεκρών Αναστάντος Χριστού, του Οποίου καλούμεθα να φάγωμεν και να πίωμεν κατά το παράγγελμα Αυτού: «αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς», (Ιωάν. 6,53). «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ», (Ιωάν. 6,56).

Ο σοφός Παύλος συχνάκις αναφέρεται εις το απολυτρωτικόν Αίμα του σταυρού του Χριστού. Και τούτο, διότι μέσω αυτού του Αίματος δικαιωνόμεθα, σωζόμεθα, (Ρωμ. 5,9), εξαγοραζόμαστε (Εφ.1,7), γινόμεθα κτήμα του Θεού (Πραξ. 20, 28) και διατρανούται η μεταξύ των πιστών ενότης και κοινωνία εν τω ευχαριστιακώ ποτηρίω, (Α’ Κορ. 10,16/11, 25-28), προσέτι δε καταγγέλλεται ο θάνατος του Κυρίου, και διακηρύσσεται η έλευσίς Του «οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη», (Α΄ Κορ. 11,25).

Ιδού λοιπόν διά τι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υμνολογικώς λέγει: «Τον ζωοποιόν σου Σταυρόν, απαύστως προσκυνούντες, Χριστέ ο Θεός, την τριήμερόν σου Ανάστασιν δοξάζομεν· δι’ αυτής γαρ ανεκαίνισας, την καταφθαρείσαν των ανθρώπων φύσιν παντοδύναμε, και την εις ουρανούς άνοδον καθυπέδειξας ημίν, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος».

Ημείς δε, αγαπητοί μου αδελφοί , παρακαλέσωμεν την Μητέρα του Θεού, την τεκούσαν τον εν Σταυρώ υψωθέντα σαρκί, ίνα τη πολυδυνάμει του Τιμίου Σταυρού αξιωθώμεν φθάσαι την λαμπροφόρον Ανάστασιν του Σωτήρος ημών. Αμήν. Έτη πολλά και ειρηνικά».

Άμα τη Απολύσει έλαβε χώραν η τελετή και η λιτανεία της Προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού, ως ορίζει το Τυπικόν.

Εν συνεχεία παρετέθη υπό του ηγουμένου Αρχιμανδρίτου π. Χριστοδούλου σεμνόν κέρασμα εις το ηγουμενείον.

Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων