Από βοσκός, ταπεινός λευίτης με προστάτες του τους Αρχαγγέλους

Ανάμεσα στις αγιασμένες μορφές του 20ού αιώνα -και υπήρξαν πολλές- ξεχωριστή θέση κατέχει ένας απλός αλλά ευλαβέστατος έγγαμος κληρικός, εφημέριος του Ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο χωριό Πλάτανος των Τρικάλων, ο παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης.

Γενέτειρα του ήταν το χωριό στο οποίο διετέλεσε εφημέριος επί 42 χρόνια, ο Πλάτανος.

Γεννημένος το 1902, ήταν τελειόφοιτος μόνο του δημοτικού. Ωστόσο η Θεία Χάρη, που επιλέγει θεοσεβείς και απλούς στην καρδιά για να κατοικήσει, όχι κατόχους τίτλων σπουδών, είχε από νωρίς επισκεφθεί τον μακάριο λευίτη, ο οποίος, εργαζόμενος ως βοσκός προβάτων, είχε διαρκώς μνήμη Θεού και πολύ συχνά έκλεινε τα πρόβατα στο μαντρί για να πάει να εκκλησιαστεί. Ή, όταν αυτό δεν ήταν εφικτό, όπου κι αν βρισκόταν, έκλαιγε γονυπετής, ζητώντας το θείο έλεος.

Είχε την αίσθηση της ζωντανής παρουσίας των Αγίων, που η καθαρότητα του βίου του τους κρατούσε πάντα κοντά του, ενώ ιδιαίτερη σχέση είχε με τους Παμμέγιστους Ταξιάρχες, στους οποίους ήταν αφιερωμένος ο ναός της κοινότητάς του.

Και τον ναό αυτό από λαϊκός ακόμα, σχεδόν από την παιδική ηλικία, επισκεπτόταν καθημερινά για να ζητήσει τη βοήθειά τους. Ο εν λόγω δεσμός συνεχίστηκε έως το τέλος του επίγειου βίου του. Και με παρρησία προσερχόταν για να υποβάλει κάθε αίτημά του και να λάβει την απάντηση σε αυτό.

ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ

Πολλά είναι τα θαυμαστά περιστατικά του βίου του και ουκ ολίγες οι φορές που βρέθηκε σε μεγάλους κινδύνους και ανάγκες. Και οι ασώματοι προστάτες του τον βοηθούσαν κάθε φορά με τρόπο θαυμαστό. Αλλά και άλλοι Αγιοι και η ίδια η Κυρία Θεοτόκος τον επισκέφθηκαν υπερφυώς πολλές φορές.

Μάλιστα, η Θεοτόκος τον προσκάλεσε στο Περιβόλι της. Να πώς το διηγείται και το καταγράφει ο Στυλιανός Κεμεντζετζίδης στο βιβλίο «Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης»: «Την 7ην Ιουνίου, Παρασκευή, εργαζόμουν όλη τη μέρα στο κτήμα μου, μακριά από τον κόσμο. Ολη τη μέρα έψαλλα διάφορα κατανυκτικά τροπάρια και προπαντός της Θεοτόκου. Δεν αισθανόμουν ούτε κούραση ούτε πείνα, ούτε και τον καύσωνα της μέρας. Εκάθησα λίγο να ξεκουραστώ. Εκεί και ακούω μια φωνή να λέγει: “Είσαι ευπρόσδεκτος όπως έλθεις στο Αγιον Ορος, στη μεγάλη μου εορτή. Θα γράψεις στους Δανιηλαίους και αυτοί θα σε τακτοποιήσουν. Τώρα σε περιμένω να έρθετε”».

Και ήρθαν ξανά τα πέτρινα χρόνια. Πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος σπαραγμός. Οι αντάρτες ήθελαν να τον εξοντώσουν, γιατί δεν προσχώρησε σε αυτούς, διέκρινε τις πραγματικές προθέσεις τους και τις επισήμανε στο ποίμνιό του, τονίζοντας ότι η ιδεολογία τους ήταν εχθρική προς το έθνος και την Εκκλησία.

Αυτό, βέβαια, προκάλεσε το μένος των ανταρτών εναντίον του ταπεινού λευίτη. Προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον βγάλουν από τη μέση. Ωστόσο ο παπα-Δημήτρης είχε ισχυρούς προστάτες, που δεν θα εγκατέλειπαν ποτέ αβοήθητο τον ιερέα του ναού τους.

Μια από τις πολλές περιπτώσεις που σώθηκε χάρη στην παρέμβαση των Ταξιαρχών ήταν και η ακόλουθη: Κάποια Κυριακή του Οκτωβρίου του 1945, όταν ο Εμφύλιος μαινόταν, επέδραμαν έφιπποι αντάρτες στον Πλάτανο. Στόχος τους ήταν κυρίως ο παπα-Δημήτρης, ο οποίος, μόλις αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, χτύπησε την καμπάνα και κατευθύνθηκε στο διπλανό χωριό. Οι καβαλάρηδες όμως τον πρόφτασαν και τον περικύκλωσαν. Ο λειτουργός του Υψίστου στην κρίσιμη στιγμή σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και φώναξε: «Μιχαήλ Αρχιστράτηγε, σώσε με, κινδυνεύω!» Και τότε, όπως διηγείται ο Χ. Μπούσιας, ο Αρχάγγελος παρουσιάστηκε σαν αστραπή, πλησίασε τον επικεφαλής του αποσπάσματος και έκοψε με το σπαθί του τα λουριά της σέλας του αλόγου, ανατρέποντας έτσι τον αναβάτη. Οι αντάρτες έμειναν αποσβολωμένοι, φοβισμένοι, αμίλητοι. Ο αρχηγός τους σηκώθηκε από το έδαφος και είπε στον παπα-Δημήτρη: «Συγχώρεσέ μας, παπά μου. Να πας στο καλό, έχεις ισχυρούς προστάτες!»

ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΑΝ ΜΥΡΟ

Τα χρόνια κύλησαν και ο παπα-Δημήτρης συνέχισε να επιτελεί τα ιερατικά καθήκοντά του με φόβο Θεού και με αγάπη για τους ενορίτες του. Η Θεία Χάρη τον αξίωσε να επιτελεί θαυμαστά σημεία, ένα εκ των οποίων διηγήθηκε ο κ. Μπούσιας, όπως το άκουσε από τον άλλο μεγάλο Οσιο, τον γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο.

Σε κάποια εκδρομή στον Πλάτανο, που την είχε οργανώσει ο γέροντας Φιλόθεος, είπε στους προσκυνητές που ήταν μαζί του να τοποθετήσουν βαμβάκια στη βάση του Εσταυρωμένου, πίσω από την Αγία Τράπεζα. Οταν τελείωσε η θεία λειτουργία, στην οποία συλλειτούργησαν οι δύο αυτές οσιακές μορφές, τα βαμβάκια ήταν πλημμυρισμένα με μύρο!

Μεταξύ των μεγάλων πνευματικών αναστημάτων που συμπορεύτηκαν με τον παπα-Δημήτρη συγκαταλέγεται και ο Οσιος γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης. Η γνωριμία τους, όπως αναφέρει ο εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Βόλου, π. Χαρίλαος Παπαγεωργίου, έγινε την περίοδο που ο γέροντας βρισκόταν στα Μετέωρα, όπου ο παπα-Δημήτρης παιδιόθεν μετέβαινε για να εξομολογηθεί. Ο νεαρός τότε ιερομόναχος Αιμιλιανός εντυπωσιάστηκε βαθύτατα από την ευλάβεια του πολιού λευίτη, την οικείωσή του με τα ιερώς τελούμενα και με τους προστάτες του Αγίους Ταξιάρχες, την απλότητα και την ταπείνωσή του. Ο παπα-Δημήτρης, εξομολογούμενος αργότερα στον γέροντα, του αποκάλυψε πολλά από τα θαυμαστά βιώματά του και ο πνευματικός δεσμός τους διατηρήθηκε έως το οσιακό τέλος του παπα-Δημήτρη στις 29 Ιανουαρίου 1974.

Ο γέροντας Αιμιλιανός τον χαρακτηρίζει ως «ζωντανό και ενεργό μυστήριο», σαν «νέο Μωϋσή, που ζούσε μέσα στον θείο γνόφο, πάντοτε «ακέραιος, ανέλικτος, ασυγκατάβατος, σταθερός».

Θα τελειώσουμε τη σύντομη αυτή αναφορά μας στον παπα-Δημήτρη με τα λόγια του γέροντα Αιμιλιανού, όπως τα παραθέτει ο Στυλιανός Κεμεντζετζίδης στο τέλος του βιβλίου του: «Κατά τις τελευταίες ημέρες… ενόμιζον ότι εκοιμάτο και ενίοτε όταν ήρχοντο επισκέπται τον σκουντούσαν διά να τον εξυπνήσουν. Πόσον ελυπάτο τότε. Εξηγούσε μόνον εις ωρισμένα πρόσωπα: “Κάτι πράγματα, κάτι ύμνοι… Σαν κάτι που είχα ακούσει κάποτε, μα απείρως ανώτερα. Αλλα πράγματα…” “Ε, παπα-Δημήτρη. Τότε έβλεπες εις το πέραν. Τώρα δες προς τα εδώ… Τάχυνον να γίνωμε κι εμείς ιδικοί Του. Θυμάσαι; Μέσα στη νύκτα, εις το δοξαστικόν των Αίνων, όταν έπιασες το χέρι του συλλειτουργού σου; Και εδώσατε εντολήν εις τους ψάλτας, αντί Θεοτοκίου, να ψάλουν το Δοξαστικόν του Αγίου που είχε περάσει; Πέρασε τώρα πλέον συ ο ίδιος. Το Δοξαστικόν το ψάλλουν οι άγγελοι, το ψάλλουν και οι καρδιές μας…”»