Βεροία: Επέτειος 100 ετών από την μετεγκατάσταση από τις Αλησμόνητες Πατρίδες

Την Κυριακή του Τυφλού 6 Ιουνίου το πρωί o Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον Ιερό Ναό Υπαπαντής του Κυρίου Πατρίδας.

Με αφορμή την συμπλήρωση 100 ετών από την μετεγκατάσταση των Ελλήνων του Πόντου από τις αλησμόνητες πατρίδες στην τοπική κοινότητα της Πατρίδας Ημαθίας, τελέστηκε μνημόσυνο για τα θύματα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, ενώ στο τέλος ο πρώην νομάρχης κ. Κωνσταντίνος Καραπαναγιωτίδης μίλησε για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με τρισάγιο στο μνημείο πλησίον του Πολιτιστικού Συλλόγου «Ευστάθιος Χωραφάς» και κατάθεση στεφάνων.

Τις εκδηλώσεις τίμησαν με την παρουσία τους ο Υφυπουργός Οικονομικών κ. Απόστολος Βεσυρόπουλος, οι Βουλευτές του Νομού κ. Λάζαρος Τσαβδαρίδης, κ. Αναστάσιος Μπαρτζώκας και κ. Φρόσω Καρασαρλίδου, ο Αντιπεριφερειάρχης Ημαθίας κ. Κωνσταντίνος Καλαϊτζίδης, ο Δήμαρχος Βεροίας κ. Κωνσταντίνος Βοργιαζίδης, ο πρόεδρος της ΠΟΕ κ. Γεώργιος Βαρυθυμιάδης και λοιποί τοπικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί άρχοντες.

Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του κατά την Θεία Λειτουργία ανέφερε μεταξύ άλλων: «Τι εποίησέν σοι; πως ήνοιξέν σου τους οφθαλμούς;». Άλλο ένα θαύμα του Κυρίου μας μας παρουσίασε η σημερινή ευαγ­γελική περικοπή, το θαύμα της θεραπείας ενός εκ γενετής τυφλού, τον οποίο συνάντησε στον δρόμο. Και ενώ οι μαθητές του ρωτούν τον Χριστό ποια είναι η αιτία της τυφλώσεως αυτού του ανθρώπου, Εκείνος τον θεραπεύει με έναν ασυνήθιστο τρόπο, με έναν τρόπο που θα έλεγε κανείς ότι θα μπο­ρούσε να τον τυφλώσσει περισσό­τερο, παρά να τον θεραπεύσει. «Έπτυσεν χαμαί και εποίησεν πη­λον εκ του πτύσματος και επέ­χρισεν αυτού τον πηλόν επί τους οφθαλμούς».

Ο Χριστός κατασκευάζει πηλό από το χώμα της γης, αποκαθι­στω­ντας με τον ίδιο δημιουργικό τρόπο, με τον οποίο έπλασε ο Θεός τον πρώτο άνθρωπο, την αρχική ατέ­λεια, την τυφλότητα, γι᾽ αυτό και ο πηλός δεν τυφλώνει τον πάσχο­ντα. Στη συνέχεια τον στέλνει να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, παραπέμποντας έτσι στην κολυμβήθρα του αγίου βαπτίσμα­τος, που φωτίζει και αναγεννά τον άνθρωπο, όπως το φυσικό νερό χαρίζει στον εκ γενετής τυφλό το φως και μία νέα ζωή.

Αν όμως το θαύμα της θεραπείας του τυφλού είναι το πιο εντυπω­σιακό στοιχείο της σημερινής ευ­αγ­γελικής περικοπής, το πιο σημα­ντικό είναι οι αλήθειες που μας διδάσκει στη συνέχεια ο ιερός ευαγ­γελιστής Ιωάννης, παραθέτο­ντας τις συνομιλίες του τυφλού και τις αντιδράσεις των Φαρι­σαι­ων. Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι ο Χριστός δεν θαυματουργεί για να εντυπωσιάσει τους ανθρώπους είτε της εποχής του είτε της εποχής μας, ούτε για να θεραπεύσει έναν και μόνον άνθρωπο, όσο σημα­ντι­κο και αν είναι αυτό, αλλά θαυμα­τουργεί για να ωφελήσει τους αν­θρώπους κάθε εποχής και να μας διδά­ξει το αληθινό νόημα της πι­στεως.

Οι Φαρισαίοι εξετάζουν τον ανα­βλέψαντα τυφλό, βλέπουν το θαύ­μα, αλλά δεν θέλουν να το πιστεύ­σουν. Γνωρίζουν από τις προφη­τείες ότι ο Μεσσίας που θα έρθει θα θεραπεύει τις ασθένειες των αν­θρω­πων, αλλά τώρα που βλέπουν τις θεραπείες δεν θέλουν να πι­στεύ­σουν ότι έχουν ενώπιόν τους τον Μεσσία. Επιδεικνύουν την πι­στη τους, απαιτώντας την τήρηση του νόμου και καταδικάζοντας τον Χριστό, γιατί θεραπεύει κατά την ημέρα του Σαββάτου, αλλά όταν καλούνται να δείξουν την πίστη τους αναγνωρίζοντας το θαύμα, αυτοί το αμφισβητούν. Ρωτούν και ξαναρωτούν, αλλά τελικά δεν πι­στεύουν. «Σημείον επιζητούν, και σημείον ου δοθήσεται αυτοίς», γιατί η απιστία τους θέτει συνεχώς προσκόμματα στην πίστη, και ενώ θέλουν να δείξουν ότι ρωτούν για να πιστεύσουν, αυτοί παραμένουν στην απιστία τους, γιατί η πίστη τους ενοχλεί.

Δεν είναι όμως μόνο οι Φαρισαίοι της εποχής του Χριστού που δεν πιστεύουν στα θαύματα και αμφι­βάλλουν για τη θεότητά του. Το ίδιο κάνουμε και εμείς. Ζητούμε θαύ­ματα από τον Χριστό, και όταν συμβαίνουν θαύματα, εμείς αμφιβάλλουμε και δυσπιστούμε. Επινο­ούμε προφάσεις για να μην πιστεύ­σουμε. Εφευρίσκουμε επιχειρήμα­τα για να μειώσουμε τη σημασία τους ή για να τα δικαιολογήσουμε με την κοινή λογική. Χλευάζουμε τους ανθρώπους που τα υποστη­ρι­ζουν, που τα έζησαν, λέγοντάς τους ότι παραπλανήθηκαν, ή αφή­νουμε τους εαυτούς μας να παρα­συρ­θούν από τις αμφιβολίες και την απιστία άλλων. Ζητούμε θαύ­μα­τα για να πιστεύσουμε, αλλά αδιαφορούμε για όλα τα θαύματα που συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας, για το θαύμα της ίδιας της ζωής, για το θαύμα που ζούμε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και των άλλων ιερών μυστηρίων, για τα θαύματα που επιτελεί η χάρη του Θεού διά των αγίων μας και των ιερών τους λειψάνων.

Κάποιοι ίσως θα έλεγαν ότι θα περίμεναν κάποιο πιο «εντυπω­σια­κο» θαύμα για να παραδεχθούν ότι ο Χριστός κάνει και σήμερα θαύ­ματα. Όμως ο Χριστός δεν είναι θαυματοποιός ούτε θαυματουργεί ανάλογα με τα δικά μας μέτρα και τις δικές μας επιθυμίες. Θαυμα­τουρ­γεί από αγάπη προς τα πλα­σματά του και αφήνει στην ευχέ­ρεια των ανθρώπων να τα πιστεύ­σουν ή να μην τα πιστεύσουν.

Η πίστη στο θαύμα δεν εξαρτάται από το μέγεθος του θαύματος αλλά από την γνησιότητα της πίστεως. Όποιος δεν πιστεύει αυτά που θεω­ρεί μικρά, δεν θα πιστεύσει ούτε στα μεγάλα, όπως οι Φαρισαίοι δεν πιστεύουν ούτε στη θεραπεία του τυφλού αλλά ούτε και στην ανά­στα­ση του Χριστού. Αντίθετα, όποι­­ος πιστεύει στα «μικρά» θαύ­μα­τα, αυτός, κατά την υπόσχεση του Κυρίου μας, «και μείζω τούτων όψει».

Και ένα τέτοιο μεγάλο θαύμα, παρά την αδυναμία της πίστεώς μας, έχουμε την ευλογία να ζούμε και να τιμούμε σήμερα. Και αυτό δεν είναι άλλο παρά η συμπλή­ρωση 100 ετών από την εγκατά­στα­ση των προγόνων σας σε αυτόν εδώ τον τόπο, στην Πατρίδα.

Γιατί ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να φτασουν οι πατέρες σας στον τόπο αυτό μετά από τόσες ταλαιπωρίες που υπέστησαν και οι δικοί τους πατέρες;

Ποιος θα μπορούσε να φαντασθεί ότι θα αναζητούσαν εδώ μία νέα πατρίδα, αφήνοντας πίσω τους τον Πόντο και την περιοχή της Κιόλας για να αποφύγουν τις σφαγές τπων Τούρκων. Και όμως, έφθασαν με επικεφαλής τον Ευστάθιο Χωρα­φα, παίρνοντας μαζί τους όλα τα υπάρχοντά τους, ο,τι μπορούσε να μετακινηθεί, κυρίως όμως παίρ­νο­ντας μαζί τους και ο,τι μπορού­σαν να μεταφέρουν από την Εκ­κλη­σία της Υπαπαντής, το τέμπλο, τις εικό­νες, τα ιερά σκεύη και τα αμ­φια, τα βιβλία ακόμη και τις καμπά­νες.

Έφθασαν με πλοία στη Θεσσα­λονίκη. Εκεί, στις δύσκολες συν­θη­κες εξαιτίας της ελονοσίας κα­ποιοι δεν άντεξαν, οι υπόλοιποι όμως υπό την ηγεσία και πάλι του Ευστα­θίου Χωραφά και του δα­σκάλου Παύλου Ορφανίδη, ήλθαν εδώ, στο Τουρκοχώρι, όπως λεγό­ταν τότε, που έμοιαζε με τις αλη­σμόνητες πατρίδες, την Κασταμο­νή και το Ταχτα-γραν, και εγκατα­στάθηκαν, παρά την απόφαση του ελληνικού κράτους να εγκατα­σταθούν στο Κιλκίς, και μετονό­μασαν το χωριό Πατρίδα, αυτό το χωριό, το χωριό σας που συμπλη­ρώνει φέτος 100 χρόνια ζωής και ιστορίας, και έζησαν και ζούν το δικό τους θαύμα, χάρη στη δύναμη της ψυχής τους και τη βοήθεια του Θεού.

Τιμώντας σήμερα αυτή την επέ­τειο των 100 ετών της Πατρίδος, μνημονεύουμε τον αείμνηστο Ευ­στα­θιο Χωραφά και όλους όσους ήλθαν μαζί του από τις αλησμό­νητες πατρίδες και δημιούργησαν τη νέα Πατρίδα και συγχαίρουμε τον Σύλλογο, τους Προέδρους και τα μέλη του, που διατηρούν ζωντανή τη μνήμη της ιστορίας των πατέρων τους, τη μνήμη αυτού του θαύματος, και συνεχίζουν την ιστο­ρία. Και θα την συνεχίζουν εφόσον μένουν προσηλωμένοι στις παραδόσεις τους, αλλά και εφόσον μένουν συνδεδεμένοι με τον Θεό που ευλόγησε αυτό το θαύμα.