Τρία καμπανάκια που δεν ακούει η Ιεραρχία

© Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία της Ελλάδας

«Σύντροφοι δεν ψιχαλίζει, απλώς μας φτύνουν». Σε ένα ιστολόγιο του παλιού ΠΑΣΟΚ -του Ορθόδοξου- υπήρχε προ δεκαετίας γραφτεί αυτή η μνημειώδης λαϊκή φράση.

Ήθελε ο «σύντροφος», τότε να εφιστήσει την προσοχή γιατί έχαναν το τρένο των εξελίξεων. Μέχρι που ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ μας άφησε χρόνους.

Στο μυαλό ήρθε αυτή η φράση τώρα που πλησιάζει η συνεδρίαση της Ιεραρχίας του Οκτωβρίου. Γιατί η διοικούσα Εκκλησία δείχνει, στην πλειοψηφία της, να χάνει κι αυτή το τρένο των εξελίξεων.

Εξηγούμαι: Η Εκκλησία αντιμετωπίζει τρομερές και συγκλονιστικές προκλήσεις και απαντήσεις δεν δίνονται. Αν προσπαθούσαν οι Μητροπολίτες να δώσουν, θα ήταν ενθαρρυντικό. Κι ας μην έδιναν. Μόνον αναλώνονται πολλοί στο να ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις μεταξύ τους, να κάνουν πανηγύρια και γιορτούλες και να το ρίχνουν στις φιλολογικές συζητήσεις.

Βεβαίως χρειάζονται όλα. Καμία αντίρρηση. Άλλο αυτό κι άλλο να μην τολμούν να ασχοληθούν με σοβαρά θέματα. Αν το πιο σημαντικό θέμα μας είναι αν θα διχοτομηθεί η Μητρόπολη Αιτωλοακαρνανίας ή αν θα πρέπει ο Ταμασού να μνημονεύεται ή ο Αλεξανδρείας να αντικρούσει την εισπήδηση των Ρώσων κλπ.

Καταγράφω για την ιστορία τρία θέματα – καμπανάκια που θα μπορούσε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος να θίξει στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου. Δεν πρόκειται να συμβεί. Η ατζέντα είναι καθορισμένη και το πιο ενδιαφέρον είναι οι εκλογές σε Ηλεία, Δράμα, Γορτυνία και Αιτωλοακαρνανία. Δίνω όμως το στίγμα μήπως προβληματιστεί κανείς.

Πρώτο «καμπανάκι»: Οι ηλικίες που θρησκεύονται κάτω από τα 35 έτη είναι μειοψηφία. Στους ναούς βλέπεις, αν βλέπεις, άτομα πάνω από τα 45-50 χρόνια κι αυτοί είναι ελάχιστοι. Νέοι δεν ξέρουν να κάνουν τον σταυρό τους και τα πιστεύουν λίγο μπερδεμένα. «Πιστεύω στον Θεό, αλλά θέλω να με κάψουν όταν φύγω από τη ζωή… Πιστεύω στον Θεό αλλά δεν εμπιστεύομαι τους δεσποτάδες». Η Εκκλησία δείχνει να μην έχει συνέλθει μετά την πανδημία κι ο κόσμος έχει απωλέσει σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη να έχει ως πνευματικό καταφύγιο τον ναό. Τα δεδομένα είναι σκληρά αλλά ελάχιστοι είναι οι Μητροπολίτες που κατανοούν το πρόβλημα και το κυριότερο, κάνουν κάτι για να το αλλάξουν.

Δεύτερο «καμπανάκι»: Η Εκκλησία εκπέμπει εντελώς διαφορετικά μηνύματα. Ο Αιτωλοακαρνανίας έχασε τη ζωή του για την ιδέα. Πιστός στις αρχές του παρέμεινε αντιεμβολιαστής και πλήρωσε με τη ζωή του την πίστη του. Ο Αργολίδος και πέντε έξι συνοδικοί ακόμη βάλλουν κατά του Λουπασάκη και ο Αρχιεπίσκοπος τον στηρίζει με νύχια και με δόντια. Αλλοπρόσαλλα μηνύματα που δείχνουν μια Εκκλησία που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος και κινείται ευκαιριακά μπερδεύοντας τον κόσμο.

Τρίτο «καμπανάκι»: Ελάχιστοι Μητροπολίτες γίνονται «ένα με τον κόσμο». Κάνουν την αυτοκριτική τους, βλέπουν τα λάθη τους και είναι σε εγρήγορση για να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον του κόσμου για την Εκκλησία. Ο κόσμος δε θα σταματήσει να πιστεύει. Όμως έχει σταματήσει να εμπιστεύεται. Φυλλοροεί ο πιστός λαός. Προτιμά να κάνει τον σταυρό στο σπίτι του ή να πηγαίνει στον απλό παπά και να «ακούει βερεσέ» όσα του λένε οι μεγαλοσχήμονες κληρικοί.

Όσο δεν ανοίγουν τέτοια θέματα στην Ιεραρχία τόσο η Εκκλησία θα γίνεται μουσειακού χαρακτήρα και θα μείνει μια Εκκλησία χωρίς πιστούς. Υπάρχει ελπίδα άραγε; Όσοι Μητροπολίτες διάβασαν αυτό το κείμενο και αντί να προβληματιστούν σκέφτηκαν «τι, κήρυγμα μας κάνει κι αυτός τώρα» τότε μάλλον, όχι, δεν υπάρχει ελπίδα.

“Μελχισεδέκ”