Το τραύμα που περνάει από γενιά σε γενιά και οι μνήμες από τις παραδόσεις και τα έθιμα του Πόντου

Θολές αναμνήσεις από ιστορίες στο οικογενειακό τραπέζι, μυρωδιές από πισία, ποντιακές μελωδίες και χοροί με τη συνοδεία λύρας, που «κουβάλησαν» οι γονείς και οι παππούδες τους από τον γενέθλιο τόπο…

Θραύσματα μνήμης που ανασυνθέτουν απόγονοι των ανθρώπων που βίωσαν την αγριότητα της γενοκτονίας και της προσφυγιάς, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ (και) για το τραύμα που μαζί με τις αναμνήσεις φαίνεται πως περνά από γενιά σε γενιά. Ένα τραύμα για όλα όσα έζησαν οι πρόγονοί τους.

Ο 80χρονος Συμεών Σοπιάδης θυμάται τη μάνα του να κλαίει και να μοιρολογεί κάθε φορά που θυμόταν τα όσα βίωσε, ώσπου να φτάσει με τους γονείς της στην Ελλάδα από τον Πόντο, το 1922, στην ηλικία των μόλις 14 ετών. Το τραύμα της εικόνας αυτής φώλιασε μέσα του και έως σήμερα νιώθει τον θυμό να τον κατακλύζει κάθε φορά που φέρνει στη μνήμη του τα δεινά των προγόνων του.

Για τις μεγαλύτερες γενιές, η αναδρομή στο παρελθόν και σε όσα βίωσαν οι γονείς τους είναι μια ακόμα πιο επίπονη διαδικασία. Ο Αθανάσιος Τοκεκτσίδης, που ανήκει στη δεύτερη γενιά των επιζώντων, -σύμφωνα με μια μαρτυρία του για το Greek Genocide Resource Center- θεωρεί ότι αυτό που συνέβη στην οικογένειά του και από τις δύο πλευρές, καθώς η μητέρα του ήταν από την Αρμενία, ήταν απάνθρωπο. «Πώς μπορεί να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος σε έναν άλλον;», αναρωτιέται, μην μπορώντας να πιστέψει το μέγεθος της θηριωδίας.

Όμως και οι νεότερες γενιές «κουβαλούν» το τραύμα. Οι πρόγονοι του Νεόφυτου Κουφατζή ήρθαν από την Τραπεζούντα στην Ελλάδα το 1919, ενώ ο ίδιος γεννήθηκε το 2001. Μπορεί να μην γνωρίζει πολλά για τις παραδόσεις, τα ήθη κι έθιμα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τον Πόντο, αλλά δεν ξεχνά τα όσα έχει μάθει για τη γενοκτονία, η οποία και τον φορτίζει πάντα συναισθηματικά. «Περιμένουμε να αποδοθεί μια ελάχιστη δικαιοσύνη στους νεκρούς με την αναγνώριση της γενοκτονίας από όλο τον κόσμο», λέει.

Έρευνες έχουν δείξει πως το τραύμα μπορεί να περάσει από γενιά σε γενιά και να επιφέρει ψυχολογικές επιπτώσεις, όπως άγχος κατάθλιψη ή και θυμό απέναντι στον θύτη. Πέραν της αρνητικής εικόνας που δημιουργείται στους απόγονους των θυμάτων, η ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας αποτελεί επίσης μια πτυχή του διαγενεακού τραύματος, το οποίο συμπίπτει με το συλλογικό τραύμα, που εκφράζεται (και) μέσω των γενοκτονιών.

«Είναι άδικο που χάθηκαν τόσες ζωές χωρίς λόγο», τονίζει η Γεωργία Γαλανίδου, η οποία μπορεί να μην έχει ξεκάθαρη εικόνα για την ιστορία των προγόνων της, θυμάται όμως από τις ιστορίες που έχει ακούσει στην οικογένεια πως όταν ήρθαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, πολλοί ήταν εκείνοι που δεν τους θεωρούσαν Έλληνες. Αυτό που θυμάται ακόμα πιο ζωντανά είναι τα έθιμα και τις παραδόσεις. «Πάντα ο μπαμπάς μου τραγουδούσε ποντιακά στο σπίτι και έπαιζε λύρα στα πανηγύρια και στους χορούς, ενώ εγώ πήγαινα σε ποντιακό σύλλογο ως και όταν ήμουν 16 χρονών», λέει με νοσταλγία.

Οι μνήμες -γλωσσικές, μουσικές, ακόμα και γαστρονομικές- είναι έντονες στο μυαλό του κ. Σοπιάδη. «Εμείς ποντιακά μιλούσαμε στο σπίτι, ελληνικά μάθαμε όταν πήγαμε σχολείο», αναφέρει και συνεχίζει την αφήγηση: «Η μητέρα μου καταγόταν από ένα χωριό στην Κερασούντα και ο πατέρας μου το ίδιο, αν και μεγάλωσε στο Σουχούμι. Ήρθαν στην Ελλάδα και οι δύο το 1922 και γνωρίστηκαν στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας με συνοικέσιο. Η μητέρα μου πάντα ανέφερε αυτά που πέρασαν όταν μπουρλιάζαμε καπνά και μας μαγείρευε μαυρολάχανα με φασούλια και τσορβά».

Με το πέρασμα του χρόνου ξεθωριάζουν από τη μνήμη οι ιστορίες που συνήθως μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, ο πόνος ωστόσο εξακολουθεί να βρίσκεται στις καρδιές μεγάλων και μικρών γι’ αυτά που συνέβησαν στους προγόνους τους. Άλλωστε, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Ευτυχία Βουτυρά, «..το αίσθημα του “ανήκειν” είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό, πάντα υπάρχει και μπορεί να ανακινηθεί. Το φαινόμενο αυτό θα συνεχίσει με μία ταλάντωση άλλοτε θα φθείρει και άλλοτε θα ανθίζει ανάλογα τις προτεραιότητες που υπάρχουν κάθε περίοδο».

Η φλόγα της μνήμης για τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού παραμένει αναμμένη και κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου τιμάται η μνήμη των 353.000 θυμάτων με πλήθος εκδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και πολλές άλλες περιοχές της χώρας.

Άναψε η «Φλόγα της Μνήμης» για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού

Υπό τους ήχους της ποντιακής λύρας άναψε η «Φλόγα της Μνήμης» για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού στην πλατεία Αγίας Σοφίας, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, για τη συμπλήρωση των 104 χρόνων από τη σφαγή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου.

Την εκδήλωση διοργάνωσε ο δήμος Θεσσαλονίκης στο χώρο του Μνημείου της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, στο πλαίσιο της επετειακής δράσης του «Δικτύου Πόλεων με κοινότητες απογόνων Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής» της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ).

Τη φλόγα άναψε ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Ζέρβας, ο οποίος ανέφερε πως η 19η Μαΐου είναι για όλους τους Έλληνες «μία πολύ βαριά μέρα, μία μέρα που θυμόμαστε, που τιμούμε τους 353.000 Έλληνες του Πόντου που σφαγιάστηκαν».

Ο κ. Ζέρβας πρόσθεσε πως «στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη δεν έχει σταματήσει ποτέ να παίζει η ποντιακή λύρα, δεν σταμάτησαν ποτέ τα τραγούδια, αλλά και οι θρήνοι για όλους όσοι έχασαν πατρίδες, για όλους όσοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους» και κατέληξε πως χρέος είναι η φλόγα που άναψε σήμερα «να είναι διαρκώς αναμμένη μέχρι την τελική δικαίωση σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου. Να υπάρξει αναγνώριση. Εμείς θα παλεύουμε μέχρι εκείνη την ημέρα».

Από την πλευρά της, η αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης Βούλα Πατουλίδου υπογράμμισε πως «πρέπει και να θυμόμαστε και να τιμούμε τους αδικαίωτους νεκρούς, γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί, ίσως, η ανθρωπότητα να μείνει σε εγρήγορση και να αποφύγουμε τέτοιους είδους βαρβαρότητες στο παρόν και στο μέλλον».

Στη διάρκεια της εκδήλωσης ο πρόεδρος Ποντιακών Σωματείων Ν. Θεσσαλονίκης Παύλος Γαλεγαλίδης ανέφερε πως η Πολιτεία «πρέπει να εντάξει την ανάδειξη της Γενοκτονίας στην κεντρική της ατζέντα» και πρότεινε σε κάθε πόλη της χώρας να δημιουργηθεί ένα κεντρικό μνημείο μνήμης της Γενοκτονίας.

Μετά το άναμμα της φλόγας τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των χιλιάδες θυμάτων της Γενοκτονίας, ενώ στη συνέχεια οι συμμετέχοντες άφησαν κόκκινα γαρύφαλλα στον χώρο του μνημείου.