Το Ουκρανικό ζήτημα

του Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Βασιλείου

Την επίδοση του Τόμου Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησίας της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχουν μέχρι σήμερα αναγνωρίσει τρεις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η απουσία, ωστόσο, μιας γενικότερης συναίνεσης μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αποτελεί ένα ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί.

Όταν τέθηκε το θέμα της αναγνώρισης ή μη της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αποφάσισε να διατηρήσει μια στάση ουδετερότητας, ούτως ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον Προκαθήμενό της, τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο τον Β΄, να διαλέγεται μεταξύ των δύο πλευρών με στόχο την εξεύρεση κάποιας λύσης.

Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος, δυστυχώς τον πρόλαβε η ασθένειά του. Η μνημόνευση του Μητροπολίτη Επιφανίου στη συνέχεια έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία της Ιεράς Συνόδου.

Σήμερα έχουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον οποίο ο Πατριάρχης Μόσχας φαίνεται να υποστηρίζει. Αυτό όμως που θεωρούσα εντελώς παράλογο, ακόμα και πριν τον πόλεμο, είναι γιατί η Εκκλησία της Ρωσίας κρατούσε εκατομμύρια ανθρώπων εκτός της κοινωνίας των Ορθοδόξων.

Δυστυχώς, ενώ γίνεται αναφορά στην κανονικότητα σε σχέση με την παραχώρηση Αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Ουκρανίας, δεν λαμβάνεται υπόψη ένας κανόνας της συνόδου της Καρθαγένης που λέει χαρακτηριστικά να μη χάνονται ψυχές για το πείσμα ορισμένων ανθρώπων.

Είχε δοθεί στον Πατριάρχη Μόσχας ένα περιθώριο κάποιων ετών από τον Οικουμενικό Πατριάρχη έτσι ώστε να προτείνει τρόπο επίλυσης του προβλήματος, το οποίο όμως δεν έπραξε. Αυτός είναι και ένας λόγος που δεν συμμετείχε η Εκκλησία της Ρωσίας στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που συνήλθε το 2016.

Αν θέλουμε όμως να προσεγγίσουμε το όλο θέμα στη βαθύτερη προβληματική του, αυτό φαίνεται μέσα από το λεγόμενο «Ρωσικό Δόγμα», ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε το 2004 επί προεδρίας Πούτιν, το οποίο είχε υπογράψει και ο νυν Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος.

Σύμφωνα με το κείμενο αυτό παρουσιάζεται η πολιτική της Μόσχας, η επιρροή της οποίας επεκτείνεται σχηματικά σε τρεις ομόκεντρους κύκλους, χρησιμοποιώντας μάλιστα και την Εκκλησία ως μέσο άσκησης επιρροής.

Ο πρώτος κύκλος είναι η περιοχή που αποκαλείται «ρωσική γη», δηλαδή περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία. Η αναφορά μάλιστα του Πατριάρχη Μόσχας στην ενότητα της ρωσικής γης σε σχέση με τον σκοπό του πολέμου στην Ουκρανία, αφορά σε αυτή την έννοια του πρώτου κύκλου επιρροής.

Ο δεύτερος κύκλος περιλαμβάνει όλες τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τις οποίες η Μόσχα θέλει να κρατάει υπό την επιρροή της.

Ο τρίτος κύκλος επεκτείνεται στον κάθε άνθρωπο ρωσικής καταγωγής ανά τον κόσμο, το οποίο αφορά και στην Κύπρο.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την άλλη πλευρά, σαφώς δεν διαθέτει παρόμοια δυνατότητα άσκησης πολιτικής επιρροής και σαφώς δεν ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαχρονικά σέβεται το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου, όπως και των άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Είναι εξάλλου γνωστή η στήριξη στην Εκκλησία της Κύπρου σε δύσκολους καιρούς. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στα Πατριαρχικά Σιγίλια των Κυπριακών Μονών και στο ότι δεν υπήρχε η απαίτηση να μνημονεύεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όπως συμβαίνει σε Πατριαρχικές Μονές σε άλλες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες.

Λαμβάνοντας υπόψη μας την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί, η Εκκλησία της Κύπρου, δεδομένης και της εκτίμησης που χαίρει από το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, μπορεί να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στην επίλυση του ζητήματος, ασκώντας μια, θα λέγαμε, χαμηλού επιπέδου «εκκλησιαστική διπλωματία» προετοιμάζοντας κατά κάποιο τρόπο το έδαφος για συζητήσεις σε υψηλότερο επίπεδο όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.

Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι αυτό εφαρμόσαμε με την ευκαιρία της διοργάνωσης στη Μητρόπολή μας της Διορθόδοξης Συνάντησης με σκοπό την προετοιμασία για την 11η Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.

Στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλες σχεδόν τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης και της αντιπροσωπείας της Ρωσικής Εκκλησίας. Το κλίμα που επικράτησε ήταν πολύ θετικό. Δυστυχώς, η μόνη αρνητική πλευρά ήταν ότι η ρωσική αντιπροσωπεία δεν μετείχε στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας την Κυριακή.

Επιπρόσθετα, στη Γενική Συνέλευση τον περασμένο Σεπτέμβριο εκπρόσωποι άλλων Χριστιανικών Ομολογιών εξέφρασαν την πρόθεση αποβολής της Ρωσικής Εκκλησίας από τον διεκκλησιαστικό αυτό οργανισμό, οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι όμως αντέδρασαν και δεν αποδέχθηκαν μια τέτοια ενέργεια.

Μάλιστα, η δική μου παρέμβαση ήταν να απευθύνουμε έκκληση προς την Εκκλησία της Ρωσίας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πιστεύω ότι ο τρόπος επίλυσης αυτού του είδους των ζητημάτων δεν είναι άλλος από την καταλλαγή και τη συμφιλίωση.