Το «γλωσσάρι» της Μεγ. Τεσσαρακοστής

Του Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μία θαυμάσια εκκλησιαστική περίοδος κατά την οποία ο χριστιανός προετοιμάζεται πνευματικά να βιώσει το Άγιον Πάσχα.

Περίοδος μετανοίας και επιστροφής στο Θεό. Η Εκκλησία αυτές τις επτά εβδομάδες έρχεται και μας βοηθά επακριβώς σ’ αυτή την πνευματική πορεία με την όλη λατρευτική της τάξη. Έτσι, η λατρευτική παράδοση περιέχει τους Κατανυκτικούς Εσπερινούς, το Μέγα Απόδειπνο, τις Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες, την κάθε Κυριακή με διαφορετική αφιέρωση, τον Μεγ. Κανόνα. Δεν λείπουν και οι Χαιρετισμοί προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Τα μέσα, σ’ αυτή την πορεία και συνάμα πνευματικό αγώνα είναι η νηστεία, η προσευχή, το φρόνημα της ταπείνωσης, η ελεημοσύνη, η εγκράτεια, η συγχώρηση, η εξομολόγηση, η Θεία Κοινωνία. Κατ’ εξοχήν, η υμνογραφία και υμνολογία, τα αναγνώσματα και η όλη διάταξη των ιερών ακολουθιών, συμβάλλουν τα μέγιστα στην κατανόηση και στον σκοπό της Μεγ. Τεσσαρακοστής, ώστε ν’ απελευθερωθούμε από την σκλαβιά της αμαρτίας και να ξεκινήσουμε την πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών.

Ωστόσο, αξίζει να προσέξουμε, ότι την Μεγ. Τεσσαρακοστή επικρατεί ένα ειδικό «γλωσσάρι», που όταν καλά εξηγηθεί και κατανοηθεί, τότε πραγματώνεται ουσιαστικά το όλο νόημα της χρονικής αυτής περιόδου.

*

Παραθέτουμε από το «γλωσσάρι» αυτό μερικές βασικές λέξεις και την ερμηνευτική τους διάσταση.

α) Νηστεία:

Είναι η μοναδική λέξη που επαναλαμβάνεται πολλές φορές σ’ όλα τα τροπάρια και τους ύμνους της περιόδου αυτής. Αυτό είναι η Μεγ. Τεσσαρακοστή. Νηστεία. Και βέβαια με το αληθινό της περιεχόμενο, όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Μέγας Βασίλειος: «Αληθής νηστεία η του κακού αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους, επιορκίας. Η τούτων ένδεια νηστεία εστίν αληθής» (Περί νηστείας Λόγος Β’, 7, ΒΕΠΕΣ 54,26).

Η νηστεία έχει ως παράδειγμα τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος νήστεψε σαράντα ημέρες και στη συνέχεια κατενίκησε τον Σατανά. Γι’ αυτό και λέγει ο Ίδιος ότι: «Τούτο το γένος (=των δαιμόνων) δεν ξεπερνιέται παρά μόνο «εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17,21).

Και ακόμη, όχι μόνον νηστεία για την νηστεία, ως αποχή από ωρισμένες τροφές ή ως αλλαγή διαιτολογίου, δεν είναι αυτό νηστεία, αλλά και αγώνας για την κατάκτηση των αρετών. Ο ιερός υμνογράφος μας το γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Νηστεύσωμεν ώσπερ εν τοις βρώμασιν εκ παντός πάθους, τας αρετάς τρυφώντες του Πνεύματος». Καιρός, συνεπώς, ν’ αγαπήσουμε την νηστεία. «Δεύτε υποδεξώμεθα των νηστειών το χάρισμα», καθ’ ότι «η καλλίστη νηστεία τρέφει καρδίας».

β) Προσευχή:

Σφραγίδα της Μεγ. Τεσσαρακοστής είναι η διαρκής προσευχή. Ο διάλογος του αμαρτωλού και μετανοούντος ανθρώπου με τον Θεό. Όλες οι Ιερές Ακολουθίες είναι μία μεγάλη ικετευτική προσευχή με σκοπό την συγχώρηση των αμαρτιών μας και την σωτηρία της ψυχής μας.

Η κατ’ εξοχήν δε προσευχή της Μεγ. Τεσσαρακοστής είναι το «Κύριε Ελέησον». Τρεις και δώδεκα και σαράντα φορές και «πάλιν και πολλάκις». Κοντά στο «Κύριε Ελέησον», στο «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν» εκεί βρίσκεται και η καταπληκτική ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ήτοι:

«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως.

Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης, χάρισαί μοι τω σω δούλω.

Ναί, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός ει, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Το δε «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου, έπαρσις των χειρών μου…» με την υπέροχη μελωδία αναβιβάζει, πραγματικά, τον πιστό σε πνευματικές αναβάσεις της ψυχής όπου βιώνει τον λόγο: «Ω Ποιητά μου, Λυτρωτά μου και Κριτά, μετανοούντα δέξαι με». Τα ίδια, επίσης, ιερά συναισθήματα κατακλύζουν την ψυχή με την ψαλμωδία του τροπαρίου «Κύριε των δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού…». Συνεπώς, η διαρκής προσευχή νάναι εις «τας αυλάς του Κυρίου«, εις «ταμιείον» μας, εις εργασίαν μας, παντού και πάντοτε.

γ) Χαρμολύπη:

Χαρακτηριστική ορολογία της Μεγ. Τεσσαρακοστής. Πρόκειται για την όλη «ατμόσφαιρα», το «κλίμα» της περιόδου αυτής που δηλώνει από την μία πλευρά την λύπη για την αμαρτωλή κατάστασή μας και από την άλλη την χαρά για την πνευματική ελπίδα και νίκη στον ασκητικό μας αγώνα. Ίσως ν’ ακούγεται αντιφατική η όλη αυτή κατάσταση. Ωστόσο, ο αγώνας του χριστιανού εμπεριέχει μία διαρκή πάλη κατά των δυνάμεων του σκότους. Είναι δάκρυα, αίσθηση αποτυχίας αλλ’ όμως με την υπομονή, την εγκράτεια, την διάκριση, την επιμονή, την θεία βοήθεια τελικά επιτυγχάνεται κατανίκηση των παθών και εσωτερική αγαλλίαση. Ολόκληρη η υμνολογία κυριολεκτικά διακατέχεται απ’ αυτές τις λέξεις και τις φράσεις, απ’ αυτό το ήθος της χαρμολύπης, άλλως το χαροποιόν πένθος.

δ) Κατάνυξη:

Από το ρήμα κατανύσσω – κατανύσσομαι, εκ του κατά και νύσσω= κεντώ. Είναι, λοιπόν, ως ένα κέντημα της ψυχής, ένας γλυκός, ήρεμος πόνος που προέρχεται από την βαθειά συναίσθηση της αμαρτωλότητος και της φθαρτότητος, της πεπτωκυίας φύσεως, αλλά συνάμα και με την αίσθηση της επίσκεψης του θείου ελέους και της πατρικής στοργής του Πανοικτίρμονος Θεού. Είναι το βίωμα που έννοιωσε εκείνος ο άσωτος υιός, ο οποίος όταν ήλθε στον εαυτό του, σηκώθηκε από τον βούρκο της αμαρτίας και επέστρεψε στον Πατέρα του. Κατάνυξη του εσωτερικού μας κόσμου είναι η μακαρία εκείνη κατάσταση της «συντετριμμένης και τεταπεινωμένης καρδίας». Δεν είναι απλώς μία κατάσταση συγκίνησης, φευγαλέας και πρόχειρης. Είναι κάτι βαθύτερο. Είναι κατάσταση ταπείνωσης, αγάπης προς τον Θεό, αίσθηση και δάκρυα μετανοίας. Έτσι η κατάνυξη έρχεται ως δώρο του Θεού στον πιστό και μάλιστα σ’ εκείνον που προσεύχεται και λέγει: «Κύριε, δος μοι κατανύξεως πόθον». Η Μεγ. Τεσσαρακοστή αυτόν τον ιερότατο πόθο υπέροχα τον καλλιεργεί μέσα μας και μάλιστα σε ώρες περισυλλογής και σιωπής. «Πνεύμα, λοιπόν, κατανύξεως λαβόντες, δακρύσωμεν, προς λύτρον ψυχών».

ε) Νήψη:

Πρόκειται για την αναγκαία εγρήγορση, την αγρύπνια του πνεύματος. Και τούτο γιατί η αργία είναι «πάσης κακίας διδάσκαλος». Κατά το ιδανικό παράδειγμα του Χριστού, οι πιστοί χριστιανοί οφείλουν να είναι άγρυπνοι στον πνευματικό τους αγώνα, εργαζόμενοι μόνον θεάρεστα έργα. Λέγει ο Κύριος: «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (Ιω. 5,17). Ο δε Απ. Παύλος συμβουλεύει τον μαθητή του Τιμόθεο: «Συ δε νήφε εν πάσι» (Β’ Τιμόθ. 4,5). Η εγρήγορση, η νήψη είναι απολύτως αναγκαία ειδικά μάλιστα για τους ποιμένες, όπως ήταν ο Τιμόθεος, γιατί πάντοτε οφείλουν να προφυλάσσουν το λογικόν ποίμνιον, που ο Θεός τους έχει αναθέσει, όπως ασφαλώς και τους εαυτούς τους από τις ποικίλες παγίδες του διαβόλου. Στον πνευματικό αγώνα του χριστιανού πολλές φορές συμβαίνει να έρχεται η αδιαφορία περί τα πνευματικά παλαίσματα, η ραθυμία, η αμέλεια, η οκνηρία. Ο όσιος Ισαάκ όμως προειδοποιεί: «Παραφυλάττεσθε, ω αγαπητοί, από της αργίας, διότι εγκέκρυπται εν αυτή εγνωσμένος θάνατος (= πνευματικός της ψυχής). (Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λογ. 42, σελ. 174).

Στην υμνογραφία της Μεγ. Τεσσαρακοστής διαβάζουμε συχνά: «Ψυχή γρηγόρησον», «νήφε ψυχή μου», «νήψον, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον».

*

Στο «γλωσσάρι», λοιπόν, της Μεγ. Τεσσαρακοστής υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες λέξεις και φράσεις, εκτός απ’ αυτές τις λίγες που αναφέραμε, οι οποίες πληρούν και εκφράζουν το όλο πνεύμα της περιόδου. Μπροστά σ’ αυτή την ορολογία, την τόσο υπέροχη, στέκεσαι, στοχάζεσαι, μελετάς, προσεύχεσαι, αγωνίζεσαι, λατρεύεις την Παναγία Τριάδα και προσδοκάς την λύτρωση και σωτηρία. Κυριολεκτικά οι ιερείς συγγραφείς με τα τροπάρια και τους ύμνους τους μέσα απ΄ το εκπληκτικό «Τριώδιο» έρχονται συμπαραστάτες και συνοδοιπόροι στην πορεία των ημερών αυτών της Σαρακοστής και πιστά μας καθοδηγούν ν’ απομακρυνθούμε από τα αμαρτωλά μονοπάτια, να μετανοήσουμε και να εισέλθουμε στο γνόφο της θεικής παρουσίας.

Μη λησμονούμε άλλωστε, ότι ο Κύριος είναι πάντοτε κοντά μας. «Εγγύς ο Κύριος». Πολύ χαρακτηριστικό το παρακάτω περιστατικό: «Ένας Μοναχός εκτελούσε στο ναό το διακόνημά του. Ήταν μόνος. Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του ο διάβολος και του λέει: «Φύγε απ’ εδώ. Έβγα έξω». Ο Μοναχός αρνήθηκε να υπακούσει. «Όχι, δε φεύγω. Να φύγεις εσύ», του απήντησε. Τότε ο διάβολος τον άρπαξε από το χέρι και άρχισε να τον σέρνει έξω. Ο Μοναχός μάταια αντιστεκόταν, εφώναζε και διαμαρτυρόταν. Όταν έφθασαν στην πόρτα, ο Μοναχός με το άλλο του χέρι πιάστηκε από το κούφωμά της και εφώναξε: «Κύριε Ιησού, βοήθησέ με». Τη στιγμή αυτή ο διάβολος έγινε άφαντος. Ο Μοναχός απόμεινε και έκλαιε. Τότε ακούστηκε η φωνή του Κυρίου να του λέγει: «Γιατί κλαίς;». Εκείνος ξεθάρρεψε και άρχισε να του παραπονείται: «Κύριε που ήσουνα τόση ώρα; Γιατί με άφησες μόνο και αβοήθητο;». Και ο Κύριος του απήντησε: «Τόση ώρα ούτε με εζήτησες ούτε με εσκέφθηκες. Μόλις μ’ εφώναξες ήλθα κοντά σου» (Το Γεροντικόν, Αθήναι 1961 σελ. 37).

Κατ’ ακολουθίαν, «ετοιμάζου ω ψυχή, και προκαθαίρου, προ του πάθους Χριστού, ίνα τη αναστάσει, πνευματικώς συνεορτάσης αυτώ».­