«Το Ευαγγέλιο να αποτελέσει την εμπειρική ζωή του καθενός μας»

Κεκλεισμένων των θυρών, λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αποφυγή εξάπλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού, τελέστηκε χθες, πρώτη Κυριακή του νέου έτους και «Κυριακή προ των Φώτων», η θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό του Αγίου Προκοπίου, Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου στην Λευκωσία.

Της λατρευτικής συνάξεως, η οποία μεταδιδόταν απευθείας τηλεοπτικά από την κρατική τηλεόραση, προεξήρχε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Αλέξιος Κυκκώτης, με τη συμμετοχή των διακόνων Ιακώβου και Θεοχάρη.

Τον θείο λόγο εκήρυξε ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας κ. Νίκος Νικολαΐδης, ο οποίος λαμβάνοντας αφορμή από τον πρώτο στίχο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, αναφέρθηκε στη σημασία του όρου «Ευαγγέλιον». Όπως επεσήμανε, ο όρος αυτός, «διασημαίνει τη χαρμόσυνη και μεστή ελπίδας αγγελία. Και αυτή η διαδήλωση απευθύνεται και αφορά κυρίως τον άνθρωπο, αλλά και την κτίση και αποβλέπει στο κεφάλαιο της σωτηρίας τους».

Ο κ. Νικολαΐδης αφού αναφέρθηκε «στα φοβερά και υπέροχα προσόντα, με τα οποία ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο», μίλησε για την βιωτή στον Παράδεισο της τρυφής, αλλά και για την προπατορική αστοχία, «η οποία δεν ήταν ηθική παράβαση, αλλά οντολογική πτώση, υπό την έννοια, ότι ο άνθρωπος απέκοπτε την ζωτική κοινωνία του με τον Θεό, θέλοντας να γίνει θεός, χωρίς τον Θεό και κατά του Θεού».

«Έτσι, άρχισε ένας ανελέητος ξεπεσμός του ανθρωπίνου προσώπου, τον οποίο θα χαρακτηρίσει ο Μέγας Βασίλειος, ως πέτρα επιταχυνόμενη στον κατήφορο», πρόσθεσε, για να συμπληρώσει ότι «δυστυχώς, η όλη αναστροφή τους είχε ως πλοηγό της τον «ἀδόκιμον νοῦν» (Ρωμ. α΄ 28), ώστε να μην μπορούν να διακρίνουν την αλήθεια από την πλάνη».

«Πώς θα μπορούσε να ανατραπεί το τραγικό αυτό κατάντημα των ανθρώπων», αναρωτήθηκε ο ελλογιμώτατος Καθηγητής για να τονίσει ότι «από πλευράς ανθρωπίνης ήταν τούτο αδύνατο. Και είναι γι’ αυτό τον λόγο, που ανάμεσα και στον εθνικό κόσμο υπήρξαν και φωτισμένες από τον Θεό προσωπικότητες, οι οποίες διέβλεπαν και διακήρυτταν το ερχομό ενός μοναδικού Λυτρωτή».
Φέρνοντας ως παραδείγματα την απολογία του Σωκράτη και τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, μέσα από τα οποία «εικονίζεται η ταλαιπωρία, ένεκα της πτώσης, της ανθρωπότητας, αλλά και διαδηλώνεται η λύτρωσή της μόνο από τον αναμενόμενο Θεάνθρωπο Χριστό», υπογράμμισε ότι «ο Θεός, «πολυμερώς και πολυτρόπως» και, προπάντων, διά μέσου της παλαιάς οικονομίας του, αφήνει έντονη τη μαρτυρία της έλευσής του».

«Μόνο, λοιπόν, ο Θεός μπορούσε να κάνει την ανατροπή των κακών πραγμάτων και να αναδομήσει τον άνθρωπο και την κτίση», τόνισε, για να επισημάνει εμφαντικά, κλείνοντας τον λόγο του ο κ. Νικολαΐδης, ότι «αυτή την ιερή παρακαταθήκη, ως μήνυμα ζωής, την κατέχει, τη διαφυλάττει, αλλά και την παραδίδει η Εκκλησία μας και στον καθένα από μας. Και ζητεί το Ευαγγέλιο του Χριστού, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, να αποτελέσει, όχι τη γνωσιολογική, αλλά την εμπειρική ζωή του καθενός μας».

Λουκάς Α. Παναγιώτου