Το χάρισμα του λόγου και το χρέος της σιωπής

του Μητροπολίτου Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κυρίλλου

Ο Απόστολος Παύλος με την πλούσια εμπειρία του αποστολικού του έργου, απευθυνόμενος στους Κολοσσαείς γράφει: «Εν σοφία περιπατείτε προς τους έξω, τον καιρόν εξαγοραζόμενοι. ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πως δεί υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι.» (Κολοσ. δ΄, 5-6), δηλαδή: «Σε εκείνους που δεν είναι μέλη της Εκκλησίας να φέρεστε με σύνεση και να επωφελείστε από κάθε ευκαιρία. Τα λόγια σας να είναι πάντα γεμάτα χάρη και όχι ανούσια. Να ξέρετε πως πρέπει να αποκρίνεστε στον καθένα». Βεβαίως, ο λόγος αυτός του Αποστόλου έχει πολύ περισσότερο εφαρμογή και πρέπει να διέπει ως κανόνας και τον διάλογο μεταξύ των πιστών μελών της Εκκλησίας. Θεωρώ ότι είναι επωφελές ιδιαίτερα σήμερα, που τα πνεύματα είναι ταραγμένα από την κατάσταση που επικρατεί λόγω της πανδημίας του κορωνοιού στους εντός της Εκκλησίας, να ασχοληθούμε με ένα τέτοιο θέμα, όπως είναι το χάρισμα του λόγου και το χρέος της σιωπής. Η Αγία Γραφή και όλη η εκκλησιαστική Παράδοση το θεωρεί σπουδαίο και αξιοπρόσεκτο.

Το χάρισμα του λόγου

Το χάρισμα του λόγου είναι γνώρισμα διακριτικό του ανθρώπου. Με αυτό ομιλεί και διαλέγεται, εκφράζεται και συνεννοείται, συνιστά και οργανώνει την κοινωνική του ζωή, συμβάλλει προσωπικά και οικειοποιείται την κοινωνική πείρα, δημιουργεί και μεταδίδει τα πολιτιστικά αγαθά, τις γνώσεις και τις επιστήμες. Συνεπώς, ο λόγος αποτελεί το κυριότερο μέσο κοινωνικής εκφράσεως και σχέσεως, διαμορφώσεως και αυτοπροσδιορισμού.

Στον λόγο, ακόμη, καθρεφτίζεται η προσωπικότητα του ανθρώπου και φανερώνεται ο χαρακτήρας του. Ο Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος παραλληλίζει το όργανο του ανθρώπινου λόγου, τη γλώσσα, με το πηδάλιο που, αν και μικρό, κατευθύνει ολόκληρο το πλοίο: «ιδού και τα πλοία, τηλικαύτα όντα και υπό σκληρών ανέμων ελαυνόμενα, μετάγεται υπό ελαχίστου πηδαλίου όπου αν η ορμή του ευθύνοντος βούληται. ούτω και η γλώσσα μικρόν μέλος εστί και μεγαλαυχεί. ιδού ολίγον πυρ ηλίκην ύλην ανάπτει.» (Ιακ. γ΄ 4-5)

Η γλώσσα είναι στον άνθρωπο σαν το πηδάλιο· μόνο που πηδαλιούχος είναι η ψυχή, οπότε και η κίνηση του «πηδαλίου» αποκαλύπτει την δική της κατάσταση και τις προθέσεις. «Ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας αυτού προφέρει το αγαθόν, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού της καρδίας αυτού προφέρει το πονηρόν· εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα αυτού.» (Λουκ. στ΄ 45)

Επομένως, ο λόγος μας έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από ο,τι συνήθως νομίζουμε και ως δώρο του Θεού συνεπάγεται αντίστοιχες ευθύνες και υποχρεώσεις. Όταν ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους Κολοσσαείς να είναι χαριτωμένος ο λόγος τους και αρτυμένος με το αλάτι της πνευματικής συνέσεως, δεν τους δίνει συνταγές καλής συμπεριφοράς, αλλά τους υπενθυμίζει μία αυτονόητη συνέπεια της αναγεννημένης χριστιανικής τους ζωής. Ερμηνεύοντας αυτήν την υπόδειξη του Αποστόλου ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας παρατηρεί ότι δεν μπορεί να είναι τέτοιος ο λόγος του ανθρώπου, αν προηγουμένως δεν γίνει καλή η γνώμη του, εφ’ όσον το στόμα λαλεί από το περίσσευμα της καρδιάς· γι’ αυτό και πρέπει να είναι αλατισμένος με σύνεση πρώτα ο νούς των ευσεβών, να αποκόπτει την αμαρτία σαν κάποιο απόβλητο και να μην αποχαυνώνεται με τις εφάμαρτες ηδονές. Μέσα, λοιπόν, σε αυτήν την ευρύτερη προοπτική, ο λόγος για τον χριστιανό δεν είναι μόνο χάρισμα ή δικαίωμα, αλλά και αγώνισμα· αγώνισμα μιμήσεως του Χριστού, «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού· (Α΄ Πετρ. β΄ 22). Ο λόγος του χριστιανού πρώτον είναι (πρέπει να είναι) λόγος δοξολογίας, ευχαριστίας, δεήσεως και λατρείας προς τον Χριστό, εκπορευόμενος από ευγνώμονα και αγαπώσα καρδία. Και παράλληλα, λόγος αγάπης, τιμής και σεβασμού προς τον πλησίον, πνευματικής οικοδομής και παρακλήσεως (πάντοτε με ταπεινοφροσύνη και διάκριση), λόγος χαροποιός και ειρηνοποιός, λόγος πίστεως και ομολογίας.

Όλα αυτά, όμως, ενώ είναι εύκολο να τα απαριθμήσουμε, στην πράξη αποδεικνύονται δυσκολοκατόρθωτα. Έτσι, και η Αγία Γραφή και οι Πατέρες αναφέρονται περισσότερο στην παθολογία του ανθρώπινου λόγου και, προς αποφυγήν, στηλιτεύουν εκείνα που δεν αρμόζουν στον χριστιανό.

Η κατάχρηση του λόγου

Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος ορίζει ως σημάδι τελειότητας την αποφυγή των αμαρτημάτων που ενεργούνται με την γλώσσα· και συμπληρώνει ότι, ενώ όλα τα θηρία τα δάμασε ο άνθρωπος, την γλώσσα κανείς δεν μπορεί να την δαμάσει: «πολλά γαρ πταίομεν άπαντες. ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα. ίδε των ίππων τους χαλινούς εις τα στόματα βάλλομεν προς το πείθεσθαι αυτούς ημίν, και όλον το σώμα αυτών μετάγομεν. ιδού και τα πλοία, τηλικαύτα όντα και υπό σκληρών ανέμων ελαυνόμενα, μετάγεται υπό ελαχίστου πηδαλίου όπου αν η ορμή του ευθύνοντος βούληται. ούτω και η γλώσσα μικρόν μέλος εστί και μεγαλαυχεί. ιδού ολίγον πυρ ηλίκην ύλην ανάπτει! και η γλώσσα πυρ, ο κόσμος της αδικίας. ούτως η γλώσσα καθίσταται εν τοις μέλεσιν ημών η σπιλούσα όλον το σώμα και φλογίζουσα τον τροχόν της γενέσεως και φλογιζομένη υπό της γεέννης. πάσα γαρ φύσις θηρίων τε και πετεινών ερπετών τε και εναλίων δαμάζεται και δεδάμασται τη φύσει τη ανθρωπίνη, την δε γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι· ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου. εν αυτή ευλογούμεν τον Θεόν και πατέρα, και εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ’ ομοίωσιν Θεού γεγονότας· εκ του αυτού στόματος εξέρχεται ευλογία και κατάρα. ου χρη, αδελφοί μου, ταύτα ούτω γίνεσθαι. μήτι η πηγή εκ της αυτής οπής βρύει το γλυκύ και το πικρόν; μη δύναται, αδελφοί μου, συκή ελαίας ποιήσαι η άμπελος σύκα; ούτως ουδεμία πηγή αλυκόν και γλυκύ ποιήσαι ύδωρ. » (Ιακ. γ΄ 2-12)

Μην τα θεωρήσει κανείς αυτά υπερβολικά· ο όσιος Σισώης έλεγε ότι τριάντα χρόνια παρακαλούσε τον Θεό να τον απαλλάξει όχι από κανένα άλλο αμάρτημα, αλλά από τα αμαρτήματα της γλώσσης, και όμως καθημερινά κάποιο αμάρτημα διέπραττε με αυτήν.

Σε σύγκριση με τα μέτρα αυτά των Αγίων οι περισσότεροι είμαστε ανεπαρκείς και υπόλογοι. Δεν δίνουμε καμιά προσοχή στα λόγια μας και παρεκκλίνουμε επικίνδυνα από την ευαγγελική και αποστολική οδό. «Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως· εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση.», είπε ο Κύριος (Ματθ. ιβ΄ 36-37). Όταν, λοιπόν, θα κριθούμε ακόμη και για τα ανώφελα λόγια, για κάθε τι δηλαδή που απλώς δεν συντελεί στη σωτηρία (Μ. Βασίλειος), τότε τι να πούμε για τις μωρολογίες, τις αισχρότητες και τα ευτράπελα; Στην προς Εφεσίους Επιστολή ρητά τονίζεται: «Λόγος κακός να μη βγαίνει από το στόμα σας, αλλά μόνο καλός, για να οικοδομεί εκεί που υπάρχει ανάγκη και να ωφελεί όσους τον ακούν. Και μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού, με το οποίο σφραγισθήκατε για την ημέρα της απολυτρώσεως… Πορνεία και κάθε ακαθαρσία ή πλεονεξία ούτε καν να την αναφέρετε μεταξύ σας, όπως αρμόζει σε αγίους· ούτε αισχρότητα και μωρολογία ή ευτράπελα πράγματα, που δεν αρμόζουν, αλλά μάλλον ευχαριστία προς τον Θεό» (Εφ. δ΄29-30 και ε΄ 3-4).

Σε έναν κοσμικό αυτά φαίνονται υπερβολικά και εξωπραγματικά. Ο χριστιανός, όμως, που έχει σχέση ζωής με τον Χριστό μαθαίνει εκ πείρας ότι τίποτε άλλο δεν εξαφανίζει την αρετή όσο τα χωρατά, τα πειράγματα και τα ανώφελα λόγια (Όσιος Ιωάννης ο Καρπάθιος). Και παραδειγματίζεται με ταπεινοφροσύνη από το περιστατικό του Γεροντικού, όπου αναφέρεται για τον διορατικό Γέροντα που έβλεπε Αγγέλους να επαινούν κάποιους ασκητές, όταν συζητούσαν για πνευματική ωφέλεια, και δυσώδεις χοίρους να τους βρωμίζουν μόλις άρχιζαν οποιαδήποτε άλλη περιττή συνομιλία.

Το χρέος της σιωπής

Στην εποχή μας γίνεται φοβερή κατάχρηση του λόγου, είτε με την πρόφαση κάποιου καλού, είτε άσκοπα, είτε – το χειρότερο – για την ζημία του συνανθρώπου. Μιλούμε πολύ, ελάχιστες φορές επικοινωνούν με την ομιλία οι καρδιές μας, σπανιότερα μιλούμε στον Θεό και σχεδόν ποτέ δεν έχουμε την νηφαλιότητα, για να ακούσουμε τον Θεό να μιλάει στην καρδιά μας. Όσα, λοιπόν, προαναφέραμε δεν αποσκοπούν στο να μας απογοητεύσουν, αλλά να μας δείξουν την λησμονημένη νηπτική μας παράδοση: «Όπως στα λουτρά, όταν συνεχώς ανοίγουν τις πόρτες, φεύγει η θερμότητα, το ίδιο συμβαίνει και με την πολυλογία·ακόμη κι αν είναι καλά τα λόγια, η ψυχή χάνει την θερμότητα της πνευματικής της εργασίας» (Άγιος Διάδοχος, Επίσκοπος Φωτικής). «Γι’ αυτό δεν αποτελεί δείγμα σοφίας το να έχει κάποιος γνώσεις και να τις εκθέτει, αλλά το να γνωρίζει πότε πρέπει να μιλήσει και να αποκρίνεται τα αρμόζοντα» (Όσιος Ησαίας). Γιατί συνήθως η πολυλογία είναι γέννημα της κενοδοξίας και της αυτοπροβολής, από την οποία γεννώνται πλείστα όσα πάθη και ελαττώματα, διαπληκτισμοί και αντιδικίες.

Έτσι, καταδεικνύεται πόσο αναγκαία είναι η άσκηση της σιωπής. Αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, όπως λέει ένας άγιος, και χρειάζεται από τώρα να την μάθουμε. «Όποιος αγαπά την σιωπή προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν», μας διαβεβαιώνει ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Μια τέτοια σιωπή δεν σημαίνει απομόνωση, αδιαφορία για τους άλλους, ατομικό κατόρθωμα αταραξίας. Είναι ένα μέσον ασκήσεως και πνευματικής προόδου και όποιος το χρησιμοποιεί με επίγνωση και διάκριση, γνωρίζει πότε πρέπει να μιλήσει από το περίσσευμα της ταπεινής και φιλάδελφης καρδιάς του. Και τότε, όσα λόγια κι αν πεί, θα αποτελούν μια άλλη μορφή «σιωπής», θα είναι λόγια πνευματικής ωφέλειας και μόνο._

Πηγή: Μητρόπολη Κηφισίας Αμαρουσίου και Ωρωπού