«Θεία λύρα»: Γρηγόριος ο θεολόγος

Του Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Μ’ αυτό το θαυμάσιο έγχορδο μουσικό όργανο, αλλά το θεικό εκείνο της Χάριτος, παρομοιάζει ο ιερός υμνογράφος, τον μεγάλο Ιεράρχη της Εκκλησίας, τον Άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο. «Θεία λύρα», έτσι αποκαλείται στο Δοξαστικό του Εσπερινού της εορτής-μνήμης του θεορρήμονος αγίου Πατρός.

Τω όντι, ο Γρηγόριος ο θεολόγος, ο επικαλούμενος Ναζιανζηνός, ένεκεν της καταγωγής του από την Ναζιανζό της Καππαδοκίας, τυγχάνει ένας από τους επιφανέστερους αγίους Ιεράρχες της Εκκλησίας. Είναι γνωστόν ότι ολόκληρος ο τέταρτος αιώνας χαρακτηρίστηκε «χρυσούς αιώνας» του χριστιανισμού, χάρις στους μεγάλους Καππαδόκες Ιεράρχες και τον Χρυσόστομο συνάμα, οι οποίοι επεστράτευσαν όλες τις δυνάμεις τους, τις γνώσεις τους και την ενάρετη βιοτή τους, προκειμένου να φανερώσουν στους ανθρώπους τα θεία μυστήρια του Θεού.

Ειδικότερα, ο άγιος Γρηγόριος, «πεπροικισμένος εκ φύσεως δι’ εκτάκτων πνευματικών χαρισμάτων», κατέστη πηγή θεολογίας και ενδιαίτημα υψηλής θεωρίας, «κηρύττοντας Ιησούν Χριστόν» και στηλιτεύοντας την πλάνη των δυσσεβών. Κατ’ άριστον τρόπον συνεδύασε «θεωρία» και «πράξη», δόγμα και ήθος, σοφία και ενάρετο βίο. Έλαβε δε τον ύψιστο τίτλο του θεολόγου, με την ουσιαστική έννοια του όρου, μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και έτσι παρέμεινε στην ιστορία. Ο ίδιος θα πεί: «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ και της θεότητος άξιος; τας εντολάς φύλασσε, διά των προσταγμάτων όδευσον· πράξίς γαρ επίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ’, Περί δόγματος, 12). Είχε αποκτήσει βέβαια σπουδαία μόρφωση της θύραθεν και της χριστιανικής παιδείας, σπουδάζοντας στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην άλλη Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας και στο «ιοστεφές άστυ», την Αθήνα. Συνδέθηκε με μία αληθινή φιλία με τον Μέγα Βασίλειο μέχρι την κοίμησή του, όπου και εξεφώνησε Επιτάφιο λόγο την 1-1-382. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε Επίσκοπος στην άσημη κωμόπολη Σάσιμα, ενώ αργότερα η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, το 381, τον έφερε ως Αρχιεπίσκοπο Κων/λεως, της οποίας και προήδρευσε, αλλά ο θεσπέσιος Ιεράρχης παρέμεινε για λίγο χρονικό διάστημα στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, απ’ όπου παραιτήθηκε, αφού προηγουμένως εκφώνησε και τον περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» ενώπιον των Επισκόπων.

Από τα πλείστα συγγράμματά του μοναδικοί παραμένουν στην όλη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, οι εμπνευσμένοι πέντε θεολογικοί λόγοι του, ήτοι οι: Κατά Ευνομιανών, περί θεολογίας, περί Υιού, δύο λόγοι και περί Αγ. Πνεύματος. Αυτοί οι λόγοι εκφωνήθηκαν στην Κων/πολη και στο μικρό Ναό της Αναστάσεως (ή Αγίας Αναστασίας), με τους οποίους κυριολεκτικά στήριξε πνευματικά, κατήχησε και δίδαξε τους ορθοδόξους πιστούς σε μία πολύ δύσκολη χρονική περίοδο για την όλη ζωή της Εκκλησίας. Είναι γνωστόν, ότι σ’ αυτούς τους λόγους του ο Γρηγόριος, με αράμιλλη θεολογική δύναμη, κατανικά τον αιρετικό Ευνόμιο και διακηρύττει, ότι ο Υιός είναι «συνάναρχος και συναΐδιος τω Πατρί» και το Άγιον Πνεύμα «ομοούσιον τω Πατρί», σε αντίθεση με τους αιρετικούς πνευματομάχους.

Στο παρόν άρθρο μου, όμως, θα μείνουμε στο είδος εκείνο των έργων του, που ονομάζονται Επιτάφιοι Λόγοι. Ο Άγιος Γρηγόριος θεωρείται, μάλιστα, ο πρώτος, ο οποίος εισήγαγε στην εκκλησιαστική γραμματεία, το είδος αυτό της φιλολογίας και ρητορίας, ήτοι τους Επιταφίους Λόγους, βασιζόμενος βέβαια στην κλασική ρητορική της ελληνικής αρχαιότητος και δη των Αθηνών, όπου οι Επιτάφιοι Λόγοι άρχισαν προς τιμήν των εν πολέμω πεσόντων και συνεχίστηκαν προς απόδοσιν ατομικών τιμών. Άλλωστε απ’ αυτούς τους προχριστιανικούς χρόνους γνωρίζουμε σπουδαίους Επιταφίους Λόγους ή αποσπάσματα αυτών, όπως του Λυσία, του Δημοσθένους, του Υπερείδου, του Γοργία, του Περικλέους, του Ισοκράτους, του Μενάνδρου κ.α. και βέβαια γνώστης αυτών ήταν ο λίαν πεπαιδευμένος Ιεράρχης Γρηγόριος. Ο ίδιος δεν αρκέστηκε ωστόσο στην όλη ρητορική δομή ενός Επιταφίου Λόγου, αλλά προχώρησε, ως χριστιανός ρήτορας, στην μετάδοση και ενός πνευματικού μηνύματος προς τους ακροατές του, εξ επόψεως χριστιανικής διδασκαλίας.

Σώζονται οι κάτωθι Επιτάφιοι Λόγοι του σοφού Ιεράρχου: Εις Καισάριον επιτάφιος. Μετά τον θάνατο του αδελφού του Κασαρίου, τέλη του 368. Εις Γοργονίαν επιτάφιος. Μετά τον θάνατο της αδελφής του Γοργονίας, τέλη του 370. Επιτάφιος εις τον πατέρα. Πρόκειται για τον πατέρα του, επίσης ονόματι Γρηγόριον, ο οποίος ήταν Επίσκοπος Ναζιανζού την άνοιξη του 374. Και, εις τον Μ. Βασίλειον Επιτάφιος, ο οποίος ελέχθη στην Καισάρεια την 1-1-382.

*

Απ’ όλους αυτούς, θα μείνουμε σε ένα Επιτάφιο Λόγο, εκείνον προς τον αδελφό του, τον Καισάριο. Κατ’ αρχήν, βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι γονείς του Αγίου, ονόματι Γρηγόριος και Νόννα, ήσαν θεοσεβείς και απέκτησαν τρία τέκνα, την Γοργονία, τον Γρηγόριο και τον Καισάριο. Και η μεν Γοργονία ανεδείχθη αγία γυναίκα της προσευχής και των αγαθών έργων φιλανθρωπίας, ο δε Καισάριος σπούδασε στην Αλεξάνδρεια πολλές επιστήμες, αλλά κυρίως ιατρική και διετέλεσε ανώτερος αυλικός υπάλληλος. Διακρίθηκε για την εντιμότητά του, το φιλάνθρωπον της προσωπικότητός του, την προσφορά του προς τους ενδεείς, την ασκητική και αγία βιοτή.

Απ’ αυτόν, λοιπόν, τον Επιτάφιο Λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, προς τον κοιμηθέντα μικρότερο αδελφό του, παραθέτουμε μερικές εξαιρετικές περικοπές, εξόχως διδακτικές. Ο λόγος ευρίσκεται στην Ελληνική Πατρολογία, τ. 35, 756-788 και σε άλλες εκδόσεις, όπως και στην ΕΠΕ, 48, Θεσ/νίκη 1980, απ’ όπου μεταφέρουμε και την μετάφραση στη νεοελληνική του αξιόλογου φιλόλογου Ιγνατίου Σακαλή.

*

Κατ’ αρχήν, στο Προοίμιο, λέγει, ότι θα θρηνήσουμε τον απελθόντα αδελφόν του, αλλά «ούτε επαινεσόμεθα πέρα του μέτρου και πρέποντος». Δεν θα προχωρήσει ούτε σε «αναλγησία», ούτε σε «αμετρία». Λέγει δε, πολύ χαρακτηριστικά, ότι «την οφειλομένην τοις αλγούσι παράκλησιν επιθήσομεν και μεταθήσομεν την λύπην από της σαρκός και των προσκαίρων επί τα πνευματικά και αΐδια». Και βέβαια, μόνον ένας θεόπνευστος και δεινότατος χριστιανός ρήτωρ, ως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα μπορούσε να επιτύχει το δυσκολότατο τούτο εγχείρημα, όταν μάλιστα ο νεκρός είναι κατά σάρκα συγγενής του και παρόντες είναι και οι γονείς του κεκοιμημένου.

Στη συνέχεια πλάθει το εγκώμιον, αρχίζοντας από τους γονείς, ήτοι τον πατέρα του Γρηγόριο, την μητέρα του Νόννα, μιλώντας για την ευσέβειά τους, παρ’ ότι για πολλά άλλα μπορούσε να τους επαινέσει. «Πολλών και μεγάλων υπαρχόντων εις ευφημίαν, λέγει, εν μέγιστον απάντων και ώσπερ άλλο τι επίσημόν εστιν η ευσέβεια». Οι γονείς αυτοί, συνεχίζει, θησαύρισαν στα παιδιά τους, την ουράνια λαμπρότητα, ωσάν την πιο πολύτιμη κληρονομιά, ήτοι «κλήρον μέγιστον τοις παισί την εκείθεν λαμπρότητα θησαυρίζοντες».

Ακολούθως ομιλεί για τις λαμπρές σπουδές του Καισάριου στην Αλεξάνδρεια, όπου λέγει: «… Εκείνος εγκατεστάθηκε εις την πόλιν του Αλεξάνδρου, που ήταν και τότε και τώρα το εργαστήριον κάθε παιδείας. Ποίον πρώτον και ποίον μέγιστον από τα προτερήματά του να αναφέρω; Τι να παραλείψω, ώστε να μην αδικήσω απέραντα τον λόγον μου; Ποίος ήταν περισσότερον από εκείνον άξιος της εμπιστοσύνης των δασκάλων του; Ποίος ήταν πιο αγαπητός εις τους συνομηλίκους του; Ποίος περισσότερον από αυτόν απέφυγε την συντροφιά και την συναναστροφήν των φαύλων; Και ποίος επεδίωξε περισσότερον την συναναστροφήν των αρίστων και μάλιστα των πιο ευυπολήπτων και γνωστών από τους πατριώτας μας; Και τούτο επειδή εγνώριζε ότι και οι συναναστροφές δεν συντελούν ολίγον εις την αρετήν ή εις την κακίαν. Δι’ αυτά όλα, ποίος ήταν άλλος από αυτόν πολυτιμότερος διά τους άρχοντας; Ποίος ήταν γνωστότερος εις ολόκληρον την πόλιν από αυτόν διά την σωφροσύνην και πιο ακουστός διά τας γνώσεις του, αν και εξ αιτίας του μεγέθους της περνούν όλοι απαρατήρητοι μέσα εις αυτήν;».

Αναφέρει στη συνέχεια, συγκεκριμένα τις σπουδές του, στη γεωμετρία, αστρονομία, αριθμητική και την ιατρική, την οποία αποκαλεί «θαυμασία». Συνεχίζει διηγούμενος την εξάσκηση της ιατρικής τέχνης στην Κων/πολη, την οποία επετέλεσε ειδικότερα στην αυτοκρατορική αυλή επί Κωνσταντίου, αλλά συνάμα κάμνει λόγον και για τον ευσεβή χαρακτήρα του και το φιλάδελφον του ήθους του. Λέγει: «φέρε μηδέ τούτο των Καισαρίου καλών παρέλθωμεν, ο τοις μεν άλλοις ίσως μικρόν και ουδέ μνήμης άξιον, εμοί δε και τότε και νυν μέγιστον έδοξεν είπερ των επαινετών η φιλαδελφία και ου παύσομαι τιθείς εν πρώτοις».

Όπως δε συνεχίζει ο Γρηγόριος να εγκωμιάζει τον Καισάριο, λέγει γι’ αυτόν, ότι δεν τον επηρέαζαν οι ποικίλες τιμές και πρόσκαιρες δόξες, αλλά ίσχυε το «πρώτον ην εις αξίωμα χριστιανόν και είναι, και ονομάζεσθαι». Θεωρούσε ο Καισάριος όλες τις τιμές και τις γήινες δόξες ως «παιδιά και λήρος», δηλ. παιχνίδι και φλυαρία. Ωστόσο, τον Κωνστάντιον διεδέχθη στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο μισόχριστος Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος επίεζε και εξεβίαζε τον άριστο ιατρόν Καισάριον, ν’ απαρνηθεί την χριστιανική πίστη του, πλην όμως, ουδέν επέτυχε, παρά μόνον την αποπομπή του. Ο Γρηγόριος το αναφέρει τούτο με επαινετικά λόγια: «ως δε πάσας αυτού τας εν τοις λόγοις πλοκάς διαλύσας, και πείραν άπασαν αφανή τε και φανεράν, ώσπερ τινά παιδιάν παρωσάμενος, μεγάλη και λαμπρά τη φωνή το Χριστιανός είναι τε και μένειν ανεκήρυξεν, ουδέ ούτω μεν παντελώς αποπέμπεται». Μετά όμως τον θάνατον του Ιουλιανού ο Καισάριος επανήλθε στην Κων/πολη και μάλιστα αργότερα διορίστηκε για την εντιμότητά του «επιμελητής θησαυρών και ταμίας των δημοσίων χρημάτων». Κατακλείει δε, το πρώτο μέρος του λόγου του, ο άγιος, με τούτα τα καταπληκτικά λόγια:

«… Τον προπέμπομεν με ύμνους, τον συνοδεύουν βήματα Μαρτύρων, τα όσια χέρια των γονέων του τον τιμούν και η λαμπρά συμπεριφορά της μητέρας, που εις την θέσιν της συμφοράς προβάλλει την ευσέβειαν. Η πίστις νικά τα δάκρυα, οι ψαλμοί καθησυχάζουν τους θρήνους και απολαμβάνει τα άξια βραβεία της χριστιανικής ψυχής, που το Πνεύμα της έδωσε με το Βάπτισμα την αρχικήν μορφήν της».

*

Στο δεύτερο μέρος του Επιταφίου Λόγου του, ο ιερός Πατήρ, με απαράμιλλη ρητορική τέχνη, με βάθος θεολογικού στοχασμού, απευθύνεται τώρα προς τον κοιμηθέντα αδελφόν του Καισάριον και λέγει ωραιότατα:

«… Αυτό είναι από εμένα, Καισάριε, το σάβανόν σου. Αυτές είναι οι απαρχές των λόγων μου· με κατηγορούσες συχνά ότι τους έκρυβα και ήταν να τους αποκαλύψης εις την περίπτωσιν την ιδικήν σου. Αυτός είναι ο στολισμός σου από εμένα και γνωρίζω καλά πως είναι από κάθε στολισμόν προτιμότερος. Δεν αγαπούσες τα απαλά και χυτά μεταξωτά, που δεν σου επροξενούσαν χαράν, όπως προξενούν εις τους πολλούς, όταν ήσουν βουτηγμένος εις αυτά, αλλά είχες στολίδι σου την αρετήν. Δεν αγαπούσες τα διάφανα λινά ούτε τα ακριβά αρώματα. Ούτε τα διάφορα μικροπράγματα τα αγαπητά εις τους μικρούς ανθρώπους, που σήμερα θα τα έκρυβε όλα η πικρή αυτή πλάκα…».

Και σε μία υπέροχη αποστροφή του λόγου του λέγει: «… το δε εμόν δώρον λόγος», που οι επερχόμενες γενιές θα τον σεβαστούν και θα τον φυλάξουν και θα σε ενθυμούνται. Ο λόγος αυτός θα κρατεί πάντα στις ακοές και στις ψυχές των ανθρώπων αυτόν που τιμούμεν, δηλαδή τον Καισάριον, καταλήγει ο ιερός πατήρ. Και πράγματι, ιδού, έπειτα από τόσους αιώνες διαβάζουμε, μελετούμε και παρουσιάζουμε τον Επιτάφιον αυτόν Λόγον.

Λέγει, κατόπιν, ο Γρηγόριος υπέροχα λόγια για την άνοδο του Καισάριου στους ουρανούς, κοντά στο θρόνο του Θεού: «…Εσύ όμως τώρα ευρίσκεσαι εις τους ουρανούς, θείον και ιερόν πνεύμα, μέσα εις τους κόλπους του Αβραάμ, ασυλλήπτους δι’ ημάς· αναπαύσου και παρακολούθησε τον χορόν των Αγγέλων και των δικαίων την δόξαν και την λαμπρότητα. Η μάλλον θα μετέχης και εσύ εις τον χορόν και την ιδίαν θα νιώθης χαράν και θα γελάς με όλα τα ιδικά μας από το ύψος του ουρανού, με ο,τι αποκαλούμε πλούτη, με τα ασήμαντα αξιώματα, τις ψεύτικες τιμές, την απάτην των αισθήσεων, το γύρισμα της ζωής αυτής, την σύγχυσίν μας και την άγνοιαν, καθώς σε νυχτερινήν μάχην. Θα είσαι εις το πλάι του μεγάλου Βασιλέως καταπλημμυρισμένος από το εκεί φως. Αυτού του φωτός ολίγον αντιφέγγισμα δεχθήκαμε και εμείς από εκεί, όσον να διακρίνωμε ανάμεσα από καθρέφτες και αινίγματα και παρακαλούμε, έπειτα από την ζωήν αυτήν, να συναντήσωμε την ιδίαν την πηγήν του φωτός, αντικρύζοντας με καθαρόν νούν την καθαράν αλήθειαν. Θα είναι αυτός ο μισθός μας διά την φιλόπονον εδώ επιδίωξιν του καλού, η πλήρης μετοχή εκεί εις το καλόν και η θέα, που τα ιερά μας βιβλία και οι μύσται του θείου ορίζουν ως κατάληξιν της ψυχικής μας πορείας».

*

Στη συνέχεια κάμνει λόγο για το παροδικό και πρόσκαιρο του παρόντος βίου και για την ματαιότητα, λέγοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είμεθα ως «όναρ ουχ ιστάμενον, φάσμα τι (=φάντασμα) μη κρατούμενον, πτήσις ορνίου παρερχομένου, ναύς επί θαλάσσης ίχνος ουκ έχουσα, κόνις, ατμίς, εωθινή δρόσος, άνθος καιρώ φυόμενον, και καιρώ λυόμενον», κλείνοντας με την του Δαυΐδ φράση: «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει» (Ψ. 102, 15) και του Εκκλησιαστού την άλλη σπουδαία φράση: «Πάντα ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» (Εκκλ. Κεφ. Α’, 2).

*

Προχωρεί στον Επιτάφιον Λόγον του με την παραμυθία, την παρηγορία και παράκληση και συγχρόνως συμβουλεύει το ακροατήριο: «Φέρε δέξασθε παράκλησιν…. μη τοίνυν πενθώμεν Καισάριον…»· «… Ας θρηνούμε τον εαυτόν μας διά όσα εχάσαμε και δι’ αυτά που μας περιμένουν, αν δεν ακολουθήσωμε την μερίδα του Θεού και δεν σπεύσωμεν προς την ζωήν του ουρανού, παραδίδοντας ολόψυχα τον εαυτόν μας εις τον Θεόν και παρατρέχοντας όσα τρέχουν και φεύγουν. Πρέπει να εγκαταλείψωμε την γην, ενώ ακόμη ζούμε επάνω εις αυτήν και να ακολουθήσωμε ειλικρινά το Πνεύμα, που μας οδηγεί προς τα άνω».

Λέγει δε κατόπιν ότι το «μείζον φάρμακον», για την παρηγορία όλων, είναι η αξία της ψυχής του ανθρώπου. Και προσθέτει ότι στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, όταν θα ηχήσει η «εσχάτη σάλπιγγα», τότε «Καισάριον αυτόν όψομαι, μηκέτι εκδημούντα, μηκέτι φερόμενον, μηκέτι πενθούμενον, μηκέτι ελεούμενον, λαμπρόν, ένδοξον, υψηλόν· υιός μοι κατ’ όναρ ώφθης πολλάκις, ω φίλτατε αδελφών εμοί και φιλαδελφότατε».

Κατακλείει δε τον λόγον του, ο σοφός Ιεράρχης και θείος ποιμήν, ο θεολόγος Γρηγόριος, αναπέμποντας μία υπέροχη προσευχή: «Ω Δέσποτα πάντων και ποιητά, και διαφερόντως τούδε του πλάσματος! Ω Θεέ των σων ανθρώπων, και πάτερ, και κυβερνήτα! Ω ζωής και θανάτου Κύριε! Ω ψυχών ημετέρων ταμία και ευεργέτα! Ω ποιων τα πάντα, και μετασκευάζων τω τεχνίτη. Λόγω κατά καιρόν, και ως αυτός επίστασαι τω βάθει της σης σοφίας και διοικήσεως, νυν μεν δέχοιο Καισάριον, απαρχήν της ημετέρας αποδημίας· ει δε τον τελευταίον πρώτον συγχωρούμεν τοις σοίς λόγοις, οις το παν φέρεται· δέχοιο δε και ημάς ύστερον εν καιρώ ευθέτω, οικονομήσας εν τη σαρκί εφ’ όσον αν η συμφέρον· και δέχοιό γε διά τον σον φόβον ετοιμασθέντας, και ου ταρασσομένους, ουδέ υποχωρούντας εν ημέρα τη τελευταία, και βία των εντεύθεν αποσπωμένους, ο των φιλοκόσμων ψυχών πάθος και φιλοσάρκων, αλλά προθύμως προς την αυτόθεν ζωήν την μακραίωνά τε και μακαρίαν, την εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

*

Πραγματικά, με τον Επιτάφιο αυτό λόγο, η «θεία λύρα» έκρουσε τις χορδές της ψυχής των ακροατών του. Τους παρηγόρησε. Τους δίδαξε. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μία σπουδαία μελέτη, με κεντρικό θέμα το ρέον της ανθρώπινης ζωής, την πραγματικότητα του θανάτου και την αλήθεια της επουράνιας ζωής. Ένα υπέροχο μεταθανάτιο εγκώμιο για τον αδελφό του Καισάριο, με σοφία, με σύνεση, με διάκριση, με βαθειά πίστη στον Κύριο. Ένας αληθινός παραμυθητικός Επιτάφιος Λόγος, που μόνον ο «ποιμενικός αυλός» της θεολογίας ενός Γρηγορίου θα μπορούσε να εκφωνήσει.

Αλλά τις αλήθειες αυτές, που διεκήρυξε με τον Λόγο του ο άγιος Ιεράρχης, συχνά εμείς τις παραγνωρίζουμε, γι’ αυτό και επαιρόμεθα και διάγουμε την ζωή μας, δουλεύοντας με εντελώς γήινο φρόνημα. Ωστόσο, οφείλουμε να συλλογιζόμεθα τόσον την ύπαρξη της αθανασίας της ψυχής, όσον και της μελλούσης ζωής και ανταποδόσεως.

Η «θεία λύρα» του πνεύματος, εν προκειμένω, θα μας προτρέψει: «Των καλών το πρώτον… εστίν αεί Θεόν κτάσθαι και γένεσθαι κτήμα Θεού διά της προς αυτόν οικειώσεώς τε και αναβάσεως» (Επιστολή προς πρεσβύτερον Σακερδώτα (PG 37, 349).

Αληθεύει, συνεπώς, η μαρτυρία του Ρουφίνου της Ακυηλίας (4ος αι.) που, μετέφρασε Γρηγόριον, στα λατινικά, ότι: «Του Γρηγορίου ουδέν ούτε του βίου επαινετώτερον και αγιώτερον ούτε της ευγλωττίας λαμπρότερον και ενδοξότερον ούτε της πίστεως καθαρώτερον και ορθότερον ούτε της επιστήμης πληρέστερον και τελειότερον δύναται να ευρεθή» (PG 35, 92).