Θεία Λειτουργία στον Ενοριακό Ναό του Αγίου Αθανασίου από τον Μητροπολίτη Σύμης

Σήμερα 21η Απριλίου 2024, Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, ο Μητροπολίτης Σύμης κ. Χρυσόστομος χοροστάτησε στον Όρθρο και τέλεσε την Θεία Λειτουργία στον Ενοριακό Ναό του Αγίου Αθανασίου Σύμης, όπου εορτάστηκε και η ιερά μνήμη του Οσίου πατρός ημών Σάββα του εν Καλύμνω. Αναφέρεται δε, ότι στο κτιριακό συγκρότημα του μεγαλοπρεπούς αυτού Ναού, τιμάται επ’ ονόματι του συγκεκριμένου Αγίου περικαλλές Παρεκκλήσιον, όπου προς αγιασμόν των πιστών φυλάσσεται ως μέγας πνευματικός θησαυρός η Εικόνα Οσίου Σάββα και Ιερόν Επιτραχήλιον εκ του αφθάρτου Σκηνώματός του, ευλογία της Ι. Μονής Αγίων Πάντων της Καλύμνου, ένθα ο Άγιος θεοφιλώς εγκαταβίωσε, ασκήτευσε και ετελειώθη εν Κυρίω.

Ο Μητροπολίτης συλλειτούργησε μετά του Εφημερίου του Ι. Ναού, Οικονόμου π. Ελευθερίου Οθίτη και του π. Γεωργίου Κακακιού, Εφημερίου της ομόρου Ενορίας του Αγίου Δημητρίου, ενώ το ι. αναλόγιον διακόνησαν οι Ιεροψάλτες κ. Ελευθέριος Ξηράκης, κ. Εμμανουήλ Κυπριώτης, κ. Γεώργιος Μοσκιού, μεθ’ ετέρων. Της Λειτουργικής Συνάξεως συμμετείχαν πολλοί πιστοί, μεταξύ των οποίων και ο Διοικητής Δ.Α.Ν. Σύμης, Συνταγμ. κ. Παναγιώτης Βρανάς. Ο Μητροπολίτης δραττόμενος της ευκαιρίας ανεφέρθη εις την σύγχρονη μορφή του τιμωμένου Αγίου Σάββα και την κατά Θεόν βιωτή του, που ως αποτέλεσμα είχε την καλλιέργεια και ανάπτυξη μεγάλης μέχρι σήμερα ζώσης πνευματικότητος στην ευλογημένη Νήσο της Καλύμνου και εν γένει στα Δωδεκάνησα.

Ο θεόφρων πατήρ ημών Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 στην Ηρακλείτσα της Ανατολικής Θράκης από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και την Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικρή ηλικία ήταν πιστός και ευσεβής. Αφού τελείωσε το Δημοτικό σχολείο δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο και ο πατέρας του, του άνοιξε ένα μαγαζί. Η αγάπη του για τον Χριστό μεγάλωνε και ενώ μόλις βρισκόταν στην εφηβική ηλικία, είχε κατασταλάξει, ότι η καρδιά του ποθούσε την μοναχική πολιτεία.

Μόλις σε ηλικία δώδεκα ετών, ο νεαρός Βασίλειος άφησε την δουλειά του και έφυγε κατευθυνόμενος στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου επί δώδεκα έτη ζει με προσευχή και αυστηρή άσκηση. Στην συνέχεια φτάνει προσκυνητής του Παναγίου Τάφου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.

Ελπίζοντας πάντα στην βοήθεια του Θεού, εισέρχεται στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Χοζεβά, όπου έπειτα από τριετή ενάρετο βίο κείρεται μοναχός το 1890 και αργότερα, το έτος 1894, αποστέλλεται από τον ηγούμενο της μονής, Καλλίνικο, στην Σκήτη της Αγίας Άννης, για να ασκηθεί στην αγιογραφία.

Το 1902 χειροτονείται διάκονος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος. Διακονεί μέχρι το έτος 1906 ως εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού. Το 1916 ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους, επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μία ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου και μεταβαίνει στη νήσο Πάτμο, όπου διαμένει δυό χρόνια και μάλιστα ιστορεί δυό εικόνες στο Καθολικό της Μονής.

Έπειτα έρχεται στην Αθήνα, όπου πληροφορείται ότι τον αναζητεί ο Άγιος Νεκτάριος. Μεταβαίνει στην Αίγινα και διακονεί τον Άγιο μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του. Η συγκαταβίωση με τον Άγιο Νεκτάριο συνέβαλε πολύ στην πνευματική του πρόοδο. Όταν ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη, ο Όσιος Σάββας έμεινε έγκλειστος στο κελλί του με προσευχή για σαράντα ημέρες, αγιογραφώντας την πρώτη εικόνα του Αγίου Νεκταρίου.

Στην Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Καλύμνιο Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενεί στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.

Μετά από θεία φώτιση, καταλήγει στην μονή των Αγίων Πάντων, την οποία ανακαινίζει και στον τόπο αυτό ξεκινά μία έντονη πνευματική ζωή και δραστηριότητα. Τα χαρίσματά του αρχίζουν να ξεδιπλώνονται, αλλά και να αυξάνονται. Στην Μονή τότε ζούσαν λίγες Μοναχές, τις οποίες ο Άγιος Σάββας διακονούσε με ταπείνωση ως Λειτουργός των ι. Ακολουθιών και Πνευματικός στο ι. Μυστήριο της Εξομολογήσεως και διαποιμάνσεως. Ο καθημερινός του μοναχικός βίος περιλαμβάνει την αγιογραφία και την βυζαντινή μουσική, που γνώριζε καλά και μάλιστα προσπάθησε να μεταδώσει και σε άλλους.

Επίσης αγαπούσε την τέλεση των Ι. Μυστηρίων και κυρίως την Θεία Ευχαριστία, την οποία φαίνεται ότι ιδιαιτέρως ζούσε. Οι διηγήσεις περιγράφουν ότι συχνά συλλειτουργούσε με αγίους και αγγέλους. Αλλά και το μυστήριο της Εξομολόγησης υπηρετούσε με φόβο Θεού και διάκριση μεγάλη. Ήταν επιεικής και εύσπλαχνος με τις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν όμως την βλασφημία και την κατάκριση. Η προσευχή ήταν καθημερινά το κύριο πνευματικό του έργο. Συχνά δάκρυζε και με πόθο παρακαλούσε για την μετάνοια των πνευματικών του παιδιών. Διδάσκει με τα λόγια, αλλά και το παράδειγμά του. Βοηθά χήρες, ορφανά και φτωχούς, από τα έσοδα της αγιογραφίας. Ζεί με ταπείνωση, άσκηση, αφιλοχρηματία και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όλοι όσοι τον εγνώρισαν.

Επίσης, έκανε ιδιαίτερη προσευχή για την ελευθερία των Δωδεκανήσων, τα οποία εκείνα τα χρόνια βρίσκονταν κάτω από ιταλική κατοχή. Οι ετερόδοξοι κατακτητές, προσπαθούσαν να αφελληνίσουν τα νησιά μας και να αποκόψουν τους Έλληνες κατοίκους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ορθόδοξη πίστη, κλείνοντας τα ελληνικά σχολεία και αποδυναμώνοντας τους δεσμούς με την μητέρα Εκκλησία. Ο Άγιος είχε μυστική, ησυχαστική ζωή, γευόταν την προσευχή, ως ένωση Θεού και ανθρώπου. Με την προσευχή του, που έφτανε στον Θρόνο του Θεού, έσωζε και σώζει πολλούς ανθρώπους από κινδύνους. Η σκληρή του άσκηση του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Αξιώθηκε της ευωδίας του σώματός του εν ζωή, καθώς και το πέρασμά του ήταν ευώδες, ευωδία η οποία θα εξέλθει και από το μνήμα του μετά την εκταφή του.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμπλήρωσε τις ημέρες της επίγειας ζωής του, με άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη, ενώ λίγο πριν το τέλος η τελευταία φράση του ήταν «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Η ομολογία αυτή ήταν η βεβαίωση της εν Χριστώ πορείας του και τελειώσεως. Αυτό που πραγματικά φανέρωσε την αγιότητα του Οσίου, ήταν η μυροβλυσία εκ του τάφου του. Ήταν ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας που κάλυψε ολόκληρη την περιοχή της Μονής και το θεικό αυτό σημείο έγινε γνωστό σ’ όλο το νησί. Όλοι αισθάνονταν την ευωδία του λειψάνου του χιλιόμετρα μακριά, και όλοι έτρεχαν προς το μοναστήρι για να τον δούν, να τον προσκυνήσουν και να προσευχηθούν ενώπιόν του.

Μετά από 10 έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Η επίσημη αγιοκατάταξη του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του Οικουμενικού ημών Πατριαρχείου την 19η Φεβρουαρίου 1992.

Κατωτέρω παρατίθενται φωτογραφικά στιγμιότυπα εκ της λειτουργικής συνάξεως.