Τα δικαιώματα των πιστών

του Μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ

Οι ανακοινωθείσες αποφάσεις της Κυβερνήσεως για την συμμετοχή των πιστών στις θείες Λειτουργίες των Μεγάλων Δεσποτικών εορτών του αγίου Δωδεκαημέρου που αποβλέπουν ως ανεκοινώθη στον περιορισμό της μεταδόσεως της μολύνσεως εκ του Covid-19 έδειξαν το ενδιαφέρον και την φροντίδα των Αξιωματούχων της Πολιτείας και των Επιστημόνων της Ιατρικής για την δημόσια υγεία, συγχρόνως όμως και την άγνοια των αρχών του πολιτεύματος της Εκκλησίας και τις θεολογικές διαστάσεις των θεμάτων.

Γι’ αυτό και δεν κατανοούνται, αν δεν κατανοούνται, οι αντιδράσεις των Ποιμένων της Εκκλησίας μας στις αποφάσεις τους.

Αυτό μας ώθησε να επισημάνουμε με λιτό πλην σαφή τρόπο αυτά που εμείς οι πιστοί πιστεύουμε ότι ισχύουν κατά την δισχιλιετή πορεία της Εκκλησίας μας στο χρόνο εν παντί καιρώ.

Θέμα 1ον. Η λατρεία του Θεού δεν είναι ούτε εθιμοτυπική επίσκεψη ούτε εμπορική ενασχόληση, πολλώ δε μάλλον καλλωπιστική αναζήτηση. Όλα αυτά είναι για τους έχοντες κοσμικό φρόνημα αυτονόητα και επιθυμητά. Ο Κύριος όμως με την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου (Λουκά ιδ΄,16-24 και Ματθαίου κβ΄, 14) απεδοκίμασε αυτή την συμπεριφορά εκείνων που απέρριψαν την κλήση του Θεού να συμμετάσχουν στο Μεγάλο Δείπνο της Βασιλείας Του. Για το πιστό η συμμετοχή του στην λατρεία του Θεού, όπως την έχει καθορίσει ο Ίδιος ο Αρχηγός και Κεφαλή της Εκκλησίας μας, όπως αναγνωρίζεται και διακηρύσσεται από το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας, είναι εμπειρία κοινωνίας με τον Θεό. Γι’ αυτό στο τέλος της Θείας Λειτουργίας οι πιστοί ψάλλουν χαρούμενοι «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες, αύτη γαρ ημάς έσωσεν». Τα ρήματα «είδομεν», «εύρομεν» και «ελάβομεν» είναι σε ενεργητική φωνή δηλωτικά αυτής της εμπειρίας.

Με το Βάπτισμά του ο άνθρωπος αποκτά δικαιώματα που του τα παραχωρεί ο Ίδιος ο Θεός επειδή δέχεται με πίστη τον Υιό Του.

«Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάννου α΄, 12).

Δηλαδή «Σ’ όσους όμως τον δέχτηκαν και πίστεψαν σ’ Αυτόν έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού».

Ο Θεός όσους πιστεύουν στον Υιό Του τους ανυψώνει στην κατάσταση της υιοθεσίας «ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού» (Προς Ρωμαίους η΄, 17 ). Αποκτούν τα ίδια απαραμείωτα δικαιώματα με αυτά του Κυρίου Ιησού Χριστού που είναι ο φυσικός Υιός και κληρονόμος του Θεού Πατρός «ον έθηκε κληρονόμον πάντων» (Προς Εβραίους α΄, 2)

Τα δώρα του Θεού ο άνθρωπος τα οικειοποιείται συμμετέχοντας στα άγια Μυστήρια στην σύναξη των τέκνων του Θεού, με απλά λόγια δηλαδή να εκκλησιάζεται.

Η Κυβέρνηση, η Ιατρική, η επιδημία και πάσα η δημόσια επίγεια εξουσία, δεν μπορούν ούτε να εμποδίσουν ούτε να ακυρώσουν την δωρεά του Θεού, διότι απλούστατα δεν έχουν τέτοια εξουσία.

Θέμα 2ον. Η συμμετοχή στην Θεία Κοινωνία επίσης δεν είναι μία εθιμοτυπική συμπεριφορά «για το καλό». Αυτό εύκολα όποιος συμμετέχει σε μία Θεία Λειτουργία μπορεί να το διαπιστώσει. Ο πιστός προσέρχεται στο μυστήριο της ζωής παρακαλώντας :

«Του Δείπνου σου του μυστικού, σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε· ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το Μυστήριον είπω· ου φίλημά σοι δώσω,καθάπερ ο Ιούδας· αλλ’ ως ο Ληστής ομολογώ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου».

Είναι σαφές, ότι αυτή η σύντομη προσευχή αποτελεί υπαρξιακή δέηση του ανθρώπου προς τον αναστάντα Κύριο να Τον δεχθεί και να ενωθεί μαζί Του. Ο πιστός υπόσχεται ότι δεν θα συμπεριφερθεί όπως οι σταυρωτές Του.

Αυτό λοιπόν που προσφέρει ο Ίδιος ο Χριστός δεν υπάρχει εγκόσμια εξουσία ούτε να το στερήσει ούτε να το εμποδίσει. Ούτε στον λειτουργό της Εκκλησίας επιτρέπεται να απαγορεύσει σε πιστό την Θεία Κοινωνία, εφ’ όσον δεν έχει διαπράξει κωλυτική συμπεριφορά.

Βέβαια όσοι σέβονται τον εαυτό τους δεν συμπεριφέρονται αδεώς και αδαώς σε τέτοια θέματα.

Θέμα 3ον: Το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας έχει διευκρινίσει, ότι η κοσμική εξουσία ασκείται από τα όργανα της Πολιτείας μέχρι την εξώθυρα του Ιερού Ναού Εντός του Ιερού Ναού έχει διευκρινίσει Μία Εξουσία δοξάζεται και προσκυνείται η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Όλες οι άλλες εξουσίες παραμένουν εκτός του Ιερού Ναού. Αυτή η θεμελιώδης αρχή τηρείται σε πλήθος ρυθμίσεων της Εκκλησίας μας π.χ. η ένστολοι αξιωματούχοι του Κράτους εντός του Ιερού Ναού δεν φέρουν το σύμβολα της εξουσίας και του αξιώματός τους, ουδεμία τιμητική διάκριση αποδίδεται σε υπεροχικά πρόσωπα πάντες «γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Προς Γαλάτας γ΄, 28) θεωρούνται κ.α.

Eίναι χαρακτηριστική και συναφής με το θέμα μας η περίπτωση του Ευτροπίου που ήταν Πρωθυπουργός του Αυτοκράτορος του Βυζαντίου Αρκαδίου, αναξίου γιού του Μεγάλου Αυτοκράτορος του Βυζαντίου Θεοδοσίου, έχοντος σύζυγον την φιλόδοξην και πανούργο Ευδοξία. Ο Ευτρόπιος με την εισήγηση της Ευδοξίας κατεδίωκε τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο και τον ταλαιπωρούσε όσο ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως στέλνοντας τον στρατό να τον συλλάβει και κατεδίωκε τους οπαδούς του αγίου Χρυσοστόμου.

Όταν έχασε την εύνοια της Ευδοξίας και απώλεσε την δύναμη και την εξουσία που είχε για να προστατευθεί από τον στρατό που τον καταδίωκε κατέφυγε στην Εκκλησία και προσετερίσθηκε τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο ο οποίος τον προστάτευσε αλλά και εξεφώνησε δύο σημαντικούς λόγους α΄. Ομιλία εις Ευτρόπιον Ευνούχον Πατρίκιον και Ύπατον PG 52, 391-395 και β΄. Ομιλία ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος απεσπάσθη, και περί παραδείσου και Γραφών και εις το «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου» PG 52, 395-413

Ο διώκτης της Εκκλησίας βρήκε προστασία στην Εκκλησία.