Συνάντηση Αρχιεπισκόπου Κύπρου με τον Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ

© mospat.ru

Με τον Μητροπολίτη Βολοκολαμσκ Ιλαρίωνα του Πατριαρχείου Μόσχας συναντήθηκε στην Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος.

Ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας βρίσκεται στην Κύπρο στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Προσυνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του τμήματος εξωτερικών εκκλησιαστικών σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας προσκλήθηκε από τον Προκαθήμενο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου στο γεύμα, κατά τη διάρκεια του οποίου «υπήρξε ανταλλαγή απόψεων επί προοπτικών των διορθοδόξων σχέσεων καθώς και των διμερών επαφών μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών Ρωσίας και Κύπρου, που περιεπλάκησαν μετά την παύση της ευχαριστιακής κοινωνίας με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο και σειρά ιεραρχών, οι οποίοι το 2020 αναγνώρισαν τη νομιμότητα της σχισματικής κοινωνίας στην Ουκρανία.

Ο Αρχιεπίσκοπος υπενθύμισε τις προσπάθειες μεσολαβήσεως, που κατέβαλε νωρίτερα για τη διευθέτηση του ουκρανικού ζητήματος, συμπεριλαμβανομένων και των μεταβάσεων στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες προς συζήτηση του εν λόγω προβλήματος».

Υπενθυμίζεται ότι η Ρωσική Εκκλησία έχει σταματήσει τη μνημόνευση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου μετά την αναγνώριση από μέρους του της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Μάλιστα, στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας που έλαβε χώρα στις 20 Νοεμβρίου 2020, υπογραμμιζόταν ότι «η αναφερόμενη απόφαση ελήφθη από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο αυτόβουλα, χωρίς συμφωνία με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας “και επομένως δεν φέρει συνοδικό χαρακτήρα”.

Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας, στις 24 Οκτωβρίου είχε αναφέρει σε δηλώσεις του ότι η Ρωσική Εκκλησία θα συνεχίσει την κοινωνία με εκείνους τους Αρχιερείς μόνο που δεν θα αναγνωρίσουν την απόφαση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, την οποία χαρακτηρίζει “μονομερή”.

Ακόμη χειρότερα, απειλούσε ότι “οι Ρώσοι προσκυνητές θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν στα προσκυνήματα των μητροπόλεων της Εκκλησίας της Κύπρου, οι επικεφαλής των οποίων θα παραμείνουν σε κοινωνία με τη Ρωσική Εκκλησία”.