«Σταμάτησε επιτέλους μία χαίνουσα πληγή στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας»

Ο καθηγητής Μιχαήλ Τρίτος σχολιάζει τις εξελίξεις στο θέμα της αναγνώρισης της Εκκλησίας των Σκοπίων από το Φανάρι χωρίς αναφορά στον όρο Μακεδονία και κάνει μια ιστορική αναδρομή στο πρόβλημα

Ιστορική χαρακτηρίζεται η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να αναγνωρίσει την σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων.

Συγκεκριμένα, η Αγία και Ιερά Σύνοδος που συνεδρίασε την περασμένη εβδομάδα αποφάσισε να δεχτεί σε ευχαριστιακή κοινωνία την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό την Εκκλησίας του Αρχιεπισκόπου Στεφάνου. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά ανακοίνωσε, έλαβε αυτήν την απόφαση για να θεραπευθεί η πληγή του σχίσματος. Αρχικά, η είδηση προκάλεσε πολλές συζητήσεις και αναμένονταν να υπάρξουν εντάσεις. Άνθρωποι, όμως, που γνωρίζουν καλά πρόσωπα και καταστάσεις θεωρούν ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά.

Κάνοντας αναφορά στην ιστορία του υφισταμένου προβλήματος ο Καθηγητής του Α.Π.Θ., πρώην Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής, κ. Μιχαήλ Τρίτος σημειώνει ότι «η σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων ιδρύθηκε το 1958 με πλήρη περιφρόνηση των βασικών αρχών της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, με πρόταξη εθνοφυλετικών σκοπιμοτήτων, παρά την αντίδραση της σερβικής Εκκλησίας και σύνολης της Ορθοδοξίας». Προσθέτει δε ότι «περιλαμβάνει στους κόλπους της το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού πληθυσμού της χώρας. Σε σύνολο 2.200.000 κατοίκων, οι Ορθόδοξοι ανέρχονται σε 1.600.000. Οι υπόλοιποι, ανερχόμενοι σε 600.000, είναι Μουσουλμάνοι. Υπάρχουν ακόμη 10.000 Καθολικοί-Ουνίτες, οι οποίοι κατοικούν στις πόλεις Σκόπια, Στρώμνιτσα, Γευγελή και Μπόγντατσι».

10 ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ

Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη, ο όποιος ψηφίστηκε το 1994, η σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων αποτελείται από δέκα μητροπόλεις. Είναι χωρισμένη από το κράτος, αλλά πρόκειται περί φιλικού χωρισμού, αφού το κράτος σέβεται την Εκκλησία, της επέστρεψε την εκκλησιαστική περιουσία και την ενισχύει ποικιλότροπα. Οι κληρικοί ανέρχονται στους τετρακόσιους και εκπαιδεύονται στη Θεολογική Σχολή του αγίου Κλήμεντος Σκοπίων.

«Για την επίλυση του ακανθώδους αυτού προβλήματος πραγματοποιήθηκαν από το 1999 μέχρι το 2002 πέντε διμερείς επαφές μεταξύ εκπροσώπων τού Πατριαρχείου της Σερβίας και της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων στο Βελιγράδι, στην Κωνσταντινούπολη, στο Μπιγκόρσκι, στο Κάλενιτς και στη Βόντοτσα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα» υπογραμμίζει ο κ. Τρίτος. Οπως τονίζει η τελευταία συνάντηση έγινε στην πόλη Νις της Σερβίας την 17η Μαΐου 2002. Οι συνομιλίες, που διεξήχθησαν σε πνεύμα κατανόησης, κατέληξαν με την υπογραφή σχεδίου συμφωνίας αποκαταστάσεως εκκλησιαστικής ενότητος. Αυτό περιελάμβανε 17 άρθρα. Συμφωνήθηκε να ονομαστεί η Εκκλησία των Σκοπίων Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και να της δοθεί ευρεία αυτονομία. Δυστυχώς, το σχέδιο αυτό, το οποίο θα έδινε λύση στο υφιστάμενο πρόβλημα, ύστερα από έντονες πιέσεις των εθνικιστικών κύκλων των Σκοπίων, απορρίφθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας των Σκοπίων κατά την συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2002. Ακολούθησαν: Η διαφωνία τού Μητροπολίτου Βέλεσκυ και Ποβαντάρσκυ (Βελεσσών και Παραβαρδαρίου) Ιωάννου και η επαναφορά της Μητροπόλεώς του στους κόλπους της Μητρός Εκκλησίας της Σερβίας, η έκπτωσή του από την Εκκλησία των Σκοπίων και ο ορισμός του αρχικά ως Εξάρχου και αργότερα ως Αρχιεπισκόπου της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος από την Εκκλησία της Σερβίας, η εκλογή από την Ιερά Σύνοδο της σερβικής Εκκλησίας δύο επισκόπων του Ιωακείμ και του Μάρκου και αργότερα του Δαβίδ για τη συγκρότηση κανονικής Ιεράς Συνόδου της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, οι αλλεπάλληλοι διωγμοί και φυλακίσεις του Αρχιεπισκόπου Ιωάννη, αρχικά με την κατηγορία της υποδαυλίσεως θρησκευτικού και εθνικού μίσους και αργότερα της οικονομικής κατάχρησης και της παράνομης αγοραπωλησίας ακινήτων. Τέλος, με παρέμβαση της ρωσικής Εκκλησίας στην κρατική εξουσία των Σκοπίων ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης είναι ελεύθερος και διαμένει στο μοναστήρι του στην Νιζόπολη, πλησίον της πόλεως τού Μοναστηριού.

Την επόμενη της αναγνώρισης από το Φανάρι, ο Πρωθυπουργός των Σκοπίων Ντιμίταρ Κοβάτσεφσκι συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο κ. Στέφανο, ώστε να τον συγχαρεί για τα καλά νέα. Επίσης, τόνισε ότι πρόκειται για μια ιστορική και πολυαναμενόμενη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με την οποία οι ιεράρχες, οι ιερείς και μοναχοί της τοπικής Εκκλησίας, καθώς και οι Ορθόδοξοι πιστοί της χώρας αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στη λειτουργική ενότητα με τις άλλες Ορθόδοξες εκκλησίες. Επεσήμανε, ακόμη, ότι η ιστορική αυτή απόφαση ελήφθη έπειτα από εντατική επικοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι της κυβέρνησης. Τις εγκάρδιες ευχαριστίες της προς τον κ. Βαρθολομαίο εξέφρασε και η Ιερά Σύνοδος της τοπικής Εκκλησίας και έκανε γνωστό ότι συνεχίζονται οι συνομιλίες με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας μέχρι να ρυθμιστεί το οριστικό καθεστώς της Εκκλησίας της χώρας.

«Σταμάτησε επιτέλους μία ταλαιπωρία και μία χαίνουσα πληγή στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο κ. Τρίτος και μεταφέρει την ικανοποίηση του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιωάννη. Επίσης, χαρακτηρίζει πολύ θετικό το γεγονός ότι η Εκκλησία των Σκοπίων αναγνωρίζεται χωρίς να παίρνει τον τίτλο «Εκκλησία της Μακεδονίας» και οποιοδήποτε άλλο παράγωγο της λέξεως «Μακεδονία». Παράλληλα, προτείνει -και εκφράζει την πεποίθηση ότι θα συμβεί- να διχοτομηθούν οι τρεις μεγαλύτερες Μητροπόλεις για την τακτοποίηση των τριών Επισκόπων, Μάρκου, Ιωακείμ και Δαβίδ, που συγκροτούν την κανονική Ιερά Σύνοδο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος.

Η ΜΟΣΧΑ

Το πρώτο σχόλιο ήρθε από τη Μόσχα, καθώς με δήλωσή του ο Γραμματέας του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Πρωθιερέας Ιγκορ Γιακιμτσούκ, ανέφερε ότι «η θέση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα λάβει πρώτα απ’ όλα υπόψη τις προσεγγίσεις αυτού του προβλήματος της Σερβικής Εκκλησίας, στην οποία εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε αποκλειστικά κανονικά δικαιώματα στη Βόρεια Μακεδονία».

Κατόπιν, δηλώσεις έκαναν ο Μητροπολίτης Λόβετς Γαβριήλ, του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, αλλά και ο Πρωθιερέας Νικολάι Μπαλασόφ, αντιπρόεδρος του τμήματος εξωτερικών σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, ο οποίος, τόνισε πως η αναγνώριση της Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας ήταν μια κατάφωρη εισβολή με πολιτικά κίνητρα, στην αρμοδιότητα της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σημειώνοντας ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας, αποφάσισε και πάλι να ενεργήσει ως ο μοναδικός διαμεσολαβητής για τις τύχες ολόκληρου του ορθόδοξου κόσμου, ως ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος διαιτητής σε όλα τα εκκλησιαστικά ζητήματα.

Από την πλευρά του, ο Μητροπολίτης Λόβετς τόνισε πως η κίνηση αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα φέρει περισσότερα προβλήματα για την Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζοντας ότι δεν έχει περισσότερα δικαιώματα από οποιαδήποτε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία.

Εντούτοις, ο κ. Τρίτος θεωρεί, ότι η κίνηση του Πατριάρχη δείχνει μία εκκλησιαστική αγωνία για την υπέρβαση ενός σχίσματος και σφυρηλατεί την ενότητα της Ορθοδοξίας, ενώ δεν έχει πολιτικές διαστάσεις. Γι’ αυτό και έδωσε το γενικό πλαίσιο και αφήνει τις λεπτομέρειες να ρυθμιστούν μεταξύ των δύο εμπλεκομένων. Πιστεύει ότι δεν θα υπάρξουν επίσημες αντιδράσεις κι αυτό φαίνεται και από τη θετική θέση του Αχρίδος Ιωάννη.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΠΥΡΟΥ

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”