Στο φως της δημοσιότητας πρακτικά λειτουργίας της Βουλής των ετών 1827-1829

Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Μητροπολιτικού Ναού της Κοιμήσεως Θεοτόκου στην Αίγινα παρουσίασε την πρωτότυπη μελέτη, που φιλοξενήθηκε στον χώρο του Ι.Ν. και περιλαμβάνει και την περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης Καποδίστρια. Η πρωτοβουλία ανήκει στον π. Εμμανουήλ Γιαννούλη

Σε μια σημαντικότατη, από πλευράς ιστορικής σημασίας, κίνηση προχώρησε πριν από λίγες ημέρες το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Αγίου Διονυσίου στην Αίγινα.

Δημοσιοποίησε μια πρωτότυπη μελέτη η οποία αναφέρεται σε 40 πρακτικά λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων, η οποία φιλοξενήθηκε στον χώρο του Μητροπολιτικού Ναού Αίγινας κατά τη διάρκεια των ετών 1827-1829. Σε αυτό το χρονικό διάστημα συμπεριλαμβάνεται και η περίοδος της πρώτης διακυβέρνησης Καποδίστρια από την Αίγινα, η οποία ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου 1828 και διήρκεσε έως τις 2 Οκτωβρίου 1829, όταν και μεταφέρθηκε η έδρα της κυβέρνησης στο Ναύπλιο.

Με την πρωτοβουλία αυτή -η οποία αποτελεί καρπό εμπεριστατωμένης έρευνας του πρωτοπρεσβύτερου π. Εμμανουήλ Γιαννούλη, πρόεδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Μητροπολιτικού Ναού της Αίγινας- τιμάται η συμπλήρωση των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Η δημοσίευση των κειμένων από τα πρακτικά της Βουλής στην Αίγινα αποσκοπεί στο να καλυφθούν τα ενδεχόμενα κενά εκείνης της κρίσιμης για το έθνος μας περιόδου, η οποία χρονικά συμπίπτει με το τέλος της Επανάστασης και τις διεργασίες που ξεκινούσαν για τη συγκρότηση του πρώτου ελληνικού κράτους. Σε γενικές γραμμές, όσα, στοιχεία της συγκεκριμένης περιόδου έχουν δημοσιευθεί έως σήμερα θεωρούνται ανεπαρκή, με συνέπεια να παρατηρούνται συνήθως επί του θέματος αυτού διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες.

Ετσι, λοιπόν, με την ανακοίνωση της εν λόγω Μητρόπολης επιχειρείται η κάλυψη αυτών των κενών. Τα πρωτοεμφανιζόμενα στοιχεία μάς αποκαλύπτουν συγχρόνως και το στίγμα της εποχής τους. Ετσι, δύναται να αποτελέσουν και ισχυρό εργαλείο στα χέρια ιστορικών ερευνητών, οι οποίοι θα έχουν έτσι τη δυνατότητα να μελετήσουν σε βάθος άγνωστες σχεδόν πτυχές της ζωής των νεότερων χρόνων, αλλά και να αποτελέσουν αντικείμενο μεταπτυχιακών σπουδών και έρευνας.Σε ποια κατάσταση όμως βρίσκονταν το 1827 το νησί, αλλά και η πόλη της Αίγινας; Εικόνες αθλιότητας και δυστυχίας ήταν παντού ευδιάκριτες.

Πλήθη ρακένδυτων και πεινασμένων προσφύγων περιφέρονταν από το ένα σημείο στο άλλο, αναζητώντας απελπισμένα τροφή και στέγη. Επρόκειτο για Ελληνες που προέρχονταν από το Αϊβαλί και είχαν καταφύγει εκεί προκειμένου να γλιτώσουν από τις σφαγές του Ιουνίου του 1821 στις Κυδωνίες (Αϊβαλί), όπως και εκείνοι που είχαν αναζητήσει βοήθεια στο νησί του Σαρωνικού μετά την εισβολή, το ίδιο έτος, του Ομέρ Βρυώνη στην Αττική.

Στην Αίγινα είχαν αποβιβασθεί και όσοι είχαν διασωθεί από την καταστροφή, το 1824, των Ψαρών. Σε όλους τους παραπάνω ήρθαν να προστεθούν, το 1825, και αρκετοί Πελοποννήσιοι, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι είχαν καταφτάσει από την Αττική, μετά την εισβολή του Κιουταχή.

Διασώζεται μάλιστα η πληροφορία ότι μετέφεραν τότε στην Αίγινα, και για λόγους ασφάλειας, «τυλιγμένην εις έναν μποξάν» την κάρα του Αγίου Τιμοθέου, επισκόπου Ευρίπου, η οποία βρισκόταν στην Ιερά Μονή Πεντέλης Αττικής!

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πέρα ως πέρα τραγικές, αφού οι άνθρωποι αναγκάζονταν να ζήσουν σε λασποκαλύβες. Στους χωματόδρομους περιφέρονταν χήρες γυναίκες, όπως ήταν οι υπερήφανες Σουλιώτισσες, που είχαν χάσει τους άνδρες τους στο Μεσολόγγι, αλλά και άλλες οι οποίες θρηνούσαν για τον χαμό των δικών τους ανθρώπων.

Δίπλα σε αυτές διακρίνονταν και άνδρες με τις λαβωματιές του πολέμου στα βασανισμένα κορμιά τους, ημίγυμνα και ψειριασμένα παιδιά τα οποία κατέβαιναν από τις σπηλιές, σχηματίζοντας μια πομπή από πρόσωπα με τον τρόμο και την ανημποριά χαραγμένα στα πρόσωπά τους.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι τότε δύο πόλοι της εξουσίας, η Βουλή και η κυβέρνηση («Διοικητική Επιτροπή» ονομαζόταν το 1826 και «Αντικυβερνητική» το 1827), ήταν η αντιμετώπιση του εχθρού ύστερα από την πτώση της Ακρόπολης, την οποία είχε πολιορκήσει ο Κιουταχής, γεγονός που είχε οδηγήσει στη συρρίκνωση της ελεύθερης ελληνικής ζώνης.

Κύρια αποστολή αυτών των δύο πόλων εξουσίας ήταν η ανάκτηση των χαμένων εδαφών από τον εχθρό. Και, σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω προβλήματα, ήρθε να προστεθεί και το στεγαστικό, καθιστώντας ακόμη πιο ασφυκτική την πίεση στη μικρή κοινωνία της Αίγινας.

Στην πόλη της Αίγινας δεν υπήρχαν οικήματα κατάλληλα για τη στέγαση των βουλευτών και ήταν επιτακτική ανάγκη να εξευρεθούν άμεσα οι χώροι αυτοί. Η Βουλή συνεδρίαζε τακτικά -σχεδόν ημέρα με την ημέρα- μέσα στον χώρο της Μητρόπολης.

Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις που διεξάγονταν συνεδριάσεις και δύο φορές μέσα στην ίδια ημέρα! Οι συνεδριάσεις γίνονταν το μεσημέρι, επειδή τις υπόλοιπες ώρες τελούνταν στον Ιερό Ναό τα Ιερά Μυστήρια και οι Ιερές Ακολουθίες.

Ορισμένες συνεδριάσεις χαρακτηρίζονται «Μυστικαί» και άλλες «Εκτακται και Μυστικαί» συγχρόνως. Ολες οι συνεδριάσεις καταγράφονταν υπό τη μορφή πρακτικών, τα οποία όμως δεν δημοσιεύονταν σε αυτοτελή έκδοση, αλλά συνήθως επιλεκτικά και σε συνέχειες στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος», το όργανο της διοικήσεως, την εποχή κατά την οποία διευθυντής ήταν ο Γεώργιος Χρυσίδης. Η εφημερίδα τύπωνε τα πρακτικά της Βουλής στο χρονικό διάστημα των 15 ημερών και του ενός μηνός.

Το καλοκαίρι του 1827 η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη, αφού ο στρατός του Ιμπραήμ κυριαρχούσε σε όλα τα μέτωπα. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, ανήμερα στην εορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, λαμβάνει χώρα μυστική συνεδρίαση και των δύο διοικητικών σωμάτων, Βουλής και κυβέρνησης. Στα πρακτικά διαβάζουμε τα εξής: «Ανέφερεν ο επί των Εξωτερικών Γραμματεύς της Επικρατείας κύριος Γ. Γλαράκης ότι εις την μετά του Αντιναυάρχου της Αγγλίας κυρίου Κόδριγκτων και του της Γαλλίας κυρίου Δεριγνύ συνδιάλεξίν του, όπου παρευρέθησαν και οι κύριοι Α. Ζαήμης και Α. Μαυροκορδάτος (…), κρίνουσιν αναγκαίον να μεταβή η Διοίκησις εις τόπον ήσυχον και ελεύθερον από πάσαν στρατιωτικήν επιμονήν. Ως τοιούτον επρόβαλλον την νήσον της Αιγίνης, και εκεί να προσκαλέση όλους τους αξίους και καλούς πατριώτας να συμπράξωσιν μετ’ αυτής».

ΛΥΣΗ ΣΤΗ ΣΤΕΓΑΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ

Στη συνεδρίαση -άνευ παρουσίας ακροατηρίου και αυτή- της 31ης Αυγούστου λαμβάνεται η απόφαση να δοθεί λύση στο θέμα της στέγασης των βουλευτών: «Απεφασίσθη και διωρίσθη Επιτροπή (…) διά να οικονομηθώσιν τα αναγκαία καταλύματα εις τους στερουμένους αυτών βουλευτάς, να συνεννοηθή μετά της Κυβερνήσεως, διά να κατασκευασθώσι 30 καταλύματα με δημόσια έξοδα, τα οποία να χρησιμεύσωσιν εις κατοικίαν των υπαλλήλων των δύο Διοικητικών Σωμάτων, και τοιουτοτρόπως να μην ενοχλώνται εις το εξής οι κάτοικοι και πάροικοι της νήσου ταύτης. Η δε ξυλική, ήτις χρειασθή εις την κατασκευήν αυτών, να χορηγηθή από την ήδη καταδικασθείσαν λείαν».

Οι μνήμες των ηρώων της Επανάστασης, η προσφορά οικονομικής βοήθειας και η ελπίδα για τη δικαίωση του Αγώνα

Οι μνήμες από τα κατορθώματα των ηρώων του Αγώνα ήταν ακόμη νωπές και συντάραζαν τις ψυχές των αγωνιζόμενων Ελλήνων.

Στεκόταν μάλιστα η ανάμνηση των γεγονότων ως αφορμή για την ανάληψη πρωτοβουλιών, όπως αυτή η οποία απασχόλησε τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου: «Ανεγνώσθη αναφορά του κυρίου Πανάγου Ν. Λοιδορίκη, προβάλλοντος να προσκληθεί η Κυβέρνησις διά να επιφορτίση τον διορισθησόμενον Διοικητήν του θέματος της νήσου Τήνου, διά να ενεργήση την κατασκευήν ενός μνημείου αναλόγου εις την δόξαν και αθανασίαν του αειμνήστου Αρχηγού Καραϊσκάκη, εις τον οποίον Διοικητήν θέλει παραδώσει ο αναφερόμενος τα εις χείρας του ευρισκόμενα γρόσια 800, τα οποία ενεπιστεύθησαν επ’ αυτώ τω σκοπώ».

Μέσα σε κλίμα συγκίνησης ανεγνώσθη προς τα μέλη της Βουλής στις 22 Σεπτεμβρίου, η προσφορά οικονομικής βοήθειας από την πλευρά του Βιάρου Καποδίστρια, αδελφού του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, με σκοπό την αντιμετώπιση των αναγκών του Αγώνα: «Ανεγνώσθη αναφορά της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, διά της οποίας λέγει η Κυβέρνησις ότι ο κόμης κύριος Β. Καποδίστριας προσφέρει εις την Ελλάδα εξ ονόματος και εκ μέρους του Εξοχωτάτου Κυβερνήτου της Ελλάδος κυρίου Ι. Καποδίστρια δάνειον λίρας στερλίνας 2.000, με συμφωνίας, ως εις το εσώκλειστον.

Η Κυβέρνησις, εγκρίνουσα ταύτα, καθυποβάλλει εις την σκέψιν της Βουλής.
Ταυτοχρόνως ανεγνώσθη και το αντίγραφο γεγραμμένον την 8/20 Αυγούστου εκ Κερκύρας, ως εφεξής: “Εξ ονόματος και εκ μέρους του αυταδέλφου μου Ιωάννου, προβάλλω να δώσω δάνειον προς το Ελληνικόν Εθνος δύο χιλιάδας λίρας στερλίνας, τας οποίας έλαβον παρά του ιδίου εις συναλλαγματικάς εκ Λονδίνου”».

Στις αρχές Οκτωβρίου, οι διεθνείς εξελίξεις δημιουργούσαν βάσιμες ελπίδες πως σύντομα, και με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Αγώνας των Ελλήνων θα έβρισκε τη δικαίωσή του.

Στις 12 Οκτωβρίου -μία εβδομάδα πριν από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου-ανακοινώνεται στη συνεδρίαση της Βουλής επιστολή βαρύνουσας σημασίας του Ιωάννη Καποδίστρια: «Ανεγνώσθη επιστολή του Κυβερνήτου της Ελλάδος, Κόμητος Ιωάννου Καποδίστρια, προς τα μέλη της Αντικυβερνητικής Επιτροπής της Ελλάδος, γεγραμμένη εκ Λονδίνου την 19/31 Αυγούστου 1827, η οποία καταχωρείται αυτολεξεί:

“Εξοχώτατοι! Τόσον περί πολλού ποιούμαι, το να φθάσωσι μίαν ώραν πρότερον εις την Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν της Ελλάδος η διπλή και η τριπλή αποστολή των κατά την 14/26 του λήγοντος Αυγούστου γραμμάτων μου, ώστε τα πέμπω διπλά σήμερον διά Ιταλίας και διά δύο μέσων, προσθέτων αναγκαία τινα εις τα γράμματά μου ταύτα.

Το Ελληνικόν Εθνος έλαβεν από των εφημερίδων και θέλει εντός ολίγου μάθει ίσως εξ επισήμων διακοινώσεων ότι οι πληρεξούσιοι της αυτών Μεγαλειότητος του Βασιλέως της Μεγάλης Βρεττανίας, του Βασιλέως της Γαλλίας και του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσσιών, εις εν συνελθόντες εν Λονδίνω, υπέγραψαν κατά την 6 του παρελθόντος Ιουλίου Συνθήκην, διά της οποίας αι αυταί δυνάμεις υποχρεούνται να συντρέξωσιν εις την κατειρήνευσιν του Λεβάντε και εις την επανόρθωσιν της Ελλάδος. Εργον εμόν επί το παρόν δεν είναι το να εμβώ εν αυτή μου τη επιστολή εις εξηγήσεις, οίαι να διευθύνωσι τας όψεις σας επί το σημείον, καθ’ ο η διαπραγμάτευσις αύτη δύναται και χρεωστεί εις το εξής να χορηγήση την σωτηρίαν της Ελλάδος. (…) Οθεν απ’ αυτήν την αρχήν αμετατρέπτως ορμώμενος, ελπίζω ότι η Αντικυβερνητική Επιτροπή της Ελλάδος και οι κύριοι παραστάται αντιπρόσωποι του Εθνους, αν προσκληθώσιν από τους δημοσίους πράκτορας των μεσολαβουσών Δυνάμεων εις το να συγκατατεθώσιν εν ονόματι του Εθνους εις την Συνθήκην ταύτην, θέλουσιν αποκριθή χωρίς δισταγμόν τινα ότι το Ελληνικόν Εθνος, επιστηριζόμενον με πίστιν ολόκληρον εις τους χριστιανικούς και ευμενείς σκοπούς τής αυτών Μεγαλειότητος του Βασιλέως της Μεγάλης Βρεττανίας, του Βασιλέως της Γαλλίας και του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσσιών, αποδέχεται τα άρθρα της Συνθήκης τής κατά την 6ην του παρελθόντος Ιουλίου, τα διαλαμβάνοντα την κατειρήνευσιν του Λεβάντε».

«ΠΟΘΩ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΩ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΜΟΥ»

Και συνεχίζει η επιστολή του Ι. Καποδίστρια: «Εύελπις είμαι ότι δεν αμφιβάλλετε δικαίως πόσον αισθητικώς λυπούμαι, εξηγούμενος εγγράφως μετά της Εξοχότητός σας περί των μεγάλων αυτών συμφερόντων και πόσον ποθώ να εκπληρώσω το χρέος μου αυτό, μεθ’ υμών διά ζώσης φωνής διαλεγόμενος.

Ως τόσον, Κύριοι, θέλετε γνωρίσει ότι δεν κρέμεται από εμέ μόνον το να τελειώσω όλον εκείνο, το οποίον ανάγκη πάσα να λάβη τέλος, πριν δυνηθώ ν’ απολαύσω την ευχαρίστησιν της εν μέσω υμών προσωπικής μου παρουσίας. Ελπίζω δε ωσαύτως, ότι και ούτω θέλω σας φανεί ωφέλιμος, όσον ενδέχεται. Διό και όλοι μου οι αγώνες τείνουσιν εις το να φθάσω εις αυτόν δη τούτον τον σκοπόν, όσον το δυνατόν ταχύτερον, καθώς και πέποιθα ότι θέλω φθάσει με την Θείαν βοήθειαν. Δεχθείτε τας εκφράσεις τής προς την Εξοχότητά σας εξαιρέτου υπολήψεως και τιμής. Λονδίνον, την 19/31 Αυγούστου 1827, Ιωάννης Καποδίστριας».

Σωτήριος Λέτσιος

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”