Πατριάρχης Αλεξανδρείας: Η ελπίδα βρίσκει διέξοδο στην ενότητα παρά τις διασπάσεις στην Αφρική

Με την Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αθηνών ολοκληρώθηκε επίσημα το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με αφορμή την συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση του περιοδικού Θεολογία.

Συλλειτούργησαν ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Γεώργιος, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, Μητροπολίτες Εκπρόσωποι Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και παρέστησαν, μεταξύ άλλων, μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, και Σύνεδροι του Συνεδρίου, ενώ ως εκπρόσωπος της Κυβέρνησης, παρέστη η Υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Σοφία Βούλτεψη.

Ο Πατριάρχης μίλησε για την Ευαγγελική παραβολή του Σπορέως τονίζοντας ότι «ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Είναι το Ευαγγέλιο Του, είναι ο ίδιος ο Χριστός, αποκαλυπτόμενος μέσα στα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής, ο Οποίος κρούει την θύρα της ανθρώπινης ψυχής αναζητώντας ικανό και δεκτικό έδαφος, προκειμένου να καρποφορήσει και να βλαστήσει. Άρα είναι λόγος απόλυτης γνησιότητας, αυθεντικότητας και αναμφισβήτητης πνευματικότητος».

Σε άλλο σημείο επεσήμανε: «Έχοντας το ακριβό προνόμιο να πλαισιώνομεθα από εκλεκτούς Ιεράρχες, θυσιαστικώς αφοσιωμένους στην πολυτίμητη ιεραποστολική διακονία τους, εργαζόμεθα συλλογικά για την θεμελίωση στην Αφρικανική συνείδηση, ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και όχι μία ακόμη φιλανθρωπική οργάνωση. Γι’ αυτό το λόγο, κατά τις οδοιπορίες μας ανά την Αφρική, άμεση προτεραιότητα δίδεται στη εμβάθυνση του μηνύματος της Ορθοδοξίας, ό,που υπάρχουν ευήκοα ώτα και ανοικτές καρδιές, ακόμα και σε πρόχειρες χορτοκαλύβες ή και κάτω από τη σκιά των αιωνόβιων δέντρων. Είναι αλήθεια, ότι δυσυπέρβλητα ζητήματα διαρκώς αναφύονται αναφορικά με την οργάνωση, την χρηματοδότηση και την επάνδρωση της ιεραποστολής, την εκπαίδευση των στελεχών, την ακροβατούσα ενίοτε μετάφραση στις τοπικές διαλέκτους των ιερών και λειτουργικών κειμένων, τον ελλοχεύοντα συγκρητισμό. Τα ζητήματα αυτά πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, διότι η σπορά του Ευαγγελικού λόγου, η Ιεραποστολή, σημαίνει προσφορά μέσα από τη διαχείριση μιας ζωντανής, μα πάνω απ’ όλα ρευστής και ευμετάβλητης πραγματικότητας στο σύνολο των πενήντα τεσσάρων κρατών που συναπαρτίζουν την αφρικανική ήπειρο».

Απευθυνόμενος προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος σημείωσε: «Σε τούτον τον αγώνα της σποράς της Ορθοδοξίας στην Αφρική πιστεύουμε ακραδάντως, ότι η ελπίδα και το όραμα, όσο κι αν η πορεία τους δυσκολευθή προσωρινά από ανέχειες ή προσκόμματα ή επιχειρούμενες κακοπροαίρετες ενδορθόδοξες διασπάσεις, πάντοτε βρίσκουν διεξόδους εκφράσεως και υλοποιήσεως μέσα από τον αστείρευτο δίαυλο της ενοποιητικής αγάπης. Αυτήν την ενότητα, την κυριολεκτικώς θαυματουργούσα  διά της αμωμήτου πίστεως εν τω συνδέσμω της αγάπης, βιώνουμε στην γεωγραφική δικαιοδοσία του καθ’ ημάς Αποστολικού και Πατριαρχικού Θρόνου του Αγίου Μάρκου με την πολυτίμητη συναρωγή, ένυλη και ηθική, της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος και των κατά τόπους Ιερών Μητροπόλεων Αυτής. Αποτελεί δε ευλογία το γεγονός, ότι σήμερα έχουμε την δυνατότητα, όχι μόνον να εκδηλώσουμε αυτοπροσώπως και επισήμως προς το τίμιο Πρόσωπο Σας την ευγνωμοσύνη της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας για αυτήν την πολύτιμη συναντίληψη προς το ιεραποστολικό γεώργιο, αλλά και να εκφράσουμε τίς ολόθυμες συγχαρητήριες ευχές μας προς την Μακαριότητά Σας, επί τη συμπληρώσει κατά το τρέχον έτος, δεκαπενταετούς αγλαοκάρπου και ευκλεούς Πρωθιεραρχικής διακονίας. Κατὰ την δεκαπενταετὴ σεμνή, συνετή και αθόρυβη πηδαλιουχία Σας της νοητής καθ’ Ελλάδα ολκάδος του Χριστού, βιώνουμε την αμέριστη και παντοειδή συμπαράστασή Σας στο Αποστολικό έργο της μεταλαμπαδεύσεως της Ορθοδόξου πίστεως, της πίστεως της ελπίδος στους διψώντες τον λόγο του Κυρίου, Αφρικανοὺς αδελφοὺς μας. Κάθε αἴτημα παντοδαπούς ἐνισχύσεως του Πατριαρχείου μας ικανοποιείται από την αγαπώσα καρδία Σας. Και πάλι Σας ευχαριστούμε εγκαρδίως προς τούτο, ως και για την άκρως ευγενή και φιλάδελφη πρόσκλησή Σας να μετάσχουμε τούτου του πνευματικού συμποσίου της πίστεως και της αγάπης.

Κατακλείοντες, ευχόμεθα εκ μέσης καρδίας όπως ο Δωρεοδότης Κύριός μας Ιησούς Χριστὸς Σας χαρίζει υγεία αδιάπτωτη, μακρότητα ημερών ακυμάντων και δύναμη ακατάβλητη, ώστε να διακονείτε την αδελφὴ Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος προς δόξαν του ονόματος του Αγίου Θεού και ἐπ’ αγαθώ του ορθοδόξου πληρώματος Αυτής. Αμήν!».

Στην συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος κάνοντας αναφορά στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο του περιοδικού Θεολογία που ολοκληρώθηκε χθες τόνισε:

«Με τη βοήθεια και την ευλογία του Θεού, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Συνεδρίου για τα 100 χρόνια του περιοδικού Θεολογία. Με κάθε ταπεινότητα, θα ήθελα να πω ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρωτοπόρησε διεθνώς με αυτή τη διοργάνωση. Όχι μόνο γιατί άνοιξε έναν ευρύτερο διάλογο για φλέγοντα ζητήματα της εποχής, τα οποία μέχρι τώρα ήταν αντικείμενο φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών μελετών. Αλλά κυρίως γιατί σ᾽ αυτό το Συνέδριο έλαβαν μέρος ομιλητές από όλον τον κόσμο και παρέστησαν Ορθόδοξες Εκκλησίες, διά των Προκαθημένων η των εκπροσώπων τους. Όταν συλλάβαμε την ιδέα για το θέμα του Συνεδρίου, πολλοί απόρησαν και με ρώτησαν: Καλά, πως έγινε και η Εκκλησία ασχολείται με την τεχνολογία; Και άλλοι έσπευσαν να προδικάσουν ότι από το βήμα του Συνεδρίου η Εκκλησία θα δαιμονοποιήσει τη σύγχρονη τεχνολογία, δογματίζοντας με ξύλινη γλώσσα. Και οι δύο αυτές αντιδράσεις, ξεκινούν από το γεγονός ότι πολλοί αντιλαμβάνονται την Εκκλησία στατικά. Θεωρούν ότι είναι ένας θεσμός ξεπερασμένος, που έχει απολιθωθεί στο παρελθόν. Που δεν έχει καμμία επικοινωνία με τη σύγχρονη πραγματικότητα και ο λόγος της είναι οπισθοδρομικός. Εκείνο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι ο λόγος της Εκκλησίας είναι διαχρονικός. Διότι έχει να κάνει με τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό είναι κάτι που δεν επηρεάζεται από τις ιστορικές συνθήκες. Βεβαίως, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την πραγματικότητα της εποχής του. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε αναγκασμένοι να αφομοιώσουμε το πνεύμα της εποχής. Αλλά ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε πως οι εκάστοτε συνθήκες -ιστορικές, οικονομικές, κοινωνικές, επιστημονικές, τεχνολογικές- αναδιαμορφώνουν τα παλαιά προβλήματα η δημιουργούν καινούργια. Και είναι αναγκαίο να το γνωρίζουμε, προκειμένου να κατευθύνουμε τον θεολογικό μας λόγο και προς τα σύγχρονα ειδικότερα προβλήματα. Με αυτό το σκεπτικό διοργανώσαμε το Συνέδριο. Να αναδείξουμε τα προβλήματα που έχει προκαλέσει στον κόσμο μας η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. Όχι μόνο τα προβλήματα που είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού, όπως για παράδειγμα η καταστροφή του περιβάλλοντος, η κλιματική αλλαγή, η εξάντληση των φυσικών πόρων, η αύξηση της φτώχειας. Αλλά και όσα άλλα λανθάνουν, είναι κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια. Αυτά ίσως είναι και τα πιο σημαντικά. Διότι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, επηρεάζουν και τον τρόπο που σκεπτόμαστε και τον τρόπο που ζούμε.

Για παράδειγμα, είμαστε περιτριγυρισμένοι από τις λεγόμενες «έξυπνες» μηχανές: κινητά τηλέφωνα, κλιματιστικά, τηλεοράσεις. Ζούμε στην εποχή του αυτοματισμού. Τι συνέπειες έχει αυτό στη σκέψη μας, στη συμπεριφορά μας; Στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους μας, τη φύση, και τον Θεό; Και πως ο αυτοματισμός, που μας διευκολύνει, επηρεάζει τελικώς την ελευθερία μας; Από τα μέσα του 20ου αιώνα, άρχισε να διαχέεται ο φόβος ότι ζώντας μέσα σ᾽ ένα μηχανοκρατούμενο κόσμο, ο άνθρωπος θα χάσει εντελώς την ταυτότητά του. Τι μπορούμε να απαντήσουμε σ᾽ αυτό; Πως θα αντιμετωπίσει την απώλεια της προσωπικότητάς του ο σύγχρονος άνθρωπος;

Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε αυτήν την πραγματικότητα, στις περισσότερες δυνατές διαστάσεις της. Ο στόχος μας δεν ήταν να δαιμονοποιήσουμε την πρόοδο. Και βέβαια, η πρότασή μας δεν είναι να επιστρέψουμε σε μια κοινωνία των απλών εργαλείων – παρ᾽ όλο που υπήρξαν φιλόσοφοι που διατύπωσαν τέτοιες απόψεις. Δεν είμαστε Λουδδίτες. Εμείς μεγαλώσαμε χωρίς τηλέφωνο η με αναλογικό, στην καλύτερη περίπτωση.

Αλλά οι νέοι μας δεν έχουν αυτήν την εμπειρία και δεν μπορούν να το καταλάβουν. Το να τους την περιγράφουμε νοσταλγικά, δεν έχει αποτέλεσμα. Το να τους επικρίνουμε που είναι τόσο εξαρτημένοι από την τεχνολογία, είναι άτοπο.

Εκείνο, όμως, που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε, είναι να τους διδάξουμε να τοποθετηθούν κριτικά απέναντι σε όλες αυτές τις έννοιες που έχουν σχεδόν θεοποιηθεί: Είναι πράγματι πρόοδος το να έχεις το τελευταίο μοντέλο του έξυπνου κινητού; Είναι πράγματι επωφελής για τις ανθρώπινες σχέσεις η δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας; Με τον ίδιο τρόπο πρέπει κι εμείς να τοποθετηθούμε απέναντι στο πνεύμα της εποχής μας. Κριτικά και όχι επικριτικά. Ο ρόλος της Θεολογίας, εξάλλου, δεν είναι να επικρίνει αλλά να διακρίνει. Και να διακρίνει, με βάση την αλήθεια, που καθώς έλεγε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι «η των μελλόντων κατάστασις». Η αλήθεια πρέπει να αναζητείται στο τέλος, στα έσχατα.

Εντός της ιστορίας, πάντα θα υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα του κόσμου και στο πνεύμα της Εκκλησίας.
Σ᾽ αυτήν τη σύγκρουση, η Εκκλησία οφείλει να λάβει θέση. Όχι για να καταδικάζει και να επικρίνει το πνεύμα του κόσμου. Ούτε βεβαίως για να επιβάλλει το οτιδήποτε. Διότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι πολύ σημαντική. Είναι δώρο του Θεού. Η δική μας αποστολή είναι να λέμε την αλήθεια. Όχι από ιδιοτροπία. Αλλά επειδή αυτή η αλήθεια σχετίζεται με τη σωτηρία μας. Και στο τώρα και στα έσχατα».

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε: «Δεν μπορούμε, ως Εκκλησία, να είμαστε «απόκοσμοι». Να κόψουμε κάθε επαφή και επικοινωνία με τον κόσμο και να απομονωθούμε. Αλλά, δεν πρέπει να είμαστε και εκκοσμικευμένοι. Δηλαδή να αφεθούμε να μας απορροφήσει το πνεύμα του κόσμου τούτου. Οφείλουμε να είμαστε «εγκόσμιοι». Να διαλεγόμαστε, δηλαδή, με τον κόσμο και να τον προσκαλούμε να προγεύεται, στο εδώ και τώρα, την ερχόμενη Βασιλεία».

Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε ξενάγηση για τους ομιλητεές του συνεδρίου στο Κειμηλιαρχείο του Μητροπολιτικού Ι. Ναού Αθηνών από τον πρωτοπρεσβύτερο Θωμά Συνοδινό.