Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Λιανοβέργι Ημαθίας

Την Παρασκευή 6 Αυγούστου το απόγευμα ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Μεθεόρτιο Εσπερινό και στην Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου και κήρυξε το θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Λιανοβεργίου.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Φωτός σου ταίς ακτίσι, λάμπρυ­νον Παρθένε, το ζοφερόν της αγνοί­ας διώκουσα».

Στο όρος Θαβώρ, στο όρος όπου ο Χριστός θέλησε να αποκαλύψει στους προκρίτους των μαθητών του τη λαμπρότητα και την αίγλη της θείας του φύσεως και να τους κα­ταυγάσει με το φως της Θεό­τη­τος του, ώστε να κατανοήσουν ποιος είναι ο διδάσκαλός τους, μας μετέφερε η εορτή της θείας Μετα­μορφώσεως την οποία εορτάσαμε σήμερα και σείς ιδιαιτέρως εδώ εις τον ναό.

Και μπορεί ο απόστολος Πέτρος να είχε ομολογήσει ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, όταν ο Ιησούς είχε ρω­τη­σει τους μαθητές του «υμείς τίνα με λέγετε είναι;», όταν τους είχε δηλαδή ρωτήσει ποιος πιστεύουν ότι είναι, αλλά είναι βέβαιο ότι και ο ίδιος δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει απόλυτα το νόημα των λόγων του και τη θεία φύση του Χριστού.

Αυτό, λοιπόν, που δεν μπορούσαν να συλλάβουν με τον πεπερασμένο ανθρώπινο νού τους οι μαθητές του Κυρίου, αντιλαμβάνονται κα­λυ­τερα σήμε­ρα, καθώς τους καταυ­γάζει το φως της θείας Μεταμορ­φώσεως. Αλλά και πάλι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τα πάντα. Γι᾽ αυτό και θα χρειασθεί η επιφοί­τηση του αγίου Πνεύματος, ώστε να διαλευκανθούν όλα μέσα τους και να τα κατα­νοήσουν και να τα κηρύξουν σε όλο τον κόσμο.

Και εάν οι μαθητές και απόστολοι του Χριστού που τον είδαν, που τον άκουσαν, που έζησαν κοντά του, δυσκολευόταν να κατανοήσουν τη Θεότητά του και αδυνατούσαν πολ­λες φορές να αντιληφθούν το νόημα των λόγων του, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για εμάς, που δεν διαθέτουμε την πίστη των απο­στόλων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα πάντα για να ακολουθήσουν τον Χριστό, που δεν έχουμε ζήσει κοντά του. Ισχύει περισσότερο για μας που ο νούς μας είναι προσκολ­λημένος στις επίγειες μέριμνες και στα προβλήματα της καθημερι­νο­τητος. Ισχύει περισσότερο για μας που οι αμαρτίες, τα πάθη και τα ελαττώματά μας, οι λογισμοί και οι κοσμικές επιθυμίες μας συσκοτί­ζουν τον νού μας και αμαυρώνουν την ψυχή μας και μας εμποδίζουν να δούμε καθαρά και τον εαυτό μας αλλά πολύ περισσότερο να δούμε τον Θεό.

Γι᾽ αυτό ο ιερός υμνογράφος του Μικρού Παρακλη­τι­κού Κανόνος της Παναγίας μας την παρακαλεί: «Φωτός σου ταίς ακτίσι, λάμπρυ­νον Παρθένε, το ζοφερόν της αγνοί­­ας διώκουσα».

Μαζί του και εμείς απευθύναμε προς την Υπεραγία Θεοτόκο από­ψε την ίδια παράκληση και διατυ­πω­σαμε προς την αγάπη της το ίδιο αίτημα. Την παρακαλέσαμε να λα­μπρύνει και μας με τις ακτίνες του θείου φωτός της και να εκδιώξει από την ψυχή και τον νού μας το σκοτάδι της αγνοίας.

Δεν αρκεί όμως να απευθύνουμε αυτή την ικεσία προς την Κυρία Θεοτόκο μόνο με τα χείλη μας, δεν αρκεί να την απευθύνουμε έστω και με μία επιφανειακή συγκίνηση. Χρειάζεται να κατανοούμε τι της ζητούμε, τι την παρακαλούμε να μας δώσει, αλλά και ποια είναι η δική μας κατάσταση για την οποία έχουμε ανάγκη το φως της Υπε­ραγίας Θεοτόκου. Χρειάζεται ακό­μη να συνειδητοποιήσουμε, γιατί απευθυνόμεθα προς την Παναγία και ποιο είναι το φως το οποίο μπορεί να μας χαρίσει.

Η Υπεραγία Θεοτόκος ως Μη­τε­ρα του Κυρίου μας έχει το φως του Υιού της, είναι Μητέρα του Φω­τος, όπως ομολογούμε όταν λε­με: «Την Θεοτόκον και Μητέραν του φωτός εν ύμνοις τιμώντες με­γα­λύνομεν». Έχει το φως της θείας χάριτος, διότι η ψυχή της πλη­ρώθηκε από αυτό, όταν εσκή­νωσε μέσα της ο Θεός και καθάρισε την καθαρά καρδία της απολύτως και τελείως, ώστε να είναι πανα­μω­­μητος και πανακήρατος. Και απευ­θυνόμεθα προς την Παναγία μας και ζητούμε από αυτήν να μας δώσει το φως που έχουμε ανάγκη, γιατί η Υπε­ρα­γία Θεοτόκος, ως στορ­γική μη­τέρα πάντων των πι­στων αλλά και ως άνθρωπος, είναι πιο οικεία σε μας, και όλα τα αι­τη­ματα που της απευθύνουμε τα εκ­πληρώνει με πολλή αγάπη και προθυμία η Πα­ναγία μας, εφόσον είναι προς το συμφέρον της ψυχής μας.

Και έχουμε ανάγκη αυτό το φως, γιατί όπως η φυσική ζωή είναι αδύ­νατη χωρίς φως, έτσι και η πνευματική ζωή είναι αδύνατη. Γιατί χωρίς το θείο αυτό φως, το οποίο ζητούμε από την Παναγία μας, δεν μπορούμε να προχωρή­σου­με στην εν Χριστώ ζωή, γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το θέλημα του Θεού, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τις παγίδες του πο­νηρού, δεν μπορούμε να αντιλη­φθού­με τις πτώσεις μας, για να διορ­θωθούμε.

Γι᾽ αυτό ας παρακαλούμε και ας ικετεύουμε όχι μόνο την περίοδο αυτή του Δεκαπενταυγούστου αλλά πάντοτε την Παναγία μας, την Υπεραγία Θεοτόκο, να μας χα­ρίζει το φως της και να εκδιώκει με αυτό το σκοτάδι της αγνοίας και της αμαρτίας και να μας οδηγεί προς τον Υιό της, τον σωτήρα και λυτρωτή μας. Ιδιαιτέρως την περίοδο αυτή του Δεκαπενταυγούστου, που όλοι απευθυνόμεθα προς την Παναγία μας, γιατί επιθυμούμε μέσω της Παρακλήσεως, και της Μικρής και της Μεγάλης να πλησιάσουμε προς την Παναγία μας και να καταθέσουμε τα αιτήματά μας, νομίζω, πως όλοι μας πρέπει ιδιαιτέρως να την παρακαλέσουμε και για τον κορωνοιό, για το πρόβλημα αυτό της υγείας, αλλά και για τις πυρκαιές που κατακαίουν την πατρίδα μας, και όχι μόνο την πατρίδα μας αλλά και όλο τον κόσμο, αν δούμε γύρω μας πόσες χώρες κατακαίονται, και είναι ένας ακόμη πειρασμός αυτός. Γι᾽ αυτό ας παρακαλέσουμε Εκείνη που είναι σκέπη του κόσμου, να σκέπει, να διαφυλάττει και να σώσει τον κόσμο και από τους δύο αυτούς πειρασμούς.