Παπα-Κυπριανός Σταυροβουνιώτης, ο χαρισματικός πνευματικός της Κύπρου

Η εξομολόγηση του ηγούμενου της Μονής Σταυροβουνίου, γέροντα Αθανάσιου, που εκοιμήθη πρόσφατα, για τον βίο του κατά κόσμον Κυριακού Χατζηγεωργαλλή που γεννήθηκε στο Ιδάλιον Λευκωσίας το 1878

Η Μονή του Σταυροβουνίου είναι μέχρι σήμερα η ακρόπολη του κυπριακού Μοναχισμού, ο οποίος γνωρίζει μια νέα περίοδο άνθησης και ακμής στις μέρες μας.

Υπήρξαν όμως και οι δύσκολες εκείνες εποχές που ήταν σε παρακμή και το μόνο μοναστικό κέντρο που παρέμενε επί των επάλξεων ήταν το Σταυροβούνι, όπου, ανάμεσα στο πλήθος των αθλητών του Χριστού που ανέδειξε, ξεχωρίζουν εν εσχάτοις χρόνοις οι Ηγούμενοι Γέροντες Διονύσιος Α’ (1889-1902), Βαρνάβας (1902-1948), Διονύσιος Β’ (1948-1952), Γερμανός (1952-1982), και Αθανάσιος (1982-2021).

Στη Μονή αυτή μόνασαν επίσης οι Άγιοι αυτάδελφοι Ελπίδιος και Φιλούμενος ο Νέος Ιερομάρτυς, καθώς και ο διακριτικός Πνευματικός Γέροντας Κυπριανός, που επρόκειτο να αναδειχθεί σε κορυφαίο Πνευματικό του νησιού. Τη μορφή του παπα-Κυπριανού θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε, μέσα από αφηγήσεις οσίων ανδρών που τον γνώρισαν, εξομολογήθηκαν κοντά του και ακολούθησαν και οι ίδιοι τον δρόμο του Μοναχισμού.

Οπως μας πληροφορεί ο Γέρων Αθανάσιος ο Σταυροβουνιώτης, (περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, Άνοιξη–Καλοκαίρι 2013), ο παπα-Κυπριανός «υπήρξεν ομολογουμένως ένα μέγα αρετής ανάστημα, η παρουσία του οποίου εσφράγισε βαθέως την πνευματικήν ζωήν της αγιοτόκου Κύπρου κατά το πρώτον ήμισυ του εικοστού αιώνος».

Ο κατά κόσμον Κυριακός Χατζηγεωργαλλή γεννήθηκε στο Ιδάλιον (Δάλι) της επαρχίας Λευκωσίας το 1878. Τα πλούσια πνευματικά του χαρίσματα φάνηκαν από την παιδική του ηλικία: τελείωσε το Δημοτικό σε τρία μόλις χρόνια (ο προβιβασμός τότε γινόταν με βάση την επίδοση και την πρόοδο του μαθητή), ενώ σε ηλικία επτά ετών μελετούσε και ερμήνευε με άνεση στους συγχωριανούς του το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία».

Τελείωσε το Σχολαρχείο της Λευκωσίας και σε ηλικία 27 ετών προσήλθε στη Μονή Σταυροβουνίου, όπου ο Ηγούμενος Βαρνάβας τον δέχθηκε ως δόκιμο και στη συνέχεια τον έκηρε μοναχό, με το όνομα Κυπριανός. Διακρίνοντας τις αρετές του και βλέποντας το άμεμπτο ήθος του, ο Ηγούμενος και οι προεστώτες ζήτησαν να χειροτονηθεί ιερέας.

Ήταν εξαρχής το δεξί χέρι του Ηγουμένου Βαρνάβα, καθώς, πέραν του ενάρετου βίου του διέθετε πολλές γνώσεις κτηνοτροφίας, γεωπονίας και μελισσοκομίας και διοργάνωσε τις γεωργικές ασχολίες της (νεοσύστατης τότε) αδελφότητας της παλαίφατης Μονής.

ΣΤΗ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΑ

Μονή Σιμωνόπετρας

Ωστόσο το 1924 ξέσπασε μια μεγάλη οικονομική κρίση, που έπληξε και τη Μονή. Αναγκάστηκε τότε να αναχωρήσει για το Άγιο Όρος με τον μοναχό Κύριλλο. Παρέμεινε δε εκεί ως το 1926. Αρχικά διέμειναν στη Σιμωνόπετρα για σχεδόν ένα χρόνο, και «αφήκεν αγαθάς αναμνήσεις δια την ενάρετον πολιτείαν του», όπως περιγράφει ο Γέροντας Αθανάσιος.

Καθώς το βασικό του διακόνημα ήταν του εφημερίου, είχε τη δυνατότητα να μελετήσει πολλά πατερικά βιβλία και, έχοντας πολύ καλή μνήμη, «θησαύρισε πολύν πνευματικόν πλούτον», μάλιστα αποστήθισε τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων.

ΣΤΑ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΑ

Επόμενος σταθμός του ήταν τα Κατουνάκια, όπου παρέμεινε ένα εξάμηνο κοντά στον φημισμένο Γέροντα Καλλίνικο τον Ησυχαστή. Στο διάστημα αυτό, επέστρεψε από την Αμερική ο παπα-Μακάριος ο Σταυροβουνιώτης, που η Μονή είχε αποστείλει εκεί για την διενέργεια εράνου. Με το ποσό που συγκεντρώθηκε, το Σταυροβούνι σώθηκε από την πτώχευση και η Ηγουμενία ειδοποίησε τους Μοναχούς που είχαν καταφύγει σε άλλες Μονές και περιοχές, ότι πλέον μπορούσαν να επιστρέψουν.

Κατόπιν θείας αποκαλύψεως, ο παπα-Γερμανός επέστρεψε στο Σταυροβούνι και επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην ανασύσταση του Κοινοβίου. Με δική του μέριμνα οργανώθηκε εργαστήριο αγιογραφίας και δημιουργήθηκαν νέοι κήποι. Η Μονή έλαβε νέα πνοή και υλικά και πνευματικά και βασικός συντελεστής αυτής της παλιγγενεσίας ήταν αναμφίβολα ο Γέρων Κυπριανός, που έγινε Πνευματικός της αδελφότητος.

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

Ο Γέροντας Κυπριανός

Έργω και λόγω ο Γέροντας Κυπριανός, υπήρξε πρότυπο υπακοής και ενάρετης ζωής. Πρωτοστατούσε στις αγροτικές εργασίες της Μονής, μέχρι το 1944, οπότε αποσύρθηκε λόγω γήρατος, αφήνοντας αντικαταστάτη του τον Γέροντα Γερμανό. Αυστηρός τηρητής των μοναστικών κανόνων, είχε ως αρτύσιμο φαγητό του μόνο το λαδερό, όπως και άλλοι Σταυροβουνιώτες Πατέρες, ενώ στις πολύωρες ακολουθίες δεν καθόταν ποτέ, αλλά, κατά τον Γέροντα Αθανάσιο, «εστέκετο πάντοτε όρθιος, ως στύλος ακλόνητος»!

Ακαταπόνητος εργάτης της Νοεράς Προσευχής, συχνά αποσυρόταν στο μετόχι της Αγίας Βαρβάρας τις μεσημβρινές και τις νυκτερινές ώρες και επιδιδόταν με διάπυρο ζήλο σ’ αυτήν, «θρηνών ως ο Αδάμ κατέναντι του Παραδείσου». Παροιμιώδης εξάλλου ήταν η ακτημοσύνη και η φιλοπτωχεία του, αφού δεν είχε δεύτερο ράσο από κείνο που φορούσε, ενώ η υπόδυσή του ήταν κάποιες συρτές παντόφλες αντί για παπούτσια.

Η αρετή και η άσκησή του ήλκυσαν άφθονη την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο παπα-Κυπριανός αναδείχθηκε σε μεγάλο Πνευματικό, προικισμένο με το προορατικό και το διορατικό χάρισμα, όπως ομολόγησαν πολλοί που εξομολογήθηκαν κοντά του. Βαθύς γνώστης του Πνευματικού αγώνα και άριστος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, καθοδηγούσε με σοφία και διάκριση τους εξομολογούμενους, έχοντας μια μοναδική ικανότητα να στηρίζει όσους κλονίζονταν στην Πίστη τους υπό το βάρος των δοκιμασιών.

ΕΙΧΕ ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ!

Χαρακτηριστικό της εξωτερικής του ατημέλειας, είναι το ακόλουθο περιστατικό: κάποτε μετέβη στη Λάρνακα για κάποια υπόθεση της Μονής και προσκλήθηκε από κάποιον ευσεβή άνθρωπο, φίλο της Μονής, για ένα κέρασμα. Στο δωμάτιο που μπήκαν υπήρχε ένας μεγάλος καθρέπτης και ο παπα-Κυπριανός, βλέποντας τον εαυτό του, νόμισε ότι ήταν κάποιος άλλος μοναχός που ερχόταν για να τον χαιρετίσει, οπότε του έβαλε μετάνοια και είπε «Ευλογείτε»! Ο Μοναχός που τον συνόδευε, γέλασε. «Τι έπαθες Γέροντα; Δεν κατάλαβες ότι βλέπεις τον εαυτό σου μέσα στον καθρέπτη;». Πράγματι, ο μακάριος Κυπριανός, μη περιποιούμενος ποτέ τον εαυτό του, είχε τόσον καιρό να δει το πρόσωπό του σε καθρέπτη, ώστε είχε ξεχάσει τη μορφή του!

Ζηλωτής των πατρώων παραδόσεων, ο διεισδυτικός ιερομόναχος έμοιαζε να αιωρείται κατά τη θεία λειτουργία

Ο παπα-Κυπριανός Σταυροβουνιώτης

Ο Γέροντας Αθανάσιος αναφέρει ότι κάποτε είχε επισκεφθεί το Μοναστήρι ένας χιλιαστής, που, από κάποια αφορμή, άρχισε τον διάλογο με τον παπα-Κυπριανό. Ο διάλογος διήρκεσε αρκετές ώρες και ο Γέροντας κατατρόπωσε όλα τα επιχειρήματα του συνομιλητή του, καταδεικνύοντας την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Το ίδιο συνέβη και με κάποιον Ευαγγελικό. Ο τελευταίος αυτός, εν τέλει χλεύασε τη Νηστεία, λέγοντάς του «εντάξει, νηστεύετε το λάδι και τρώτε ένα πιάτο ελιές! Αν τις σφίξω, λάδι θα σου βγάλω!». «Πλανάσαι», του απάντησε ο Γέροντας. «Άλλο να φας λάδι που θα βάλεις στο φαγητό για να το νοστιμήσεις κι άλλο να φας λίγες ξερές ελιές που έβαλες την άρμη για να τις διατηρήσεις!».

Άλλοτε, κάποιος ξένος Μητροπολίτης εμφορούμενος από νεωτερικές ιδέες, του έλεγε ότι σήμερα οι άνθρωποι αδυνατούν να νηστέψουν 50 μέρες και θα ήταν προτιμότερο να συντμηθεί ο χρόνος της Νηστείας. Ο Γέροντας του απάντησε με παρρησία: «Δεν είναι ορθόν Σεβασμιώτατε, και δεν έχομεν εξουσίαν εμείς να καταργήσωμεν ή να αλλοιώσωμεν τους Κανόνας και τας Παραδόσεις της Εκκλησίας μας.

Όπως τα παρελάβομεν από τους Αγίους Αποστόλους και τους Αγίους Πατέρας μας, έτσι πρέπει να φυλάξωμεν και εμείς ως κόρην οφθαλμού, με πάσαν ακρίβειαν. Ως λέγει η Γραφή, Μὴ μέταιρε ὅρια ἀμετάθετα, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου. Οι Χριστιανοί ας νηστεύουν και ας αγωνίζονται όσον μπορεί ο καθένας, με την ευλογίαν του Πνευματικού των, ο οποίος δύναται να οικονομή τας ειδικάς περιπτώσεις, χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουν οι Ιεροί Κανόνες, όπου είναι το μέτρον και το κριτήριον δια την ορθήν ζωήν εν τη Εκκλησία».

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος ήταν αυτόπτυς μάρτυρας σε Θεία Λειτουργία όπου είδε τον ιερουργούντα παπα-Κυπριανό να λειτουργεί μέσα στο Άκτιστο Φως, αιωρούμενος μια σπιθαμή από το έδαφος!

ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Μια άλλη σύγχρονη οσιακή μορφή της Κύπρου, ο Γέροντας Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα, που είχε εξομολογηθεί στον παπα-Κυπριανό από νεαρής ηλικίας, βεβαιώνει ότι ο Γέρων Κυπριανός είχε και το διορατικό και το προορατικό χάρισμα: «Σε έβλεπε κατάματα… και πολλές φορές, χωρίς να μιλήσουμε για κάποια πράγματα την ώρα της Εξομολογήσεως, ο παπα-Κυπριανός από μόνος του μιλούσε».

Και περιγράφει την πρώτη του εξομολόγηση, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Κλείττου Ιωαννίδη «Γεροντικό του 20ου αιώνα»: «…Εσκυψα και του φίλησα το χέρι, και κάθισα απέναντι περιμένοντας να τελειώσει. Μετ’ ολίγον, ψήλωσε το βλέµµα, δεν ξέρω τι να πω, το βλέµµα του ήτανε διαπεραστικό. Διάβαζε τι ήθελε ο άλλος. Τότε φώναξε κάποιον πατέρα και τον παρακάλεσε να φέρει τον Ευεργετινό. Τον έφερε και µου είπε να διαβάσω. – Τι να διαβάσω πατέρα; Άνοιξε το βιβλίο και µου έδειξε να διαβάσω κάπου. Όταν διάβασα, βρήκα εκείνα τα θέματα για τα οποία πήγα εκεί. Στο πρόβλημα που είχα βρήκα τις απαντήσεις στο σημείο που διάβασα. Όταν τελείωσα του είπα: – Γέροντα, αυτά που ήλθα να σου πω είναι αυτά που διάβασα. Μου λέει: – Παιδί µου, αυτά είναι αποστάγματα Πατέρων, αποστάγματα αγώνων πνευματικών. Έλα να βάλουμε και το πετραχήλι να σου διαβάσω την ευχή και να πηγαίνεις. Ηταν µια περίπτωση μοναδική που μ’ εντυπωσίασε. Επρόκειτο για διεισδυτικότατο άνθρωπο, µε χάρισµα Θεού. Όσα διάβασα από τον Ευεργετινό αυτά ήταν όσα είχα να του πω…»

Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του ο Γέροντας Κυπριανός προσεβλήθη από καρκίνο. Αντιμετώπισε τον σταυρό που του δόθηκε με καρτερικότητα και μεγαλοψυχία. Εκοιμήθη οσιακώς το 1955, την 1η Φεβρουαρίου. Όπως γράφει γι’ αυτόν ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στο βιβλίο Οσίων Μορφών Αναμνήσεις. «Εδοκιμάσθη εις την ζωήν του από τους αρχαίκακους και πονηρούς δαίμονας. Όταν έκλειναν για πάντα οι οφθαλμοί του, με σώας τας αισθήσεις ανύψωσε τας χείρας εν είδει αναφοράς και προσηύχετο όσον ημπορούσε. Ούτως ετελειώθη ο καλός αγωνιστής και τέλειος ομολογητής της καλής ομολογίας. Όντως, κατά τον Απόστολον, “τὸν δρόμον τετέλεκε, τὴν πίστιν τετήρηκε, καὶ δικαίως ἀπόκειται αὐτῷ ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος”».

«ΕΦΥΓΕ» ΕΝΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Καθώς συντασσόταν το παρόν άρθρο, πληροφορηθήκαμε την οσιακή κοίμηση του Γέροντα Αθανασίου, Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, ο οποίος υπήρξε κορυφαίο ανάστημα του κυπριακού Μοναχισμού.

Ως ελάχιστο ευλαβικό μνημόσυνο, θα κλείσουμε με ένα συνοπτικό βιογραφικό του σημείωμα, σαν ταπεινό συναξάρι. Γεννήθηκε στο χωριό Ασσια το 1925. Προσήλθε στη Μονή Σταυροβουνίου το 1940, σε ηλικία 15 χρόνων. Το 1946 έγινε ρασοφόρος μοναχός και το Μέγα Σάββατο του 1950 έλαβε το Μέγα Σχήμα από τον ηγούμενο Διονύσιο Β΄ που διαδέχθηκε τον Βαρνάβα. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε μητροπολίτη Κιτίου (1948-1950) και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ΄ (1950-1977). Το 1957 χειροθετήθηκε ιερομόναχος από τον τότε μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο και δέκα χρόνια αργότερα, το 1967, Πνευματικός.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1982 προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη και ενθρονίστηκε στην ηγουμενία της Μονής από τον μητροπολίτη Κιτίου Χρυσόστομο, Διαδεχθείς τον Γέροντα Γερμανό, που εκοιμήθη στις 31 Αυγούστου του ιδίου έτους. Κατά την περίοδο ηγουμενίας του Αθανασίου, εντάχθηκαν στο δυναμικό της Μονής αρκετοί νέοι μοναχοί, έγιναν δε και αρκετές προσθήκες, αναπαλαιώσεις και επεκτάσεις στα μοναστηριακά οικοδομήματα.

Ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, αφιερώνοντας στον Γέροντα στο δίτομό του έργο «Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου, Ὁμιλίες, τόμοι Α΄ καὶ Β. Λόγοι ἐμπειρικῆς θεολογίας ἁγίων Πατέρων καὶ Μητέρων», που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2020, γράφει: «Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀφιερώνεται στὸν ἀββᾶ τῆς Κύπρου, στὴ βοῶσα σιωπή, τὸν ἀνανεωτὴ τοῦ Κυπριακοῦ μοναχισμοῦ, τὸ στήριγμα καὶ τὴν ἔμπνευση πολλῶν, τὸν Γέροντα τῶν Γερόντων, ἀρχιμανδρίτη Ἀθανάσιο Σταυροβουνιώτη». Ας είναι αιωνία η μνήμη του και ας έχουμε τις πρεσβείες του.

Γιάννης Ζαννής

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”