π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος: Από την δράση στο μυστήριο του Ησυχασμού

Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Σαν σήμερα, 10 Σεπτεμβρίου του έτους 2018, προ τριετίας, εκοιμήθη εν Κυρίω ένας καλός Πρεσβύτερος της Εκκλησίας του Χριστού, ο π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος.

Ήταν όντως ένας ευλογημένος Κληρικός με ομολογία πίστεως, με έντονη ποιμαντική διακονία, ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, ένα πραγματικό πρότυπο Κληρικού, ιδίως για τις δύσκολες ημέρες που περνάμε.

Διακατεχόταν από φλογερή αγάπη για τον Θεό, την Εκκλησία και τον άνθρωπο και θυσιαζόταν καθημερινά, καιγόταν σαν λαμπάδα αναμμένη στην εκκλησιαστική διακονία του. Ήταν ένας Κληρικός που πραγματικά θέλουμε, με καθαρότητα βίου, διάκριση και σύνεση, που απέφευγε τα άκρα και καλλιεργούσε την μεσότητα.

Ως μνημόσυνο στον καλό αυτό Κληρικό δημοσιεύω ένα άρθρο μου που αφορά δικές του σκέψεις που έκανε από το κρεβάτι του πόνου του, οι οποίες είναι πολύ διδακτικές και επίκαιρες ιδίως για τις ημέρες μας.

Ο τίτλος του άρθρου αυτού «από την δράση στο μυστήριο του Ησυχασμού» είναι υπότιτλος ενός μικρού πονήματος του π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου με τίτλο «Πόνου πονήματα» και επί πλέον φέρει τον προσδιορισμό «βιωματική αφήγηση», που μου το έδωσε η αγαπητή Πρεσβυτέρα του Παρασκευή.

Αυτή η βιωματική αφήγηση αναφέρεται στην περίοδο της ασθενείας του από 29 Μαρτίου 2015 έως 11 Νοεμβρίου 2015.

Με ενθουσίασε αυτό το μικρό πόνημα και θα ήθελα να το παρουσιάσω με αυτό το μικρό κείμενό μου.

Είναι γνωστός σε όλους μας ο π. Κωνσταντίνος Στρατη­γο­πουλος, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Οκτω­βρίου 1946, ήλθε στην Αθήνα, σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπι­στήμιο Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή και την Θεολογική Σχολή Αθηνών. Παρη­κολούθησε μαθήματα, με υποτροφία, στο Πανεπιστήμιο της Χαιδελ­βέργης. Εργάσθηκε για χρόνια στην Αποστολική Διακονία της Εκκλη­σίας της Ελλάδος σε σημαντικούς τομείς. Χειροτονήθηκε Διά­κονος και Πρεσβύτερος και υπηρέτησε στην Ιερά Μητρόπολη Νέας Σμύρνης, και στην συνέχεια στην Ιερά Μητρόπολη Γλυφάδας, όπου και εργάσθηκε ποιμαντικά. Κοιμήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 2018. Σε όλη την διακονία του στην Εκκλησία τον βοήθησε σημαντικά η Πρεσβυτέρα του Παρα­σκευή Σολδά­του.

Είναι θαυμαστό το πως συνέδεε στενά την αγάπη του στην Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τις επισκέψεις του για πνευματικό ανεφοδιασμό στο Άγιον Όρος, ιδίως στον αγιογραφικό οίκο των Παχωμαίων στις Καρυές και τον Γέροντά του π. Ακάκιο, όπου έμενε σε ένα δωμάτιο «μια μικρή τρύπα… που μόλις χωρούσε ένας άνθρωπος», με την δράση του στην Αποστολική Διακονία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας μας και την Ενορία του με υπακοή και αγάπη στους Επισκόπους, ζώντας την έγγαμη ζωή. Πρόκειται για έναν αξιοθαύμαστο συνδυασμό, χωρίς αυτονομίες και υπερτιμήσεις και υπερβολές.

Σαν πνευματική μέλισσα έπαιρνε τα καλά στοιχεία από όλα τα πεδία της εκκλησιαστικής ζωής και τα συνδύαζε αρμονικά, δηλαδή συνδύαζε την ησυχία με την δράση, τον μοναχισμό με την έγγαμη ζωή, την αγάπη του προς τον Θεό με την αγάπη του προς τους ανθρώπους. Είχε «τον ευσεβή λογισμό» που είναι «των μεν αρετών ηγεμών, των δε παθών αυτοκράτορ» (Δ΄ Μακκαβ. α΄, 30), που δεν άφηνε ούτε τις αρετές ούτε τα πάθη να εκφράζονται μονομερώς και με ακραίο τρόπο.

Στο μικρό αυτό ημερολόγιο ο π. Κωνσταντίνος, κατά την διάρκεια της ασθενείας του, περιγράφει με καταπληκτικό τρόπο, πως από την μεγάλη ποιμαντική δράση που είχε πέρασε μέσα «στο μυστήριο του ησυχασμού».

Βέβαια, η ποιμαντική στην Εκκλησία και μάλιστα στην ενοριακή ζωή, τον ανέδειξε πολύ, αφού βοήθησε πολλούς ανθρώπους με την μυστηριακή και ασκητική ζωή της Εκκλησίας να αισθανθούν την Εκκλησία ως μια μεγάλη μητρική αγκαλιά, ως φιλόστοργη μητέρα που τρέφει τα παιδιά της. Αυτό το κάνει, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «μαστοίς οικείοις, ως υπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος», δηλαδή με τους δυό μαστούς της, που είναι το βάπτισμα-χρίσμα και η θεία Ευχαριστία. Όμως με την ασθένειά του βρήκε ακόμη περισσότερο την εσωτερική-μυστική πλευρά της Εκκλησίας, την οποία οι περισσότεροι αγνοούν.

Έτσι, και η πρώτη και η δεύτερη περίοδος έχουν αφιερωθή στον Θεό και πέρασαν στην αιωνιότητα.

Την 29 Μαρτίου 2015, Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, ετοιμα­ζόταν τα λειτουργήση, αφού πήρε «καιρό» και μνημόνευσε τα ονόματα στην προσκομιδή και τότε, όπως γράφει ο ίδιος, «ήρθε ξαφνικά η ώρα του πόνου. Ήταν μια ώρα πόνου. Δεν έβλεπα τίποτα, δεν αισθανόμουν τίποτα, είχα χάσει τις βασικές μου αισθήσεις. Νόμιζα ότι είχα πεθάνει. Νόμιζα πως δεν ανήκω πιά σ’ αυτόν τον κόσμο».

Έτσι, εισήλθε στην «μεγάλη νύχτα», σαν να βισκόταν στο σκοτάδι. Γράφει: «Δεν υπήρχα πιά γι’ αυτόν τον κόσμο και για τα δρω­μενα του κόσμου αυτού, αφού δεν μετείχα στην καθημερινό­τητα εκτός από τα αναγκαία».

«Η “νύκτα” ήταν μεγάλη, πολύ μεγάλη, Φως δεν φαινόταν. Το σώμα δεν είχε δυνάμεις για να εκτελέσει στοιχειώδεις λειτουργίες. Οι σωματικές μετακινήσεις γίνονταν με τη μορφή δεματικής μεταφοράς. Το μόνο που έβλεπα επί ατέ­λειω­τες ώρες ήταν η άσπρη οροφή του θεραπευτηρίου στο οποίο βρι­σκόμασταν. Κι από ο,τι φαίνεται δεν υπήρχε ίχνος εντολής που νάρχεται από τον εγκέφαλο».

Κάποια στιγμή ο εγκέφαλος έδωσε εντολή να σταθή όρθιος. Οι γιατροί είχαν πη ότι αυτό θα γινόταν όταν με κα­ταλ­ληλη θεραπεία θα «προκληθούν νέες νευροσυνάψεις στον εγκέ­φαλο».

Γράφει ότι κάποια στιγμή «λέγοντας μέσα μου απλώς την ευχή, στάθηκα όρθιος. Οι ειδικοί απορήσαν. Είπαν πως αυτό ήταν μια αρχή για την απώτερη αποθεραπεία». Ο ίδιος διερωτάται: «Ήταν άραγε αυτό που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: “Η λειτουργία της νοεράς ενέργειας και νοεράς ουσίας;”».

Αυτό δείχνει καθαρά τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που και άλλοι Πατέρες τονίζουν, ότι η ψυχή του ανθρώπου έχει νοερά και λογική ενέργεια, η λογική ενέργεια χρησιμοποιεί ως όργανο τον εγκέφαλο, ενώ η νοερά ενέργεια είναι ανεξάρτητη από τον εγκέφαλο.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι ο νούς «εικών εστι Θεού και Θεόν είδε» και «νού όργανον ουδέν εστίν, αλλ’ αυτοτελής ουσία και καθ’ εαυτήν ούσα ενεργητική». Το νόημα είναι σαφέστατο, ότι ο νούς είναι εικόνα του Θεού και δι’ αυτού ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, είναι αυτοτελής ουσία και ενεργεί από μόνος του, χωρίς να έχη κάποιο όργανο του σώματος για να εκφρασθή.

Άλλωστε, σε αυτό στηρίζεται όλη η θεολογία του προπατορικού αμαρτήματος περί σκοτασμού του νού και υποδούλωσής του στην λογική, τα πάθη και το περιβάλλον.

Έτσι, αυτή την περίοδο ο π. Κωνσταντίνος κατάλαβε στην πράξη ότι άλλο είναι η λογική ενέργεια στον εγκέφαλο και άλλο είναι η νοερά ενέργεια που λειτουργεί ανεξάρτητα από την λογική ενέργεια. Ο ίδιος με την διαδοχική ανάκτηση του εγκεφάλου με τις λογικές λει­τουργίες, άρχισε να συνειδητοποιή περισσότερο την μεγάλη ευλογία του ησυ­χασμού, τον οποίον ησυχασμό είχε γνωρίσει προηγουμένως και τον ζούσε σε συνδυασμό με την ποιμαντική του δράση.

Ήδη μέσα σε αυτήν την «βιωματική αφήγηση» φαίνεται ότι είχε καταλάβει αυτό που είχε σε ένα μέτρο ζήσει κοντά στον Γέροντά του, π. Ακάκιο της Σκήτης των Παχωμαίων στις Καρυές του Αγίου Όρους, αφού ο «οίκος των Παχωμαίων ακολουθούσε πλήρως την ησυχαστική πρακτική του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου με καθημερινές θείες Λειτουργίες και συνεχείς ασκήσεις στην νοερά προσευχή».

Ο ίδιος θυμάται ότι ο πατήρ Ακάκιος του είπε: «Οι ασκητές όλοι έχουν ησυχία και διακόνημα. Προσεύχονται και δουλεύουν». Και σε σχετική ερώτηση ποιο είναι το διακόνημά του, όπου να κάνη προσευχή, αφού ήταν υπάλληλος στην Ιερά Σύνοδο, εκείνος του απάντησε: «Να τα πλέκεις στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου, αφού σε “μπλέξανε” με γραφειοκρατίες, να “πλέκεις” και την ευχή. Κάθε έγγραφο που ετοιμάζεις, αφού αυτό γίνεται για καλό σκοπό, είναι μια ευχή για τον κόσμο». Και γράφει ο π. Κωνσταντίνος: «και έτσι έμαθα πως η γραφειοκρατία μπορεί νάχει ευχή».

Αυτό σημαίνει ότι κατά την διάρκεια της ασθενείας του, του βγήκε όλο αυτό το περιεχόμενο που είχε μέσα του, που είχε μάθει στο Άγιον Όρος. Όταν η λογική ενέργεια δεν είχε το κατάλληλο όργανο να εκφραστή (τον εγκέφαλο) τότε εκδηλώθηκε η νοερά ενέργειά του.

Πριν την έναρξη αυτής της «μεγάλης νύχτας» έκανε μεγά­λη ποι­μαντική δράση στην Ενορία του και αλλού και κάποια στιγμή ανακάλυψε μέσα στον πόνο του την αξία του μυστηρίου του ησυχασμού. Γράφει:

«Κάθε μέρα ήμουν σε μια ακραιφνή δράση. Καθημερινές Ακολουθίες, όπως Θεία Λειτουργία, Ώρες, Εσπερινός, Από­δειπνο, Ιερά Εξομολόγηση, Κατηχήσεις σε παιδιά, σε νέους, σε ενήλικες, αλλοδαπούς και ημεδαπούς, ομιλίες, διακονία στις Εκκλησιαστικές Υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου κλπ., συνέ­θεταν το πλαίσιο της καθημερινής μου δράσεως.

Είχε έρθει η στιγμή να καταλάβω τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά που λέει πως όλη η δράση του κόσμου είναι προορισμένη να καταλήξει να γίνει Ησυχαστικό κίνημα.

Τότε κατάλαβα πως γύρισε μια μεγάλη καινούργια σελίδα στη ζωή μου. Είχα εισέλθει από τη δράση σ’ έναν ακούσιο ησυχα­σμο».

Όταν επανήλθαν οι αισθήσεις του, ήθελε να παρακολουθή τις ιερές ακολουθίες από το ραδιόφωνο, γιατί πάντοτε τις αγα­που­σε. Γράφει:

«Ζούσα και τρεφόμουν πάντα από τις Ακολουθίες της Εκ­κλησίας μας. Τώρα προσπαθούσα να ακούσω τις Ακολουθίες από το εκκλησιαστικό ραδιόφωνο, αλλά με κούραζαν πολύ. Είχαν λόγια πολλά, πολλά ρητορικά κηρύγματα, πολλά αργόσυρτα μου­σικά μαθήματα, πολλές κραυγαλέες φωνές ιεροψαλτών. Προ­τιμούσα πλέον την ευχήν από τις Ακολουθίες, τον ησυ­χασμόν από την δράσιν. Βυθιζόμουν στην ευχήν».

Έχοντας αυτήν την εμπειρία της ενεργοποιημένης νοεράς ενεργείας με την εσωτερική προσευχή που ξεκουράζει, ενώ ακόμη και οι ακολουθίες κουράζουν, έγραψε στο ημερολόγιό του:

«Και τότε σκέφθηκα μήπως όλα τα άλλα ήταν απέραντες βαττολογίες. Κηρύγματα, πανηγυρικοί λόγοι και πανηγυρικές Ακο­­λουθίες, στις οποίες λαμβάνουν μέρος πολλοί Επίσκοποι των γειτονικών περιοχών».

Σε αυτήν την «μεγάλη νύχτα», την δύσκολη περίοδο της ζωής του γνώρισε ιδιαίτερα την ενεργοποίηση της νοεράς ενέργειας, του νού, που όλοι οι άνθρωποι έχουν, αλλά τις περισσότερες φορές καταδυναστεύεται από την λογική, τις αισθήσεις και το περιβάλλον. Γράφει:

«Εκεί, μέσα στην απόγνωση της αισθήσεως του ζωντανού νεκρού, αναδύθηκε η ανάγκη της στροφής του νού προς τον Θεόν. Το μόνο που έμενε ως κυρίαρχο γεγονός. Ήταν σαν να είχα ανακαλύψει το αεικίνητο που έψαχναν οι αρχαίοι και οι νέοι επιστήμονες».

Το «μυστικό του Ησυχασμού» έχει δύο προϋποθέσεις. «α) ήσυχο περιβάλλον και β) ησυχία του νού χωρίς πολλούς περισπασμούς». «Αυτό ήταν μία εμπειρία πρακτική, την οποίαν δεν είχα την ευκαιρία να την ζήσω στον χώρο της πολύβοης πόλης και μέσα στο ταραχώδες περιβάλλον της ενοριακής εμπει­ρίας».

Στο Νοσοκομείο, στις ήσυχες αυτές ώρες, ανακάλυψε την κίνηση του νού, με την οποία γίνεται η νοερά προσευχή.

«Η ευχή λέγεται και καρδιακή, γιατί έχει ρυθμό, όπως η καρδιά. Χωρίς ρυθμό δεν λειτουργεί τίποτα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η ευχή έχει ρυθμό και είναι μία πρόταση».

Μέσα από αυτήν την προοπτική της κινήσεως του νού, κατάλαβε τι θα πη ενότητα με τον Θεό και τους ανθρώπους, που είναι αποτέλεσμα διαλόγου.

«Για να υπάρχει πραγματικός διάλογος πρέπει νάχουμε διάλογο με τον Θεό. Αυτό ακριβώς είναι η νηπτική και ησυχα­στική μέθοδος… Άρα η νηπτική μέθοδος είναι ο καλύτερος τρόπος για την ενότητα».

Γράφει: «Αυτόν τον τρόπο ανακάλυψα, πρακτικά, στο ήσυχο δωμά­τιο της θεραπείας μου. Επί ώρες και μέρες, το μόνο που μπο­ρούσα να δω ήταν η οροφή του δωματίου μου. Το μόνο που μου έμενε ήταν η ευχή. Οι πολύωρες κοσμικές μου ενασχολήσεις δεν μου είχαν δώσει ευκαιρία να στρέψω τον νού μου στην νηπτική μέθοδο».

Συγχρόνως κατάλαβε ότι εκεί βρίσκεται και η πλάνη. Γράφει πολύ εύστοχα:

«Όλοι οι αμαρτωλοί και πλανεμένοι του κόσμου είχαν πλα­­νεμένο νού. Από πλανεμένους νόες προήλθαν οι μεγάλες πλα­νες». Ακριβώς γι’ αυτό «η θεολογία δεν θέλει γερά μυαλά, αλλά ισχυρές νηπτικές διάνοιες». Έτσι, απαιτείται θεραπεία της ψυχής.

«Οι δύο πόλοι της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρση από τα πάθη και η μετάνοια. Και όποιος δεν τα λειτουργεί έχει διπο­λική διαταραχή. Και πρέπει να αρχίσει τα πρώτα βήματα από το μυστήριο της σιωπής».

Ο νούς ασθενεί και αυτός πρέπει να θεραπευθή.

«Ο νούς σκοτίζεται από την αμαρτία. Για να θεραπευτεί, χρειάζεται να τον αγγίξει η Χάρις του Θεού… Μόνον η Χάρις του Θεού, διά των Ακτίστων Ενεργειών, τελετουργεί αυτό το μυστή­ριο. Άρα η θεραπεία της ψυχής του ανθρώπου, νοεράς ουσίας τε και ενεργείας γίνεται από την Χάρη του Θεού διά των Ακτίστων Ενεργειών. Δηλαδή η ψυχή, θεραπεύεται μόνον έτσι, με βασικό εργαλείο την κάθαρση του νού από τα πάθη και τις αμαρτίες και με την ευχήν του Χριστού, που είναι η αιχμή του δόρατος πάσης θεραπευτικής της ψυχής…

Γι’ αυτό και πάντοτε υποστηρίζαμε και υποστηρίζουμε πως μόνον η Εκκλησία, με την νηπτική της θεωρία, μπορεί να θερα­πεύσει την οποιαδήποτε έκφραση και εκδήλωση των ψυχικών ασθενειών. Η μέθοδος είναι νηπτική και όχι φαρμα­κευτική».

Αυτή η θεραπεία του νού είναι έργο όλων των ανθρώπων, Κληρικών και λαικών, μοναχών και εγγάμων. Όλοι έχουν την νοερά ενέργεια, τον νού, ο οποίος στην πτωτική κατάσταση δεν λειτουργεί καθόλου ή υπολειτουργεί. Γράφει:

«Και ο έγγαμος δεν παύει να ζει κατά το μέτρο της ορθοδόξου ασκήσεως ως μοναχός. Όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν μοναχό. Είμαστε ασκητές. Μπορούμε να ζούμε αναμαρτήτως και απαθώς με αγάπη, ταπείνωση και υπακοή».

Από πληροφορίες που έχω είναι ότι ο π. Κωνσταντίνος από φοιτητής ακόμα αλλά και αργότερα συνδεόταν με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη. Κοινό τους γνώρισμα ήταν η αγάπη στην Ρωμηοσύνη, αλλά και η πατερική θεολογία, όπως βιώνεται εμπειρικά και πατερικά στο Άγιον Όρος.

Προσωπικά άκουσα στο διαδίκτυο ομιλίες του, στις οποίες ανέπτυσσε στα πνευματικά του παιδιά θέματα από την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη για τον νού, την νοερά προσευχή, την κα­θαρση, τον φωτισμό και την θέωση, την θεραπεία της καρδιάς και του νοός. Μάλιστα παρατήρησα ότι μιλούσε με μεγάλο ενθουσιασμό τόσο για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, όσο και για την θεολογία που εξέφραζε, πράγμα που είναι σπάνιο, και δείχνει την ποιότητα του ευλογημένου αυτού Κληρικού.

Πρέπει να παρατηρηθή ότι το μικρό αυτό πόνημα 100 περίπου σελίδων μικρού γεγέθους δεν εκφράζει όλο το έργο του ευλογημένου και ευαισθητοποιημένου αυτού κληρικού της Εκκλησίας μας, αλλά είναι ένας μικρός καθρέπτης μιάς μικρής πτυχής της ζωής του.

Δεν είχα ιδιαίτερη επικοινωνία μαζί του, μόνον γνωρίζω από όσα άκουγα κατά καιρούς από πνευματικά του παιδιά. Αυτό σημαίνει ότι όσοι το γνώρισαν οφείλουν να καταγράψουν τις αναμνήσεις τους, να συλλέξουν όλα τα στοιχεία που αφορούν την βιογραφία του, τις σπουδές του, την εργασία του στην Ιερά Σύνοδο στον Τομέα της Αποστολικής Διακονίας, στην ποιμαντική δραστηριότητα στην Ενορία, τον ζήλο με τον οποίο εργάσθηκε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας μας, και σε άλλους τομείς.

Έτσι θα καταγραφούν τα «πατήματά» του στην ιστορία της Εκκλησίας, όχι γιατί τα αγνοεί ο Θεός, αλλά για να παραδειγματιζόμαστε όλοι, για να μάθουμε «πως (κάποιος) εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστιν Εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄, 15).

Με τον τρόπο αυτό θα μάθουμε πως ένας Ρωμηός Κωνσταντινουπολίτης έζησε στην διαμορφωθείσα από ξένα πρότυπα Αθήνα και εργάσθηκε «σιγανά και ταπεινά», παρουσιάζοντας το ιδιαίτερο ήθος της Ρωμαίικης παραδόσεως. Και τελικά θα συναντήσουμε αυτό το δυναμικό Κωνσταντινουπολίτικο και Μικρασιατικό ρεύμα ζωής που εισέρρευσε στο Ελληνικό Κράτος, το οποίο συγκροτήθηκε με τα δυτικά πρότυπα ζωής.

Ο π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος, ο χαρισματικός αυτό άνθρωπος και Κληρικός, που είχε έναν εσωτερικό μυστικό κόσμο, κάτω από την επιφανειακή πληθωρικότητά του και εκφραζόταν με ένα αγνό γέλιο και χαρούμενο πρόσωπο, μας έδειξε ότι ο «άνθρωπος του Θεού» είναι μυστήριο, ιδιαίτερα όμως όταν σε αυτόν συνδέεται το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως με το μυστήριο της θεώσεως.

Ο Θεός επέτρεψε με μία δοκιμασία να περάση ολοκληρωτικά «από τη δράση στο μυστήριο του Ησυ­χασμού», δηλαδή από την κατά Χριστό δράση στον κατά Χριστό ησυχασμό. Έτσι, προς το τέλος της ζωής του βγήκε από μέσα του αυτό που αναζητούσε στους Γέροντές του, αυτό που ποθούσε στο βάθος της καρδιάς του, αυτό που ζούσε εσωτερικά, δηλαδή το μυστήριο της νοεράς προσευχής, το μυστήριο του ησυχασμού, και έτσι πέρασε στο μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, δηλαδή στην νοερά γλώσσα με την οποία οι άγιοι μιλούν με τον Θεό, τους αγίους και τους αγγέλους.

Αιωνία σου η μνήμη, π. Κωνσταντίνε, που έδειξες στα πνευ­ματικά σου παιδιά την αγάπη του Θεού, αλλά και δίδαξε και από το κρεββάτι του πόνου «το μυστήριο του ησυχασμού», που είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, και έτσι τους άφησες μια βαρειά πνευματική κληρονομιά.