Ο Σταυρός και η Παναγία κατά την Ελληνική Επανάσταση (1821)

Του Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν Εθνεγερσία. Τω όντι, ήταν καρπός μιάς μεγάλης αδιάκοπης πνευματικής προπαρασκευής του σκλαβωμένου Γένους. Ήλθε ως εκδήλωση βαθειάς πίστεως στο Θεό και αγάπης προς την πατρίδα. Αυτό προκύπτει από τις Προκηρύξεις και τα άλλα έγγραφα του Αγώνα. Η Ελληνική μάλιστα Επανάσταση έχει αυτοτελή αξία. Δεν είχε ανάγκη να στηριχθεί σε άλλα γεγονότα ξένων λαών. Η προηγηθείσα Γαλλική Επανάσταση είχε κοινωνιολογικό χαρακτήρα και απέβλεπε στην μεταρρύθμιση του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος της εποχής εκείνης, ενώ η Ελληνική Επανάσταση έγινε για τα ιερότερα ιδανικά του ανθρώπου ήτοι: για την πίστη στο Θεό και την αγάπη προς την ελευθερία της πατρίδος. Ήταν ένας συνδυασμός θείου και ανθρώπινου παράγοντα.

Πραγματικά αν σκεφθεί κανείς βαθύτερα και ουσιαστικότερα θα διαπιστώσει ότι εκείνο που ξεσήκωσε τους Έλληνες και απετόλμησαν έναν άνισο Αγώνα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν:

Η πίστη στο Χριστό
η αγάπη προς την πατρίδα
ο πόθος της ελευθερίας
η ένδοξη ιστορική κληρονομιά
η ελληνική γλώσσα.

Όλα αυτά συνιστούσαν την ελληνική χριστιανική συνείδηση, την συλλογική μνήμη. Ομολογούσαν συνεχώς οι αγωνιστές του ’21: «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», αγωνιζόμαστε. Έτσι προχώρησαν σε θυσιαστικούς αγώνες. Έτσι πρόσφεραν το αίμα τους.
Η ίδια δε Εκκλησία και στα χρόνια της δουλείας αλλά και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επαναστάσεως ήταν εκείνη που έθρεψε το Γένος των Ελλήνων με το θεικό μάννα του Χριστιανισμού του Ιερού Ευαγγελίου και των σοφών Πατέρων της. Αυτή κράτησε ακράδαντη την πίστη και αδούλωτη την ελληνική ψυχή.

Τυγχάνει ιστορικό γεγονός ότι η Εποποιΐα του 1821 προετοιμάστηκε, κηρύχθηκε, διεξήχθηκε και περατώθηκε με την βοήθεια του Σταυρού και την σκέπη της Παναγίας. Έτσι το ιερό σύμβολο του Σταυρού του Χριστού και η Υπεραγία Θεοτόκος, η Παναγία, υπήρξαν τα σημεία αναφοράς των αγωνιζομένων Ελλήνων.

Τι εξέφραζε ο Σταυρός; Την θυσία. Και τι η Παναγία; Την πνευματική συνδρομή.

Ο Τίμιος Σταυρός, εν πρώτοις, κατείχε υψηλή θέση στις συνειδήσεις των Ελλήνων, γιατί η παρουσία του έφερνε στο νού αυτό που μαρτυρεί. Την θυσία του Θεανθρώπου Χριστού για το ανθρώπινο γένος. Ο Σταυρός θύμιζε αγώνα, θυσία, αίμα, θάνατο. Αλλά και χωρίς αυτή την θυσία, την ανυπαρξία ανάστασης. Ιερό, λοιπόν, σύμβολο ο Σταυρός, που αντιπροσώπευε τον θυσιαστικό Αγώνα. Έτσι, από τότε που ο Εθναπόστολος και Ισαπόστολος και Ιερομάρτυς, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ένα Σταυρό «έμπηζε» στο έδαφος, όπου πήγαινε και κήρυττε και τον κρατούσαν οι Έλληνες σε ανάμνηση του περάσματός του από τον τόπο τους, ο Τίμιος Σταυρός πάντοτε ήταν μπροστά και σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και στις ειρηνικές συνελεύσεις και συσκέψεις. Ήταν στις Προκηρύξεις, στις σημαίες, στα λημέρια των αγωνιστών, στους βράχους, στους ιστούς των καραβιών, στις φορεσιές, στους ναούς και τα ξωκκλήσια.

Ο Ρήγας Φερραίος στον «Θούριό» του τραγουδά:
«Πως οι προπάτορές μας
ωρμούσαν σαν θεριά,
για την Ελευθερίαν
πηδούσαν στη φωτιά,
έτζι κι ημείς, αδέλφια,
ν’ αρπάξωμεν για μια
τ’ άρματα, και να βγούμεν
απ’ την πικρή σκλαβιά!…
Στεριάς και του πελάγου
να λάμψη ο Σταυρός,
κι εις την δικαιοσύνην
να σκύψη ο εχθρός·
ο κόσμος να γλυτώση
απ’ αυτήν την πληγή
κι ελεύθεροι να ζώμεν,
αδέλφια εις την Γη!»

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης το 1821 στο Ιάσιο δίνει την Προκήρυξη προς το δούλο Γένος πριν αρχίσει τον Αγώνα και γράφει:

«Μάχου υπέρ πίστεως και Πατρίδος!… Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, διά να υψώσωμεν το σημείον δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα και την Ορθόδοξον ηών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν… Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασσικήν γην της Ελλάδος! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι επολέμησαν και απέθανον εκεί!…».
Έπειτα οι υπερασπιστές της Σπάρτης έγραψαν στην προκήρυξη τους: «Η Σπάρτη εξαρτά τας χρηστάς της ελπίδας και τους θριάβους της, πρώτον μεν εις τον Σταυρόν και δεύτερον εις τα τέκνα της».

Ο σπουδαίος λόγιος αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής, προ της ενάρξεως της Επαναστάσεως, γράφει στους αδελφούς Λάζαρο και Γεώργιο Κουντουριώτη:
«Το πράγμα, αδελφοί, έλαβε κίνησιν μεγάλην και να σταθή πλέον είναι αδύνατον… Λοιπόν δεν είναι πλεόν αμφιβολία μήτε δισταγμός. Η ημέρα εεκείνη, την οποίαν επιθυμούσαν οι πατέρς μας να την ιδούν, έφθασε και ο Νυμφίος έρχεται… Έφθασεν ο καιρός διά να λάμψη πάλιν ο Σταυρός και να λάβη πάλιν η Ελλάς, η δυστυχής πατρίς μας, την ελευθερίαν της… Ο καιρός ήλθε και πρέπει να ανάψητε την λαμπάδα του πατριωτισμού… Σας παρακαλεί η πατρίς, φίλοι! Ετοιμασθήτε! Ετοιμασθήτε!…».

Ο άλλος επισης λόγιος κληρικός Ο Νεόφυτος Βάμβας είπε στον Δημ. Υψηλάντη ως παραίνεση:

«Εξέλθετε, και εγώ κρατών τον Σταυρόν προπορεύομαι κηρύττων: Όστις είναι Χριστιανός και πιστός Έλλην, ας ακολουθήση…».

Συγκλονιστικά είναι τα λόγια των ελεύθερων πολιορκουμένων» του Μεσολογγίου. Διατρανώνουν πολύ χαρακτηριστικά:

Το οχύρωμά μας κατεστράφη, αι οικίαι μας εκρημνίσθησαν, τα υποστατικά μας κατεδαφίσθησαν, οι αδελφοί μας ετάφησαν, αλλ’ η ένδοξος σημαία του Σταυρού, μένει και κυματεί επάνω εις τα ερείπια και εις τους τάφους. Τα στήθη μας είναι οι νέοι προμαχώνες, και η σταθερά απόφασις του να αποθάνωμεν υπέρ Πατρίδος, το μόνον μας όπλον.

Έπειτα, ο Γέρος του Μωριά, μετά την άλωση του Ναυπλίου σε έγγραφο που έστειλε στην Κυβέρνηση (1-12-1822), γράφει σχετικά: «Εις δόξαν του αηττήτου Σταυρού και του Πρωτοκλήτου Ανδρέα, Υπερτάτη Διοίκησις. Χθες εισήλθομεν εις το υπερήφανον Παλαμήδι και υψώσαμεν τας νικητάς του Σταυρού σημαίες με τρόπον ανήκοντα εις την δόξαν του Χριστού». Όταν επίσης παραδόθηκε το φρούριο της Ακροκορίνθου στον Κολοκοτρώνη από τον τούρκο φρούραρχο, τότε ο γέρος του Μωριά πήρε τα κλειδιά, έφτιαξε με την ομπρέλα του Επισκόπου Ιωνά το σημείον του Σταυρού πάνω στην πύλη και φώναξε: -Εμπάτε, Έλληνες.

Μετά την μεγάλη νίκη του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης από την Μάνη γράφει στον ήρωα:
«Γενναιότατε Στρατηγέ,

Την άμετρον χαράν και εμψύχωσιν, ην ελάβομεν, όταν επληροφορήθημεν τα ηρωικά κατορθώματά σας και την νίκην κατά των αχρείων Αγαρηνών, δεν δυνάμεθα να τα περιγράψωμεν. Ποία εγκώμια άξια του υποκειμένου σας να συνεισφέρωμεν; Τω όντι εφάνητε ως άλλος Λεωνίδας, όστις εκράτησε πόλεμον φρικτόν εις τας Θερμοπύλας με τριακοσίους μόνον άνδρας. Αυτός εις τας Θερμοπύλας, η γενναιότης σας εις τα Δερβενάκια μετ’ ανδρών οκτακοσίων αντιπαρατάχθητε με χιλιάδας εχθρούς.

Ιδού έξετε το μνημόσυνον αιώνιον επί της γης και βέβαια τα ηρωικά κατορθώματά σας θέλει εξιστορηθούν, καθώς και των παλαιών ηρώων. Ανδρίζεσθε, γενναίοι ήρωες. Ιδού ο Θεός μεθ’ ημών.

Ιδού ο Θεός μεθ’ ημών, ος επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Ο Παντοκράτωρ Θεός δεν μας αφήνει εις την διάκρισιν του εχθρού. Όχι, όχι, βέβαια, αλλά είναι σύμμαχός μας κατά πάντα, καθώς εμπράκτως πολλάκις το είδομεν και άμποτε εις το εξής διά της δυνάμεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και διά της ενεργείας και γενναιότητός Σας ν’ αφανισθή ο εχθρός εξ ολοκλήρου. Είθε γένοιτο, γένοιτο…».

Ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης γράφει σε μία επιστολή του:

«Ο έφορος της Ελλάδος Θεός ενέπνευσεν εις τας καρδίας των εχθρών άκραν δειλίαν και φόβον. Ελπίζω δε εντός ολίγου, με την βοήθειαν του Τιμίου Σταυρού και των θεοπειθών της πατρίδος ευχών, να σας χαροποιήσω και με άλλας νίκας…».

Στον Πρόεδρο του Νομοτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη γράφει:

«Ας μη λείψη, παρακαλώ, και η Υμετέρα Εκλαμπρότης από του να συνεργήση εις το να γίνωσιν αι ανήκουσαι προς Κύριον προς εξιλέωσιν της θείας αυτού δικαιοσύνης ικεσίαι διά τας αμαρτίας και εμού του αναξίου και όλου του Χριστεπωνύμου λαού… όπως συνοδευούσης της θείας αυτού Αγαθότητος, ενισχυθώσιν από την παντοδύναμον χάριν Του οι βραχίονες των Ελλήνων και ούτω κατατροπώσαντες διά του επί της ελληνικής σημαίας τιμίου Σταυρού και τους αισθητούς εχθρούς τούτους, αυτούς μεν υποχρεώσωμεν και άπαντες να ομολογώσι και να κηρύττωσι «Μέγας ο Θεός και η πίστις των Χριστιανών», ημείς δε δοξολογούντες να ψάλλωμεν το του Προφητάνακτος «η δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται».

Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι σημαίες της Ελληνικής Επαναστάσεως φέρουν το ιερό σύμβολο του Σταυρού. Η πρώτη σημαία που υψώθηκε στα Καλάβρυτα έφερεν άνωθεν Σταυρόν με τις γραμμές κάτωθεν αυτού κατά το σύνθημα της φιλικής Εταιρείας και την επιγραφή «Ελευθερία ή θάνατος». Το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822 Α’ και στις παραγράφους ρδ’και ρε’ του Παραρτήματος ορίζεται ότι «Τα χρώματα του εθνικού σημείου και των σημαιών της θαλάσσης και ξηράς διορίζουνται τα εξής: κυανούν και λευκόν και το Εκτελεστικόν σώμα θέλει προσδιορίσει τον σχηματισμόν των σημάτων και του Εθνικού σημείου». Έτσι

Στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε η απόφαση 540 του Εκτελεστικού, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρόεδρό του, όπου στο Διάταγμα οριζόταν για τις σημαίες ότι:

Α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θα είχεν εμβαδόν κυανούν, το οποίο θα διηρείτο εις τέσσαρα ίσα τμήματα από άκρων εις άκρων του εμβαδού

Β) η δε κατά θάλασσαν σημαία θα ήτο διττή· μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία. Και της μεν διά τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θα διηρείτο εις εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού· εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός Σταυρού λευκοχρόου. Της δε διά τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδό θα ήτο κυναούν· εις την άνω προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός Σταυρού κυανοχρόου.

Αργότερα την πίστη στη δύναμη του Σταυρού εκδηλώνουν και οι κλεισμένοι στο φρούριο της Ακροπόλεως:

«Κρίνομεν χρέος μας ιερόν, αφού ευρέθημεν επάνω εις τον Σταυρόν και εις το σπαθί μας διά να σώσωμεν τας ιεράς Αθήνας η να συγκαταστραφώμεν εις την πλέον επιθυμητήν γην, πρώτον να επικαλεσθώμεν την θείαν βοήθειαν εις τους σκοπούς και τα επιχειρήματά μας, και δεύτερον να προκηρύξωμεν εις όλους τους ομογενείς και εις τον άλλον κόσμον οποίας ελπίδας και οποία αισθήματα πρέπει να έχωσι δι’ ημάς και διά τας Αθήνας.

Το Μεσολόγγιον έγινετο μόνον παράδειγμα της ανδρείας εις τους Έλληνας. Όθεν ημείς έχοντες την θείαν δύναμιν βοηθόν και την προς αλλήλους αδελφικήν αγάπην, εφωδιασμένοι με τα προς το ζην αναγκαία και πολεμοφόδια, θέλομεν πολεμήσει τον εχθρόν μέχρις εσχάτης αναπνοής, έχοντες παράδειγμα τους αθανάτους του Μεσολογγίου με τον ενθουσιασμόν εκείνον τον οποίον γεννά η θρησκεία και ο πατριωτισμός».

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα η ηρωΐδα, θυσίασε τα πάντα στον Αγώνα. Εκτός από την περιουσία της, που πρόσφερε στη ναυτική εξόρμηση του Έθνους, έχασε τον άνδρα της και τον πρώτο της υιό στις μάχες. Προς τους Προκρίτους και τους Δημογέροντες είπε:

«Έχασα τον σύζυγόν μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός! Υπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους Έλληνας».

Ο Πρόεδρος της Εθνικής Γ’ Συνελεύσεως της Επιδαύρου (16-4-1826) Πανούτζος Νοταράς υπογράφει την Διακήρυξη, η οποία μεταξύ των άλλων γράφει: «Έλληνες! Όταν εμβήκαμεν εις το μέγα τούτο στάδιον εκηρύξαμεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την σταθεράν μας απόφασιν, την οποίαν εβεβαιώσαμεν με δημοσίους όρκους και καθιερώσαμεν με τόσας θυσίας και αίματα. Ας δείξωμεν και πάλιν, ότι είμεθα χριστιανοί· ότι είμεθα Έλληνες, πιστοί εις τον όρκον μας, σταθεροί εις την απόφασίν μας· και ότι, με τον Σταυρόν εμπρός και με τα όπλα εις τας χείρας, προτιμώμεν να καταβώμεν εις τους τάφους χριστιανοί και ελεύθεροι, παρά να ζήσωμεν σκλάβοι, χωρίς θρησκείαν, χωρίς πατρίδα, χωρίς τιμήν».
Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η παράσταση οπωσδήποτε του ιερού συμβόλου του Σταυρού στο επίσημο σήμα της επετείου της Επιτροπής «ΕΛΛΑΔΑ 2021».

Από την άλλη είναι γεγονός ότι οι Έλληνες τιμούν την Παναγία και μάλιστα ως «Υπέρμαχο Στρατηγό» από τα Βυζαντινά χρόνια.
-Το 626 (7ο αι.) στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών (Κων/πολη) εψάλη για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος και μάλιστα «ορθοστάδην» εξ ου και Ακάθιστος Ύμνος.

Είναι ο Ύμνος:

«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
Αναγράφω σοι η Πόλις σου Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον.
Ίνα κράζω σοι· Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε»
ως Ευχαριστήριος ύμνος επί Πατριάρχου Σεργίου μετά την λύτρωση από την επίθεση των Αβάρων και από τότε το Ιερό πρόσωπο της Παναγίας τυγχάνει σκέπη και βοήθεια και καταφυγή των Ελλήνων.

Εν προκειμένω, τυγχάνει περιώνυμος η πίστη των Αγωνιστών του 1821 και προς την Παναγία.

Ο φιλικός και αγωνιστής Ασημάκης Ζαΐμης είπε στους συγκεντρωμένους στην Αγία Λαύρα την παραμονή της λήψεως της αποφάσεως για την κήρυξη της Επαναστάσεως:

«Δεν μένει άλλο παρά η άμεσος κήρυξις της Επαναστάσεως. Δεν μας χωρίζει πλέον καμμιά διαφωνία. Ας αναπαυθώμεν απόψε και αύριον εις την Εκκλησίαν, αφού μεταλάβωμεν των Αχράντων Μυστηρίων, ας προσευχηθώμεν όλοι, κατά την Δοξολογίαν εις τον Άγιον Αλέξιον και την Παναγίαν, να μας βοηθήσουν εις τον άνισον αγώνα, εις τον οποίον αποδυόμεθα. Αύριον την αυτήν ώραν να συναντηθώμεν ενταύθα, διά να κανονίσωμεν τα του Αγώνος».

Ο γέρος του Μωριά, ο ήρωας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στον Σταυρό στηριζόταν και στην Παναγία προσευχόταν. Διηγείται ο ίδιος ότι έφτιαξε δυό Σημαίες με Σταυρό και με τα γράμματα ΙΧΝΚ (Ιησούς Χριστός νικά) και ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Και συνεχίζει η διήγηση: «Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις.

Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τραβούν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτρώνης απομένει κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Τι θα κάνει; Τι μπορεί να κάνει ένας μονάχος, ολομόναχος; Το παν! Όταν φλογίζει την καρδιά του η φλόγα της πίστεως.

Αλλ’ ας αφήσουμε τον ίδιο τον Γέρο να μας διηγηθή τι έκανε:

“Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαιράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου· ήτον μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήταν όπου έκλαιγα την Ελλάς”.

Σίμωσε, έδεσε το άλογό του σ’ ένα δένδρο, μπήκε μέσα, γονάτισε:

-Παναγία μου, είπε από τα βάθη της καρδιάς του, και τα μάτια του δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν.

Έκανε το σταυρό του. Ασπάσθηκε την εικόνα της, βγήκε από το εκκλησάκι, πήδησε στ’ άλογό του κι έφυγε».

Ο γενναίος οπλαρχηγός της Ρούμελης ο Γεώργιος Καραισκάκης αφιέρωσε στην Παναγία την Προυσσιώτισσσα το ασημένιο κάλυμμα της εικόνος της με τα τρία παράσημά του. Ήταν το τάμα του για μία ασθενειά του. Έταξε στην Παναγία για να βρεί την υγεία του που τον ταλαιπωρούσε και τούτο γιατί ήθελε να συνεχίσει τον Αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδος. Όταν γιατρεύτηκε έντυσε πράγματι με αργυρόχρυσο «πουκάμισο» την εικόνα της Παναγίας.

Η ανάγλυφη επιγραφή γράφει:

«Η Παντάνασσα. Δι’ εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραισκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824».

Ο ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης διηγείται:

«Μια δύναμις –διηγείται ο ίδιος- με άρπαξε από τη λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μια δύναμις θεική με γιγάντωσε…».
Αυτή η θεία δύναμις του έδωσε το κουράγιο να φθάσει με το πυρπολικό του την τουρκική ναυαρχίδα και να βάλει φωτιά στο μπουρλότο.

Εις το όνομα του Κυρίου, φώναξε εκείνη τη στιγμή. Τον Σταυρόν σας, είπε στους ναύτες και ρίξτε τους γάντζους. Όταν μετά το κατόρθωμά του νικητής επέστρεψε στα Ψαρά η Δημογεροντίας του απονέμει δάφνινο στεφάνι. Εκείνος αμέσως μεταβαίνει στο Ναό να ευχαριστήσει την Παναγία. Καταθέτει στα πόδια της εικόνος της Θεοτόκου το στεφάνι του και πέφτει με το μέτωπο κατά γης προσκυνώντας προσευχόμενος και ευχαριστώντας από βάθους καρδιάς το Θεό. Κατόπιν εξομολογείται, μεταλαμβάνει των αχράντων Μυστηρίων και με ταπείνωση και σεμνότητα αποσύρεται στο σπίτι του.

Ένα συγκλονιστικό θαύμα της Παναγίας είναι αυτό ου συνετελέσθη μετά την πτώση της Σφακτηρίας. Γράφει ο ιστορικός: «Τα λίγα ελληνικά πλοία που ήταν στο λιμάνι για να μην αποκλεισθούν από τον αιγυπτιακό στόλο, που έφραζε το στόμιο, έκοψαν τις άγκυρες και «διωλίσθησαν» έξω προς τα ανοικτά.

Καθυστέρησε όμως ο «Άρης», με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να σώση τον Τσαμαδό. Αλλ’ ο Τσαμαδός δεν γυρνούσε. Ήταν πάνω στη Σφακτηρία λαβωμένος ή αιχμάλωτος ή είχε σκοτωθή. Και τότε, επειδή γινόταν από στιγμή σε στιγμή περισσότερο προβληματική η έξοδος, γιατί πυκνώνονταν τα αιγυπτιακά καράβια, απεφάσισαν να επιχειρήσουν να περάσουν ανάμεσα στο στόλο του Ιμπραήμ.

Όλοι πάνω στον «Άρη», είχαν επίγνωσι του τρομερού κινδύνου. Και τότε, ενώ έκοβαν την άγκυρα και άνοιγαν τα πανιά, ανέβασαν στο κατάστρωμα την εικόνα της Παναγίας. Ένας ιερεύς που είχε διασωθή από τη Σφακτηρία έψαλε παράκληση. Συγκινητικές στιγμές για τους καπεταναίους και τους ναύτες. Όλοι με θερμή ψυχή ζητούσαν από την Μεγαλόχαρη να κάνη το θαύμα της. Στο τέλος ασπάσθηκαν την εικόνα και έκαναν τάμα να την χρυσώσουν, αν εσώζοντο.

Ένας από τους ναύτας είπε , όταν ασπαζόταν:

-Παναγία μου αν δεν μας σώσης, θα χαθής και συ!

Ο «Άρης» προχωρούσε σταθεράμέ κυβερνήτας τον Βότση και τον Σαχτούρη, ενώ μύδροι και σφαίρες τον κτυπούσαν από παντού. Το κατάστρωμα είχε ξυλωθεί από τις βολές. Τα πανιά του σκίσθηκαν. Το τιμόνι του έσπασε. Παρ’ όλη την βροχή των σφαιρών οι ναύτες έτρεχαν παντού, ιγά να διορθώσουν ο,τι μπορούσαν και να μη χάση το σκάφος την δυνατότητα να κινήται.

Πλησίαζε να νυκτώση. Ο άνεμος έπεφτε. Και η θέσις του πλοίου γινόταν απελπιστική. Τότε η Παναγία έκανε το θαύμα της: Ένα νεφέλωμα κάθησε πάνω στο πλοίο και εκμηδένισε την ορατότητα των Αιγυπτίων. Ήταν σαν την νεφέλη εκείνη, που κάποτε είχε σκεπάσει τον Ισραήλ. Έτσι και τώρα ο Νέος Ισραήλ δοκίμαζε της θείας επεμβάσεως τα αποτελέσματα.

Μέσα από το νέφος κατώρθωσε να διαπλεύση ο «Άρης» και να φθάση στο ελεύθερο πέλαγος έχοντας από το πλήρωμά του δυό νεκρούς και επτά τραυματίες, μεταξύ των οποίων και τον Δημ. Σαχτούρη».

Στην Παναγία προσευχόταν και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Θεοτόκο, μητέρα του παντός…, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις ευσπλαγχνίαν της αγαθότης σου να λυπηθείς τους αθώους εκείνους… οπού τρέξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού άφησαν χήρες και ορφανά, εκείνους οπού ‘χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’αναστηθεί διά της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυνθεί ο σταυρός της ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι’ αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους…. Θεοτόκομου, να περικαλέσεις τον αφέντη μας και τον μονογενήν σου ν’ αναστήσει πίσου αυτά… οπού κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι και μας ήβρε η δικιά του οργή… και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του και της βασιλείας του, οπού την στερηθήκαμεν από την κακία μας και διοτέλειά μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον».
Την Παναγία, την Μεγαλόχαρη της Τήνου, επεσκέφθηκαν για να προσευχηθούν υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος και προς ενίσχυσίν τους για τον Αγώνα ο Κολοκοτρώνης, ο Μιαούλης ο Νικηταράς, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Μάλιστα μετά την απελευθέρωση ο Κολοκοτρώνης αφιέρωσε το δακτυλίδι του στην θαυματουργική Εικόνα.

Κατόπιν των ανωτέρω, εφ’ όσον βλέπουμε, διαβάζουμε και διαπιστώνουμε ότι στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας είναι ενώπιον των Αγωνιστών, ενώπιον όλων των Ελλήνων, ο Σταυρός και η Παναγία, εμείς οι νεότεροι Πανέλληνες πόσο θα οφείλουμε να προσέξουμε ωρισμένα λίαν καθωριστικά σημεία της πορείας μας. Πρώτον, το ζήτημα της απαξίωσης της εννοίας της πατρίδος με διάφορες μεθοδολογίες, δεύτερον το θέμα της απαράδεκτης δυσφήμισης των ηρώων του 1821, τρίτον το συνεχιζόμενο φαινόμενο της διαστρέβλωσης της ιστορίας και τέταρτον, το ζωτικό θέμα της υποβάθμισης της Εκκλησίας.