Ο Ρουμάνος ομολογητής που αγωνίστηκε στα δύσκολα χρόνια της αθεΐας

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*

Ο Ιερός Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων ως την «μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν». Κατά συνέπεια, η ιστόρηση της κορυφαίας αυτής εορτής, δεν ήταν δυνατόν παρά να κατέχει μια κεντρική θέση ανάμεσα στα θέματα της Ορθόδοξης εικονογραφίας.

Η Εικόνα, η κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «βίβλος τῶν ἀγραμμάτων», ιστορεί όλη την Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας.

Η εικόνα της Γεννήσεως, όπως και όλες οι εικόνες που ιστορούν τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας, εξετάζονται πάντα από δύο οπτικές γωνίες, αλληλένδετες όμως μεταξύ τους. Από το ένα μέρος, αποκαλύπτουν το νόημα της εορτής. Εδώ, εν προκειμένω, την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, τονίζοντας ταυτοχρόνως και τις δύο φύσεις του Χριστού, την Θεία και την ανθρώπινη. Και γίνεται με τον τρόπο αυτό μια ορατή μαρτυρία ενός θεμελιώδους δόγματος της Εκκλησίας.

Από την άλλη πλευρά, η εικόνα ιστορεί την επενέργεια και τις συνέπειες του υπερφυούς αυτού γεγονότος στην Κτίση, υπαινισσόμενη έτσι και την μέλλουσα ανακαίνιση του σύμπαντος κόσμου: «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν· ἰδού, ποιῶ πάντα καινά».

Ο μεγάλος διδάσκαλος της αγιογραφίας Ιερομόναχος Διονύσιος ο εκ Φουρνά, στο μνημειώδες έργο  του:  «Ἡ Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης», το οποίο επρόκειτο να καταστεί ως τις μέρες μας το κύριο σημείο αναφοράς για τους αγιογράφους, δίνει λεπτομερείς  οδηγίες για τον τρόπο ιστόρησης της εικόνας της Γεννήσεως του Χριστού. Η περιγραφή του μεγάλου δασκάλου της Ορθόδοξης Αγιογραφίας είναι πλήρης. Μολονότι στο πέρασμα των αιώνων υπήρξαν κάποιες επουσιώδεις διαφοροποιήσεις, επί της ουσίας αυτή είναι η εικόνα της Γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού.

Ας παρακολουθήσουμε τις παρατηρήσεις  του μία προς μία.

«Σπήλαιον καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος γονατιστὴ καὶ βάνουσα τὸν Χριστὸν ὡς βρέφος σπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην», γράφει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Για το σπήλαιο, δεν υπάρχει κάποια άμεση αναφορά από τα Ευαγγέλια. Όμως η πρώτη γραπτή μαρτυρία προέρχεται από τον Άγιο Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και Μάρτυρα, ο οποίος έζησε περί τα μέσα του 2ου αιώνα, μόλις δηλαδή εκατόν είκοσι χρόνια περίπου από την απαρχή της Εκκλησίας. Που σημαίνει ότι πιθανόν οι πληροφορίες του προέρχονται από την εγγύτατη χρονικά προφορική παράδοση. Ο Άγιος Ιουστίνος λοιπόν, αναφέρει ότι ο Άγιος Ιωσήφ, μη έχοντας κατάλυμα στην πόλη της Βηθλεέμ, διέμεινε προσωρινά σε μια σπηλιά, όχι μακρυά από τον οικισμό.

Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, επισημαίνει μιαν άλλη βαθύτερη διάσταση: «Βλέποντας το σπήλαιο όπου γεννιέται ο Δεσπότης»  λέει στην εορταστική του ομιλία  «εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ» , «να βάλεις στο νου σου τον σκοτεινό και υπόγειο βίο των ανθρώπων. Στον τόπο εκείνο φτάνει Εκείνος που   φανερώνεται στους ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους, και τυλίγεται σε σπάργανα, Αυτός που θα αναλάβει το πλήθος των δικών μας αμαρτιών».

Η φάτνη βέβαια, αναφέρεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο:

«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,  καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον· καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι».

Αλλά και λίγο παρακάτω, στο ίδιο κεφάλαιο, ο ιερός Ευαγγελιστής αναφέρει ότι η φάτνη και τα σπάργανα ήταν το σημάδι που έδωσε στους ποιμένες ο άγγελος: «…ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ ὅς ἐστιν Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυῒδ.  καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ».

Τα δύο ζώα που ιστορούνται πάνω από την φάτνη, ένα βόδι και ένα γαϊδουράκι, δεν αναφέρονται στα ιερά Ευαγγέλια. Όμως έχουν κι αυτά τη θέση τους στην Ορθόδοξη Θεολογία, υπενθυμίζοντας τα λόγια του προφήτη Ησαϊα , ότι τα ζώα θα αναγνώριζαν τον Μεσσία, εν αντιθέσει προς τον εκλεκτό Του λαό που έμεινε στο σκότος της αγνωσίας: «ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν».

Ο Διονύσιος συνεχίζει τις οδηγίες για την εικόνα της Γεννήσεως, αναφέροντας ότι ο Άγιος Ιωσήφ  εικονίζεται  γονατισμένος «ἔχων τὰ χέρια σταυρωμένα ἐμπρὸς στὸ στῆθος του».  Είναι γεγονός ότι, ίσως τις περισσότερες φορές , δεν εικονίζεται  έτσι. Άλλωστε και η ίδια η εικόνα όπως είπαμε, στην πάροδο των αιώνων δέχθηκε κάποιες επουσιώδεις μορφοποιήσεις. Στους πρώτους αιώνες ιστορείτο η Θεομήτωρ, το Θείο Βρέφος και η φάτνη με τα ζώα. Η παράσταση στη σημερινή της μορφή, θα οριστικοποιηθεί τον 9ο περίπου αιώνα.

Έτσι, και ο Ιωσήφ στις περισσότερες εικόνες της Γεννήσεως εμφανίζεται καθήμενος λίγο πιο μακρυά, ενώ κάποιος σαν βοσκός, με ένα ραβδί στα χέρια του, του μιλάει. Η παράσταση έχει ως αφετηρία τον λογισμό που είχε ο Άγιος Ιωσήφ για την άσπορη σύλληψη, λογισμό που τον έδιωξε η πληροφορία από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ , όπως διηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος:  «Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου, τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου·  τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν, αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν».

*Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”