Ο πνευματικός που έγινε παράδειγμα διδάσκοντας τη δύναμη της υπακοής

Ο κατά κόσμον Απόστολος Κουτσιμπάς μακαριστός Γέροντας Εφραίμ γεννήθηκε στον Βόλο το 1940.

Πνευματικό τέκνο του Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη, διετέλεσε ηγούμενος της Μονής Ξηροποτάμου έως την ημέρα που «έφυγε» από τη ζωή σε μικρή ηλικία. Ο Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής είχε προείπει ότι οι νεαροί, τότε, μοναχοί που αποτελούσαν τη συνοδεία του, θα αναγεννούσαν τον Μοναχισμό και θα γέμιζαν τα μοναστήρια στο Άγιον Όρος -και όχι μόνο.

Η πρόρρηση του Αγίου ανδρός επαληθεύτηκε. Γύρω από τα πνευματικά του τέκνα συγκροτήθηκαν μεγάλες μοναστικές συνοδείες που πράγματι αναβίωσαν τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, στο Άγιον Όρος, στην Κύπρο, στην Αμερική, στον Καναδά.

Θα έλεγε κανείς ότι το κέλευσμα του Χριστού στους Αγίους Αποστόλους του πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν, έβρισκε τους άξιους συνεχιστές του έργου τους στα πνευματικά τέκνα και έκγονα του Αγίου Ιωσήφ: Γέρων Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός, Γέρων Εφραίμ Φιλοθείτης.

Ιδιαίτερα ο τελευταίος, ο οποίος επρόκειτο να μεταλαμπαδεύσει το πνεύμα του Αγιορείτικου Μοναχισμού σε λαούς και έθνη που κατοικούσαν ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου.

Ανάμεσα στους πνευματικούς βλαστούς του τελευταίου, ξεχωριστή θέση κατέχει ο μακαριστός Γέροντας Εφραίμ, που διετέλεσε ηγούμενος της Μονής Ξηροποτάμου ως την αναχώρησή του για την αιωνιότητα, σε μικρή σχετικά ηλικία.

Ο κατά κόσμον Απόστολος Κουτσιμπάς γεννήθηκε στον Βόλο το 1940. Όπως μας πληροφορεί ο μακαριστός Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης -άλλη μια κορυφαία μορφή του σύγχρονου Αγιορείτικου Μοναχισμού-στο βιβλίο του «Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος», το 1963 προσήλθε στη Συνοδεία του Γέροντα Εφραίμ στο Λαυριώτικο Κελλί του Αγίου Αρτεμίου στην Προβάτα.

Το 1964 εκάρη μοναχός και ακολούθησε τον Γέροντά του στην Ι. Μ. Φιλοθέου. Το 1971 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος.

Αρχιζε η εποχή που, με την ευλογία, την ενθάρρυνση και τη στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα μοναστήρια του Αθωνα άρχισαν να ξαναγίνονται κοινόβια το ένα μετά το άλλο και για το σκοπό αυτό έπρεπε να επανδρωθούν από συνοδείες δόκιμες στην παλαιά αυστηρή μοναχική πολιτεία και στο κοινοβιακό σύστημα. Και βέβαια, τα έκγονα του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστή, θα ήσαν από τους πρώτους που θα έδιναν το παρόν.

Ετσι, ο π. Εφραίμ, υπακούοντας στον Γέροντά του, το 1980 προσήλθε στην Ι. Μ. Ξηροποτάμου, της οποίας και κατεστάθη πρώτος ηγούμενος υπό το νέο πλέον κοινοβιακό καθεστώς. Άλλωστε ο ίδιος ο π. Εφραίμ υπήρξε τύπος υπακοής ολόθερμης και αψεγάδιαστης, μολονότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.

Ελεγε αργότερα στους μοναχούς της συνοδείας του: «Είναι μεγάλη υπόθεσις, πατέρες μου, η υπακοή. Δεν είναι κάτι παραμικρό. Είναι το θεμέλιο και η σκεπή του σπιτιού. Ούτε χωρίς θεμέλιο μπορεί να σταθεί ένα σπίτι, αλλά ούτε και χωρίς σκεπή. Δεν θα αγαπήσει κάνεις γνήσια και ειλικρινά τον Θεό ούτε τους ανθρώπους ούτε τους αδελφούς του, εάν δεν περάσει από την πόρτα της υπακοής».

ΠΛΗΘΟΣ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ

Υπό τη θεοφώτιστη πνευματική του καθοδήγηση, η Ιερά Μονή Ξηροποτάμου επρόκειτο να αναδειχθεί σε ένα λαμπρό Κοινόβιο, και η παράδοση αυτή, Χάριτι Θεού, συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας. Εκείνοι που τον γνώρισαν από κοντά, ας τον περιγράφουν ως έναν γλυκύ και προσηνή χαρακτήρα, παρά την αυστηρή ασκητική ζωή στην οποίαν υπέβαλε τον εαυτό του.

Ο λόγος και ο βίος του στοιχούσαν με το πνεύμα των Πατέρων, των αρχαίων και των νέων, με το πνεύμα της ησυχαστικής παράδοσης που παρέλαβε από τον Γέροντά του και τους προ αυτού Πατέρες. Συνδύαζε πλήθος χαρισμάτων, φυσικών και ψυχικών, ενώ τον χαρακτήριζε η βαθιά του ταπείνωση και η πνευματική διάκριση, καρποί του πνευματικού του αγώνα και της πολύπλευρης πνευματικής του πείρας.

Τα χαρακτηριστικά αυτά μας τα επιβεβαίωσαν και προσωπικά πνευματικά του τέκνα που είχαμε την ευλογία να γνωρίσουμε πολλά χρόνια πριν. Ενας παλαιός μας συνεργάτης και φίλος, που έχει προ ετών εκδημήσει προς Κύριον, μας είχε περιγράψει με πόση ευγένεια και αγάπη είχε δεχθεί την πρώτη του εξομολόγηση, όταν μάλιστα η ζωή του ήταν πολύ μακρυά από την Εκκλησία.

Μάλιστα μας τόνιζε συχνά ότι εκείνο που μαλάκωσε την καρδιά του, ήταν ακριβώς εκείνη η ανυπόκριτη αγάπη που συνάντησε από τον Γέροντα, ο τρόπος που συγκατέβη στην πτώση του, χωρίς να την επιβραβεύσει. Είχε ακόμα τη δυνατότητα, στην πρώτη εκείνη εξομολόγηση, να διαπιστώσει και το διορατικό του χάρισμα: Πονηρά σκεπτόμενος, όπως ο ίδιος μας είχε πει, του ανέφερε και αμαρτήματα που δεν είχε διαπράξει. Και το έπραξε σκεπτόμενος υστερόβουλα, μήπως δηλαδή δεν τηρηθεί το απόρρητο της Εξομολογήσεως από τον Πνευματικό.

Ομως ο π. Εφραίμ του είπε: «Παρακαλώ πολύ να μου λέτε μόνον όσα έγιναν, όχι όσα δεν έγιναν». Στο τέλος της πρώτης του εκείνης εξομολογήσεως, στράφηκε στον π. Εφραίμ και του είπε, σχεδόν προκλητικά: “Ορίστε, σας τα είπα. Αυτός είμαι, μπορείτε να με πετάξετε έξω”.

Όμως, μου είπε ο αείμνηστος φίλος μου, είδα τα μάτια του να βουρκώνουν και να μου λέει συμπονετικά: «Εγώ παιδί μου να κάνω τέτοιο πράγμα; Ο Χριστός έβαλε τον Ληστή την τελευταία στιγμή στον Παράδεισο. Εγώ ποιος είμαι για να τολμήσω σε διώξω;». Αυτό, μου είπε ο φίλος μου, ήταν εκείνο που συνέτριψε την πώρωση της καρδιάς μου και με έπεισε ότι τα όσα μου έλεγε έβγαιναν από την καρδιά του.

ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Και πραγματικά, όπως και άλλα πνευματικά του παιδιά μαρτυρούν, του ήταν αδύνατον να μην προσφέρει τα πάντα για την πνευματική ανόρθωση όποιου κατέφευγε στο πετραχήλι του, ή απλώς ζητούσε τη συμβουλή και τη στήριξή του.

Όπως είχε πει γι’ αυτόν στη νεκρολογία του ο μακαριστός μητροπολίτης Βεροίας Παύλος, «όλη αυτή η διακονία εις τον αγρόν του Κυρίου μαρτυρεί άνδρα και ψυχήν που αγαπά τον Θεόν και φλέγεται από την επιθυμίαν της εξαπλώσεως του φωτός του Ευαγγελίου και του φωτισμού κάθε ψυχής πλανωμένης, μαρτυρεί άνδρα με πλήρη αυταπάρνησιν και αυτοθυσίαν, ζώντα και κινούμενον μόνον διά τον Χριστόν, μα και έχοντα μέσα του τον Χριστόν».

Οι μαρτυρίες πιστών που τον γνώρισαν και το τραγικό τέλος του

Μια συντροφιά νεαρών προσκυνητών στη Μονή Ξηροποτάμου, περιέγραψαν την εντύπωση που τους είχε προξενήσει ο Γέροντας με τα παρακάτω λόγια: «Ο Γέροντας κάθεται σ’ ένα γώνιασμα που κάνουν οι πάγκοι στο αρχονταρίκι. Έχει ένα γαλήνιο και σχεδόν διάφανο πρόσωπο. Κάτι μάτια πεντακάθαρα και φωτεινά που δεσπόζουν κάτω από το απλό καλογερικό σκουφάκι. Μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα που μυρίζει λιβάνι είναι σαν να νιώθει κανείς να ξεχύνεται απλότητα και ειρήνη, ευλογία και παρηγοριά από ολόκληρη την παρουσία του Γέροντα».

Πράγματι, ο Γέροντας δεν καθόταν σχεδόν ποτέ στη θέση του Ηγουμένου. Και τον λόγο τον είχαμε μάθει πάλι από τον μακαριστό μας φίλο (Α.Μ τα αρχικά του ονόματός του), του οποίου ο Γέροντας υπήρξε πνευματικός.

Κάποτε, μου εδιηγείτο ο Α.Μ, ενώ μιλούσαμε οι δυο μας στο Αρχονταρίκι, το βλέμμα μου έπεσε στη θέση του Ηγουμένου. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και του λέω: «Θέλω Γέροντα να μου κάνεις κι εσύ υπακοή σε κάτι». Με ρώτησε τι ήθελα. «Δεν θέλω να σε δω ποτέ να κάθεσαι σ’ αυτή τη θέση» και του έδειξα την καρέκλα του Ηγουμένου. «Να είναι ευλογημένο», απάντησε χωρίς δισταγμό. «Έτσι κι αλλιώς σπάνια κάθομαι εκεί, αλλά αφού το θέλεις, να ‘ναι ευλογημένο, δεν θα ξανακαθίσω».

ΕΜΒΡΟΝΤΗΤΟΣ

Μετά την προς Κύριον εκδημία του Γέροντα, συνέχισε ο Α.Μ., συζητούσαμε γι’ αυτόν κάποια πνευματικά του παιδιά. Και μου είπαν: «Και ξέρεις, Α., μια μέρα τον πιέζαμε να καθίσει στην ηγουμενική θέση στο Αρχονταρίκι για να τον ακούμε και να τον βλέπουμε καλύτερα όλου και μας αρνήθηκε. Γιατί, όπως μας είπε, έκανε υπακοή σ’ ένα πνευματικό του τέκνο!» Ο φίλος μου έμεινε εμβρόντητος και το ίδιο και οι συνομιλητές του, όταν με φωνή πνιγμένη από τη συγκίνηση τους αποκάλυψε ότι το πνευματικό εκείνο τέκνο ήταν ο ίδιος. Γιατί ο μακαριστός Γέροντας δεν δίδασκε μόνο με τον λόγο, αλλά πρωτίστως με το προσωπικό του παράδειγμα, κατά τον λόγο του Χριστού, που είπε ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.

ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑΤΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Το 1984, την ημέρα της εορτής των Εισοδίων, καθώς μετέβαινε στην Αθήνα για μια ομιλία, συνοδευόμενος από πνευματικό του τέκνο, τον σήμερα ηγούμενο της Ι. Μ. Αγίου Νεκταρίου στη Νέα Υόρκη Γέροντα Ιωσήφ, λίγο έξω από το Σχηματάρι συνέβη ένα τρομερό αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Ο θάνατος του Γέροντα υπήρξε ακαριαίος, ενώ αυτόπτες μάρτυρες καταθέτουν ότι το αίμα του έτρεχε για αρκετή ώρα μετά την θανή του. Ηταν μόλις 44 ετών. Κατά τον λόγο του Σολομώντος, τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς, ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας.

Ο Γέροντάς του Εφραίμ, κατά την εξόδιο ακολουθία, είπε μεταξύ άλλων στον πνευματικό του βλαστό: Ευχόμεθα προς ο,τι έσπευδες, μάλλον προς Ον έσπευδες, να φθάσης και Τον ποθούμενον να απολαύσης, χάριν του Οποίου αφήκες τον κόσμον και τα του κόσμου. Ήδη βλέπεις τώρα μετά καθαρότητος εκεί, εις εκείνον το ανέσπερον φως, α οφθαλμός ουκ είδε, και ακούεις εκείνους τους ήχους των καθαρώς εορταζόντων, όπου η χαρά της ζωής της αληθινής εις την χώραν των ζώντων.