Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου στο Φόρουμ των Δελφών

Στα πλαίσια του Διεθνούς Φόρουμ των Δελφών που πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο Αθηνών, κατά το πλείστον με τηλεδιασκέψεις λόγω των υγειονομικών μέτρων, μίλησε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, μαζί με τους Μητροπολίτες Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο και Νέας Ιωνίας κ. Γαβριήλ, με συντονιστή τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Ιωάννη Παναγιωτόπουλο και με θέμα «Η Εκκλησία στην εποχή της πανδημίας». Ο κάθε ομιλητής είχε την δυνατότητα μικρής εισήγησης 10΄ και απάντησης σε μία ερώτηση.

Δημοσιεύεται στην συνέχεια το πλήρες κείμενο της εισήγησης του Σεβασμιωτάτου κ. Ιεροθέου με τίτλο «Η διακονία στην Εκκλησία κατά την περίοδο της πανδημίας», σύνοψη της οποίας εκφώνησε στο Ζάππειο.

*

Η διακονία στην Εκκλησία κατά την περίοδο της πανδημίας

του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Τον προηγούμενο χρόνο ενέσκυψε και στην Πατρίδα μας, λόγω της παγκοσμιότητας, η πανδημία του ιού sars-cov-2, που προκάλεσε την λοίμωξη-ασθένεια covid-19, η οποία ταλαιπώρησε πολλούς ανθρώπους και πολλούς οδήγησε στον θάνατο.

Αυτή η πανδημία εξελίχθηκε σε δύο φάσεις, η πρώτη από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 2020 και η δεύτερη από τον Οκτώβριο μέχρι τέλους του 2020 και συνεχίζεται και εφέτος.

Και στις δύο φάσεις κλήθηκα, χωρίς να το επιδιώξω, να παίξω έναν ρόλο, συγκεκριμένα να διακονήσω την Εκκλησία, την μεν πρώτη φορά ως Εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Συνόδου, την δε δεύτερη φορά ως επιλεγείς να κάνω το εμβόλιο κατά του κορωνοιού από τους πρώτους, στην θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, για ποικίλους και διαφόρους λόγους.

Θεωρώ ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος χειρίσθηκε το θέμα αυτό με θαυμαστή διάκριση, ακολουθώντας την αριστοτελική αρετή, η οποία βρίσκεται μεταξύ της υπερβολής και της ελλεί­ψεως.

Στην μικρή αυτή εισήγηση θα προσπαθήσω να παρου­σιά­σω με κάθε συντομία τέσσερεις συγκρούσεις, οι οποίες άρχισαν να εμφανίζονται μέσα στην κρίση αυτή, η οποία ήταν και κοινωνική και εκκλησιαστική, και την οποία κλήθηκα να αντι­μετωπίσω. Τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όσο και ο εκπρόσωπός της κληθήκαμε να αντιμετωπί­σουμε τέσσερεις αναφυόμενες συγκρούσεις.

Η πρώτη σύγκρουση που θα μπορούσε να γίνη ήταν μεταξύ Εκ­κλησίας και Πολιτείας. Υπάρχουν διακριτοί ρόλοι μεταξύ Εκ­κλησίας και Πολιτείας και αυτοί οι ρόλοι φαίνονται από την όλη παράδοση του Γένους μας και της Εκκλησίας, αλλά διατυπώ­θηκαν και στο εν ισχύι Σύνταγμα της Χώρας.

Η Πολιτεία καλείται να υπηρετήση τον άνθρωπο στις κοινωνικές του σχέσεις και να ενδιαφερθή για την κατοχύρωση της κοινωνικής του ελευθερίας, την διαφύλαξη των ατομικών του ελευθεριών, την ανάπτυξη της προσωπικότητός του διά της παι­δείας, την αρμονική συνύπαρξη όλων των ανθρώπων σε ένα κοινωνικό σύνολο.

Μέσα σε αυτές τις υποχρεώσεις της Πολιτείας είναι και η προστασία της υγείας των πολιτών.

Στο Σύνταγμα με το άρθρο 3 καθορίζονται οι σχέσεις της Πολιτείας και της Εκκλησίας, με το άρθρο 13 προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, και με το άρθρο 5 προστατεύεται το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητος του ανθρώπου, η απόλαυση της απόλυτης προστασίας της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας των πολιτών χωρίς διακρίσεις, καθώς επίσης απαγορεύονται οι περιορισμοί της ελεύθερης κίνησης και εγκατάστασης στην Χώρα και προ­στα­τεύεται το δικαίωμα καθενός στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας.

Όμως, στο συγκεκριμένο άρθρο (5ο) που αναφέρεται στην υπαγόρευση μέτρων που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλλληνα το ατομικό του δικαίωμα για την ελεύθερη κίνηση προστίθεται ερμηνευτική δήλωση, που έχει ισχύ συνταγματικού άρθρου, κατά την οποία δεν περιλαμβάνονται (στην απαγόρευση) «η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως ο νόμος ορίζει».

Βάσει αυτής της συνταγματικής διατάξεως εξεδόθησαν αφ’ ενός μεν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, αφ’ ετέρου δε οι διυπουρ­γικές αποφάσεις, που αναφέρονται στην «προστασία της δημόσιας υγείας, ή της υγείας των ασθενών».

Η Εκκλησία της Ελλάδος, της οποίας αρμόδιο όργανο είναι η Ιεραρχία της Εκκλησίας και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, έχει έργο να κατευθύνη τους Χριστιανούς στην ένωση και κοινωνία με τον Χριστό, να διδάσκη στους Χριστιανούς το θέλημα του Θεού, να θεραπεύη τα ψυχικά τους ασθενήματα, να τηρή τους όρους και τους κανόνας των Τοπικών και Οικουμε­νικών Συνόδων και όλα εκείνα που σχετίζονται με αυτά.

Φυσικά, η Εκκλησία ζη και εργάζεται μέσα στην ιστορία, και μέσα από το σύστημα της συναλληλίας αποδέχεται την καλώς ευνομούμενη Πολιτεία, προσεύχεται υπέρ των αρχόντων, ώστε να νομοθετούν για την διαβίωση των πολιτών και την κοινωνική ειρήνη. Όμως, σε θέματα πίστεως ιχύει ο λόγος του Αποστόλου Πέτρου «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πρ. ε΄, 29).

Επειδή κατά βάση οι πολιτικοί ηγέτες είναι βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας, η ρήξη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι έντονη, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να καθορίζονται τα όρια μεταξύ τους και οι διακριτοί ρόλοι τους.

Στην περίπτωση της πανδημίας, η οποία αναφέρεται στην σω­ματική υγεία του ανθρώπου, ενδιαφέρονται τόσο η Εκκλησία όσο και η Πολιτεία, για διαφορετικούς σκοπούς η κάθε μια από αυτές. Κατά την Εκκλησία η σωματική υγεία δεν απολυτο­ποι­είται, αλλά βοηθά για την πνευματική υγεία του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος είναι το συναμφότερο, αποτελείται από ψυχή και σώμα. Έπειτα, και η Εκκλησία ενδιαφέρεται για την μη μετά­δοση της ασθένειας στους άλλους από αγάπη, γιατί η ασθένεια είναι ένας πειρασμός.

Έτσι, με όσα υποστήριξα στις δημόσιες εμφανίσεις μου, επεδίωκα να βρω μια χρυσή τομή, ώστε να εξυπηρετήται ο όλος άνθρωπος και, φυσικά, να μη γίνη σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας στο θέμα της πανδημίας που αφορά την υγεία των πολιτών.

Η δεύτερη σύγκρουση που θα μπορούσε να γίνη την περίοδο αυτή ήταν η συγ­κρουση μεταξύ Πίστεως και Επιστήμης. Πρέπει να τονισθή ότι στην μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση, όπως καθορίσθηκε κυρίως από τους Πατέρας του 4ου αιώνος, δεν έγινε σύγκρουση μεταξύ πίστεως και επιστήμης. Οι Πατέρες, όπως το βλέπουμε στον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης κ.α., δέχονταν τα πορίσματα της επιστήμης της εποχής τους, σπούδασαν αυτήν την επιστήμη και δεν έρχονταν σε διάσταση μαζί της.

Ο Μέγας Βασίλειος στην «Εξαήμερο», δηλαδή στην ερ­μη­νεία που έκανε της δημιουργίας του κόσμου, προσέλαβε τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του και τα ενέταξε μέσα στην προοπτική της θείας Αποκαλύψεως. Αυτό γίνεται κυρίως με την ιατρική επιστήμη, που αποβλέπει στην θεραπεία ποικίλων ασθε­νειών.

Όμως, η σύγκρουση μεταξύ πίστεως και επιστήμης έγινε στην Δύση κατά τον Μεσαίωνα, αλλά με άλλη προοπτική, γιατί αυτή η σύγκρουση έγινε μεταξύ του κοσμοειδώλου της μετα­φυσικής και της αναπτύξεως των επιστημών, με την απο­δέσμευσή τους από την μεταφυσική. Αντίθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας ποτέ δεν αποδέχθηκαν το κοσμοείδωλο της μεταφυσικής, γι’ αυτό δεν ήλθαν σε αντίθεση με την επιστήμη της εποχής τους.

Ακριβώς, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ πίστεως και επιστήμης. Η πίστη είναι «επιστήμη των θείων», όπως την αποκαλεί ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, και αυτή η γνώση γίνεται με τον νού, ενώ η ανθρώπινη επιστήμη ασχολείται με τα αισθητά, τα κτιστά και χρησιμοποιεί ως όργανο την λογική. Οπότε, υπάρχει διττή μεθοδολογία ως προς την γνώση του Θεού και την γνώση του κόσμου, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει ενιαία μεθοδολογία.

Έπρεπε, λοιπόν, στο θέμα της πανδημίας που ανέκυψε να κρατήσουμε την ισορροπία μεταξύ πίστεως και επιστήμης, μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, μεταξύ «επιστήμης των θείων» και «επιστήμης των ανθρωπίνων», δηλαδή να βρεθούν τα όρια μεταξύ τους, ώστε να μη φθάσουμε στον Μεσαίωνα όπου έγιναν τρομερές συγ­κρούσεις για επιστη­μο­νικά ζητήματα, ήτοι καύση βιβλίων, θάνατοι διά της πυράς κ.α.

Φυσικά, η επιστήμη πρέπει η ίδια να θέτη κανόνες βιοηθικούς, αλλά και η θεολογία να προσδιορίζη τον τρόπο με τον οποίο θα εκφράζεται, γιατί υπάρχουν πολλά και ποικίλα θεολο­γικά ρεύματα που κυκλοφορούν σήμερα και γι’ αυτό πρέπει να τίθενται σταθερά και αυθεντικά θεολογικά κριτήρια.

Η τρίτη σύγκρουση που άρχισε κάπως να εμφανίζεται κατά την περίοδο της πανδημίας ήταν η εσωτερική σύγκρουση με­ταξύ Ιεράς Συνόδου και μελών της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως, δεν είναι ένα ανθρώπινο σωματείο, αλλά Θεανθρώπινο Σώμα. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί αυτό το Σώμα προσδιορίζεται καθαρά στις Οικου­μενικές Συνόδους, από τους Πατέρες, οι οποίοι ήταν Θεό­πνευ­στοι, και καθόρισαν αυτόν τον τρόπο με όρους, που είναι τα όρια μεταξύ αληθείας και πλάνης, και με ιερούς Κανόνας. Έτσι, διασώζεται θαυμαστώς ο ιερός Θεσμός που συγκροτεί το Άγιον Πνεύμα -«όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας»- και το χάρισμα κάθε μέλους της Εκκλησίας.

Συμβαίνει στην Εκκλησία ο,τι και στο Νοσοκομείο-Θερα­πευτήριο για τις σωματικές ασθένειες, όπου υπάρχει και η θεσμι­κη οργάνωση, με την διοίκηση, αλλά και το ιατρικό και νοση­λευτικό προσωπικό, και γι’ αυτό δεν πρέπει να υπάρχη σύγκρουση μεταξύ αυτών, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας.

Όμως, συχνά παρατηρείται σε διάφορες κρίσεις, όπως και στην πρόσφατη υγειονομική κρίση, να γίνονται συγκρούσεις -μικρές ή μεγάλες- μεταξύ του θεσμού της Εκκλησίας και των χαρισμά­των των μελών της. Το γράφω αυτό πολύ συμβατικά, γιατί και ο ιερός θεσμός είναι χάρισμα. Εν πάση περιπτώσει πολλές φορές παρατηρείται δυσλειτουργία μεταξύ των μελών της Εκκλησίας, γιατί άλλες φορές η Ιερά Σύνοδος μπορεί προς στιγμή να ενεργή κατά παρέκκλιση από τις αρμο­διότητές της, και άλλοτε οι πιστοί να υπερβαίνουν τα όριά τους και να παρερμηνεύουν τις αποφάσεις της. Συνήθως τέτοιες παρεκκλίσεις θεραπεύονται με τον χρόνο από το Άγιον Πνεύμα, που δρα και ενεργεί στην Εκκλησία.

Πάντως, αυτήν την περίοδο προσπαθούσαμε να μην υπάρξουν μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ Ιεράς Συνόδου και των μελών της. Με τις Συνοδικές αποφάσεις και τον δημόσιο λόγο επιδιωκόταν να υπάρχη, κατά το μάλλον ή ήττον, εξισορρό­πη­ση των πραγμάτων για το καλό του ανθρώπου, ο οποίος δεν πάσχει μόνον από σωματικές ασθένειες, αλλά και από ψυχολο­γικές, νευρολογικές και πνευματικές ασθένειες.

Η τέταρτη σύγκρουση που θα μπορούσε να δημιουργηθή ήταν μεταξύ Εκκλησίας και Μέσων Γενικής Ενημέρωσης. Η Εκκλησία έχει μια παράδοση που προέρχεται από το παρελθόν, από τον 19ο αιώνα προ Χριστού με την αποκάλυψη του Θεού στον Πατριάρχη Αβραάμ μέχρι τον 21ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή παράδοση σαράντα περίπου αιώνων. Τα Μέσα Γενικής Ενημέ­ρωσης λει­τουργούν με έναν σύγχρονο τρόπο, που καθορίζει ο Κυβερνο­χώρος, και αναφέρεται στην ενημέρωση του συγχρόνου αν­θρω­που και επηρεάζεται από την νοοτροπία του. Οι άνθρωποι που εργάζονται στα Μέσα Γενικής Ενημέρωσης έχουν υπ’ όψη τους τον νεωτερικό και μετανεωτερικό άνθρωπο που διακρίνεται από την κυ­ριαρ­χία της λογικής, των αισθήσεων ή την αμφισβήτησή τους, και την πολυπλοκότητα των σχέσεων, απηλλαγμένων από αναστολές, ηθικά συστήματα κ.α.

Όταν, λοιπόν, ο λόγος της Εκκλησίας πρέπει να περάση στα Μέσα Γενικής Ενημέρωσης πρέπει να γίνεται με έναν ιδιαί­τερο και προσεκτικό τρόπο. Οι δημοσιογράφοι, που εκφράζουν, συνήθως, τις κυρίαρχες τάσεις που υπάρχουν στην κοινωνία και αποβλέπουν στην ενημέρωση του μετανεωτερικού ανθρώπου, κάνουν το έργο τους με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα της επιστήμης της επικοινωνίας.

Αυτό σημαίνει ότι ο Εκπρόσωπος Τύπου της Εκκλησίας πρέπει να γνωρίζη καλά τον ρόλο του, τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, την όλη θεολογική παράδοση της Εκκλησίας, αλλά και τον σύγχρονο επικοινωνιακό λόγο, μέσα από τον οποίο θα περάση αυτό το μήνυμα, ώστε κατά το δυνατόν, να μη προκαλέση με τρόπο αρνητικό ούτε τους αθέους, ούτε τους αδιαφόρους, ούτε τους θερμόαιμους Χριστιανούς.

Είναι, όντως, δύσκολο αυτό το έργο, γιατί άλλη είναι η γλώσσα με την οποία πρέπει ο Κληρικός να ομιλή στο εκκλησίασμα, με το κήρυγμα, και άλλη είναι η γλώσσα με την οποία πρέπει να ομιλή στον δημόσιο λόγο μέσα από τα ποικίλα Μέσα Γενικής Ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, ιστοσελίδες) και στους ποικίλους εκπροσώπους των Μέσων αυτών.

Το συμπέρασμα είναι ότι κατά τον καιρό της πανδημίας, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη περίοδό της που κλήθηκα να διακονήσω την Εκκλησία στον καίριας σημασίας ρόλο του Εκπροσώπου Τύπου της Ιεράς Συνόδου και του Αρχιεπισκόπου, είχα βαθύτατη επίγνωση όλων αυτών των κινδύνων που προανέφερα, εννοώ των ενδεχομένων συγκρούσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, μεταξύ θεολο­γίας και επιστήμης, μετα­ξυ Ιεράς Συνόδου και μελών της Εκκλησίας, μεταξύ Εκκλη­σίας και Μέσων Γενικής Ενημέρωσης, και προσπαθούσα με όσες δυνάμεις έχω να τις αποτρέψω.

Βε­βαίως, ήταν επαχθές το έργο αυτό, επικίνδυνο, σχεδόν «αυτο­κα­ταστροφικό», όπως το χαρακτή­ρισε ένας δημοσιογράφος. Δέχθη­κα επαίνους και ψόγους από όλες τις πλευρές, αλλά το έκανα με υπακοή στην Εκκλησία, χωρίς ατομική ιδιοτέλεια και με την βεβαιότητα ότι θα το κρίνη η ιστορία και οπωσδήποτε ο Θεός, ο Οποίος βλέπει το βάθος της καρδίας μας. Και τελικά χαίρομαι επειδή θα με κρίνη ο Θεός που βλέπει «τον έσω αν­θρωπο» και όχι οι άνθρωποι, οι οποίοι βλέπουν εξωτερικά και, συνήθως, είναι πολύ σκληροί.–