Ο κορυφαίος υμνογράφος της Εκκλησίας και συγγραφέας του Ακάθιστου Ύμνου

Ο Άγιος Ιωσήφ γεννήθηκε το 816 στη Βυζαντινή Σικελία και είχε πνευματικό οδηγό τον Άγ. Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη.

Του αποδίδονται περί τους 300 Κανόνες, και πολλά στιχηρά ιδιόμελα και Κοντάκια.

Από το ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Στις 3 Απριλίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Ιωσήφ του Υμνογράφου. Στα Μηναία το όνομά του απαντάται συχνά, ως ποιητή Κανόνων πολλών εορτών. Ανάμεσά τους κορυφαίο έργο είναι ο Κανόνας του Ακαθίστου Ύμνου.

Ο Άγιος Ιωσήφ γεννήθηκε μάλλον το 816 μ. Χ. στην Βυζαντινή τότε Σικελία, στην πόλη Πάνορμο (σημερινό Παλέρμο). Ο πατέρας του ονομαζόταν Πλωτίνος και η μητέρα του Αγάθη. Ήταν ευσεβείς Ορθόδοξοι και μετέδωσαν την πίστη και την ευσέβειά τους και στον γιο τους, ο οποίος είχε από παιδικής ηλικίας επιδοθεί με ζήλο στη μελέτη των Θείων Γραφών.

Η περίοδος εκείνη ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τη χριστιανική μας αυτοκρατορία, που δεχόταν μια συνεχή πολεμική πίεση από τους Άραβες, ενώ ταυτοχρόνως στο εσωτερικό σπαρασσόταν από την αίρεση της εικονομαχίας. Την περίοδο μεταξύ των ετών 840 και 860 μετά από συνεχείς σκληρές μάχες και παρά την αρχική επιτυχή αντιμετώπιση των εισβολέων, εν τέλει οι Άραβες κατόρθωσαν να κατακτήσουν το δυτικό τμήμα της Σικελίας και να υποτάξουν σημαντικές πόλεις του νησιού.

Όταν το 831 μ. Χ. οι Άραβες πολιόρκησαν (και εν τέλει κατέλαβαν) το Πάνορμο, η οικογένεια του Αγίου Ιωσήφ εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στην Πελοπόννησο αρχικά και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, όπως αναφέρεται από τον Π. Χαρβάνη που στα εισαγωγικά του σχόλια στην Ελληνική Πατρολογία του Migne, επισκέφτηκε την σχολή της Μονής Λατόμου, στην οποία διδάχθηκε ρητορική και φιλοσοφία, ολοκλήρωσε τις γνώσεις του στην αρχαία ελληνική και έμαθε την τέχνη της αντιγραφής χειρογράφων, την οποία και ασκούσε ο ίδιος, αλλά και την δίδασκε. Και όπως αναφέρει το συναξάρι, σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα του Αγίου, «Ἐκ τούτων γέγονε πρᾶος, σεμνός, μέτριος, ἁπλοῦς, ἀκέραιος, καὶ τὰ τούτοις ἑπόμενα».

Έχοντας παιδιόθεν έφεση στον μοναχισμό, εκάρη μοναχός στην Μονή Λατόμου και το 840 χειροτονήθηκε εις πρεσβύτερον. Κατά την περίοδο της διαμονής του στην Θεσσαλονίκη γνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη, ο οποίος υπήρξε ο πνευματικός του οδηγός. Ακολούθησε τον δάσκαλό του στην Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκαν στη Μονή του Αγίου Αντίπα. Όμως τα χρόνια εκείνα κορυφώθηκε η τελευταία περίοδος της εικονομαχικής αιρέσεως. Τότε, με προτροπή και του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου, και κατόπιν επιθυμίας των Ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως, αναχώρησε για τη Ρώμη, προκειμένου να ενημερώσει τον πάπα Γρηγόριο Δ΄ για την άθλια κατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων στην Ανατολή. Κατά την διάρκεια όμως του ταξιδιού το πλοίο αιχμαλωτίστηκε από Άραβες πειρατές και οδηγήθηκε στην Κρήτη.

Ο Άγιος Ιωσήφ δεν έχασε ούτε τότε την πίστη και το θάρρος του και στήριζε τους συγκρατουμένους του, ώσπου με θαυματουργική επέμβαση του Αγίου Νικολάου διασώθηκαν. Αναφέρει χαρακτηριστικά το συναξάρι: «Ἐν μιᾷ δὲ τῶν νυκτῶν ἐπιστὰς αὐτῷ τις ἱεροπρεπὴς τὴν ἰδέαν, Ἐκ Μύρων ἐνταῦθα πάρειμι, ἔφη· καὶ βιβλίον κρατῶν, διεκελεύετο λαβεῖν. Ὁ δὲ λαβών, ἀνεγίνωσκε καὶ ἔψαλλε· Τάχυνον, ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος. Καὶ τὸ ἀδόμενον, ἔργον πρωΐας ἐγένετο. Τότε γὰρ τοῦ τῆς αἱρέσεως προμάχου Θεοφίλου ἐξ ἡμῶν γενομένου, ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία τῶν σεπτῶν εἰκονισμάτων ἀπείληφε τὴν εὐπρέπειαν· καὶ ὁ τίμιος Ἰωσήφ, ἐλευθερωθεὶς τῆς εἱρκτῆς πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν διεσῴζετο».

Έτσι, το 842 τον ξαναβρίσκουμε στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Η Ορθοδοξία είχε πλέον θριαμβεύσει. Όμως το 858 ο Άγιος θα εξοριστεί στην Χερσώνα γιατί ήλεγχε τον έκλυτο βίο του Καίσαρα Βάρδα. Όταν ανήλθε στον θρόνο ο Βασίλειος Α ο Μακεδών, ο Άγιος Ιωσήφ ανακλήθηκε από την εξορία και διορίστηκε από τον Πατριάρχη Άγιο Ιγνάτιο Σκευοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας. Όταν ο Άγιος Ιγνάτιος εκοιμήθη και επανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο ο Μέγας Φώτιος, ο τελευταίος εκτιμώντας το ήθος και τις αρετές του Αγίου Ιωσήφ, τον διατήρησε στο αξίωμά του. Παραιτήθηκε από αυτό λίγες μέρες πριν την οσιακή του κοίμηση, στις 3 Απριλίου του 866 μ. Χ.

Όπως αναφέρει ο Π. Χαρβάνης στην εισαγωγική του σημείωση στον 105 τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας, ο Άγιος Ιωσήφ υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους υμνογράφους της Εκκλησίας. Του αποδίδονται περί τους 300 Κανόνες, καθώς και πολλά στιχηρά ιδιόμελα και Κοντάκια. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται εν χρήσει στα λειτουργικά βιβλία των Μηναίων, της Παρακλητικής, του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου.

Το χάρισμα που έλαβε από τον Απόστολο Βαρθολομαίο και η σύνθεση του ατελεύτητου εγκώμιου στη Μητέρα του Θεού και των Χριστιανών, τη χαρμονή και σκέπη του γένους

Δικά του έργα είναι και δύο εγκωμιαστικοί λόγοι στον Άγιο Απόστολο Βαρθολομαίο, του οποίου απότμημα του Ιερού Λειψάνου είχε λάβει ως δώρο από κάποιον μοναχό, όταν επέστρεφε από την αιχμαλωσία στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, το συναξάρι του αναφέρει ότι από τον Άγιο Απόστολο Βαρθολομαίο έλαβε το Χάρισμα της Υμνογραφίας:

« Ὁρᾷ γὰρ ἄνδρα τινὰ φοβερόν, ἐν Ἀποστολικῷ τῷ σχήματι, ἀπὸ τῆς ἱερᾶς τραπέζης Εὐαγγέλιον ἀράμενον, καὶ τοῖς αὐτοῦ στέρνοις ἐπιθέντα καὶ εὐλογίας αὐτὸν ἀξιώσαντα. Τοῦτο δὲ ἦν ἀπαρχὴ τοῦ θείου χαρίσματος· οὕτω γὰρ ἀπόνως μετ᾿ εὐκολίας τὰς ἱερὰς μελῳδίας τοῖς αἰτουμένοις παρεῖχεν, ὡς εἶναι νομίζειν τινὰς μὴ ἐξ ἑαυτοῦ ταύτας γεννᾶν, ἀλλ᾿ ἐκμανθάνειν ἀλλαχοῦ πρότερον καὶ ἀποστοματίζειν, καὶ οὕτω τοῖς αἰτουμένοις παρέχειν· τὸ δὲ μὴ τοιαύτην ἔχειν τὴν ὑπόθεσιν, ἀλλ᾿ ἐκ θείου χαρίσματος, καθὰ προέφημεν, ταῦτα προφέρειν πεπίστευται».

Ας δούμε χαρακτηριστικά κάποια από τα έργα του, από τους Κανόνες που συνέθεσε σε Θεομητορικές εορτές.
Έχουμε λοιπόν από τον Άγιο Ιωσήφ τον Υμνογράφο:

Τον Κανόνα των Προεορτίων της Γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου («Γηθόμενοι σήμερον μετ’ εὐφροσύνης…», στις 7 Σεπτεμβρίου).

Τον Κανόνα των Προερτίων των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου, στις 20 Νοεμβρίου («Ἁγίων εἰς Ἅγια ἡ Παναγία καὶ ἄμωμος…»).

Τον Κανόνα στην Κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου, την 2α Ιουλίου («Ἐσθῆτά Σοι σεπτήν, Παναγία Παρθένε…»).

Τον Κανόνα των Προεορτίων της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, στις 14 Αυγούστου («Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, τῷ ἐν χώρᾳ ζώντων μεταστήσαντι…»)

Τον Κανόνα στην Τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου, 31 Αυγούστου («Ἰσχύν με θείαν εὐσεβῶς περίζωσον…»)

Οι αναφορές είναι εντελώς ενδεικτικές, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς, αφού πρόκειται για περίπου 300 Κανόνες μόνο (χωρίς να συνυπολογίζονται τα Κοντάκια και τα άλλα υμνογραφικά έργα).

Ωστόσο το κορυφαίο έργο του Αγίου Ιωσήφ, είναι ο Κανόνας του Ακαθίστου Ύμνου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι από τα πλέον αγαπητά μελωδήματα στην ψυχή κάθε Έλληνα Ορθόδοξου και αναμφισβήτητα από τα λυρικότερα έργα της εκκλησιαστικής υμνολογίας.

Κατ’ αρχήν να πούμε ότι λέγοντας Κανών, στην ορολογία της υμνογραφίας, εννοούμε έναν εκκλησιαστικό ύμνο αποτελούμενο από εννέα ωδές, μολονότι συνήθως η δεύτερη απουσιάζει. Τα αρχιγράμματα της πρώτης στροφής κάθε ωδής (εξαιρουμένων των ειρμών) καλούνται Ακροστιχίδα και σε πολλές ακροστιχίδες αποκαλύπτεται το όνομα του ποιητή του Κανόνα.

Η κάθε ωδή περιλαμβάνει έναν αριθμό τροπαρίων, συνηθέστερα έξι, αλλά ο αριθμός κυμαίνεται από 3 έως έξι, με αποτέλεσμα να κυμαίνεται ανάλογα και το σύνολο των τροπαρίων ενός Κανόνα, από 27 ως 54.

Ο Κανόνας του Ακαθίστου Ύμνου αποτελείται από 8 ωδές (παραλείπεται η δεύτερη), εκ των οποίων άλλες περιλαμβάνουν 5 και άλλες 6 τροπάρια. Ο συνολικός αριθμός των τροπαρίων είναι 45, εκ των οποίων όμως τα 8 είναι οι ειρμοί: δηλαδή τα πρώτα τροπάρια κάθε ωδής, σύμφωνα με τα οποία αρμόζονται και τα υπόλοιπα ως προς τις συλλαβές και τις γραμμές, ώστε να ψάλλονται κατά τον ίδιο τρόπο («Εἱρμός ἐστιν ὁ πρῶτος στίχος ἐν τῇ ὠδῇ πρὸς τὸν ὁποῖον συμμορφοῦνται οἱ ἑπόμενοι, ὅπως οὕτω ψάλλῃ τις αὐτοὺς ἁρμονικῶς»).

Για την ταυτότητα του ποιητή του ακαθίστου Ύμνου, υπάρχει πολυγνωμία απόψεων. Άλλοι τον αποδίδουν στον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, άλλοι στον πατριάρχη Σέργιο, άλλοι στον Γεώργιο Πισίδη.

Ωστόσο για τον ποιητή του Κανόνα του Ακαθίστου, δεν υπάρχει η παραμικρή αντιγνωμία, καθώς ο ίδιος μας αποκαλύπτει την ταυτότητά του στην ακροστιχίδα: «Χαρᾱς Δοχεῑον σοί πρέπει χαίρειν μόνῃ. Ἰωσήφ» (Σε Σένα μόνον ταιράζει το “χαίρε”, που είσαι το δοχείο της χαράς).

Οπωσδήποτε επιτρέπεται να σκεφτούμε ότι ο Άγιος Ιωσήφ είχε υπόψη του το ήδη υπάρχον στην εποχή του ανυπέρβλητο ποίημα του Ακαθίστου Ύμνου και με βάση αυτό συνέθεσε τον Κανόνα του, ο οποίος πλέον αποτελεί την ασματική Ακουλουθία του Ακαθίστου. Όπως το κοντάκιο, έτσι και ο Κανόνας είναι ένα ατελεύτητο εγκώμιο στη Μητέρα του Θεού και Μητέρα των Χριστιανών, τη χαρμονή και σκέπη όλου του ανθρώπινου γένους και ο Άγιος Ιωσήφ είναι γενναιόδωρος στα χαίρε που απευθύνει κι εκείνος στην Κυρία Θεοτόκο:

Αδάμ επανόρθωσις, χαίρε Παρθένε Θεόνυμφε,
του Άδου η νέκρωσις· χαίρε Πανάμωμε,
το παλάτιον του μόνου Βασιλέως·
χαίρε θρόνε πύρινε του Παντοκράτορος.

Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα·
το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα,
το οσφράδιον, του πάντων Βασιλέως·
χαίρε απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα.

Αυτά ως μία ένδειξη των «χαῖρε» που απευθύνει και ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος στην Κυρία Θεοτόκο, παραθέτοντας μόνο δύο από τα τροπάρια της πρώτης ωδής. Το ίδιο συμβαίνει και στα τροπάρια των ωδών που ακολουθούν.

ΑΡΜΟΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΜΕΛΩΔΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ

Περιγράφοντας την λογοτεχνική αξία του Κανόνα ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης, αναφέρει ότι ο ιερός υμνογράφος ποιητής συνδυάζοντας αρμονικά λόγο και μελωδία, δημιουργεί χαρά, θρησκευτική έξαρση και ιερό ενθουσιασμό. Και ότι ο πλούτος των προσδιορισμών που λαμβάνονται από τον φυσικό και τον νοητό κόσμο και αποδίδονται ευθέως ή συμβολικά στην Παναγία (Θεόνυμφος, Πανάμωμος, γῆς τὸ θεμέλιον, πύλη, εἴσοδος, τῶν ἀγγέλων χαρμονή, τράπεζα, πηγὴ ἀκένωτος, ἁγνείας θησαύρισμα, περιστερά), έστω και σταχυολογώντας τους από την προηγούμενη πατερική ή υμνογραφική λογοτεχνία, φανερώνει την ανεξάντλητη εκφραστική δύναμη του ποιητή.