Ο κορυφαίος σύγχρονος Υμνογράφος της Εκκλησίας, μοναχός Γεράσιμος

Ο Μικραγιαννανίτης γέροντας γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στη Δρόβιανη της επαρχίας Δελβίνου
της Βορείου Ηπείρου και εκοιμήθη σε ηλικία 86 ετών, στις 7/12/1991

«Ἀπὸ τὸ Καρούλι, ἀνηφορίζων πρὸς δυσμάς, προχωρεῖς εἰς τὰ ἀνώμαλα ὑψώματα, κατὰ μῆκος τῆς μεσημβρινῆς παραλίας τῆς Ἁγιορειτικῆς Χερσονήσου καί, μετὰ ἡμίσειαν περίπου ὥραν, φθάνεις εἰς τὸ κελλίον τοῦ Μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ἤγουν τοῦ ἀνήκοντος εἰς τὴν Σκήτην τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Οὗτος ὁ εὐλογημένος μοναχὸς Γεράσιμος κατάγεται ἀπὸ τὴν Βόρειον Ἤπειρον καὶ ἀσκητεύει ἐπὶ 30 ἔτη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, κέκτηται δὲ παρὰ Θεοῦ τὸ χάρισμα τοῦ ὑμνογράφου…».

Οι παραπάνω γραμμές περιέχονται σε κάποιον προσκυνηματικό οδηγό του Αγίου Όρους, το 1950. Την εποχή εκείνη, όπως αναφέρεται, ο π. Γεράσιμος, ο κορυφαίος σύγχρονος Υμνογράφος της Εκκλησίας, μόναζε ήδη 30 χρόνια στο Άγιο Όρος.

Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος –Αθανάσιος και γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1905 στη Δρόβιανη της επαρχίας Δελβίνου της Βορείου Ηπείρου. Στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του έμαθε τα πρώτα του γράμματα, όμως η αποφοίτησή του έγινε αρκετά χρόνια αργότερα, λόγω των Βαλκανικών πολέμων.

Έτσι, σε ηλικία 14 ήδη ετών, αποφοίτησε και έφυγε από την Δρόβιανη, αφήνοντας εκεί την μητέρα και τον νεότερο αδελφό του, για να μεταβεί στον Πειραιά και να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του, που ήταν ήδη εγκαταστημένος εκεί.

Πατέρας και γιος λίγο αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Ο Αναστάσιος είχε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα και συνέχισε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, ενώ είχε στραφεί με ιδιαίτερο ζήλο στη μελέτη των Συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Αναφέρεται ότι επισκεπτόταν συχνά τον ναό του Αγίου Γεωργίου στην Ριζάρειο, όπου και γνώρισε τον Άγιο Νεκτάριο, ο οποίος, μολονότι είχε πλέον εγκατασταθεί στην Αίγινα, λειτουργούσε κάποιες φορές εκεί.

Διηγείται ο Γέροντας: « Ἐκεῖ κατ᾿ ἐπανάληψη λειτούργησε καὶ ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος, τὸν ὁποῖο εἶδα. Ἤρχετο ἀπὸ τὴν Αἴγινα καμμιὰ φορά. Ἕνας πολὺ σεβάσμιος, πολὺ … Ποῦ νὰ ξέρω ἐγὼ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἅγιος! Ἦταν ὅπως στὸ ὕψος μου· ταπεινός, γεμάτος χάρη· ὅταν ὁμιλοῦσε ὀλίγα “ἅλατι ἠρτυμένα”».

Από πολύ νεαρή ηλικία επεθύμησε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο, σκεπτόμενος μάλιστα να αναχωρήσει το συντομότερο δυνατόν, πριν δεσμευθεί από υποχρεώσεις και μέριμνες του αιώνος τούτου.

Έτσι, το 1923 έρχεται στο Άγιο Όρος και εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης ως δόκιμος μοναχός, συγκεκριμένα στο Κελί του Τιμίου Προδρόμου. Γέροντάς του ήταν ο Ιερομόναχος Μελέτιος, Μικρασιατικής καταγωγής.

Ο νεαρός δόκιμος επιδόθηκε με ζήλο στην άσκηση και την προσευχή. Από μικρός είχε την τάση της ενασχολήσεως με την εκκλησιαστική ποίηση, η οποία επρόκειτο να ενεργοποιηθεί στο ησυχαστικό περιβάλλον της Μικράς Αγίας Άννης.

Η κουρά

Στις 20 Οκτωβρίου του 1924, στην εορτή του Αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία, κατά τη διάρκεια αγρυπνίας στη μνήμη του, ο νεαρός δόκιμος κείρεται μοναχός λαμβάνοντας το όνομα του εορταζομένου Αγίου.

Το εργόχειρο του μοναχού Γερασίμου και του Γέροντά του ήταν η κατασκευή ξυλόγλυπτων σφραγίδων για τα πρόσφορα. Ο Γεράσιμος έμαθε πολύ καλά την τέχνη αυτή, παράλληλα όμως έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον για τα γράμματα, ενώ ανταποκρινόταν πλήρως στα μοναχικά του καθήκοντα, την προσευχή, τη νηστεία, τις ακολουθίες.

Κάποτε ο Γέροντάς του υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, αφήνοντας τον π. Γεράσιμο μόνο του. Ο Μοναχός Γεράσιμος επί δύο χρόνια παλεύει μόνος του κατά των πνευμάτων της πονηρίας, γευόμενος την «θεοεγκατάλειψη».

Και τότε ήλθε η θεία παρηγορία. Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, διηγείται χαρακτηριστικά: «Επί δύο χρόνια αισθανότανε ότι εγκαταλείφθη υπό πάντων μέσα “εις ασέληνον και ζοφώδη νύκτα”. Οπότε τον επεσκέφθη ο Κύριος: “Τι έχεις τέκνον μου; Δεν σε εγκατέλειψα. Είμαι πλησίον σου. Σε εδοκίμασα και ήδη παρήλθον όλα”. Και είδε τον Χριστόν, “είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος, λάμποντα υπέρ τον ήλιον”. Αργότερα, προς το γήρας του, θα ειπεί ότι: “ο Χριστός λάμπει υπέρ χιλίους ηλίους”».

Κτήτορας

Δύο χρόνια αργότερα, συνδέθηκε με τον Γέροντα της γειτονικής Καλύβης της Κοιμήσεως της Θοτόκου Γέροντα Αβιμέλεχ, εξέχουσα μορφή του αγιορειτικού μοναχισμού της εποχής εκείνης. Το 1966 ο π. Γεράσιμος ενώθηκε σε συνοδεία με τον ιερομόναχο Διονύσιο, υποτακτικό του Αβιμέλεχ.

Ο π. Γεράσιμος εξάλλου έγινε κτήτορας του ναού των Αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους, κτίζοντας ένα μικρό ναΰδριο αρχικά στο σπήλαιο που ασκήτευσαν οι δύο Οσιοι και ολοκληρώνοντάς το λίγα χρόνια αργότερα με τη λιτή.

Οι αγιοπνευματικές συμβουλές και τα ιδιαίτερα χαρίσματά του

Ένα ξεχωριστό χάρισμα του Γέροντα, ήταν εκείνο της φιλοξενίας. Πολλοί λαϊκοί, μοναχοί και κληρικοί τον επισκέπτονταν, για να ακούσουν τις σοφές αγιοπνευματικές του συμβουλές και να ωφεληθούν πνευματικά, διδασκόμενοι και από τον ενάρετο βίο του. Ο λόγος του ήταν πάντοτε προσεγμένος. Οι απαντήσεις του λιτές, με σύνεση, δίχως περιττά και άσκοπα λόγια, θεωρώντας τη σιωπή ως μητέρα σοφωτάτων εννοιών.

Ιδού κάποιες από τις σοφές του συμβουλές, όπως έχουν καταγραφεί στα βιβλία του Τάσου Μιχαλά «Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης. Ο Άνθρωπος, ο Μοναχός, ο Υμνογράφος», και του Αγιορείτου Μοναχού Μωϋσέως «Μεγάλο Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών εικοστού αιώνα»:

«Να προσεύχεστε καθημερινά και να βάζετε σαν πρότυπο στη ζωή σας ανθρώπους με αρετή και όχι ανθρώπους υψηλής κοσμικής στάθμης. Να μην αρνείσαι την πραγματικότητα που σε περιβάλλει, έστω και αν δεν την κατανοείς.

Να είσθε προσεκτικοί εις τους λόγους σας, συνετοί εις τας αποκρίσεις σας, να αποφεύγετε τας ακαίρους συζητήσεις και φλυαρίας και να επιδιώκετε πάντοτε την σιωπήν, ως μητέρα σοφωτάτων εννοιών κατά τον ειπόντα θείον Πατέρα. Υπάρχουν μερικοί υπέρμετρα ενθουσιώδεις ή φανατικοί… που νομίζουν ότι τους έχει εξουσιοδοτήσει ο Θεός να ελέγχουν με τόλμη αγίων προφητών τους ανθρώπους και να αλλάξουν τον κόσμο.

Στο όνομα της Αληθείας, της Πίστεως, της Ορθοδοξίας συμπορεύονται συχνά με το παράλογο, όχι με την λογική και το θέλημα του Θεού. Όποιος έχει αίσθηση της αμαρτωλότητός του, ζει σε συνεχή σιωπή, δεν έχει θάρρος να ομιλεί και πολύ περισσότερο να ασκεί κριτική στους άλλους.

Ο χριστιανός είναι προτιμότερο να προσπαθεί να γεφυρώνει το χάσμα που χωρίζει τον ίδιο από τον Κύριο, από το θέλημα του Θεού, αντί να αυτοανακηρύσσεται σε κριτή άλλων ανθρώπων και να ελέγχει με ύφος αγίου την συμπεριφορά τους».

Ο Γέροντας Γεράσιμος ήταν ένας τέλειος μοναχός, όμως έμεινε περισσότερο γνωστός για το Υμνογραφικό του έργο. Όπως σωστά παρατηρεί ο Μητροπολίτης Κίτρους κ. Γεώργιος, δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως ήταν υμνογράφος, επειδή ήταν μοναχός. Στο πρόσωπό του η Υμνογραφία δεν ήταν κάτι εξωτερικό ή επίκτητο, αλλά προέκταση του ζωντανού βιώματος ενός δοκιμασμένου και παραδοσιακού Αγιορείτη μοναχού, όπως ακριβώς ήταν ο ίδιος.

Πλούσιο έργο

Η Εκκλησία αποδέχθηκε από πολύ νωρίς και ενέταξε στις ακολουθίες της το έργο του νέου Υμνογράφου της, εντάσσοντάς το στη λειτουργική χρήση παράλληλα με εκείνα των προγενεστέρων. Το έργο του περιλαμβάνει περισσότερες από δύο χιλιάδες ακολουθίες. Ο ίδιος θεωρούσε την Υμνογραφία προέκταση της προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους Αγίους.

Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του: «Έχω τον Άγιο μπροστά. Γι’ αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού. Είναι μία θαυμασία προσευχή. Είναι μία μεταρσίωσις του νοός. Είναι μία μυστική θεωρία. Είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται. Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάσει για να την αισθανθεί».

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 25 Αυγούστου του 1955 του απένειμε τον τίτλο του Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Ο Γέροντας δεν αντιμετώπισε ποτέ ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Εγραφε μέχρι την παραμονή της κοιμήσεώς του, μάλιστα στις 30 Νοεμβρίου 1991 έγραψε επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Το μεσημέρι της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου αναγκάστηκε να μείνει κλινήρης, λόγω αναπνευστικής δυσκολίας. Ξημερώνοντας η 7η Δεκεμβρίου, ο μεγάλος Υμνογράφος, ο υποδειγματικός μοναχός, αναχώρησε για τα ουράνια σκηνώματα, σε ηλικία 86 ετών.

Καλλιέργησε φιλόπονα το τάλαντο που του δόθηκε

Θα κλείσουμε το ευλαβικό αυτό αφιέρωμα με τα λόγια του Μητροπολίτου Κίτρους κ. Γεωργίου: «Ο Γέροντας δεν ήταν «φρέαρ συντετριμμένον», αλλά «πηγὴ ὕδατος ζῶντος, ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον».

Το καθαρό του στόμα ήταν η διέξοδεο πολλών υδάτων της υμνογραφικής παραδόσεως στην οποία ήταν ταπεινά ενταγμένος και την οποία με καθαρή καρδιά και συντετριμμένη ψυχή βίωνε σε όλη την ασκητική του ζωή.

Καλλιέργησε φιλόπονα το τάλαντο που του δόθηκε από τον Θεό και το χρησιμοποίησε ψάλλοντας προς δόξαν Θεού και τιμήν της Θεοτόκου και των Αγίων, αλλά και για την οικοδομή και στήριξη της Εκκλησίας του Χριστού. Πράος, ειρηνικός και ήσυχος, δεν έχασε, μέχρι και τα βαθιά του γεράματα τη γλυκύτητα του προσώπου του, παρά την αγριότητα και σκληρότητα του τόπου που κατοικούσε.

Αναδείχθηκε, κατά γενική μαρτυρία, «τῶν ἀρετῶν θησαυρός, τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ μοναστῶν θεῖον καύχημα, ὁ πράξει καὶ θεωρίᾳ καταλαμπρύνας τὸν νοῦν καὶ πλησθεὶς τῶν θείων ἐπιλάμψεων … ὡς πραῢς καὶ ἀκέραιος».

Γιάννης Ζαννής

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”