Ο Καππαδόκης Αγιορείτης που έμαθε γράμματα χάρη στην Παναγία

Ο Γέροντας Χατζηγιώργης έζησε τον 19ο αι. επισήμως δεν έχει ακόμα αγιοκαταταχθεί, αλλά υπήρξε οσιακή μορφή. Συμπονετικός και στοργικός με προσευχή που έκανε θαύματα.
Τη βιογραφία του έγραψε ο Αγιος Παΐσιος.

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Η Καππαδοκία της Ρωμιοσύνης στάθηκε Αγιοτόκος, από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, αφού πλήθος Μαρτύρων, Οσίων, Ιεραρχών γεννήθηκαν και έζησαν στα χώματά της. Και η ιερή αυτή παράδοση συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια, μέχρι τον ξεριζωμό των Ρωμιών από τα χώματα της Μικράς Ασίας και άχρι καιρού.

Στον 20ο αιώνα, γνωστότεροι από τους Καππαδόκες Αγίους είναι ασφαλώς ο Άγιος Αρσένιος και ο κατά πνεύμα διάδοχός του Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης. Αλλά δεν ήταν οι μόνοι. Ο Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας, η μοναχή Ευλαμπία Ρωμανίδου (μητέρα του π. Ιωάννη Ρωμανίδη) αλλά και πλήθος λαϊκών οσίων, άγνωστων σε μας αλλά γνωστών στον Θεό, φώτισαν σαν αστέρες τον πνευματικό ουρανό της Καππαδοκίας και της Ελλάδας.

Ένας όσιος Γέροντας, που έζησε τον 19ο αιώνα και επισήμως δεν έχει ακόμα αγιοκαταταχθεί, αλλά υπήρξε άνδρας εγνωσμένης Αγιότητας, είναι ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης. Μας τον έκανε γνωστό κι αυτόν ο Άγιος Παΐσιος, όπως και τον Άγιο Αρσένιο.

Όπως πληροφορούμεθα από τον βιογράφο του Άγιο Παΐσιο (στο βιβλίο του «Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης»), αλλά και σε σχετικό άρθρο του θεολόγου Αλεξάνδρου Χριστοδούλου στην ιστοσελίδα «Πεμπτουσία», ο κατά κόσμον Γαβριήλ ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ιορδάνη και της Μαρίας και γεννήθηκε στην Κερμίρα της Καππαδοκίας, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας του. Η μητέρα του καταγόταν από το Γκέβλερι (Καρβάλη) της Καππαδοκίας, την πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Όταν γεννήθηκε και ο μικρότερος αδελφός του Γαβριήλ, ο Αναστάσιος, οι δυό γονείς έζησαν εν παρθενία και η Μαρία επισκεπτόταν με τους δυο γιους της την μοναχή αδελφή της, με αποτέλεσμα τα δυο παιδιά, ακούγοντας τις διηγήσεις της, να έρθουν από νωρίς σε επαφή με τον κόσμο των ασκητών και την μοναχική παράδοση της Εκκλησίας.

Όταν έφτασε η εποχή που έπρεπε να πάει στο σχολείο, ο Γαβριήλ, μολονότι ήταν ένα έξυπνο παιδί, δεν μπορούσε να μάθει γράμματα. Επί τέσσερα χρόνια δεν κατόρθωσε ούτε να συλλαβίζει τις λέξεις ενός βιβλίου. Καθώς δεχόταν τις επιπλήξεις του δασκάλου και των γονιών του, ο μικρός κατέφευγε στα όρη και στις σπηλιές, νηστεύοντας και ικετεύοντας τον Θεό και του Αγίους να του χαρίσουν την ικανότητα της ανάγνωσης.

Η μητέρα του τον παρότρυνε να καταφύγει στην Παναγία κι εκείνος μετά από τριήμερη νηστεία και πολλές γονυκλισίες, πήγε ένα βράδυ στον ναό Της για να προσευχηθεί. Ήταν νύχτα και οι πόρτες της εκκλησιάς ήταν κλειστές, όμως η Παναγία, ανταποκρινόμενη στις παρακλήσεις του παιδιού, του εμφανίστηκε και οι πόρτες άνοιξαν. Κι Εκείνη τον πήρε από το χέρι, τον έφερε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και ζήτησε από τον Υιό Της να του χαρίσει την ικανότητα να μάθει γράμματα. Μετά, η Θεοτόκος τον ευλόγησε, τον ασπάστηκε και του είπε: «Τώρα έμαθες γράμματα». Και μπήκε στην βόρεια πύλη του Ιερού.

Όταν έφτασε το πρωί ο νεωκόρος και είδε το παιδί μέσα στον ναό, απορημένος τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί και ο Γαβριήλ του διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Ο νεωκόρος του έδωσε τότε ένα βιβλίο και του ζήτησε να διαβάσει. Και ο Γαβριήλ διάβασε με μεγάλη ευχέρεια το κείμενο. Τότε ο νεωκόρος πείστηκε ότι όντως ήταν η Παναγία η γυναίκα που εμφανίστηκε στο παιδί.

Όταν ο Γαβριήλ είχε φτάσει πλέον στην ηλικία των 14 ετών, μια δυσάρεστη είδηση έφτασε στην οικογένειά του: ο θείος του, που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, στο παλάτι του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, πιεζόμενος από κάποιες περιστάσεις εξισλαμίστηκε. Η οικογένεια του Γαβριήλ επισκέφτηκε τον εξωμότη συγγενή και προσπάθησαν να τον οδηγήσουν σε μετάνοια. Επέστρεψαν κατόπιν στην Κερμίρα, εκτός από τον Γαβριήλ που έμεινε με τον θείο του και προσευχόταν θερμά, με νηστείες και γονυκλισίες, για να τον φωτίσει ο Θεός να επιστρέψει στην αληθινή πίστη. Και οι προσευχές του νεαρού Γαβριήλ εισακούστηκαν. Μετά από τέσσερα χρόνια, και ο θείος του καθώς και κάποιοι ακόμα εξισλαμισμένοι Ρωμιοί, επανήλθαν στην πίστη του Χριστού, ζώντας ως Κρυπτοχριστιανοί, αλλά εν μετανοία. Ο θείος του έφυγε για τη Σμύρνη κι εκεί διακονούσε ως νεωκόρος σε κάποια εκκλησία.

Το άρωμα αγιότητας του νεαρού Γαβριήλ που εντυπωσίασε τον Σουλτάνο, η προρτοπή της Θεοτόκου να πάει στον Άθωνα και η δύναμη που είχε το πετραχήλι του στους πονεμένους

Όμως στο διάστημα εκείνων των τεσσάρων χρόνων της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε κάποιος που παρακολουθούσε τους ασκητικούς αγώνες του νεαρού Γαβριήλ και κίνησαν τον θαυμασμό του. Και αυτός ήταν ο ίδιος ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄. Όπως γράφει ο Άγιος Παΐσιος, ο Σουλτάνος έβλεπε ένα νέο παιδί να νηστεύει μέχρις εξαντλήσεως, να κάνει γονυκλισίες, να προσεύχεται αδιάλειπτα όλη τη νύχτα! Και ρωτούσε απορημένος τους αυλικούς του: «Ποιος έμαθε σ’ αυτόν τον νεαρό να νηστεύει και να προσεύχεται έτσι;» . Και το άρωμα της αγιότητας επηρέασε τον Σουλτάνο υπέρ των Χριστιανών. Εξέδωσε κάπου δυο χιλιάδες φιρμάνια για ανέγερση ερειπωμένων εκκλησιών, δώρησε δυο εικόνες του Τιμίου Προδρόμου (τον οποίον και ο ίδιος ευλαβείτο) και του πατέρα του Ζαχαρία, παρέγραψε ένα χρέος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και γενικά έδειξε μεγάλη εύνοια στους Χριστιανούς, σε βαθμό που κάποτε διαδόθηκε η φήμη ότι είχε ασπαστεί κρυφά τον Χριστιανισμό.

Ο Γαβριήλ όμως δεν αναπαυόταν στη ζωή του παλατιού και δεόταν στην Θεοτόκο να του δείξει οδό σωτηρίας. Εκείνη και πάλι του εμφανίστηκε και τον ρώτησε ποιο ήταν το αίτημά του. «Να σωθώ», Της είπε ο Γαβριήλ. «Πήγαινε», του είπε η Θεοτόκος, «στην αποβάθρα στη εξωτερική πύλη του Φαναρίου. Θα δεις εκεί έναν μοναχό. Πήγαινε μαζί του στο Άγιο Όρος».

Ο μοναχός εκείνος ήταν ο τότε ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου, ο οποίος αρχικά αρνήθηκε επίμονα να πάρει μαζί του έναν αγένειο νεαρό, κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων και δεν πείστηκε στα λόγια του ότι η Παναγία ήταν Εκείνη που τον προέτρεψε να πάει στο Περιβόλι Της.
Εν τέλει κατόρθωσε να πάει στη Μονή Γρηγορίου το 1828 και οι μοναχοί έπεισαν τον ηγούμενό τους να δεχτεί τον νεαρό, στον οποίον ανατέθηκε το διακόνημα του παραμάγειρα.

Αρχάριος ακόμη, την ημέρα της γιορτής της Μονής (του Αγίου Νικολάου) η τρικυμία δεν επέτρεψε στους πατέρες να ψαρέψουν για να παραθέσουν το γεύμα για την πανήγυρη της Μονής στους επισκέπτες. Ο Γαβριήλ, με ακλόνητη πίστη, παρακάλεσε τον Άγιο Νικόλαο να λύσει το θέμα και ο Άγιος τον άκουσε: την παραμονή της γιορτής πετάχτηκαν πλήθος μεγάλων ψαριών στον αρσανά και οι αδελφοί με μεγάλη χαρά τα πήραν και ετοίμασαν το γεύμα. Ο Γαβριήλ, για να αποφύγει τη δόξα, έφυγε από τη Μονή και πήγε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων όπου ασκήτευε ο συμπατριώτης του παπα Νεόφυτος.

Αναφέραμε μόνον κάποια από τα θαυμαστά σημεία της ζωής του Χατζη-Γεώργη κατά την νεότητά του. Δεν θα μας έφτανε ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος να διηγηθούμε έστω και συνοπτικά τον κατά πλάτος βίο του, που ήταν ολόκληρος ένα θαύμα. Έτσι, θα αρκεστούμε να πούμε εν συντομία ότι στον Άγιο Γιώργη στα Καυσοκαλύβια εκάρη μοναχός με το όνομα Γεώργιος και μετά από το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους ονομάστηκε Χατζη – Γεώργης. Ο Γέροντάς του Νεόφυτος, μετά από όραμα στην Κερασιά, έβαλε στου μοναχούς του τυπικό αυστηρής νηστείας και αδιάλειπτης προσευχής. Η αδελφότητα εγκαταστάθηκε στο κελί των Αγίων Δημητρίου και Μηνά στην Κερασιά και ο παπα Νεόφυτος έφυγε για το Σιμωνοπετρίτικο κελί του Αγίου Νικολάου, αφήνοντας Ηγούμενο στην Κερασιά τον Χατζη-Γεώργη.

Η Συνοδεία κράτησε μέχρι κεραίας το τυπικό της αυστηρής νηστείας και της αδιάλειπτης προσευχής (με ειδική ευλογία της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας έτρωγαν μόνον άλαδη τροφή συνεχώς) ενώ η φήμη του Χατζη-Γεώργη απλώθηκε παντού και πλήθη πονεμένων ανθρώπων κατέφθαναν να λάβουν τις συμβουλές του, να ζητήσουν τις προσευχές του, να αποθέσουν τα βάρη τους κάτω από το πετραχήλι του. Η Συνοδεία όλο και αυξανόταν και μάλιστα από νέα παιδιά, που λόγω της ηλικίας τους δεν τα δέχονταν άλλες συνοδείες. Ο Χατζη-Γεώργης τα συμπονούσε και τα δεχόταν, φροντίζοντάς τα σαν στοργικός πατέρας. Κι εκείνα έφτασαν όχι απλώς να ακολουθούν το αυστηρό τυπικό, αλλά κάποτε υπερέβαιναν και τους μεγαλύτερους στους πνευματικούς αγώνες. Το όνομα του Χατζη Γεώργη έγινε σχεδόν συνώνυμο της νηστείας και οι Αγιορείτες έλεγαν για τους αυστηρούς νηστευτές «αυτός έγινε Χατζη Γεώργης».

Ο Θεός επέτρεψε, να γνωρίσει ο Γέροντας και μεγάλους πειρασμούς και εν τέλει να εξοριστεί από το Άγιο Όρος. Μετέβη στον Μαρμαρά, σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι των Αγίων Ερμολάου και Παντελεήμονος, όπου έγινε στήριγμα πνευματικό των Χριστιανών που υπέφεραν από το τυραννικό καθεστώς του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμήτ. Η εξορία και ο φθόνος δεν απομείωσαν στο παραμικρό το πνευματικό του ανάστημα, αφού, όπως παρατηρεί ο Άγιος Παΐσιος, «το αγκωνάρι, όπου και αν πεταχτεί, πάλι για αγκωνάρι θα χρησιμοποιηθεί».

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 17 Δεκεμβρίου του 1886. Με εντολή του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ έγινε επίσημη εξόδιος ακολουθία, χοροστατούντος του Επισκόπου Δυρραχίου Βησσαρίωνος, ενώ πλήθος λαού, ακόμα και Τούρκοι που είχαν ευεργετηθεί από τον Χατζη Γεώργη, προέπεμψαν τον μεγάλο αυτό όσιο στην τελευταία επίγεια κατοικία του. Τώρα πλέον, θα τους βοηθούσε από τον ουρανό, με τις πρεσβείες του στο Κύριο.

*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”