Ο «Ιεροσολυμίτης» ποιητής του Μ. Κανόνα που κατείχε την τέχνη της υμνογραφίας

Ο Αγ. Ανδρέας έζησε στη Δαμασκό τον 7ο με 8ο αι. κι απέκτησε θεολογική παιδεία. Στάθηκε θερμά στο ποίμνιό του ως Επίσκοπος Κρήτης, ενώ συνέγραψε το μεγαλειώδες ποίημα που ψάλλεται την Ε΄ εβδομάδα των νηστειών

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ

Η πέμπτη εβδομάδα των νηστειών αποτελεί την κορύφωση της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς περιλαμβάνει τις μακρότερες σε διάρκεια και αριστουργηματικότερες σε ποιητικότητα και κατανυκτικότητα ακολουθίες. Η μία εξ αυτών, η τελευταία, είναι η Ακολουθία του Ακαθίστου Υμνου, που ψάλλεται το απόγευμα της Παρασκευής μετά του Μικρού Αποδείπνου και, κατά την αρχαία τάξη, στον όρθρο του Σαββάτου.

Η άλλη ακολουθία είναι εκείνη του Μεγάλου Κανόνος, ψαλλόμενη το εσπέρας της Τετάρτης μετά του Μικρού Αποδείπνου και το πρωί της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδας των νηστειών. Για τον Μεγάλο Κανόνα και τον ποιητή του, τον Αγιο Ανδρέα, Επίσκοπο Κρήτης, θα γίνει λόγος στο σημερινό κείμενο.

Ο Αγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης έζησε κατά το δεύτερο μισό του 7ου και το πρώτο του 8ου μ.Χ. αιώνα. Ονομάστηκε Ιεροσολυμίτης, αλλά η καταγωγή του ήταν από τη Δαμασκό της Συρίας, όπου γεννήθηκε πιθανόν περί το 660 μ.Χ. Oμως, σε ηλικία 15 ετών ήλθε στα Ιεροσόλυμα, και εκεί οι ευσεβείς γονείς του τον αφιέρωσαν στον Ναό της Αναστάσεως. Ετσι, επρόκειτο να μείνει γνωστός με την προσωνυμία «Ιεροσολυμίτης».

Στα Ιεροσόλυμα απέκτησε πλούσια θεολογική και θύραθεν παιδεία. Ελαβε το μοναχικό σχήμα στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, ενώ διετέλεσε γραμματέας (νοτάριος) του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοδώρου.

Το 680-681 συγκλήθηκε η Αγία Εκτη Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ΄ Πωγωνάτου, η οποία καταδίκασε τον μονοθελητισμό. Οι πρόκριτοι της Σιωνίτιδος Εκκλησίας (ο Πατριάρχης Θεόδωρος είχε ήδη εκδημήσει κατά τη χρονική εκείνη περίοδο), ομόφωνα συστοιχούντες προς τις αποφάσεις της Αγίας Συνόδου, αποφάσισαν να στείλουν αντιπροσώπους τους στην Κωνσταντινούπολη και να παραδώσουν στον αυτοκράτορα την ομολογία τους ότι συντάσσονται με τις αποφάσεις της. Εκριναν δε καταλληλότερο να είναι επικεφαλής της αποστολής τον Ανδρέα, συνοδευόμενο και από άλλους κληρικούς. Οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη το 685 μ.Χ.

Κατά τη διάρκεια όμως της περιόδου που βρισκόταν ο Ανδρέας στην Κωνσταντινούπολη, τα Ιεροσόλυμα κατακτήθηκαν από τους Αραβες και ο Ανδρέας παρέμεινε στη Βασιλεύουσα επί εικοσαετία σχεδόν. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, διακρίνοντας την αρετή και την παιδεία του, τον κράτησε στις τάξεις του κλήρου του, αναδεικνύοντάς τον σε διάφορα εκκλησιαστικά αξιώματα. Εν τέλει, το 712 (κατ’ άλλη εκδοχή, το 711) εκλέγεται Επίσκοπος Κρήτης.

Η εποχή είναι κρίσιμη για την αυτοκρατορία, που πιέζεται από Δυσμάς από τις βλέψεις των Φράγκων και εξ Ανατολών από την επέλαση των Αράβων και την πειρατεία που μαστίζει το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ο Αγιος Ανδρέας συμπαρίσταται με κάθε τρόπο στις δοκιμασίες του ποιμνίου του στην Κρήτη, εμψυχώνοντας τον λαό και προσευχόμενος. Ιδρυσε μεγάλο ξενώνα για την περίθαλψη ασθενών και ηλικιωμένων που δεν είχαν στήριγμα από πουθενά και υπηρετεί και ο ίδιος τους ασθενείς και τους γέροντες, καθαρίζοντας τις πληγές και τα τραύματά τους. Η προσευχή του ελκύει το έλεος του Θεού και κάνει θαύματα, αφού σταματά μια παρατεταμένη ανομβρία και τον συνεπακόλουθο λιμό στο νησί. Παράλληλα, φροντίζει για την επισκευή παλαιών ναών που κινδύνευαν να καταρρεύσουν και χτίζει νέους, με κυριότερο τον ναό προς τιμήν της Βλαχερνίτισσας Θεοτόκου.

Επιστρέφοντας από κάποιο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, το πλοίο σταματά στην Ερεσό της Λέσβου. Εκεί, στις 4 Ιουλίου 740, επρόκειτο να αφήσει την τελευταία του πνοή. Παραμένει αδιευκρίνιστο ιστορικά αν επρόκειτο για απλό σταθμό του πλοίου που τον μετέφερε ή αν οδηγήθηκε εκεί εξόριστος, γιατί εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει η αίρεση της Εικονομαχίας και ο Αγιος ήταν ορθόδοξος και τιμούσε τις άγιες εικόνες.

Ενταφιάστηκε στο ιερό βήμα του Ναού της Αγίας Μάρτυρος Αναστασίας, ερειπωμένου σήμερα, στην παραλία της Ερεσού.

Ο Αγιος Ανδρέας κατείχε άριστα τη ρητορική και την ιερή τέχνη της υμνογραφίας. Σώζονται πολλές εγκωμιαστικές του ομιλίες, τόσο σε δεσποτικές και θεομητορικές εορτές όσο και σε μνήμες Αγίων, ομιλίες που διακρίνονται για την έντεχνη ρητορική επεξεργασία τους και τα υψηλά θεολογικά νοήματά τους.

Όμως και στο κομμάτι της υμνογραφίας όχι απλώς δεν υπολείπεται της ρητορικής δεξιότητας, αλλά και την υπερβαίνει, και το υμνογραφικό του έργο είναι ακόμη πιο πλούσιο από το ρητορικό. Σε αυτόν μάλιστα αποδίδεται η εισαγωγή του Κανόνα στην υμνογραφία της θείας λατρείας. Είναι το υμνογραφικό είδος το οποίο επικρατεί και σήμερα, αποτελούμενο από τις ωδές με τα τροπάρια και τους ειρμούς τους, που εμπλουτίζουν τις εννέα ωδές του Ψαλτηρίου.

Είναι κατ’ ουσίαν ο αδαμιαίος θρήνος, ο οδυρμός των Πρωτοπλάστων, αλλά και όλου του ανθρώπινου γένους μετά την πτώση, διαδρομή στην ιστορία των δικαίων

Το έργο όμως που έχει ταυτιστεί απόλυτα με τον Αγιο Ανδρέα, είναι ο Μέγας Κανών. Και, πράγματι, είναι ο κατεξοχήν μεγάλος Κανόνας, ο μεγαλύτερος που υπάρχει στην υμνογραφία της Εκκλησίας μας, ως προς τον αριθμό των τροπαρίων που περιλαμβάνει κάθε ωδή. Στη σημερινή του μορφή, μάλιστα, τα τροπάρια είναι ακόμη περισσότερα από τα αρχικά, διότι μεταγενέστεροι υμνογράφοι έχουν προσθέσει στο τέλος κάθε ωδής τροπάρια για την Αγία Μαρία την Αιγυπτία (η Εκκλησία τιμά τη μνήμη της την ε΄ Κυριακή των νηστειών), καθώς και τον ίδιο τον ποιητή του Μεγάλου Κανόνα, τον Αγιο Ανδρέα Κρήτης.

Ο Μέγας Κανών, κατά τα Μεγάλα Απόδειπνα της α΄ εβδομάδας των νηστειών, διαβάζεται χωρισμένος σε τέσσερα μέρη, ενώ την Πέμπτη της ε΄ εβδομάδας ψάλλεται ολόκληρος σε ήχο πλάγιο δεύτερο. Στις ενορίες έχει επικρατήσει να ψάλλεται ολόκληρος το βράδυ της Τετάρτης της ίδιας εβδομάδας, κατά την Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου.

Ο Αγιος Ανδρέας στο μεγαλειώδες αυτό ποίημά του δείχνει ότι βιώνει προσωπικά το τραγικό γεγονός της πτώσης των Πρωτοπλάστων και συνεπακόλουθα όλου του ανθρώπινου γένους. Η ικεσία του περιλαμβάνει τον συνολικό Αδάμ, για να θυμηθούμε τα λόγια των συγχρόνων μας μεγάλων θεολόγων Αγιορειτών, Αγίων Σιλουανού και Σωφρονίου: «Με την καθαρή νοερή προσευχή ο ασκητής […] βρίσκει την βαθείαν καρδιά, την πνευματική […] και μέσα της βλέπει ότι η ύπαρξη όλης της ανθρωπότητας δεν είναι γι’ αυτόν κάτι ξένο και αλλότριο, αλλά είναι αχώριστα δεμένη με την προσωπική του ύπαρξη».

Ετσι, ο Μέγας Κανών είναι κατ’ ουσίαν ο αδαμιαίος θρήνος, ο οδυρμός των Πρωτοπλάστων, αλλά και όλου του ανθρώπινου γένους μετά την πτώση: «Ἀπώλεσα, τὸ πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν εὐπρέπειάν μου καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνός καὶ καταισχύνομαι».

Ο ιερός υμνογράφος βλέπει τον ανθρώπινο βίο να οδεύει προς το αναπόφευκτο τέλος και θυμάται τη μέλλουσα Κρίση. Ενδοσκοπεί λοιπόν στον εσωτερικό του κόσμο, για να διαπιστώσει ότι τον πνίγει σαν αγχόνη ο κλοιός της αμαρτίας, και ικετεύει τον Κύριο να τον απαλλάξει από αυτόν τον κλοιό («Ἆρον τὸν κλοιὸν τὸν βαρὺν ἀπ’ ἐμοῦ, τὸν τῆς ἁμαρτίας»).

Θεωρεί τον εαυτό του ως τον αμαρτωλότερο από όλο το ανθρώπινο γένος:

«Οὐ γέγονεν ἐν τῷ βίῳ, ἁμάρτημα οὐδὲ πρᾶξις, οὐδὲ κακίᾳ, ἣν ἐγὼ Σωτὴρ οὐκ ἐπλημμέλησα, κατὰ νοῦν καὶ λόγον, καὶ προαίρεσιν, καὶ θέσει, καὶ γνώμη, καὶ πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλος οὐδεὶς πώποτε».

Αρχίζει λοιπόν να κάνει μια διαδρομή στην ιστορία των δικαίων και των αμαρτωλών της Παλαιάς Διαθήκης, υποδεικνύοντας τις αρετές των μεν και τις πτώσεις των δε:

«Τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἅπαντας παρήγαγόν σοι ψυχή πρὸς ὑπογραμμόν. Μίμησαι τῶν δικαίων, τὰς φιλοθέους πράξεις, ἔκφυγε δὲ πάλιν τῶν πονηρῶν τὰς ἁμαρτίας».

Και, μέσα από τις αγιογραφικές μαρτυρίες και διηγήσεις των προς μίμηση και των προς αποφυγήν παραδειγμάτων, από την πτώση των Πρωτοπλάστων ως την Πεντηκοστή και τον ευαγγελισμό της ανθρωπότητας, παρακινεί την ψυχή του -και κάθε ψυχή- να ακολουθήσει τα βήματα των δικαίων και τα αγαθά τους έργα, αποφεύγοντας τα σκολιά μονοπάτια των πονηρών, καταφεύγοντας στο έλεος του Θεού.

Διαπιστώνοντας ότι ο ίδιος είναι στερημένος όλων των αρετών και δεν έχει τίποτα να επιδείξει στον Δικαιοκρίτη, το μόνο που αισθάνεται ότι μπορεί να κάνει είναι να προσφύγει στο άμετρο έλεος και στην ευσπλαχνία Του:

«Ἡμάρτηκα, ἐπλημμέλησα, καὶ ἠθέτησα τὴν ἐντολήν σου, ὅτι ἐν ἁμαρτίαις προήχθην, καὶ προσέθηκα τοις μώλωψι τραῦμα ἐμοί, ἀλλ’ αὐτὸς μὲ ἐλέησον ὡς εὔσπλαγχνος, ὁ τῶν Πατέρων Θεός.

Τὰ κρύφια τῆς καρδίας μου ἐξηγόρευσά σοὶ τῶ Κριτῇ μου, ἴδε μου τὴν ταπείνωσιν, ἴδε καὶ τὴν θλῖψίν μου, καὶ πρόσχες τῇ κρίσει μου νῦν. καὶ αὐτὸς μὲ ἐλέησον ὡς εὔσπλαγχνος ὁ τῶν Πατέρων Θεός»

ΕΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Σοφά λοιπόν οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι Αγιοι Πατέρες όρισαν να ψάλλεται ο Κανόνας αυτός λίγο πριν από την ανάπαυλα της εβδομάδας προ των Βαΐων, αυτό το πραγματικά συγκλονιστικό ποίημα της μετανοίας, που ηχεί στην ψυχή κάθε πιστού ως σάλπισμα μετανοίας, ως το εγερτήριο σάλπισμα που θα αντηχήσει πριν από τη Δευτέρα Παρουσία και τη Μέλλουσα Κρίση, όπως συγκεφαλαιώνεται στο αριστουργηματικό κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, που ψάλλεται στον Μεγάλο Κανόνα:

«Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τὶ καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει,
καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι, ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

*Αναδημοσίευση από “Ορθόδοξη Αλήθεια”