Ο φόβος του Θεού

Του Μητροπολίτη Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Ο φόβος του Θεού τυγχάνει εξόχως διδακτικός και ευεργετικός. Αποτελεί βιβλική αρχή και πρεπόντως ανακηρύσσεται ως «αρχή σοφίας», από τον προφητάνακτα Δαυίδ: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110,10) και στη συνέχεια, την ίδια έννοια βρίσκουμε και στις «Παροιμίες» του Σολομώντος: «Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Παροιμ. Σολομ. 1,7). Στη δε «Σοφία Σειράχ», η έννοια αυτή, του φόβου του Θεού, αναπτύσσεται διεξοδικότερα: «Φόβος Κυρίου δόξα και καύχημα, και ευφροσύνη και στέφανος αγαλλιάματος˙ φόβος Κυρίου τέρψει καρδίαν, και δώσει ευφροσύνην και χαράν και μακροημέρευσιν… φόβος Κυρίου δόσις παρά Κυρίου, και επ’ αγαπήσεως τρίβους καθίστησι… αρχή σοφίας φοβείσθαι τον Κύριον… πλησμονή σοφίας φοβείσθαι τον Κύριον… στέφανος σοφίας φοβείσθαι τον Κύριον… ρίζα σοφίας φοβείσθαι τον Κύριον» (Σοφ. Σειρ. 1, 11-20). Είναι όπως αποκαλύπτεται, λόγοι αυθεντικοί, ρήματα ζωής, λέξεις μετρημένες. Φόβος Θεού, που σημαίνει σέβας και αγάπη προς τον Δημιουργόν Θεόν και πιστή εφαρμογή των εντολών Του.

Σπουδαιότατο και χαρακτηριστικότατο παράδειγμα είναι ο Αβραάμ. Όταν ο Πατριάρχης εκείνος, ο Αβραάμ, έλαβε την εντολή τον μοναδικό του υιό, να τον προσαγάγει εις θυσία, ούτε για μία στιγμή δεν δίστασε, να εκτελέσει την θεία αυτή εντολή. Και τούτο, επειδή ο φόβος του Θεού, δηλαδή ο σεβασμός και η αγάπη του προς Εκείνον, ήταν υπέρτερη του πατρικού φίλτρου. Γι’ αυτό και ο άγγελος Κυρίου, εμπόδισε το υψωμένο χέρι του, που κρατούσε το μαχαίρι για την θυσία και του είπε: «Μη επιβάλης την χείρα σου επί το παιδάριον, μηδέ ποιήσης αυτώ μηδέν˙ νυν γαρ έγνων ότι φοβή τον Θεόν συ και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ» (Γεν. 22,12).

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο σαρκικός πειρασμός, που προκλήθηκε από την γυναίκα του Πετεφρή στον Ιωσήφ, που ήταν στην ακμή της νεότητός του και πόσο τ’ απαντητικά λόγια του υπήρξαν καθωριστικά ακριβώς διότι είχε μέσα του τον φόβο του Θεού λέγοντας: «Πως ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο και αμαρτήσομαι εναντίον (=ενώπιον) του Θεού» (Γεν. 39,9) και έφυγε έξω από την οικία διατηρώντας την καθαρότητα της καρδίας του. Ο φόβος του Θεού τον συνεκράτησε. Άλλο παράδειγμα είναι ο θεόπτης Μωϋσής, ο οποίος μπροστά στη φλεγόμενη βάτο στο όρος Χωρήβ και στο άκουσμα της φωνής του Θεού νοιώθει σε εντονότατο βαθμό τον φόβο του Θεού και κυριευμένος από ιερό δέος δεν τολμά να ρίξει το βλέμμα του προς τον Θεό (Εξ. 3, 1-6).

Στο Δευτερονόμιο επίσης, διαβάζουμε την εντολή: «Και νυν, Ισραήλ, τι Κύριος ο Θεός σου αιτείται παρά σου, αλλ’ ή φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν σου και πορεύεσθαι εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού και αγαπάν αυτόν και λατρεύειν Κυρίω τω Θεώ σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου, φυλάσσεσθαι τας εντολάς του Κυρίου του Θεού σου και τα δικαιώματα αυτού, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον, ίνα ευ σοι η;» (Δευτερ. 10, 12-13). Δεν είναι δε άνευ προσοχής και η διαπίστωση ότι περί τις εξήντα φορές αναφέρεται η έννοια του φόβου του Θεού στον Ιερόν Ψαλτήρα.

Ο φόβος, επομένως, αυτός του Θεού, δεν τυγχάνει δουλικός, αλλ’ υιικός, ο οποίος σαφέστατα εκδηλώνεται ως βαθύτατος σεβασμός και ως θερμή αγάπη προς τον Πλάστη μας. Σεβασμός και αγάπη, που ενώνονται στην τήρηση των εντολών. Διεκήρυξε ο ίδιος ο Χριστός: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με˙ ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιω. 14,21).

Ο Απ. Παύλος που θα τελειοποιήσει το θέμα της αγάπης προς τον Θεόν θα γράψει: «Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχαί, ούτε δυνάμεις, ούτε ενεστώτα, ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 8, 38-39) και θα παροτρύνει για τον πνευματικό αγώνα μας ότι αυτόν τον αγώνα οφείλουμε να τον επιτελούμε με φόβον Θεού. Συνιστά: «Καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’ Κορ. 7,1).

Κατ’ εξοχήν, οι μεγάλοι θεοφόροι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας πρόσεξαν το θέμα «φόβος Θεού» και λέγουν χαρακτηριστικά: «Φόβος Κυρίου καθάρσιον ψυχής, κατά την ευχήν του προφήτου λέγοντος˙ καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου˙ από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην. Φόβος Κυρίου παντοίων ελαττωμάτων της ψυχής περιγίνεται», θα πεί ο Μέγας Βασίλειος. Ο Θεολόγος Γρηγόριος θα γράψει: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου οίόν τε πρώτον σπάργανοι˙ και σοφία τον φόβον υπερβάσα και εις αγάπην αναβιβάσασα Θεού φίλους ημάς και υιούς αντί δούλους εργάζεται». Ο δε Ιερός Χρυσόστομος επαινεί τον φόβο του Θεού και γράφει: «Μέγας πλούτος και κληρονομιά αδιάπτωτος και θησαυρός ανεπηρέαστος, ο του Θεού φόβος εστί», συμπληρώνοντας πολύ χαρακτηριστικά: «Ο μεν ούν γέλως εξ απιστίας, ο δε φόβος από πίστεως».

Έπειτα οι ασκητικοί πατέρες, οι αββάδες, μιλούν με περίσσεια δέους για τον φόβο του Θεού και λέγουν πολύ χαρακτηριστικά και αποφθεγματικά: «Προ οφθαλμών έχε πάντοτε τον φόβον του Θεού» (Αββάς Αντώνιος). «Όπως ο λύχνος φωτίζει σκοτεινό κοιτώνα (=υπνοδωμάτιο), έτσι και ο φόβος του Θεού, όταν έλθει στην καρδιά του ανθρώπου, τον φωτίζει και διδάσκει όλες τις αρετές και τις εντολές του Θεού» (Αββάς Ιάκωβος). «Ο φόβος είναι η πρώτη εντολή, που οδηγεί στο πένθος των αμαρτημάτων» (Πέτρος ο Δαμασκηνός). «Ο φόβος του Θεού μας αναγκάζει να πολεμάμε την κακία και ενώ την πολεμάμε, η χάρη του Θεού την πολεμεί» (Μάρκος ο ασκητής). «Όπως τα Χερουβίμ ήσαν άγρυπνα μπροστά στη θύρα του Παραδείσου, έτσι και ο φόβος του Θεού είναι άγρυπνος φύλακας του ανθρώπου για να μην πέσει στην αμαρτία» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος). «Αγιάζεται η εφαρμογή των θείων εντολών και καλώς επιτελείται με την αδιάλειπτη μνήμη Θεού, τον φόβο και την αγάπη προς Αυτόν» (αββάς Μακάριος).

Και κατόπιν καταφθάνει η ερώτηση: Πως αποκτούμε τον φόβο του Θεού; Στο Γεροντικό βρίσκουμε την απάντηση. «Αδελφός ηρώτησε γέροντα λέγων˙ πως έρχεται ο φόβος του Θεού εις την ψυχήν; Και είπεν ο γέρων˙ εάν έληται (εάν εκλέξει) άνθρωπος την ταπείνωσιν και την ακτημοσύνην και το μη κρίνειν και εν παντί πράγματι ελέγχη την εαυτού ψυχήν εις το μνημονεύειν ότι δεί αυτήν τω Θεώ υπαντήσαι, έρχεται αυτώ ο φόβος του Θεού».

Γράφουμε, λοιπόν, για τον φόβο του Θεού, που πρέπει να έχουμε στο είναι μας και στην πορεία της ζωής μας. Ωστόσο, φθάσαμε σε καιρούς, όπου χάλασε η συνείδηση των ανθρώπων. Χάθηκε, ο του Θεού φόβος. Έπαψε ο σύγχρονος άνθρωπος να σέβεται τον Θεό. Θεωρεί τον εαυτό του τόσο δυνατό, ώστε να νομίζει, ότι μπορεί να εκμηδενίσει τον Θεό και να μην υπολογίζει τον θεικό παράγοντα στη ζωή του.

Έτσι, η πνευματική, η ηθική κρίση των ημερών μας εμφανίζεται με συνεχείς υποχωρήσεις σε ακατάλυτες βασικές αρχές, με συμπλέγματα και με συμβιβασμούς. Δίδεται μία ασύμετρη αξία σε δικαιώματα και ιδεολογήματα χωρίς όρια. Σε επάλληλους κύκλους βρίσκεται η αμαρτία, άλλοτε κρυμμένη, άλλοτε χωρίς ντροπή και άλλοτε ζητώντας προβολή και επαινετικά λόγια. Ο φόβος του Θεού στο περιθώριο και αφήνεται η ζωή του ανθρώπου να θητεύει μοναχά στο εγώ του που καταντά μία ζωή οιονεί βοσκηματώδης. Ο άνθρωπος νομίζει ελευθερία, την δουλεία του στα πάθη, ενώ ισχύει τ’ αντίθετο, δηλαδή όσο υποτάσσεται στο θείο θέλημα τόσο είναι πιο ελεύθερος. Κατά συνέπειαν, η φοβερότερη τραγωδία για την ζωή του ανθρώπου γεννάται, εκεί όπου καταστρατηγούνται οι θείες εντολές και απουσιάζει ο φόβος του Θεού. Τότε επέρχεται ο πνευματικός θάνατος.

Αλλά ο λόγος του Θεού δεν είναι πρόσκαιρος, επιπόλαιος, ανθρώπινος και γήινος. Είναι αιώνιος. Και ο λόγος του Θεού διακελεύει: «Φοβού τον Θεόν και έκκλινε από παντός κακού, τότε ίασις έσται τω σώματί σου και επιμέλεια τοις οστέοις σου» (Παροιμ. 3,8) και «ο Θεός ου μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6,7) και τυγχάνει φοβερόν, «το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. 10,31). Ωστόσο, το Μέγα Προκείμενον της Μεγ. Τεσσαρακοστής έρχεται ελπιδοφόρο και παρήγορο. Λέγει ο ψαλμωδός και ψάλλουμε στον Κατανυκτικό Εσπερινό: «Έδωκας κληρονομίαν τοις φοβουμένοις το Όνομά σου, Κύριε» (Ψαλμ. 60,6). Γι’ αυτό: «Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον» (Ψαλμ. 111,1) και «Κύριος σώσει τους φοβουμένους Αυτόν» (Μιχ. 6,9), καθ’ ότι ισχύει παντάπασιν το: «Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1,7). Αυτός είναι σοφός, ο έχων φόβον Θεού. Και ο Απ. Παύλος συνιστά εν προκειμένω: «Βλέπετε ούν πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άφρονες αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισί… και διά τούτο μη γίνεσθε άφρονες αλλά συνιέντες τι το θέλημα του Κυρίου» (Εφεσ. 5, 15-17).

Ιδού, λοιπόν, είναι ευεργέτημα, ο φόβος του Θεού και αλλοίμονον αν δεν έχουμε και δεν αποκτήσουμε φόβο Θεού. Μάλιστα, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι κατά τον Προφήτη Ησαία αποτελεί έναν από τους καρπούς του Πνεύματος του Θεού (Ησαία 11,3). Ήδη, το ερώτημα του δεξιού ληστή στον Γολγοθά, εξακολουθεί ν’ ακούγεται για τον καθένα, λίαν επιτακτικό. «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν;». (Λουκ. 23,40). Μακάρι, ευχή και προσευχή μας στον Κύριο νάναι: «Ένθες ημίν και των μακαρίων σου εντολών φόβον».