Ο Άγιος Παΐσιος για τα ζώα

Θα πρέπει να φοβάται ο άνθρωπος τα άγρια ζώα ή τα ερπετά; Η απάντηση του Παΐσιου ήταν αρνητική και ήταν συνδεδεμένη πάντα με τον θεό:

«Όταν σε συναντήσει ένα φίδι πρώτα σε κοιτάζει, σε ψυχολογεί καλά και αν δει ότι έχεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, έρχεται κοντά σου, σε νιώθει σαν αφέντη του, σε γλείφει, σε προσκυνάει, γιατί νιώθει το άγιο πνεύμα και αυτό. Όλα τα ζώα το νιώθουν. Αν όμως δεν το έχεις σε φοβάται, σε αποστρέφεται και φεύγει».

Οι πέρδικες του Σινά

Ο Παΐσιος αντιμετώπιζε τα πάντα ως δημιουργήματα του θεού και για το λόγο αυτό πάντα ήθελε να είναι κοντά στη φύση.

«Όταν ήμουν στο Σινά είχα δύο πέρδικες . Περνούσα εκείνη την περίοδο κάτι στεναχώριες και έρχονταν τα πουλιά να μου κάνουν συντροφιά και να με παρηγορήσουν.

Όπου πήγαιναν, μόλις με άκουγαν έρχονταν κοντά μου. Όταν σκάλιζα εικόνες ανέβαιναν στους ώμους μου. Μια φορά αρρώστησα για μια βδομάδα. Όταν έγινα καλά πήγα στην κορυφή του λόφου όπου συνήθιζα και φώναξα τα πουλιά για να τα ταΐσω. Τα πουλιά με προϋπάντησαν στο δρόμο φτεροκοπώντας γύρω μου. Δεν είχαν φάει το φαγητό τους. Μόλις όμως με είδαν έφαγαν».

Τα ποντίκια του Σινά

“Μια φορά έκανα χυλό με ρύζι και την άλλη ημέρα καθάρισα το κονσερβοκούτι που είχα βράσει το ρύζι και πέταξα τα ξηρά απομεινάρια στα ποντίκια. Από τότε κάθε φορά που σκάλιζα εικόνες και πετιόταν κομματάκια ξύλου αυτά ακούγοντας τον θόρυβο και βλέποντας ξύλο νόμιζαν ότι είναι ρύζι και μαζεύονταν . Ακόμη και τα άγρια ζώα ημερεύουν κοντά σε μάς όταν ζούμε σωστή ζωή”.

Στο ελάφι και η αρκούδα

Στη μονή Στομίου τον Παΐσιο τον πλησίαζε ένα μικρό ελάφι το οποίο έτρωγε από τα χέρια του. Και μια αρκούδα πλησίαζε τη μονή χωρίς όμως ποτέ να απειλήσει κανένα.

Η οχιά

«Θυμάμαι, στο κελί του Τιμίου Σταυρού, ένα Καλοκαίρι μια οχιά κατέβηκε από την λαμαρίνα της σκεπής και κουλουριάστηκε μπροστά μου. Σήκωνε το κεφάλι ψηλά, έβγαζε τη γλώσσα της και σφύριζε. Διψούσε και ζητούσε νερό. Της έβαλα νεράκι και ήπιε».

Τα τσακάλια

«Τα τσακάλια πολύ με συγκινούν, όταν πεινούν κλαίνε σαν μωρά παιδιά».

Τα γατάκια

Ο γέροντας είχε ένα καμπανάκι το οποίο κτυπούσε και μαζεύονταν τα γατάκια για να φάνε κάτι από αυτά που είχε. Σιγά –σιγά άρχιζαν μόνα τους τα γατάκια να τραβούν το σκοινί για να βγαίνει να τα ταΐζει».

Τα άγρια ζώα αντιμετωπίζονταν, όπως ήταν φυσικό, ως πλάσματα του θεού τα οποία ήταν, κατά τον Παΐσιο, πολύ κοντά σε αυτόν από τους ίδιους τους ανθρώπους:

«Τα άγρια ζώα είναι πολύ φιλότιμα. Συνάντησα περισσότερο φιλότιμο στα άγρια ζώα, παρά σε πολλούς ανθρώπους. Καλύτερα να έχουμε φιλία με αυτά παρά με κοσμικούς ανθρώπους. Αν θέλεις αληθινό φίλο μετά τον θεό, πιάσε φιλία με τους αγίους. Αλλιώς με τα άγρια ζώα…

…Όταν αγαπάς τα ζώα αυτά το διαισθάνονται και σε βλέπουν διαφορετικά σαν φίλο. Στον παράδεισο πριν την πτώση τα ζώα ήταν φίλοι αγαπημένοι με τον άνθρωπο. Ο Αδάμ είχε χάρισμα κι έβλεπε τις ανάγκες όλων των ζώων και τα βοηθούσε. Όλα τα ζώα ήταν ήρεμα αλλά αγρίεψαν μετά τη πτώση».