Μητροπολίτης Βεροίας: Βίωση της Υπαπαντής και Ευχαριστία (BINTEO)

Την Τρίτη 2 Φεβρουαρίου το απόγευμα στο πλαίσιο της σειράς διαδικτυακών ομιλιών «Αγιολογία και ζωή», ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ομίλησε με την ευκαιρία της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου με θέμα : «Βίωση της Υπαπαντής και Ευχαριστία».

Η ομιλία του Μητροπολίτη Βεροίας μεταδόθηκε μέσα από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως μας, την αντίστοιχη σελίδα στο Facebook και τον ραδιοφωνικό σταθμό «Παύλειος Λόγος» στους 90.2 FM.

Ο Μητροπολίτης κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Το γεγονός το οποίο τιμούμε με τη σημερινή Δεσποτική και Θεομητορική εορτή της Υπαπαντής, ένα γεγονός της ζωής του Κυρίου μας, είναι γνωστό σε όλους μας. Όλοι το γνωρίζουμε, όπως μας το περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς με μεγαλειώδη λιτότητα. «Ότε επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού αυτών», δηλαδή σαράντα ημέρες μετά τη Γέννηση του Χριστού, η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ ανέβησαν εις τα Ιεροσόλυμα για να παρουσιάσουν το παιδί στον Κύριο στον ναό του Σολομώντος και να θυσιάσουν ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών, σύμφωνα προς τον Μωσαικό νόμο. Εκεί τους περίμεναν εκπλήξεις ως συνέχεια εκείνων που είχαν ζήσει κατά τη νύκτα της Γεννήσεως στο σπήλαιο της Βηθλεέμ.

Ο γέρων Συμεών, άνθρωπος δίκαιος και ευλαβής, που ανέμενε την παρηγορία του δεινοπαθούντος Ισραηλιτικού λαού, που ανέμενε τον Μεσσία, και είχε την υπόσχεση του Αγίου Πνεύματος ότι δεν θα πεθάνει πριν να δεί τον σωτήρα του Ισραήλ, ήλθε παρακινημένος από το Πνεύμα το Άγιο στον ναό του Σολομώντος για να ζήσει την εκπλήρωση του πόθου του, για να ζήσει την εκπλήρωση της θεικής υποσχέσεως και διαβεβαιώσεως. Και την ζει υποδεχόμενος με ιερά συγκίνηση το παιδίο, τον Ιησού, που κρατά στην αγκάλη της η Παναγία Μητέρα του συνοδευόμενη από τον Ιωσήφ. Ζεί την εκπλήρωση της υποσχέσεως και ευχαριστεί συγχρόνως τον Θεό, διότι αξιώθηκε να τον δεί, αναφωνώντας το μεγαλειώδες εκείνο: «Νυν απολύεις τον δούλόν σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη ότι είδον οι οφθαλμοί του το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ».

Ας σταθούμε σε δύο σημεία της διηγήσεως αυτής: την παρουσίαση του παιδίου στον Κύριο με την ταυτόχρονη προσφορά της θυσία και την υποδοχή του από τον Συμεών.

Ο άγιος Κύριλλος, αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ερμηνεύοντας το πρώτο σημείο θαυμάζει πρωτίστως το βάθος της ταπεινώσεως την οποία εδέχθη να υποστεί ο Υιός του Θεού. Αλλά δεν σταματά ο άγιος Πατήρ στον ύμνο της θεικής ταπεινώσεως. Προχωρεί βαθύτερα και διερωτάται γιατί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης προσέτασσε να θυσιάζονται ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσοί περιστερών.

Στο ερώτημα αυτό απαντά ο ίδιος, ερμηνεύοντας την επιταγή του Θεού. Η περιστερά είναι το πλέον ήπιο και πράο πτηνό του αγρού, αντίθετα η τρυγών είναι το λαλίστατο όλων. Αποτελούν, λοιπόν, και τα δύο τύπους και συμβολισμούς του Σωτήρος, ο οποίος έζησε ως άνθρωπος με άκρα πραότητα, κατέκλυσε όμως σαν την τρυγόνα ολόκληρη τη γη και με την καλλιφωνία του και επλήρωσε τον αμπελώνα του, δηλαδή εμάς που πιστεύουμε σ᾽ αυτόν. Τη στιγμή, λοιπόν, κατά την οποία προσεφέρετο από την Παναγία και τον Ιωσήφ η καθορισμένη από τον μωσαικό νόμο θυσία για τον σαραντισμό των αρρένων βρεφών στον ναό του Σολομώντος έβλεπε συγχρόνως και τον συμβολισμό και την πραγματοποίησή του.

Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο σημείο, στην υποδοχή του θείου Βρέφους από τον Συμεών. Ο άγιος Κοσμάς ο μελωδός περιγράφει με θαυμάσιους ύμνους στον Κανόνα του για την εορτή της Υπαπαντής τη σκηνή αυτή μέσα στον ναό του Σολομώντος και την παραλληλίζει με το όραμα του Ησαίου, κατά το οποίο ο προφήτης είδε τον Θεό, σωματωθέντα συμβολικά μόνο στον θρόνο του και υμνούμενο υπό των Αγγέλων, οι οποίοι τον κύκλωναν από παντού.

Κατόπιν μας μεταφέρει και πάλι στον ναό του Σολομώντος με τον γέροντα Συμεών. Εδώ ο Συμεών δεν βλέπει πλέον συμβολικά αλλά πραγματικά εν σώματι τον Θεόν, τον σαρκωθέντα Υιό και Λόγο του Θεού, στις αγκάλες της Παναγίας Μητέρας του. Ενθυμείται όμως το όραμα του προφήτου και τον άνθρακα με τον οποίον Άγγελος Κυρίου εκαθάρισε τα χείλη του Ησαίου και στρεφόμενος προς την Θεοτόκο λέγει: «Συ ώσπερ λαβίδι χερσί λαμπρυνείς με επιδούσα ον φέρεις, φωτός ανεσπέρου και ειρήνης δεσπόζοντα».

Τα δύο αυτά σημεία τα οποία ανεφέραμε συνδέονται μεταξύ τους κατά ένα τρόπο παράδοξο. Με τη συμβολική θυσία των πτηνών και με την παρουσία του στον ναό του Σολομώντος το βρέφος Ιησοπυς προσεφέρθη στον Κύριον, στον Θεό Πατέρα. Όμως η θυσία και η προσφορά αυτή κατέληξε στα χέρια ενός ανθρώπου, του πρεσβύτου Συμεών, ο οποίος εκπροσωπεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ή, ακριβέστερα, ως άνθρωπος δίκαιος και ευλαβής αντιπροσωπεύει όλες τις γενεές των ανθρώπων οι οποίοι επίστευσαν και θα πιστεύουν στον Σωτήρα του κόσμου.

Προσεφέρθη, λοιπόν, το θείο Βρέφος από τους ανθρώπους στον Θεό, και η προσφορά αυτή καταλήγει πάλι σε έναν αντιπρόσωπο του ανθρωπίνου γένους.

Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε που ο παράδοξος αυτός κύκλος πραγματοποιείται και επαναλαμβάνεται συνεχώς ανάμεσά μας. Διότι, αν εορτάζουμε σήμερα κατά ιδιαίτερο τρόπο την ανάμνηση της Υπαπαντής, της υποδοχής δηλαδή του Χριστού από τον Συμεών, το γεγονός αυτό μπορούμε να το ζούμε όλοι μας διαρκώς στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

Ναί, τα γεγονότα αυτά ταυτίζονται. Κατά την ημέρα της Υπαπαντής με τη συμβολική θυσία των πτηνών, όπως λέγει ο Άγιος Κύριλλος, «εαυτόν προσκεκόμικεν» και «τα προσκομισθένα και αγιασθέντα τίμια δώρα» γίνονται διαρκώς δεκτά «εις το Άγιον και υπερουράνιον και νοερόν θυσιαστήριον του Θεού εις οσμήν ευωδίας πνευματικής». Την ημέρα δηλαδή της Υπαπαντής ο Χριστός προσέφερε τον εαυτό του με τη θυσία των πτηνών, όπως προσφέρονται και τα τίμια δώρα που προσκομίζονται στους δικούς μας ναούς και γίνονται ευπρόσδεκτα στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο.

Ο ίδιος ο Χριστός, που τότε προσεφέρθη στον ναό του Σολομώντος, προσφέρεται και σήμερα σε όλους τους χριστιανικούς ναούς, όχι συμβολικά με τη θυσία τρυγόνων και περιστερών αλλά πραγματικά διά της αναιμάκτου θυσίας, της θείας Ευχαριστίας. Και ο παράδοξος κύκλος της Υπαπαντής επαναλαμβάνεται. Ο θυσιασθείς Κύριος προσφέρεται από εμάς στον Θεό, καταλήγει όμως η προσφορά και πάλι σε μας τους ανθρώπους, οι οποίοι εσθίουμε το Σώμα και πίνουμε το Αίμα του Κυρίου, όπως ακριβώς συνέβη και με τον γέροντα Συμεών που έλαβε στην αγκάλη του τον Χριστό ως βρέφος, το οποίο προσεφέρθη στον Θεό.

Ο κάθε ένας από εμάς που προσέρχεται στη θεία Κοινωνία γίνεται εκείνη την ώρα νέος Συμεών, νέος «Θεοδόχος», και δέχεται στις αγκάλες του τον σαρκωθέντα Θεό. Και όπως ο άγιος Κοσμάς ο μελωδός παραλληλίζει την Υπαπαντή με το όραμα του Ησαίου, έτσι και εμείς όχι μόνο ψάλλουμε κατά τη θεία Λειτουργία τον αγγελικό ύμνο του οράματος «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ», αλλά και κατά την ώρα της θείας Μεταλήψεως ενθυμούμεθα τον εξαγνιστικό εκείνο άνθρακα που άγγισε τα χείλη του προφήτου και γι᾽ αυτό ο ιερεύς επαναλαμβάνει τα λόγια του αγγέλου προς τον προφήτη: «Τούτο ήψατο των χειλέων μου και αφελεί μου τας ανομίας και τας αμαρτίας μου περικαθαριεί».

Και όπως ο Συμεών ο Θεοδόχος ανεβόησε παίρνοντας στα χέρια του τον Χριστό και ομολόγησε ότι: «Είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών», έτσι και εμείς, τα έθνη και οι λαοί, για τους οποίους προεφήτευσε ο Συμεών κατά την ημέρα της Υπαπαντής, ψάλλουμε μετά τη θεία Μετάληψη χαρμόσυνα και με ψυχική αγαλλίαση: «Είδομεν το φως το αληθινόν».

Και ακόμη, όπως εκείνος είπε το «νυν απολύεις τον δούλόν σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη», έτσι και ο κάθε χριστιανός που μεταλαμβάνει των θείων και αχράντων μυστηρίων στρέφει, ευχαριστώντας τον Θεό μετά τη θεία Κοινωνία ειρηνικά τη σκέψη του και προς την αναχώρησή του από τον κόσμο αυτό και λέγει στην ευχή μετά τη θεία Μετάληψη: «Και ούτω του τήδε βίου απάρας, επ᾽ ελπίδι ζωής αιωνίου, εις την αίδιον καταντήσω ανάπαυσιν, ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η απέραντος ηδονή των καθορόντων του σου προσώπου το κάλλος το άρρητον».

Εορτάζοντας, λοιπόν, σήμερα τη μεγάλη αυτή εορτή του Κυρίου μας, ας μην περιορισθούμε απλώς στην περιγραφή των γεγονότων, όπως τα περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Ας μην την θεωρήσουμε ως ένα γεγονός, ως ένα στιγμιότυπο της ζωής του Χριστού, που δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ας μην την θεωρήσουμε ως μία εκπλήρωση ενός Ιουδαικού τυπικού, το οποίο αναγκαστικά ακολούθησε η Υπεραγία Θεοτόκος και ο προστάτης της Ιωσήφ για το θείο βρέφος. Γιατί αυτό δεν αρκεί και δεν είναι και το νόημα των εορτών της Εκκλησίας μας. Πρέπει να ζούμε τα γεγονότα της επιγείου ζωής του Χριστού, καθώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα εορτάζουμε. Όσον μάλιστα αφορά το γεγονός της Υπαπαντής δεν είναι δύσκολο να το ζήσουμε και να το ζούμε διαρκώς. Δεν είναι δύσκολο να ανεύρουμε το βρέφος Ιησού, να το δεχθούμε στις αγκάλες μας, να γίνουμε και εμείς «Θεοδόχοι», διότι έχουμε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, το οποίο διαρκώς μας προσφέρει τη θεία αυτή χαρά. Μας προσφέρει τη χαρά να ζήσουμε όχι μόνο μία φορά στη ζωή μας το γεγονός της Υπαπαντής, όχι μόνο μία φορά να υποδεχθούμε τον Χριστό, αλλά όσες φορές το επιθυμούμε στη ζωή μας.

Και αυτό αποτελεί εξαιρετική εύνοια του Θεού προς όλους μας, εύνοια πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που έτυχε ο πρεσβύτης Συμεών. Εκείνος εγήρασε στα Ιεροσόλυμα αναμένοντας να δεί τον Σωτήρα του κόσμου, την προσδοκία των Εθνών, το σωτήριο του Θεού. Περίμενε βασισμένος μόνο στην εσωτερική πληροφορία που του είχε δώσει ο Θεός, χωρίς να έχει κάτι απτό. Περίμενε χωρίς να ξέρει πότε θα εκπληρωθεί αυτή η υπόσχεση του Θεού. Και ασφαλώς όσο περνούσαν τα χρόνια και πλησίαζε προς το τέλος της ζωής του η προσμονή του θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Και όμως δεν απέκαμε. Δεν απογοητεύθηκε. Δεν αδιαφόρησε. Δεν αμφέβαλε. Γι᾽ αυτό κα, όταν πήρε την πληροφορία από τον Θεό ότι θα συναντήσει εκείνη την ημέρα τον Μεσσία, έσπευσε με πίστη και εμπιστοσύνη να υποδεχθεί το θείο βρέφος και να αναγνωρίσει στο πρόσωπό του τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου.

Αν όμως ο γέρων Συμεών περίμενε σε όλη του τη ζωή μέχρι να αξιωθεί να ζήσει τη μεγάλη αυτή ευλογία και χάρη, εμείς είμαστε σε ιδιαιτέρως πλεονεκτική θέση. Εμείς δεν χρειάζεται να περιμένουμε για να συναντήσουμε τον Χριστό. Αντίθετα μάλιστα, ο Λυτρωτής είναι αυτός που μας περιμένει, είναι αυτός μάλιστα ο οποίος διά στόματος του λειτουργού μας απευθύνει την πρόσκληση. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».

Πόσο μεγάλη τιμή και πόσο μεγάλη ευλογία είναι να μας καλεί ο Χριστός κάθε φορά, σε κάθε θεία Λειτουργία να τον δεχθούμε, να τον υπαντήσουμε και εμείς σαν τον πρεσβύτη Συμεών, να γίνουμε Θεοδόχοι και να κλείσουμε το θείο βρέφος μέσα μας. Γι᾽ αυτό και δεν θα πρέπει να τον αφήνουμε να μας περιμένει. Δεν θα πρέπει να τον αφήνουμε να μας καλεί και εμείς να αδιαφορούμε και να μην φροντίζουμε να είμαστε έτοιμοι, ώστε να ανταποκριθούμε στη μεγάλη αυτή τιμή και την ουράνια δωρεά.

Η αδιαφορία δεν έγκειται όμως στην μη ανταπόκρισή μας στην πρόσκληση του Σωτήρος και Λυτρωτού μας, αλλά έγκειται και στον τρόπο με τον οποίο προσερχόμεθα για να τον υποδεχθούμε. Διότι αδιαφορία είναι και να προσερχόμεθα στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, να προσερχόμεθα για να υποδεχθούμε τον βασιλέα των ουρανών και να είμεθα απροετοίμαστοι ή να προσερχόμεθα από συνήθεια και χωρίς να έχουμε συναίσθηση τι ακριβώς κάνουμε και γιατί ακριβώς το κάνουμε.

Μπορεί όμως εμείς να μην χρειάζεται να περιμένουμε για να υποδεχθούμε τον Χριστό, όπως περίμενε ο γέρων Συμεών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να πλησιάζουμε στο μυστήριο χωρίς να το θέλουμε και να το επιθυμούμε πραγματικά, χωρίς να αισθανόμεθα την ψυχή μας να λέει «έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι», αλλά και χωρίς να του ζητούμε να καταφλέξει «πυρί αύλω» τις αμαρτίες μας.

Και ο Χριστός το κάνει, όταν εμείς προσερχόμεθα με συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας για να τον δεχθούμε μέσα μας. Το κάνει, όταν ενσυνείδητα εξομολογούμεθα τις αμαρτίες μας και ζητούμε τη συγχώρηση και την άφεση. Το κάνει, όταν προσερχόμεθα για να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του ως «φάρμακο αθανασίας» υπό τις τρεις προϋποθέσεις με τις οποίες ο ίδιος μας καλεί, δηλαδή «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης».

Φόβος Θεού είναι η συναίσθηση ότι αυτό που μεταλαμβάνουμε δεν είναι σύμβολο, δεν είναι άρτος και οίνος, αλλά είναι αυτό το τίμιο Σώμα και το πανάχραντο Αίμα του Κυρίου μας, που προσφέρθηκε επί του Σταυρού για τη σωτηρία των ανθρώπων, για τη σωτηρία του καθενός μας προσωπικά. Φόβος Θεού είναι ακόμη η συναίσθηση ότι, εάν δεν προσερχόμεθα έχοντας φροντίσει να καθαρίσουμε την ψυχή και το σώμα μας από τους ρύπους της αμαρτίας, τότε κινδυνεύουμε να κοινωνούμε όχι «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον», αλλά «εις κρίμα και εις κατάκριμα».

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η πίστη. Και η πίστη που απαιτείται είναι η πίστη στο μυστήριο και στη δύναμή του.

Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα στο θέμα της θείας Ευχαριστίας. Δυστυχώς όμως είναι κάποιοι που επιμένουν να το συκοφαντούν και να αμφισβητούν την παράδοση και την εμπειρία της Εκκλησίας μας. Γι᾽ αυτό και το τονίζουμε για άλλη μία φορά ότι η θεία Κοινωνία είναι το υπέρτατο μυστήριο της Αγίας μας Εκκλησίας. Είναι μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, η οποία πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία σύμφωνα με τη δική του εντολή, να μεταλαμβάνουν οι μαθητές του το Σώμα του και το Αίμα του «εις ανάμνησίν» του, εις ανάμνηση της θυσίας του υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας, να μεταλαμβάνουν «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον» και εις διαρκή μαρτυρία ότι ο Χριστός είναι αυτός ο οποίος θυσιάσθηκε για να λυτρώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και να του χαρίσει τη ζωή.

Εάν έχουμε αυτή την πίστη, τότε δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε για το μυστήριο, τότε δεν μπορούμε να πιστεύουμε σε όλους αυτούς που συκοφαντούν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, λέγοντας ότι είναι επικίνδυνο στον καιρό της πανδημίας, γιατί δι᾽ αυτού μπορεί να μεταδοθεί ο κορωνοιός, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να απομακρύνουν τους πιστούς από τη θεία Κοινωνία, να τους απομακρύνουν από τον Χριστό και τον σύνδεσμό τους μαζί του, ο οποίος πραγματώνεται μέσω της θείας μεταλήψεως.

Ας μην ακούμε όσα συκοφαντικά δυστυχώς λέγονται, αλλά ας προσερχόμεθα με πίστη ότι κανένας ιός δεν μεταδίδεται με τη θεία Κοινωνία, όπως δεν μεταδόθηκε ποτέ είκοσι αιώνες τώρα. Και γι᾽ αυτό δεν υπάρχει λόγος να συζητούμε είτε για απαγόρευση του μυστηρίου είτε για οποιαδήποτε αλλαγή του τρόπου μεταδόσεώς του, όπως εισηγούνται ορισμένοι αδαείς περί την πίστη και την Εκκλησία.

Άλλωστε όσοι προσέρχονται στο μυστήριο έχοντας και την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή την αγάπη, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, διότι «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Όποιος, δηλαδή, αγαπά τον Χριστό και πιστεύει στην αγάπη του Χριστού που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία του ανθρώπου και θυσιάσθηκε για χάρη του, αυτός δεν μπορεί να πιστεύσει ότι κινδυνεύει από οτιδήποτε εξαιτίας του πόθου και της αγάπης του προς τον Χριστό και εξαιτίας της επιθυμίας του να είναι σύσσωμος και σύναιμος Χριστού μετέχοντας στο ιερό μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

Ας φροντίζουμε, λοιπόνμ να αξιοποιούμε τη μεγάλη τιμή που μας κάνει ο Χριστός με το μυστήριο της θείας Μεταλήψεως. Ας αξιοποιούμε τη μεγάλη τιμή να μας καλεί να τον υποδεχθούμε όχι απλώς στα χέρια μας, αλλά και μέσα στην ψυχή και το σώμα μας. Και ακόμη όχι μόνο να τον υποδεχθούμε αλλά να τον έχουμε «κατοικούντα και μένοντα» και αγιάζοντά μας με την παρουσία του.

Ας παραδειγματισθούμε από τον πόθο και την πίστη του γέροντος Συμεών που είδαμε σήμερα και ας μην παραλείπουμε να σπεύδουμε και εμείς προς συνάντηση του Κυρίου μας, αλλά και να μην παύουμε να τον ευχαριστούμε πάντοτε γιατί μας αξιώνει αυτής της μεγάλης τιμής, όχι μόνο να βλέπουμε το σωτήριό του, αλλά και να κοινωνούμε για την προσωπική μας σωτηρία.