Μητροπολίτης Σουηδίας: Ο απόστολος Παύλος δεν είναι ηθικολόγος, αλλά είναι θεολόγος και στηρίζει την ηθική του στη θεολογία

Του Μητροπολίτου Σουηδίας κ. Κλεόπα

Ο Απόστολος Παύλος στο δεύτερο μέρος της προς Ρωμαίους επιστολής του, που ανοίγει με το κεφάλαιο 12, το οποίο θα μάς απασχολήσει, απευθύνει στους πιστούς ηθικά παραγγέλματα και πρακτικές προτροπές, ώστε να ζουν τη χριστιανική ζωή με συνέπεια. Ο απόστολος Παύλος δεν είναι ηθικολόγος, αλλά είναι θεολόγος και στηρίζει την ηθική του στη θεολογία.

Ο καθένας μας έχει διαφορετικά χαρίσματα, ανάλογα με τη χάρη που του δόθηκε και ανάλογα με την πίστη του. Με το Βάπτισμα, που εντάσσει τους χριστιανούς στη νέα ζωή της πίστεως, το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα στις ψυχές τους και τους πλουτίζει με τα χαρίσματα. Το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τα χαρίσματα, δίνοντας στον καθένα το ανάλογο χάρισμα για την ωφέλεια όλων.

Στη συνέχεια, ο απόστολος αναφέρει ορισμένα χαρίσματα, ξεκινώντας από την προφητεία. Η προφητεία έχει δύο σημασίες. Είναι διδασκαλία που προλέγει τα μέλλοντα, αλλά και που αποκαλύπτει (εξηγεί) τα κεκρυμμένα. Ο λόγος για την προφητεία της Καινής Διαθήκης που εκδηλώθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει ότι «αν και η προφητεία είναι χάρη, δεν δίνεται τυχαία, αλλά σύμφωνα με το μέτρο εκείνων που την δέχονται».

«Διακονία», εξηγεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λέγεται κάθε εκκλησιαστικό έργο. Το αναλαμβάνουν ανάλογα με την πίστη τους οι απόστολοι, οι διάκονοι, οι βοηθοί των αποστόλων, οι δάσκαλοι κλπ. Κάθε διακονία συνδέεται με τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του υπήρξε πρώτος διάκονος και υπηρέτης. Ο ίδιος ο Κύριος δια του Αγίου Πνεύματος διανέμει τις διακονίες στους πιστούς του.

Χρέος του πιστού είναι να φέρει εις πέρας την διακονία του, με επιμέλεια και πληρότητα, για την οικοδομή της Εκκλησίας και για την δοξολογία του ονόματος του Θεού.

Στη συνέχεια της επιστολής, γίνεται λόγος για την «παράκληση», η οποία έχει πολλές σημασίες, όμως την έννοια της μπορούμε να την προσεγγίσουμε, αν τη συσχετίσουμε με το Άγιο Πνεύμα, που ονομάζεται Παράκλητος, επειδή ακριβώς δικό του έργο είναι η παράκληση. Εδώ, εξηγεί ο Χρυσόστομος και προσθέτει και ο Θεοδώρητος Κύρου, ότι πρόκειται για ένα είδος διδασκαλίας «για την προτροπή στην αρετή».

Μετά τις τρείς διακονίες που αναφέρθηκαν, προφητεία (κήρυγμα) – διδασκαλία – παράκληση, από αυτό το σημείο ο απόστολος αλλάζει την σύνταξη. Δεν αναφέρεται στην ποικιλία των χαρισμάτων, αλλά τονίζει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει οι χαρισματούχοι να διακονούν την Εκκλησία. Αυτός που έχει το χάρισμα να δίνει απλόχερα από τα αγαθά του, να μοιράζει τα δικά του σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Οφείλει, όμως, να επιτελεί το έργο αυτό με απλότητα, με γενναιοδωρία, χωρίς υστεροβουλία και συμφέρον, χωρίς υπερηφάνεια, χωρίς επίδειξη.

Ο Προϊστάμενος, αυτός δηλαδή που έχει διοικητική θέση στην Εκκλησία, οφείλει να επιτελεί την διακονία του με σπουδή, με ζήλο κι ενδιαφέρον. Ο Προφήτης Ιερεμίας αποκαλύπτει ότι είναι «επικατάρατος όποιος με αμέλεια επιτελεί τα έργα του Κυρίου». Γίνεται όμως αναφορά και σ’ εκείνον που ελεεί, δηλαδή αυτόν που δεν κάνει απλά μια ελεημοσύνη, αλλά συμπάσχει με τον πόνο των άλλων. Η διακονία της ελεημοσύνης πρέπει να γίνεται με χαρά και γλυκύτητα.

Αφού ο Απόστολος Παύλος παρήγγειλε στους χαρισματούχους, πώς να διαχειρίζονται τα διάφορα χαρίσματα, τώρα καταλήγει στο χάρισμα της αγάπης, το οποίο αποτελεί το κατεξοχήν γνώρισμα της χριστιανικής κοινωνίας. Τονίζοντας ο απόστολος τον κίνδυνο της υποκρισίας, συνιστά στους Ρωμαίους, η αγάπη τους να είναι ανυπόκριτη, η οποία εκφράζεται με έργα θυσίας και προσφοράς. Επισημαίνει, επίσης, ότι οι χριστιανοί πρέπει να αποφεύγουν την πονηρία και την κακία και να είναι προσκολλημένοι και προσηλωμένοι στο αγαθό.

Ακολουθεί η καταγραφή της προτροπής προς τους πιστούς, ν᾽ ακούν τους άλλους πιστούς ως φιλόστοργοι αδελφοί. Η φιλαδελφία δεν έχει τόσο πλάτος, όσο έχει βάθος. Οι πιστοί κατά την άσκηση της φιλαδελφίας πρέπει να είναι και φιλόστοργοι. Η φιλοστοργία δίνει ένταση, θέρμη και τρυφερότητα στην αγάπη. Η στοργή, κατά τον Μ. Βασίλειο, καθιστά «διάπυρη, φλογερή την διάθεση του αγαπώντος προς τον αγαπώμενο». Την διάθεση αυτή πρέπει να ενισχύει και η τιμή προς το πρόσωπο του κάθε αδελφού, υπό την προϋπόθεση ότι βλέπουμε γνήσια ταπεινοφροσύνη αποδίδουμε την τιμή, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την ενότητα της Εκκλησίας.

Κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο, ο Απόστολος Παύλος υπενθυμίζει ότι όλοι οι πιστοί πρέπει να δείχνουν προθυμία και ζήλο για κάθε θεάρεστο έργο. Ο θερμός πόθος για τον Κύριο και το έργο Του κρατά τους πιστούς σε εγρήγορση και ακατάπαυστη δραστηριότητα. Προϋπόθεση για να επιτύχει ο πιστός όλα αυτά είναι να έχει ελπίδα, η οποία αποτελεί τον αρραβώνα του Πνεύματος, την πρόγευση της σωτηρίας. Η χαρά που δίνει η ελπίδα είναι και το όπλο για την αντιμετώπιση των πειρασμών. Ο χριστιανός, έχοντας την χαρά και την ελπίδα του Αγίου Πνεύματος, αντιμετωπίζει τις θλίψεις με υπομονή, αντοχή και χαρά. Την θεία υπομονή που οδηγεί στην σωτηρία και την λύτρωση!