Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Ποικιλόμορφες πανδημίες

Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

Το να ασχολείται κανείς με έντονα ποιμαντικά και κοι­νωνικά ζητήματα είναι, κατά κάποιο τρόπο, ριψοκίνδυνο. Είναι προτιμότερο να μην αγγίζη κανείς τέτοια ζητήματα και να ασχο­λείται απλώς με αδιάφορα θέματα, αλλά, τελικά, και αυτό είναι ατελέσφορο.

Ως υπεύθυνος εκκλησιαστικός ποιμένας χρειάζεται να λαμ­βάνω αποφάσεις και να διατυπώνω τις σκέψεις μου, για διά­φορα κρίσιμα ζητήματα για να ενη­μερώνω τους Χριστιανούς. Αν είναι κανείς ασκητής στην έρημο του Αγίου Όρους ίσως δεν χρειαζόταν να κάνη παρεμβάσεις, αλλά να λέη τον λόγο σε αυτούς που τον ερωτούν, κατά το «είπε Γέρων». Όμως, η ποιμαντική διακονία έχει υποχρεώσεις και καθήκοντα έναντι των Χρι­στιανών που ποιμαίνονται.

Έτσι, πριν λίγο καιρό έγραψα μια Εγκύκλιο για τους Κληρικούς της Ιεράς Μητροπόλεώς μου, για να μη υπάρξουν σοβαρά κρούσματα μεταξύ των Ιερέων, και να μη επεκταθή το «κακό» αυτό στο πλήρωμα της Εκκλησίας και οι Χριστιανοί να αποδώσουν την διάδοση της νόσου στους Κληρικούς. Όσοι ασχολούνται με το κοινωνικό και εκκλησιαστικό έργο πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα τους. Θα ήταν παράλογο οι Ιατροί στα Νοσοκομεία να κάνουν εγχειρήσεις ή άλλες θεραπείες και να μη λαμβάνουν τα απαραίτητα προφυλα­κτι­κα μέτρα.

Όμως, κάθε λόγος έχει και τον αντίλογο, κατά το λόγιο «λόγω παλαίει πας λόγος», αφού οι αν­θρω­ποι έχουν διάφορες απόψεις τις οποίες επενδύουν με θεο­λογικά ή παραθεολογικά, επιστημονικά ή παραεπι­στη­μονικά επιχειρήματα. Έτσι, εγράφη­σαν διάφορα κείμενα, άλλα με σεβα­σμο και άλλα με απρεπή υβριστικό τρόπο και λόγο, για να φανερωθή και η ύπαρξη του παρανοιού, μαζί με τον κορωνοιό.

Δεν θέλησα να απαντήσω σε καθένα από αυτά ξεχωριστά, αν και δεν ήταν δυσχερές, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα έκανα κανένα άλλο έργο, αλλά και γιατί, το κυριότερο, στα θέματα και στα ερωτήματα που θέτουν, οι απαν­τήσεις βρι­σκονται μέσα στο ίδιο το κείμενο που κρίνουν και δεν θε­λησαν να δούν! Είναι και αυτό ένα πρόβλημα της εποχής μας, που κάποιοι ερωτούν για θέματα που έχουν ήδη απαντηθή στο κείμενο που υποτίθεται ότι έχουν διαβάσει και κρίνουν!! Πρόκειται περί πνευματικής ασθένειας και αυτό συνιστά την ύπαρξη ποικιλόμορφων πανδημιών, ακόμη και μέσα στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας.

Εν πάση περιπτώσει με το κείμενό μου αυτό δίνω κάποιες επε­ξη­γήσεις που αφορούν την Εγκύκλιο για τον τρόπο αντιμε­τωπίσεως του κορωνοιού και της ασθένειας που προκαλείται από αυτήν, η οποία δεν είναι «μια απλή γριππούλα»!

1. Ως Μητροπολίτης της Εκκλησίας στηρίζομαι στις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, γιατί δεν μπορώ να αποστασιοποιηθώ από αυτήν, γιατί διαφορε­τικά θα ήμουν παραβάτης των υποσχέ­σεων που έδωσα.

Όλοι οι Επίσκοποι πριν την χειροτονία μας εις Επίσκοπον δώσαμε υπόσχεση ότι θα υπακούουμε στην Εκκλησία: «Πείσομαι δε εσαεί και προθύμως εν τοις εκκλησιαστικοίς και τη Ιερά Συνόδω ως ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή». Και πριν αναλάβουμε την διοίκηση της Ιεράς Μητροπόλεως δώσαμε την διαβεβαίωση ότι θα φυλάττουμε τους νόμους του Κράτους.

Εννοείται ότι αν θεωρήσουμε ότι η Ιερά Σύνοδος υπερβαίνει την αρμο­διότητά της σε μια απόφασή της έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση να απευθυνθούμε στην Ιερά Σύνοδο και να δια­τυπώσουμε την άποψή μας με θεολογικά και εκκλησιαστικά επιχειρήματα, εκκλησιαστικό ήθος και φρόνημα και να αναμένουμε την απάντησή της.

Συνιστά άηθες ήθος και σοβαρή απρέπεια κυρίως για εμάς τους Κληρικούς να σχολιάζουμε και να επικρίνουμε δημοσίως τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, γιατί εκτός των άλλων, γινόμαστε αίτιοι εκκλησιαστικού σχίσματος.

Το επιχείρημα του διχασμού, ότι, δηλαδή, η Ιερά Σύνοδος με τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει διχάζει το πλήρωμα της Εκκλησίας, είναι επιπόλαιο. Με αυτό θεωρείται ότι όσοι επικαλούν­ται τις αποφάσεις των Συνοδικών Οργάνων, και των Παγκόσμιων Οργανισμών Υγείας, και άλλων Παγκόσμιων Κεν­τρων διχάζουν τον λαό, ενώ όσοι αντιδρούν σε τέτοιες αποφάσεις αγωνίζονται για την ενότητα της Εκκλησίας και της κοινωνίας!!

Θα αναφερθώ σε αυτό πιο κάτω, αλλά διχάζουν τον λαό όσοι δεν δέχονται στην πράξη τον ιερό θεσμό της Εκκλησίας εν ονόματι του υποτιθέμενου χαρίσματός τους. Μάλιστα όσοι ενεργούν με την μορφή των «καπετανάτων» μέσα στην Εκκλησία πρέπει να μη ξεχνούν ότι αργά ή γρήγορα λειτουργεί ο αδήριτος «πνευματικός νόμος».

Να θυμηθώ τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Έγραψα τη εκκλησία· αλλ’ ο φιλοπρωτεύων αυτών Διοτρεφής ουκ επιδέχεται ημάς» (Γ΄ Ιω. 9). Πολλοί φιλοπρωτεύοντες και αλαζόνες έχουν αναπτυχθή στην Εκκλησία. Δυστυχώς!

2. Τι να πω για τα επιχειρήματα μερικών ότι και οι Σύνοδοι κάνουν λάθη, και αναφέρονται σε «Ληστρικές» Συνόδους;

Βεβαίως, υπάρχουν Σύνοδοι που κάνουν λάθη, και αυτό οφείλεται στα μέλη που τις συγκροτούν. Η Σύνοδος είναι ένας χαρισματικός θεσμός, όπως φαίνεται στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα το 48 μ.Χ., που αποτελείτο από θεου­μένους-χαρισματούχους Αποστόλους, οι οποίοι μετέ­χουν της Πεν­­τηκοστής. Όταν υπάρχουν Σύνοδοι στις οποίες δεν συμμε­τέχουν χαρισματούχοι, ή τα μέλη τους δεν ακολουθούν τους θεουμένους, μπορεί να κάνουν λάθη.

Το θέμα, όμως, είναι το ποιος κρίνει αν μια Σύνοδος υπέ­πεσε σε λάθη. Μπορεί ο καθένας, ο άγευστος της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος μάλιστα σκέπτεται πολιτικά αντί για θεολογικά, να αποφαίνεται ως Πάπας ότι η Σύνοδος έκανε λάθος και να την κηρύττη αιρετική;

Αυτό γίνεται συνοδικά, όπως το βλέπουμε σε όλη την εκκλησιαστική ιστορία. Από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) μέχρι την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) πέρασαν 56 χρόνια με αγώνες, συνεκλήθησαν περίπου 30 Σύνοδοι που κατήρτισαν διάφορα «Σύμβολα» και τελικά η Β΄ Οικουμε­νική Σύνοδος καθόρισε την τελική μορφή του «Συμβόλου της Πίστεως». Έπρεπε στην συνέχεια να έλθη η Γ΄ Οικουμενική (431) για να επιβάλη τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων Α΄ και Β΄.

Επειδή συνήθως γίνεται λόγος για «Ληστρικές» Συνόδους, πρέπει να σημειωθή ότι την 1η Αυγούστου 449 συνήλθε στην Έφεσο Σύνοδος για να αναιρέση την απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 431 με το να αθωώση τον Ευτυχή και να καταδικάση τον Πατριάρχη Φλαβιανό. Αυτή η Σύνοδος έγινε μέσα σε μια ατμόσφαιρα βίας και τρομοκρατίας και γι’ αυτό ονομάσθηκε «Ληστρική».

Όμως, υπήρξε κατακραυγή εναντίον της Συνόδου αυτής και διατυπώθηκε γενικά αίτημα να ακυρωθούν οι αποφάσεις της από άλλη Σύνοδο. Έτσι, συνήλθε Σύνοδος στην Ρώμη από τον Ρώμης Λέοντα το 449 που κατεδίκασε την «Ληστρική» Σύνοδο και στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη Ανατόλιο το 450 που κατεδίκασε τον Ευτυχή και τους ομόφρονές του. Τελικά συνήλθε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 451 στην Χαλκηδόνα που απεκατέστησε τα πράγματα και δογμάτισε απλανώς.

Αυτό σημαίνει ότι οι εσφαλμένες Συνοδικές αποφάσεις αναιρούνται από άλλες Συνόδους. Φυσικά υπάρχουν αντιδράσεις σε εσφαλμένες αποφάσεις, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονται συνοδικώς.

Όσοι είναι θεούμενοι γνωρίζουν και τον τρόπο για να διορ­θώνουν μια εσφαλμένη Συνοδική απόφαση, και μάλιστα σε δογματικά θέματα. Αυτό μας το έδειξε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος για να ανατρέψη εσφαλμένες αποφάσεις σε κρίσιμα θεολογικά θέματα χρησιμο­ποίησε την ίδια την δομή της Εκκλησίας.

Με την σύμπραξη του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρο­νίου συγκροτήθηκε Σύνοδος που κατεδίκασε τον Μονοθελητισμό, και στην συνέ­χεια με την συνδρομή και σύμπραξη του Πάπα Ρώμης Μαρτίνου καταδικά­σθηκε συνοδικά ο Μονοθελητισμός στο Λατερανό, όπως το ίδιο έγινε και στην Βόρεια Αφρική. Στην συνέχεια η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος, που βασίσθηκε στην θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού και του Πατριάρ­χου Ιεροσολύμων Σωφρονίου δογμάτισε θεοπνεύστως για τις δύο θελήσεις στον Χριστό και κατεδίκασε τον Μονοθε­λητισμό.

Ακόμη, πρέπει να ξέρουμε ότι τις αποφάσεις στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438/39 τις έκρινε ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο λαός, αλλά έπρεπε να καταδικασθούν και συνοδικά, κάτι που έγινε από την Σύνοδο το 1484. Δεν μπορεί, δηλαδή, ο καθένας να συμπε­ριφέρεται αυταρχικά, αυτόνομα, αντιεκκλησιαστικά, κατά τρόπο παπικό, ούτε να επι­κα­λείται την ατομική του συνείδηση, παραθεωρώντας την εκκλη­σιαστική συνείδηση, όπως διατυπώνε­ται συνοδικά.

3. Στην Εγκύκλιό μου χρησιμοποίησα λόγους του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου για τους Χριστιανούς εκείνους, πολλώ δε μάλλον τους Κληρικούς, οι οποίοι σε καιρό πανδημίας δεν λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης του εαυτού τους και των άλλων. Ο λόγος του αγίου Νικοδήμου είναι σαφέστατος. Φυσικά αυτό ισχύει και για άλλα αμαρτήματα στα οποία ο Πνευματικός θα επιβάλη διάφορα μέτρα για την θεραπεία των πνευματικά νοσούντων μελών.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην Παλαιά Διαθήκη προβλέπονται διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες όσοι ήταν ασθενείς από την λέπρα έπρεπε να απομακρύνονται όχι μόνον από την λατρευτική ζωή στην κοινή λατρεία, αλλά και από την ίδια την κοινωνία και να ζούν σε ερημικές τοποθεσίες. Ο Χριστός θεράπευσε μερικούς λεπρούς, αλλά δεν απήλλαξε την ανθρωπότητα από την λέπρα, πράγμα που το έκανε διά μέσου των επιστημόνων της εποχής μας. Ποιος μπορεί να αρνηθή αυτήν την πραγμα­τι­κο­τητα;

Και, βέβαια, οι λεπροί απομακρύνονταν και από την λα­τρεία των Ιουδαίων, αργότερα και από τους Ιερούς Ναούς, κατά την περιγραφή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, γιατί μπορούσαν να κολλήσουν τους άλλους εκκλησιαζομένους. Αν ο άνθρωπος, και μάλιστα οι άγιοι, που είναι Ναός του ζώντος Θεού και είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, μολύνεται από από τον κάθε ιο, δεν θα μολυνθούν οι τοίχοι, οι πέτρες και τα δάπεδα των Ιερών Ναών; Ακριβώς γι’ αυτό καθαρίζουμε τους Ιερούς Ναούς.

Κάποιος φίλος μου υπέδειξε μια εντολή του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη που αφορά την προστασία του ανθρώπου από την μόλυνση της ασθένειας της λέπρας. Πρόκειται για το δέκατο τρίτο κε­φάλαιο του Λευιτι­κού, στο οποίο καταγράφεται ο τρόπος που θα γίνεται η διάγνωση της λέπρας και για τα μέτρα που πρέπει να λαμ­βάνονται από την κοινότητα για την προφύλαξη από την λε­πρα, ώστε να μη μολυνθούν και άλλοι, και αυτό ήταν εντολή του Θεού στον Μωϋσή.

Στο κεφάλαιο αυτό, λοιπόν, του Λευιτικού γίνεται λόγος για διά­γνωση που θα γίνεται από τους Ιερείς για την απομόνωση των λεπρών που θα γίνεται για επτά ημέρες και αν χρειασθή για άλλες επτά ημέρες (καραντίνα) και πολλά άλλα. Μάλιστα, ο Ίδιος ο Θεός καθορίζει το να προφυλάσσεται το στόμα του λεπρού (κάτι σαν μάσκα), να ονομάζεται ακάθαρτος ο λεπρός και όσο χρόνο διαρκεί η λέπρα πρέπει να ζη μόνος του και η διατριβή του να είναι έξω από το στρατόπεδο.

Γράφεται: «Και ο λεπρός εν ω εστιν η αφή (έχει λέπρα), τα ιμάτια αυτού έστω παραλελυμένα και η κεφαλή αυτού ακά­λυπτος, και περί το στόμα αυτού περιβαλέσθω, (να είναι σκεπασμένο), και ακάθαρτος κε­κλήσεται· πάσας τας ημέρας, όσας εάν η επ’ αυτόν η αφή (όσο διαρκή η λέπρα του), ακάθαρτος ων ακάθαρτος έσται, κεχωρι­σμένος καθήσεται, έξω της παρεμβολής αυτού έσται η διατρι­βη» (Λευιτ. 13, 45-46).

Προφανώς, δεν επετρέπετο λεπρός να παρευρίσκεται και πλησίον της Σκηνής του Μαρτυρίου στην οποία κατέβαινε η δόξα Κυρίου, δηλαδή ο Κύριος της δόξης, ο Άσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού! Και, βέβαια, δεν υπήρχαν τότε οι καινοφανείς και κενοφανείς ιδέες περί «θεοειδούς προσώπου».

4. Όσοι είναι εναντίον των προφυλακτικών μέτρων για την ασθένεια που προκαλεί ο κορωνοιός και εναντίον του εμβολίου επικαλούνται διάφορες απόψεις συγχρόνων θεου­μένων μοναχών, κυρίως του αγίου Παισίου, ο οποίος δήθεν είπε κάτι προφορικώς ή ανευρίσκεται λόγος του στα ήδη κυκλοφο­ρούντα βιβλία, που διαβάζονται με επιλεκτικό τρόπο, εναντίον των εμβολίων.

Κατ’ αρχήν εκφράζω την έντονη δυσφορία μου, γιατί με τέτοια σαθρά επιχειρήματα φέρουν τους αγίους σε αντιπαράθεση με τον θεσμό της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί οι άγιοι όσο ζούσαν σέβονταν τον Συνοδικό θεσμό της Εκκλησίας, ακόμη και όταν έπρεπε να ασκήσουν κάποια θεραπευτική κριτική, εκοιμήθηκαν εντός της Εκκλησίας, και η ίδια η Εκκλησία που αποφασίζει συνοδικά τους ενέταξε στο αγιολόγιό της.

Οι άγιοι ανήκουν στην Εκκλησία και όχι σε επιμέρους «ομάδες» και «ομαδούλες», αλλά δοξάζονται στην Εκκλησία και από την Εκκλησία. Οπότε είναι παράδοξο να θέτη κανείς τον άγιο Παίσιο σε αντιθετική θέση με την Εκκλησία, η οποία είναι ένας χαρι­σματικός θεσμός.

Έπειτα, επικαλούνται μερικοί τους λόγους του αγίου Παι­σίου, τον οποίον δεν γνώρισαν προσωπικά ή τον είδαν δυό-τρεις φορές στην ζωή τους. Και διερωτώμαι: Πως με τις ελάχιστες φορές που τον είδαν, κατάλαβαν τα πάντα, δηλαδή προφητείες, αντιθέσεις στην επιστήμη, στην Εκκλησία κλπ., ενώ άλλοι που τον γνώρισαν για πολλά χρόνια και έχουν καλύτερη γνώση των όσων έλεγε και έπρατ­τε ο άγιος Παίσιος δεν κατάλαβαν ή δεν άκουσαν τίποτε από όλα αυτά;

Αναφέρομαι στον Ιερομόναχο π. Παίσιο, τον πνευματικό Πατέρα της Αδελφότητος της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιλαρίωνος στους Προμάχους Αλμωπίας, που ήταν από τα πιο στενά πνευμα­τικά του παιδιά και όμως έκανε το εμβόλιο μαζί με τις αδελφές της Ιεράς Μονής. Όπως, επίσης, αναφέρομαι στις μοναχές του Ιερού Ησυχαστηρίου του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Σουρωτή, οι οποίες τον είχαν για χρόνια Γέροντα και στο Ησυ­χαστήριο αυτό παραμένει ο τάφος του, και οι οποίες εμβολιά­στηκαν, προφανώς γιατί γνώριζαν καλύτερα την σκέψη του αγίου Παισίου. Το ίδιο ισχύει και για τον π. Χριστόδουλο που γνώρισε τον άγιο Παίσιο και είναι ο πρώτος βιογράφος του.

Θα μπορούσα να προσθέσω και την δική μου μαρτυρία. Γνώριζα τον άγιο Παίσιο από το έτος 1974 μέχρι την κοίμησή του, και από το έτος εκείνο πήγαινα στην καλύβη του πολλές φορές τον χρόνο για να τον συμβου­λεύομαι σε θέματα προσω­πικά και εκκλησιαστικά, και κάθε φορά ήμουν μαζί του πολλές ώρες. Ποτέ δεν μου είπε διάφορες προφητείες και μάλιστα αναφερόμενες σε γεωπολιτικά θέματα, αντίθετα μάλιστα μου έλεγε ότι το μεγα­λύτερο προφητικό χάρισμα είναι το να καταλάβη κανένας ποιος είναι ο δρόμος της σωτηρίας του. Ποτέ δεν μου είπε επικριτικό λόγο εναντίον της Εκκλησίας και των αποφάσεών της, αντίθετα, μάλι­στα, μου συνιστούσε να αγαπώ την Εκκλησία και να μη απομα­κρύνομαι από αυτήν.

Και φυσικά ποτέ δεν τον ερώτησα για γεωπολιτικά, στρατηγι­κα και επιστημονικά θέματα, γιατί με ενδιέφερε να ακούω την γνώμη του και την συμβουλή του για το τι πρέπει να κάνω για να ζω ως Χριστιανός και Κληρικός, όπως θέλει η Εκ­κλη­σία.

Γι’ αυτό διερωτώμαι για το πως μερικοί με δυό-τρεις επισκέψεις τους στον άγιο Παίσιο διδάχθηκαν από αυτόν τόσες προφητείες και άκουσαν τόσες απόψεις για την Εκκλησία, την Επιστήμη κλπ.;

5. Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι πρωτίστως θέμα ιατρικό και στην συνέχεια πολιτικό. Οι Παγκόσμιοι Οργανισμοί λαμβάνουν τις αποφάσεις τους και οι κατά τόπους υγιειονομικές Επιτροπές εισηγούνται τα δέοντα στην Πολιτεία.

Η Ιερά Σύνοδος για ιατρικά θέματα πρέπει να σέβεται τις αποφάσεις των ειδικών και να θεολογή για θέματα της αρμοδιότητός της. Ποτέ μέχρι τώρα δεν ερωτήθηκε η Εκκλησία από τους Χριστιανούς, ούτε απεφάσισε για τα εμβόλια που παίρ­νουμε για διάφορες ασθένειες από την μικρή μας ηλικία, ούτε επίσης και για τα φάρμακα που λαμβάνουμε σε καθημερινή βάση.

Φυσικά, οι Επιστήμονες Ιατροί μπορούν να ασκούν κριτική με επιστημονικά επιχειρήματα για διάφορες τεχνικές και αυτό πρέπει να γίνεται στα επιστημονικά τους όργανα, μπορούν να βοηθούν στην επίλυση διαφόρων θεμάτων, να εκφέρουν τις επι­στη­μονικές τους απόψεις, ώστε να προχωρή η ιατρική επιστήμη. Άλλωστε, η ιατρική επιστήμη δεν είναι Θρη­σκεία με αλάθητα δόγματα, γι’ αυτό προχωρεί με πειράματα, ανα­θεωρεί τις απόψεις της, αποσύρει κατά καιρούς φάρμακα ως καρκινογόνα κλπ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα αρνήται κανείς κάθε ανακάλυψη της επιστήμης για το καλό των ανθρώπων, αφού προηγουμένως υπέστη την βάσανο της έρευνας. Φυ­σικά και η επι­στήμη έχει τα όριά της.

Παλαιότερα υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι στην καθιέρωση του αυτοκινή­του, του αεροπλάνου, της ηλεκτρικής ενέργειας, των σιδηροδρό­μων, των διαφόρων μηχανών και τελικά με την κριτική και την προσπάθεια, όλα βελτιώθηκαν και όλα τα χρησιμοποιούμε σήμερα.

Εμείς ως Κληρικοί και Χριστιανοί ευχαριστούμε και ευγνωμονούμε τους επιστήμονες που έκαναν ευκολότερο τον τρόπο διαβιώσεώς μας και αύξησαν το προσδόκιμο όριο ζωής, ώστε να βελτιωνόμαστε πνευματικά καθημερινά, να βοηθούμε τους άλλους, να εξυπηρετούμε τους αν­θρώπους και να προε­τοιμαζόμαστε για την επάνοδό μας στην ουράνια Πατρίδα.

Δεν μπορώ, όμως, να καταλάβω την δαιμονοποίηση της επι­­στήμης και των επιτευγμάτων της από ανθρώπους που την αγνοούν και δεν ασχολούνται με τον πραγματικό τους σκοπό, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω τον δαιμονιώδη τρόπο αντιδράσεως μερικών Χρι­στια­νων, που συνδέουν τα πάντα με τον Αντίχριστο, ενώ οι ίδιοι κάνουν παράχρηση του διαδικτύου, που κατά άλλους ή τους ιδίους θεω­ρείται ως η συνισταμένη της «νέας εποχής». Με προ­βλη­ματίζει εν­το­να το πρόβλημα του «κολλήματος», το να κολλά κανείς σε διάφορες απόψεις, που στην ψυχιατρική γλώσσα λε­γεται «έμμο­νες ιδέες» ή «έμμονες πεποιθήσεις». Έτσι, δυστυχώς, μαζί με τα κωλύματα των Κληρικών, έχουμε και τα «κολλήματα» των Κληρι­κων, μοναχών και Χριστιανών.

6. Το βασικό έργο των Κληρικών είναι η ομολογία της πίστεως και η ποιμαντική διακονία των ανθρώπων και υπάρχει σχέση μεταξύ τους, γιατί η ομολογία της πίστεως, η θεολογία, είναι το αληθινό κριτήριο της ποιμαντικής. Έτσι, θεολογία χωρίς ποιμαντική είναι στοχασμός και ποιμαντική χωρίς θεολογία είναι εκκοσμικευμένη διακονία.

Παρατηρώ ότι συνεχώς στην ποιμαντική μας διακονία υφίσταται μια εκκοσμίκευση. Πολλοί Κληρικοί ασχολούνται με αλλότρια της αποστολής τους έργα. Ο βασικός σκοπός της ποιμαντικής διακονίας είναι να οδηγήσουν τους ανθρώπους στον Χριστό, διά της Εκκλησίας, ώστε να ενεργοποιηθή η νοερά ενέργεια της ψυχής τους και να αναζωπυρωθή η Χάρη του βαπτίσματος και του χρίσματος που υπάρχει στο βάθος της καρδιάς των Χριστιανών, όπως διδάσκει ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής.

Οι Απόστολοι κήρυτταν «Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον.» (Α΄ Κορ. β΄, 2) και ομιλούσαν για μετάνοια που είναι προϋπόθεση μεθέξεως της Βασιλείας του Θεού, έκαναν λόγο για τον «έσω άνθρωπον» (Ρωμ. ζ΄ 22, Β΄ Κορ. δ΄16, Εφ. γ΄ 16). Ο Απόστολος Πέτρος γράφει: «ων έστω ουχ ο έξωθεν εμπλοκής τριχών και περιθέσεως χρυσίων η ενδύσεως ιματίων κόσμος, αλλ’ ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύματος, ο εστιν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α΄ Πετρ. γ΄, 3-4).

Δυστυχώς, πολλοί σημερινοί Κληρικοί αφήσαμε αυτό το έργο που είναι «ενώπιον του Θεού πολυτελές», αυτόν «τον κρυπτόν εν τη καρδία άνθρωπον» και ασχολούμαστε με όλα τα άλλα έργα που είναι εξωτερικά, λεπτομερειακά και δεν αντέχουν στην αιωνιότητα.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, συγκρίνοντας την σωματική θεραπεία που εξασκούν οι ιατροί, με την ποιμαντική θεραπεία, γράφει ότι η πρώτη (σωματική θεραπεία) ασχολείται με αυτά που φαίνονται στο σώμα, ενώ η δεύτερη (πνευματική θεραπεία) ασχολείται με αυτά που είναι στο βάθος της καρδιάς. Γράφει: «ημίν δε περί τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον η πάσα θεραπεία τε και σπουδή, και προς τον ένδοθεν ημίν αντιπολεμούντα και αντιπαλαίοντα η μάχη, ος ημίν αυτοίς όπλοις καθ’ ημών χρώμενος, το δεινότατον, τω της αμαρτίας θανάτω δίδωσιν».

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο προοίμιο του βιβλίου «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» αναφέρεται στο ποιο είναι το έργο των Κληρικών, αλλά και των Χριστιανών.

Στην αρχή γράφει ότι ο Θεός «με το βάπτισμα εγκατέσπειρε μέσα στις καρδιές μας σαν θεικό σπόρο την τέλεια χάρη του Παναγίου Πνεύματός Του και μας έδωσε, κατά το θείο ευαγγελιστή, εξουσία, ώστε και τις ζωοποιούς Του εντολές σύμφωνα με τις αλλαγές της πνευματικής μας ηλικίας να εφαρμόζομε και με την εκτέλεσή τους να διατηρήσομε άσβηστη μέσα μας τη χάρη» (Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, 1984, μετάφραση Αντ. Γ. Γαλίτης).

Στην συνέχεια γράφει: «Αλοίμονο! Είναι χρήσιμο εδώ να στενάξομε πικρά, κατά το θείο Χρυσόστομο. Τόση χάρη απολαύσαμε και τόση ευγένεια αξιωθήκαμε, ώστε η ψυχή μας καθαρμένη από το Πνεύμα κατά το Βάπτισμα να λάμπει περισσότερο από τον Ήλιο, κι αφού οι ανόητοι δεχτήκαμε αυτή τη θεικότατη λαμπρότητα, τόσο από την άγνοια και, περισσότερο, σκοτισμένοι από τη ζάλη των βιοτικών φροντίδων, παραχώσαμε σε τέτοιο βαθμό τη χάρη κάτω από τα πάθη, ώστε κινδυνεύει να σβήσει τελείως μέσα μας το Πνεύμα του Θεού».

Γι’ αυτό με την όλη εκκλησιαστική ζωή «ο νούς και η καρδιά λίγο-λίγο καθαίρονται κι ενώνονται μεταξύ τους· κι όταν καθαρθούν κι ενωθούν το ένα με το άλλο, από τότε κατορθώνονται ευκολότερα οι σωστικές εντολές, από τότε ξαναανατέλλουν στην ψυχή οι καρποί του Πνεύματος και επιδαψιλεύεται στον άνθρωπο όλο το πλήθος των αγαθών. Και για να πω με συντομία, από εδώ είναι δυνατό να επανέλθομε στην τέλεια χάρη του Πνεύματος που μας δωρήθηκε από την αρχή κατά το Βάπτισμα, και που υπάρχει βέβαια μέσα μας, αλλά τα πάθη την έχουν καταχώσει, όπως η στάχτη τη σπίθα· θα ξαναλάμψει σκορπώντας τις λάμψεις της ως πέρα, θα την θεαστούμε, θα φωτιστούμε στο νού και στη συνέχεια θα τελειοποιηθούμε και θα θεωθούμε με κατάλληλο τρόπο».

Αναλύει δε ακολούθως ότι αυτό θα το βρη ο άνθρωπος στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών».

Δυστυχώς, στις ημέρες μας, ακόμη και πνευματικοί πατέρες που έχουν κάποια πνευματική εμπειρία, εξασκούν μια εκκοσμικευμένη ποιμαντική, δηλαδή άφησαν αυτό που είναι «ενώπιον του Θεού πολυτελές» και αναφέρεται «στον έσω εν τη καρδία άνθρωπον» και ασχολούνται με αλλότρια έργα, πράγμα που είναι μια καταστροφική εκκλησιαστική πανδημία, αφού αφήνουν να εργάζεται μέσα στο βάθος της καρδίας ένας θανατηφόρος ιός με αιώνιες συνέπειες.

Ζούμε σε δύσκολη εποχή στην οποία παρά την ανάπτυξη της επιστήμης, πολλοί άνθρωποι διακατέχονται από νοοτροπία της αστρο­μαν­τίας, αστρολογίας, παραψυχολογίας και παραθεολογίας. Γι’ αυτό, όπως συνιστούσε ο Μέγας Αντώνιος, ο καθηγητής της ερήμου, «ευχών χρεία».

Πρέπει να ευχόμαστε να έχουμε «γρήγορον νούν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν», για να μη πέσουμε σε σχίσματα και αιρέσεις, που συνιστούν τις ποικιλόμορφες κοινωνικές και εκκλησιαστικές πανδημίες. Χρειαζόμαστε νηφαλιότητα, διάκριση, ψυχική και διανοητική ισορροπία, γιατί, κατά τον αββά Ποιμένα «τα υπέρμετρα πάντα των δαιμόνων εισίν».

Προ παντός δεν πρέπει να διασπούμε την ενότητα μεταξύ του ιερού θεσμού της Εκκλησίας και των χαρισμάτων, αλλά αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθώ με προσεχές κείμενό μου, γιατί το θεωρώ άκρως σοβαρό και επίκαιρο.