Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Μνήμη π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

Σήμερα 1 Νοεμβρίου 2021 συμπληρώνονται είκοσι έτη από την κοίμηση του διακεκριμένου καθηγητού και διδασκάλου π. Ιωάννου Ρωμανίδη, που συνέβη την 1η Νοεμβρίου 2001 στην Αθήνα.

Η γνωριμία μαζί του στην αρχή έγινε μέσα από προφορικές διδασκαλίες του και τα κείμενά του της δεκαετίας του ’70 και έπειτα, από το 1987 μέχρι την κοίμησή του, είχα στενή επικοινωνία μαζί του. Μετά την συνταξιοδότησή του από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης έμεινε στην Αθήνα, σχεδόν μόνος του, και είχαμε συχνή προσωπική και τηλεφωνική επικοινωνία, επειδή τότε υπηρετούσα ως Ιεροκήρυξ και διευθυντής Νεότητος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Μάλιστα, το έτος 1995, με πρότασή του, μαζί διδάξαμε σε Σεμινάριο στον Καναδά, παρουσιάζοντας την θεραπευτική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε Κληρικούς που προέρχονταν απ’ όλες τις κανονικές δικαιοδοσίες της Αμερικής. Επί τρεις ημέρες οι δυό μας παραδώσαμε μαθήματα ορθοδόξου θεολογίας. Το ίδιο έγινε και το έτος 1997, πλησίον της Ατλάντα, με την επιπρόσθετη παρουσία και του π. Γεωργίου Μεταλληνού.

Γνώρισα τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, αφού είχα διαβάσει τα έργα πολλών Πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως των Καππαδοκών Πατέρων, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των ησυχαστών Πατέρων της Φιλοκαλίας, και διέκρινα ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης εξέφραζε την διδασκαλία τους. Δηλαδή, η διδασκαλία του ήταν η διδασκαλία της Εκκλησίας ως ταυτότητα εμπειριών μεταξύ των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων. Πάντοτε αισθανόμουν την εύνοια του Θεού που τον γνώρισα και συνδέθηκα στενά μαζί του μέχρι την κοίμησή του.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης στο τέλος της ζωής του, και συγκεκριμένα το έτος 1997, με αίτησή του, ενεγράφη στον κατάλογο των Κληρικών της Μητροπόλεώς μας, χωρίς να λαμβάνει μισθό. Μέχρι τότε ήταν εγγεγραμμένος ως Κληρικός στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Ζήτησα το απολυτήριό του από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής και τον ενέγραψα στην Μητρόπολή μου.

Έκτοτε, δημοσίευσα πολλά κείμενα και μέχρι τώρα τέσσερεις τόμους, παρουσιάζοντας την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, καθώς επίσης στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου το έτος 2011 διοργανώσαμε και θεολογικό Συνέδριο προς τιμή του με την συμμετοχή πολλών θεολόγων Καθηγητών, τα Πρακτικά του οποίου εξεδόθησαν από την Μητρόπολή μας.

Με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 20ετίας από την κοίμησή του, δημοσιεύω ένα σύντομο κείμενο για τον κορυφαίο αυτό δογματικό θεολόγο της εποχής μας, το οποίο συμπεριλήφθηκε στην «Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια», τόμος 12ος.

Ρωμανίδης Ιωάννης, Πρωτοπρεσβύτερος

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν μαθητής και συνάδελφος του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου, Κληρικός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής και τελευταία της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, κορυφαίος δογματικός θεολόγος του 20ου αιώνος, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης και άλλων Θεολογικών Σχολών, συγγραφεύς πρωτότυπων κειμένων που άσκησαν μεγάλη επίδραση στα θεολογικά γράμματα, την εκκλησιαστική και μοναχική ζωή, την ιστορία της Ρωμηοσύνης, και έγινε γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι τον χαρακτήρισε ως τον «οξυνούστερον» των μαθητών του και σε επιστολή του, αφού κρίνει τους συγχρόνους του θεολόγους, γράφει για τον Ρωμανίδη:

«Γενικώς ομιλούντες, είναι λίγες οι θεολογικές δυνάμεις που υπάρχουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα. Εναποθέτω τις ελπίδες μου στον μαθητή μου, π. Ιωάννη Ρωμανίδη, που συνέγραψε πριν από τρία-τέσσερα χρόνια υπέροχη διδακτορική διατριβή για το προπατορικό αμάρτημα, σπουδή στους δύο πρώτους αιώνες (Ελληνικά, στην Αθήνα) και τώρα εργάζεται κοντά μου για διδακτορικό στην φιλοσοφία στο Harvard.

Σε αυτόν, αντιθέτως, (σημ.: σε αντίθεση με τους Γάλλους και τους Άγγλους Ορθοδόξους θεολόγους) υπάρχει μάλλον η τάση προς την πλευρά της «απομονώσεως» – αποστροφή από την Δύση σε όλα και απομόνωση στην Βυζαντινή Παράδοση, αλήθεια, παραμένοντας στο επίπεδο της γνήσιας θεολογικής κουλτούρας και της βαθιάς εκκλησιαστικότητας».

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 2-3-1927 από γονείς Καππαδόκες πρόσφυγες, τον Σάββα και την Ευλαμπία, βαπτίσθηκε ορθόδοξος στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου στο Νέο Προκόπιο Ευβοίας, και έλαβε το όνομα του Ρώσσου αυτού αγίου, πολύ αγαπητού στην Καππαδοκία. Μετανάστευσε με τους γονείς του στην Αμερική στις 15 Μαίου του ιδίου έτους, σε ηλικία μόλις 72 ημερών. Μεγάλωσε στην Νέα Υόρκη, στο Μανχάτταν, στην 46η οδό, μεταξύ της 2ης και 3ης Λεωφόρου.

Την στοιχειώδη εκπαίδευση έλαβε στο Δημοτικό Σχολείο της περιοχής που έμενε, και τις Γυμνασιακές σπουδές έκανε κατ’ αρχάς στο Γυμνάσιο Seward Rark και έπειτα στο παπικό Γυμνάσιο Cardinal Hayes. Στην συνέχεια κατά τα έτη 1944-1949 σπούδασε στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και τα έτη 1949-1953 σπούδασε στην Θεολογική Σχολή του Yale. Ενδιαμέσως παρακολούθησε θεολογικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Columbia της Νέας Υόρκης, όπου γνώρισε τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ο οποίος ομιλούσε εκεί στους φοιτητές. Το έτος 1953 σπούδασε για ένα εξάμηνο στο Ρωσικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου της Νέας Υόρκης.

Στις αρχές του 1954 βρέθηκε στο Ρωσικό Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, όπου ετοίμασε τις τέσσερεις πρώτες μελέτες του με τίτλους: «Το προπατορικό αμάρτημα κατά τον Απόστολο Παύλο», «Η εκκλησιολογία του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας», «Ο άνθρωπος και η αληθής ζωή του κατά το ελληνορθόδοξον βιβλίον των Ακολουθιών», και «Ορθόδοξη εκκλησιολογία κατά τον Αλέξη Χομιακώφ». Τον Οκτώβριο του 1954 έως την άνοιξη του 1955 ήταν στο Μόναχο της Γερμανίας.

Από τον Απρίλιο του 1955 έως το 1957 παρέμεινε στην Αθήνα, όπου ετοίμαζε την διδακτορική του διατριβή με τίτλο: «Το προπατορικό αμάρτημα», και την υπέβαλε στην Θεολογική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το 1957. Το θέμα της διδακτορικής διατριβής και οι θέσεις του π. Ιωάννου προκάλεσαν έντονη συζήτηση, προφορική και γραπτή, αλλά και μεγάλη ένταση μεταξύ των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής, και συνετέλεσε τα μέγιστα στην στροφή της ελληνικής θεολογίας από τον σχολαστικισμό στην πατερική θεολογία. Τελικώς, ενεκρίθη από τους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής τον Ιούνιο του 1957 και την υποστήριξε τον Οκτώβριο του ιδίου έτους.

Το 1957, μετά την διατριβή του, επέστρεψε στην Αμερική και ενεγράφη κατ’ αρχάς στο Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών της Θεολογικής Σχολής του Harvard και στην συνέχεια στο τμήμα του Harvard Graduate School of Arts and Scienses (τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών των Ελευθέρων Τεχνών και των Θετικών Επιστημών του Χάρβαντ). Το διάστημα αυτό ασχολήθηκε πολύ σοβαρά με την θεολογική και ιστορική έρευνα και δημοσίευσε σημαντικά κείμενα, κάτω από την καθοδήγηση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι.

Είχε ήδη χειροτονηθεί Διάκονος και Πρεσβύτερος το 1951, ενώ σπούδαζε στο Yale, από τον βοηθό Επίσκοπο Ναζιανζού Ιεζεκιήλ, που είχε έδρα την Βοστώνη, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, και υπηρέτησε ως εφημέριος σε διάφορες Ενορίες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής ήτοι: στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος του Waterbury στο Κονέκτικατ (1951-1954), στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος της Νέας Υόρκης (1954), στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου του Arlington, Conn. (1959-1965), και στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων στο Haveraill της Μασσαχουσέττης (1965- 1968).
Το διάστημα μεταξύ 1958-1965 δίδαξε στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και υπήρξε διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού της Σχολής The Greek Orthodox Theological Review.

Κατά το χρονικό διάστημα που ήταν στην Αμερική υπήρξε αντιπρόσωπος της Ελληνικής Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής Αμερικής σε διεθνή και παναμερικανικά Συνέδρια οικουμενικής ή ακαδημαϊκής φύσεως, υπήρξε μέλος της ορθοδόξου αντιπροσωπείας στο Δ΄ Παγκόσμιο Συνέδριο Πίστεως και Τάξεως στο Μόντρεαλ Καναδά και μέλος της αντιπροσωπείας παρατηρητών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο (1959-1965). Επίσης, αντιπροσώπευσε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε ανεπίσημες συνομιλίες με τους αντιχαλκηδονίους θεολόγους στο Aarhus της Δανίας τον Αύγουστο του 1964. Υπήρξε μέλος της ειδικής Επιτροπής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής για τους διαλόγους με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Αγγλικανούς στην Αμερική. Αντιπροσώπευσε την Αρχιεπισκοπή Αμερικής στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, στο Εθνικό Συμβούλιο των Εκκλησιών στην Αμερική κ.α.

Την 12η Ιουνίου 1968 εξελέγη μόνιμος τακτικός καθηγητής στην έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τελικά, ο διορισμός του έγινε το έτος 1970, οπότε και άρχισε τις Πανεπιστημιακές του παραδόσεις μέχρι το έτος 1984, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Από το έτος 1970 κατά διαστήματα και μετά την συνταξιοδότησή του δίδασκε ως επισκέπτης καθηγητής στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός» του Πατριαρχείου Αντιοχείας στον Βόρειο Λίβανο. Εκεί ανέδειξε μια γενιά Αραβοφώνων Θεολόγων και Κληρικών, μεταξύ των οποίων και τον νυν Πατριάρχη Αντιοχείας κ. Ιωάννη.

Όταν ήλθε στην Ελλάδα και δίδασκε στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ήταν μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών θεμάτων, εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Γενική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, στην Επιτροπή «Πίστις και Τάξις» του ιδίου Οργανισμού και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στον θεολογικό Διάλογο με τους Αγγλικανούς, τους Αντιχαλκηδονίους, Ρωμαιοκαθολικούς (στην τεχνική Προπαρασκευαστική Επιτροπή) και με τους Λουθηρανούς. Ομιλούσε άριστα τρεις γλώσσες, ήτοι την ελληνική, την αγγλική και την γαλλική, ενώ είχε γνώσεις και της γερμανικής γλώσσης. Διέθετε πολλά χαρίσματα και, μεταξύ των άλλων, ήταν πιλότος σε πολλούς τύπους αεροσκαφών.

Κοιμήθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου του 2001 έξω από τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων της οδού Σταδίου και η κηδεία του έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, την 6η Νοεμβρίου. Στην εξόδιο ακολουθία παρέστησαν Επίσκοποι, καθηγητές, θεολόγοι, συγγενείς και φίλοι του. Αντιπροσωπεύθηκαν και τα τέσσερα τμήματα των δύο Θεολογικών Σχολών, Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και οι εκπρόσωποί τους καθηγητές (Πρωτ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Παναγιώτης Χριστινάκης, Δέσπω Λιάλιου και Λάμπρος Σιάσος), εκφώνησαν προσήκοντας λόγους, στους οποίους παρουσίασαν το θεολογικό του έργο και την σημασία της θεολογίας του για την Εκκλησία και την επιστήμη.

2. Ορθόδοξη απάντηση στην σχολαστική και προτεσταντική θεολογία

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, όταν βρισκόταν στην Αμερική, σπούδασε τον σχολαστικισμό του Θωμά του Ακινάτη και στην συνέχεια έμαθε την βιβλική κριτική μέθοδο των Προτεσταντών. Διέγνωσε ευφυώς ότι οι Ορθόδοξοι της Αμερικής για να απαντήσουν στους Παπικούς χρησιμοποιούσαν τα επιχειρήματα των Προτεσταντών και για να απαντήσουν στους Προτεστάντες χρησιμοποιούσαν τα επιχειρήματα των Παπικών, ωσάν να στερούνταν δικών τους ορθοδόξων επιχειρημάτων. Αυτό τον έκανε να απορρίψει τον σχολαστικισμό των Ρωμαιοκαθολικών και την βιβλική κριτική μέθοδο των Προτεσταντών και να προχωρήσει στην μελέτη των Αποστολικών Πατέρων και έπειτα στην μελέτη των Πατέρων του 4ου αιώνος και των μεταγενεστέρων Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Μεγάλου Φωτίου, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των Φιλοκαλικών Πατέρων του 18ου αιώνος.

Για να κατανοήσει κανείς την διδασκαλία του πρέπει να έχει υπ’ όψη του ότι με όσα έλεγε και έγραφε απαντούσε στην σχολαστική και προτεσταντική θεολογία, τις οποίες γνώριζε πολύ καλά, μέσα από την ορθόδοξη διδασκαλία.

Θα τονισθούν μερικά χαρακτηριστικά σημεία ως προς το θέμα αυτό.

Στο analogia entis (αποκάλυψη του Θεού μέσα από την φιλοσοφία και την μεταφυσική) και στο analogia fifidei (αποκάλυψη του Θεού μέσα από την πίστη και τις λέξεις της Αγίας Γραφής) των Παπικών και των Προτεσταντών αντέταξε την αποκάλυψη του Θεού στους θεουμένους, οι οποίοι έφθασαν στην θέωση και τον δοξασμό.

Στο vita activa (ακτιβιστικός τρόπος ζωής, κοινωνική δράση) των Παπικών και Προτεσταντών και στο vita contemplativa (νεοπλατωνική έκσταση, στοχασμός) των Παπικών αντέταξε τον ορθόδοξο ησυχασμό, όπως τον έζησαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά αντέταξε και την εκκλησιαστική ζωή, στην οποία ενώνονται τα Μυστήρια και η άσκηση και ο άνθρωπος οδηγείται στην βίωση της αποκαλύψεως. Ο ορθόδοξος ησυχασμός είναι η ορθόδοξη μεθοδολογία για την απόκτηση της γνώσης του Θεού, σε συνδυασμό με την όλη εκκλησιαστική ζωή.

Στο sola sctiptura (μόνον η Αγία Γραφή) των Προτεσταντών και στις δύο πηγές της Πίστεως (Γραφή και Παράδοση) των Παπικών υπογράμμιζε το sola Pentecoste (μόνον η Πεντηκοστή), που σημαίνει ότι η πηγή της πίστεως είναι η Πεντηκοστή που είναι ο υψηλότερος βαθμός της αποκαλύψεως του Θεού. Έπειτα, οι θεούμενοι και δοξασθέντες άγιοι που φθάνουν στα άρρητα-άκτιστα ρήματα καταγράφουν αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα στην Αγία Γραφή, στα έργα τους και στις αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων, στην λατρεία της Εκκλησίας. Έτσι το sola sctiptura πρέπει να συνδεθεί με το sola Pentecoste.

Στην διχοτόμηση μεταξύ του lex credendi (νόμος πίστεως) και του lex orandi (νόμος της προσευχής), που έγινε σε κρίσιμες ιστορικές εποχές στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά επιρροή της δυτικής θεολογίας, αντέταξε την ενότητα μεταξύ των δύο, αφού η αποκάλυψη του Θεού, που δόθηκε στους θεουμένους, καταγράφηκε στην λατρεία της Εκκλησίας και στις αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων, όπως και στην διδασκαλία των θεουμένων αγίων.

Στην διάσπαση μεταξύ theologia Crusis (θεολογία του Σταυρού) και theologia Gloriae (θεολογία της δόξης), που παρατηρείται στην Δύση, στον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό, αλλά κατά επιρροή και σε ορθοδόξους θεολόγους, αντέταξε την ενότητα μεταξύ του μυστηρίου του Σταυρού και του μυστηρίου της δόξης. Δεν αμφισβητεί τον πασχάλιο χαρακτήρα του Βαπτίσματος και της θείας Κοινωνίας, αλλά τον συνδέει στενά με το μυστήριο του Σταυρού, που συνίσταται στην κάθαρση, τον φωτισμό και τον δοξασμό, όπως το βλέπουμε στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόνιζε πολύ συχνά τις προϋποθέσεις μετοχής στα Μυστήρια της Εκκλησίας, χωρίς να τα παραθεωρεί. Και αυτό το έκανε επειδή παρατήρησε ότι πολλοί συμμετέχουν στα Μυστήρια κατά τρόπο μηχανικό και ευσεβιστικό.

Ο Daniel Payne γράφει για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη:

«Είναι σημαντικό να καταγραφούν οι επιρροές στην θεολογία του Ρωμανίδη. Πρώτη και κυριότερη αυτή του Γεωργίου Φλωρόφσκι. Όπως έχω ήδη σημειώσει, ο Ρωμανίδης θεωρούσε ότι ο Φλωρόφσκι ήταν αυτός που “του δίδαξε να σκέφτεται ως Ορθόδοξος”. Ο Φλωρόφσκι εισήγαγε τον Ρωμανίδη στην έννοια του Χριστιανικού Ελληνισμού. Ο Ρωμανίδης αναπτύσσει αυτήν την έννοια στις απόψεις του περί Ρωμαικότητας, κάνοντας ωστόσο μια αλλαγή στην σκέψη του Φλωρόφσκι».

«Ο Φλωρόφσκι ήταν επίσης, κατά πάσα πιθανότητα, ο πρώτος που εισήγαγε τον Ρωμανίδη στην νηπτική θεολογική παράδοση, ιδιαίτερα στο έργο του Γρηγορίου Παλαμά».

«Σχετικά με την ασκητική παράδοση, τίθεται το ερώτημα από που έμαθε ο Ρωμανίδης τον ησυχασμό. Γνώριζε να χρησιμοποιεί το κομποσχοίνι και την Ευχή του Ιησού, πριν έρθει στην Ελλάδα. Τα έμαθε από τον Φλωρόφσκι; Ίσως, αλλά ο Φλωρόφσκι δεν είναι γνωστός ως ησυχαστής. Από τον Μέγιεντορφ; Είναι και αυτό δυνατόν, αλλά μάλλον απίθανο. Φαίνεται ότι το έμαθε από την μητέρα του Ευλαμπία. Ήταν μια πολύ ευσεβής γυναίκα, που έγινε μοναχή μετά τον θάνατο του άντρα της στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στην Βοστώνη. Τελικά η Ευλαμπία έγινε γερόντισσα (σημ.: μοναχή) στο Μοναστήρι του Αγ. Ιωάννου του Ευαγγελιστού στην Θεσσαλονίκη. Από ό,τι φαίνεται, είχε μεγάλη επίδραση στην πνευματικότητα του Ρωμανίδη (Βλ. Λάμπρος Φωτόπουλος, «Η γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδη» Εφημέριος, Ιούνιος 2003, 11-14). Έμαθε την πνευματικότητα του ησυχασμού από την μητέρα του και την θεολογία από τους καθηγητές του».

Από άλλες επιστολές του που δημοσιεύθηκαν φαίνεται σαφώς ότι είχε σχέσεις και επικοινωνία με αγιορείτες πατέρες, είχε δε δεχθή ισχυρή επίδραση από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, διά μέσου των μαθητών του.

3. Το θεολογικό έργο του

Συνολική και ολοκληρωμένη παρουσίαση του θεολογικού έργου του π. Ιωάννου Ρωμανίδη έγινε από τον Andrew Sopko στο βιβλίο του με τίτλο: Prophet of Roman Orthodoxy, The Theology of John Romanides («Ο προφήτης της Ρωμαικής ορθοδοξίας, η θεολογία του Ιωάννου Ρωμανίδου»). Νομίζω ότι δεν μπορεί κανείς να ασκή κριτική στην διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, αν δεν έχει διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο του Andrew Sopko. Τα επτά κεφάλαια του βιβλίου αυτού καταγράφουν με θαυμάσιο επαγωγικό και επιστημονικό τρόπο όλη την θεολογική και ιστορική σκέψη του μεγάλου αυτού θεολόγου του 20ου αιώνος, με την δική του συγκατάθεση και εποπτεία, που δείχνει την συμφωνία του με το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού.

Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η ορθόδοξη παράδοση και η αιχμαλωσία της» αναφέρεται στην ορθόδοξη παράδοση και τις ψευδομορφώσεις που εισήλθαν, κατά καιρούς, στην Εκκλησία και τις Θεολογικές Σχολές και αυτό το κλίμα συνάντησε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης όταν ήλθε στην Ελλάδα. Το αντιμετώπισε στην εκπόνηση της διατριβής του και αργότερα με την ησυχαστική του διδασκαλία. Διέκρινε από την αρχή αυτήν την αλλοίωση και άρχισε με τα κείμενα και τον λόγο του να την διορθώνει, πρώτα στο lex credendi και έπειτα στο lex orandi.

Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Ένας διάλογος για τον Θεό», παρουσιάζει τον διάλογο που είχε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με τον καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα όταν κατατέθηκε η διατριβή του στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών για το προπατορικό αμάρτημα.

Τα σημεία που σχολιάζονται από αυτόν τον διάλογο είναι: «ο Θεός ως actus purus», «η ενέργεια εναντίον της ουσίας», «ο Θεός ως νούς», και η σχολαστική αρχή του «analogia entis» και του «analogia fifidei». Η αλληλογραφία του με τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, με σχόλια και παρατηρήσεις δημοσιεύθηκαν σε βιβλίο από τον π. Γεώργιο Μεταλληνό.

Το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Θεοκεντρική ανθρωπολογία» παρουσιάζει την ορθόδοξη ανθρωπολογία, κατά την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, καταγράφοντας την σχέση μεταξύ σώματος, ψυχής και πνεύματος, περιγράφοντας τον Αδάμ προ και μετά την πτώση, αναλύοντας την σημασία της δικαιοσύνης και της δικαίωσης, την μεγάλη αξία του Νέου Αδάμ, του Χριστού, που ενηνθρώπησε για την σωτηρία του ανθρώπου, και την θεολογία του Σώματος του Χριστού, το οποίο έγινε η πηγή όλων των καθαρτικών, φωτιστικών και θεοποιών ενεργειών του Θεού.

Το τέταρτο κεφάλαιο, με τίτλο «Η ενότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης», ερευνά την διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη για τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους αγίους που μετέχουν της δόξης του Θεού, με την διαφορά ότι στην Καινή Διαθήκη καταργήθηκε ο θάνατος. Στο κεφάλαιο αυτό αναλύονται οι επί μέρους ενότητες, όπως: η Αποκάλυψη, η Γραφή και η κριτική, ο Κύριος της δόξης, ο δοξασμός στην Παλαιά Διαθήκη, ο δοξασμός στην Καινή Διαθήκη και η διαδοχή στην Μετα-Αποστολική Εκκλησία.

Το πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο «Ρωμαική θεολογία» περιγράφει το πως στο Ρωμαικό Κράτος διαφυλάχθηκε η καρδιά της αρχαίας Εκκλησίας και της πνευματικής ζωής της αποκαλύψεως, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Στην προοπτική αυτή μελετώνται οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι, η διαφορά μεταξύ του Αμβροσίου και του Αυγουστίνου, η φραγκολατινική Παράδοση, οι Παλαμικές διαμάχες, και τα σχετικά με την τρίτη Ρώμη, μια θεωρία που επιδιώκει να υποσκελίση το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ορθοδοξία των Ρωμηών Πατέρων.

Το έκτο κεφάλαιο με τίτλο «Προς το μέλλον» εκθέτει τις προκλήσεις που θα δεχθή η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την τρίτη χιλιετία που προέρχονται από τον οικουμενισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και τις ανακαλύψεις της επιστήμης.

Τέλος, το έβδομο κεφάλαιο με τίτλο «Ο Ρωμανίδης και η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία» τονίζει τους τρεις βασικούς κινδύνους που δέχεται η σύγχρονη Ορθοδοξία, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, και αυτοί είναι η θεολογία του προσώπου, η ευχαριστιακή εκκλησιολογία, και η διάσπαση μεταξύ της θεολογίας του Σταυρού και της θεολογίας της δόξης στα Μυστήρια, την εκκλησιαστική ζωή και την θεολογία.

Το βιβλίο του Andrew Sopko παρουσιάζει το «πανόραμα» όλης της θεολογίας που εκφράσθηκε από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, τις αλλοιώσεις και τις ψευδομορφώσεις της εκκλησιαστικής ζωής στον νόμο της πίστεως (lex credendi) και στον νόμο της προσευχής (lex orandi), και, βεβαίως, παρουσιάζει όλο το καταπληκτικό και μεγαλειώδες θεολογικό και ιστορικό έργο του μεγάλου αυτού ερευνητού και θεολόγου.

Γενικά, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης εξέφραζε την θεολογία των θεουμένων αγίων, ήτοι των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, η οποία στην βάση της είναι απλή.

Ξεκινούσε από την θέση ότι οι θεούμενοι μετέχουν στην καθαρτική, φωτιστική και, κυρίως, στην θεοποιό ενέργεια του Θεού, βλέπουν μέσα στο θείο Φως τον άσαρκο Λόγο στην Παλαιά Διαθήκη και τον σεσαρκωμένο Λόγο στην Καινή Διαθήκη και αυτό τους κάνει να διδάσκουν ότι ο Τριαδικός Θεός είναι τρία Φώτα, που έχουν κοινή ουσία και ενέργεια, και με αυτήν την εμπειρία αντιμετώπιζαν τους αιρετικούς, οι οποίοι θεολογούσαν φιλοσοφικά· ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να μετέχει αυτού του Φωτός και έτσι ζούσαν μέσα στον Παράδεισο· ότι η πτώση των Πρωτοπλάστων είναι στέρηση του θείου Φωτός, οπότε σκοτίσθηκε ο νούς τους· ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του έκανε το σώμα, που προσέλαβε από την Παναγία, πηγή της ακτίστου ενεργείας του Θεού και φανέρωσε αυτό το Φως στους ανθρώπους, οι οποίοι με την εκκλησιαστική ζωή (Βάπτισμα, Χρίσμα, θεία Κοινωνία) μετέχουν του Φωτός, όταν έχουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις· ότι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού οι άνθρωποι θα δούν τον Θεόν είτε ως φως είτε ως πυρ, ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση· ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση υπάρχουν εξ επόψεως του ανθρώπου και όχι εξ επόψεως του Θεού.

Ιδιαίτερα τόνιζε αυτό το τελευταίο σημείο, ως την κατ’ εξοχήν ποιμαντική της Εκκλησίας, η οποία αποβλέπει στην θεραπεία των ανθρώπων, ώστε, όταν συναντήσουν τον Θεό κατά την Δευτέρα Του Παρουσία, να Τον δούν ως φως και όχι ως πυρ, και ο Θεός να γίνει γι’ αυτούς Παράδεισος και όχι Κόλαση.

Συνεπώς, ο κορυφαίος αυτός θεολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας έδινε μεγάλη σημασία στις προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας, στην ορθόδοξη μεθοδολογία για την γνώση του Θεού, που είναι η νηπτική και ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, όπως την εξέφρασαν οι Καππαδόκες Πατέρες, τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Πατέρες της Φιλοκαλίας. Πρόκειται για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.

Όμως, τα περί βαθμίδων της πνευματικής ανόδου στον Θεό, που είναι η μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, που διδάσκεται από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, τα διαχώριζε σαφέστατα από τον νεοπλατωνισμό. Έτσι, δεν είναι δυνατόν αυτή η διάκριση να αποδοθεί στον ωριγενισμό και τον νεοπλατωνισμό. Άλλωστε, οι Πατέρες της Εκκλησίας, καίτοι υιοθέτησαν τους όρους αυτούς, όπως και άλλους στην Τριαδολογία και την Χριστολογία, ήτοι φύση, ουσία, πρόσωπο, υπόσταση κλπ. έδωσαν ορθόδοξο περιεχόμενο. Συνεπώς, καίτοι χρησιμοποιείται ίδια ορολογία με τους νεοπλατωνικούς, εν τούτοις υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ του νεοπλατωνισμού και του ησυχασμού των Ορθοδόξων Πατέρων.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, τα οποία προσέλαβε από την κοινή διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, δεν τα θεωρεί ως στάδια ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά ως αποτελέσματα της ενεργείας του Θεού. Δηλαδή, η Χάρη του Θεού, όταν καθαρίζει τον άνθρωπο, λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζει λέγεται φωτιστική και όταν τον θεώνει λέγεται θεοπτική. Δεν πρόκειται δηλαδή για ηθικές καταστάσεις των ανθρώπων.

Ακόμη, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης συνέδεε τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως με τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ως την απαραίτητη προϋπόθεσή τους. Άλλωστε, αυτό το βλέπουμε σαφέστατα στις ευχές όλων των Μυστηρίων και της θείας Ευχαριστίας, αφού η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού άλλους φωτίζει, άλλους θεώνει και άλλους κατακρίνει. Ο υπερτονισμός, κατά καιρούς, της καθαρτικής και φωτιστικής Χάριτος του Θεού γινόταν, γιατί είχε λησμονηθεί ή παραθεωρηθεί αυτή η εκκλησιαστική παράδοση.

4. Εντυπώσεις μαθητών και αναγνωστών του

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υπήρξε συναρπαστικός και σαγηνευτικός διδάσκαλος και προσείλκυε πολλούς φοιτητές από όλες τις Πανεπιστημιακές Σχολές στα μαθήματά του. Τα αμφιθέατρα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης γέμιζαν ασφυκτικά από φοιτητές που ήθελαν να ακούσουν τον ρωμαλέο και ορθόδοξο λόγο του, διατυπωμένο με αυθεντικότητα και πειστικότητα. Συνέδεε την θεολογία με την ιστορία, την δογματική με το ησυχαστήριο, το δόγμα με την πνευματική εμπειρία, την ρωμιοσύνη με την οικουμενικότητα.

Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός παρουσιάζοντας το έργο του π. Ιωάννη Ρωμανίδη αναφέρεται στην σπουδαιότητά του και καταγράφονται έξι βασικά σημεία.

α) Έδωσε προτεραιότητα στην εμπειρική θεολόγηση, όπως το έκαναν οι θεούμενοι Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες, παραμερίζοντας τον σχολαστικισμό (μεταφυσική). β) Συνέδεσε την Πανεπιστημιακή θεολογία με την λατρεία, την φιλοκαλική παράδοση, τον ησυχασμό, την άσκηση, αλλά και με τον ποιμαντικό χαρακτήρα της θεολογήσεως, που εντοπίζεται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. γ) Υιοθέτησε στην θεολογική του μέθοδο τον σύνδεσμο μεταξύ του δόγματος και της ιστορίας, και με αυτό ολοκλήρωσε την προσπάθεια του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. δ) Διαπίστωσε την διαφορά μεταξύ του Φράγκικου και Ρωμαίικου πολιτισμού με την μελέτη της Ρωμαιοσύνης και της Φραγκοσύνης. Με την άριστη γνώση των πηγών χρησιμοποίησε τα ρωμαίικα κλειδιά για την κατανόηση της ιστορίας μας, παραμερίζοντας τα δυτικοευρωπαικά κλειδιά ερμηνείας της ιστορίας. ε) Μελέτησε με πληρότητα την ιστορική χρήση των εθνικών μας ονομάτων (Έλλην, Ρωμαίος, Γραικός, «Βυζαντινός ») και προσδιόρισε το περιεχόμενό τους στην ιστορική σημαντική και στην εμπλοκή τους στις πολιτικοδιπλωματικές και πολιτιστικές αντιπαραθέσεις του Φραγκικογερμανικού κόσμου με την «καθ’ ημάς Ανατολή. στ) Είδε, μέσα από αυτήν την γνώση, και τον Ελληνισμό έξω από κάθε εθνικισμό, και μάλιστα στα όρια της οικουμενικότητας και ενότητας μεταξύ Ρωμιοσύνης και Ορθοδοξίας.

Οι μαθητές του ενθυμούνται τον ζηλωτή διδάσκαλο, τον αυθεντικό κήρυκα των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, τον «Προφήτη της Ρωμηοσύνης».

Όσοι τον γνώριζαν από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις, τα Διεθνή Συνέδρια και τους διαλόγους, αλλά και από τα βιβλία του εκφράζονται με ενθουσιασμό για το πρόσωπό του και το έργο του. Σταχυολογώ μερικές σημαντικές κρίσεις γι’ αυτόν:

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος γράφει: «Η Δογματική διδασκαλία του αειμνήστου π. Ιωάννου Ρωμανίδου έταμε νέας και εν ταυτώ παραδοσιακάς-πατερικάς οδούς εις την σύγχρονον Ορθόδοξον θεολογίαν… Τέκνον υπάρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήντλει πνευματικούς χυμούς από τας υγιείς ρίζας της σεβασμίας και αγιοτόκου Καππαδοκίας εξ ης κατήγετο και ηδυνήθη να διακρίνη και να διακηρύξη την αλήθειαν ότι η αληθής Θεολογία δεν είναι ούτε ηθικισμός ούτε σχολαστικισμός ακαδημαικός, αλλ’ εμπειρία καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως». Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος γράφει: Η θεολογία του π. Ιωάννου είναι «καρπός εμπνεύσεως του Αγίου Πνεύματος επί ιερέα ευλαβή, πιστόν διάκονον του θυσιαστηρίου, σοφόν διδάσκαλον και εμβριθή μελετητήν της Ρωμαιορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως». Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος γράφει ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης «συνέβαλε αποφασιστικά από την δική του πλευρά στην ανάδειξη της αιχμαλωσίας της Ορθοδόξου θεολογίας, στην διάσωση και ανάδειξη βασικών θεολογικών αληθειών, το έργο του οποίου γίνεται αναπνοή της Εκκλησίας».

Πολλοί Κληρικοί, μοναχοί, καθηγητές και αναγνώστες ομίλησαν γι’ αυτόν πολύ επαινετικά και είπαν: «Νέος Μωϋσής της θεολογίας»· «ο εξ Αμερικής Ρωμηός διδάσκαλος της ορθοδόξου πίστεως και ζωής»· «ο σύγχρονος αυτός γίγαντας της θεολογίας »· «ο μέγιστος της θεολογίας υποφήτης»· «αληθής θεολόγος »· «μοναδικός και ανεπανάληπτος»· «ο λόγος του ήταν διεγερτικός και έντονα σπινθηροβόλος» κ.ο.κ.

Βέβαια, ο λόγος του ως αφυπνιστικός και προκλητικός, δημιουργούσε αντιδράσεις από ανθρώπους που εξέφραζαν μια άλλη θεολογία ξένη από την θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων. Και ο καππαδοκικός χαρακτήρας του π. Ιωάννου συνέτεινε σε αυτήν την αντίδραση. Και μερικά λάθη, που και εκείνος διέπραξε, έδειξαν ότι κανείς δεν μπορεί να είναι τέλειος.

5. ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Η ζωή του π. Ιωάννου Ρωμανίδη χωρίζεται σε δύο περιόδους, ήτοι τα πρώτα 42 χρόνια στην Αμερική –με τα διαστήματα που βρισκόταν στην Ευρώπη για τις σπουδές του– και στα μετέπειτα 32 χρόνια στην Ελλάδα μέχρι την κοίμησή του. Ενδιαμέσως ταξίδευσε σε όλον τον κόσμο, για να συμμετάσχει σε Διεθνή Επιστημονικά Συνέδρια, σε διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας με άλλες Ομολογίες, για ομιλίες και για παράδοση μαθημάτων σε Πανεπιστήμια, Θεολογικές Σχολές και σε Εκκλησιαστικά Συνέδρια.

Έτσι, τα κείμενά του είναι γραμμένα στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα, οπότε όσοι δεν έχουν πρόσβαση στις γλώσσες αυτές δεν μπορούν να δούν συνολικά την θεολογική και ιστορική του σκέψη, και γι’ αυτό τον γνωρίζουν αποσπασματικά. Είναι επόμενο ότι το έργο του είναι κατά ένα μεγάλο μέρος άγνωστο στους πολλούς και εγκατεσπαρμένο.

Στην συνέχεια, θα καταγραφούν τα βασικά έργα του που τον καθιέρωσαν ως τον κορυφαίο δογματικό θεολόγο του 20ου αιώνος, αλλά η πλήρης εργογραφία του παρατίθεται στο βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 403-427.

«Original Sin According to Saint Paul». «Man and His True Life According to the Greek Orthodox Service Books». «Orthodox Ecclesiology According to Alexis Khomiakov». «The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch». «Justin Martyr and the Fourth Gospel». «H. A. Wolfson’s Philosophy of the Church Fathers». «Highlights in the Debate over Theodore of Mopsuestia’s Christology and Some Suggestions For a Fresh Approach». «Notes on the Palamite Controversy and Related Topics». «Notes on the Palamite Controversy and Related Topics» ΙΙ. «Saint Cyril’s One Physis or Hypostasis of God the Logos Incarnate and Chalcedon». «Το Προπατορικόν Αμάρτημα». Φοιτητικαί Σημειώσεις Δογματικής, κατά τας παραδόσεις του καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδου, επιμέλεια Ι.Β. Κογκούλη. «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας». «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη». «Κριτικός Έλεγχος των Εφαρμογών της Θεολογίας». «Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός και Δόγμα. Αλληλεπίδραση Θεολογίας και Κοινωνίας». «Ιησούς Χριστός-Η Ζωή του κόσμου». «Εισαγωγή εις την Θεολογίαν και πνευματικότητα της Ρωμαιοσύνης έναντι της φραγκοσύνης», στο έργο «Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Παλαμά Έργα. 1. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. Τριάς Α΄». «Εκκλησιαστικαί Σύνοδοι και Πολιτισμός». «Η θρησκεία είναι Νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της» κ.α.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αποκάθαρε την ορθόδοξη θεολογία από τις δυτικές προσμίξεις και την παρουσίασε στην αυθεντική της έκφραση, όπως την έζησαν και την εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Πατέρες. Έδειξε ότι η ορθόδοξη θεολογία εκφράζεται μέσα από ιατρικούς όρους, δηλαδή με την θεραπεία του νού και της καρδιάς του ανθρώπου, ώστε ο άνθρωπος να φθάση να δη τον Θεό ως Φως και όχι ως πυρ, αλλά και μέσα από την πολεμική ορολογία, γιατί στον βαθμό που πολεμά κανείς τον διάβολο, μετέχει της δόξης της Βασιλείας του Θεού, που είναι η άκτιστη δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

Είναι όντως «Προφήτης της Ρωμηοσύνης» με την οικουμενική διάσταση του όρου, είναι σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας ή τουλάχιστον μαθητής των Πατέρων της Εκκλησίας, και γι’ αυτό έχει απόλυτο δίκαιο ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότιμος καθηγητής και πολύ αγαπητός στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, που έγραψε: «χωρίς να παραθεωρώ τη συμβολή άλλων μεγάλων θεολόγων μας, ετόλμησα να κάμω λόγο για εποχή “προ” και εποχή “μετά” τον π. Ρωμανίδη».