Μητροπολίτης Ναυπάκτου: Εκκλησία και Επανάσταση του 1821

Ο Δήμος Ναυπακτίας, στο πλαίσιο της Επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση της 25ης Μαρτίου 1821, ξεκινά τη δημοσίευση σειράς άρθρων και κειμένων προσωπικοτήτων που συνδέονται ή έλκουν την καταγωγή τους από την Ναυπακτία και ανταποκρίθηκαν στην προσωπική πρόσκληση που τους απηύθυνε ο Δήμαρχος κ. Βασίλης Γκίζας. Ιστορικά γεγονότα που αναδεικνύουν σημαντικές πτυχές της πορείας του Έθνους και της Ναυπακτίας, αλλά και ενδιαφέρουσες αναλύσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και αφήνουν το στίγμα τους στη δημόσια συζήτηση.

Τα άρθρα θα είναι διαθέσιμα στην επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Ναυπακτίας http://nafpaktos.gr

Βασίλειος Γκίζας, Δήμαρχος Ναυπάκτου: Το συγκεκριμένο αποτελεί το πρώτο της σειράς άρθρων και κειμένων προσωπικοτήτων που συνδέονται ή έλκουν την καταγωγή τους από την Ναυπακτία και ανταποκρίθηκαν στην προσωπική πρόσκληση που τους απηύθυνα.

Εκκλησία και Επανάσταση του 1821 – Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η Επανάσταση του 1821 ήταν ένα μεγαλειώδες γεγονός, που διαφέρει σαφέστατα από άλλες επαναστάσεις, θα μπορού­σαμε να την χαρακτη­ρίσουμε ως «αγία επανάσταση», διότι τα οράματα των αγωνιστών, Κληρικών και λοιπών, διέφεραν από τα οράματα άλλων επαναστατών και επηρεάστηκαν από την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, για παράδειγμα, στα απομνημονεύματά του γράφει ότι την πρώτη ημέρα της Επαναστάσεως στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα «όλοι με τας εικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις, –Μου ήρχετο τότε να κλαύσω… από την προθυμίαν ‘που έβλεπα.– Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και εκινήσαμε». Έτσι, η Επανάσταση άρχισε στην Καλαμάτα με προσευχή σαν λιτανεία, και έπειτα στην Μονή της Αγίας Λαύρας ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός κήρυξε την Επανάσταση.

Κατ’ αρχάς πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι Έλληνες δεν αγωνί­σθηκαν για την ατομική τους ελευθερία, γιατί όσο ήταν κάτω από την δυναστεία των Τούρκων μπορούσαν, εάν αλλαξο­πιστούσαν, να αποκτή­σουν αυτήν την ατομική ελευθερία, ως μια επιβίωση και ως απόκτηση πλούτου και αξιωμάτων. Επι­δίω­καν την ελευθερία όλου του ρωμαίικου βίου, κρατώντας τις παραδόσεις του Γένους, όπως δείχνουν οι Νεομάρτυρες –σημαντικό είναι το βιβλίο του π. Γεωργίου Μεταλληνού «Τουρκοκρατία»– αλλά και την εθνική ελευθερία, όπως φαίνεται στους λόγους των αγωνιστών.

Έπειτα, η Τουρκοκρατία δεν ήταν η μόνη δουλεία στην οποία έπεσαν οι Ρωμηοί, αφού προηγήθηκαν και άλλες δουλείες, όπως η Φραγκοκρατία και η Ενετοκρατία. Οπότε, η δουλεία των Ρωμηών δεν κράτησε μόνον τετρακόσια χρόνια, αλλά πολύ περισσό­τερα, ήτοι πεντακόσια χρόνια και σε μερικές περιοχές και εξακόσια χρόνια, δηλαδή από την 12 Απριλίου 1204, που είναι η κύρια κατάλυση της Χριστιανικής Ρωμαικής Αυτο­κρατορίας-Βυζαντίου. Σημαντικά είναι τα βιβλία του Γιώργου Καραμπελιά με τίτλο «Το 1204 και η διαμόρφωση του νεωτέρου Ελληνισμού», και «1204-1922, η διαμόρφωση του νεωτέρου Ελληνισμού (Δεύτερος Τόμος)». Άλλω­στε, οι Οθωμανοί δεν κυρίευσαν πολλές περιοχές, και την δική μας περιοχή, από τους Ρωμηούς, αλλά από τους Ενετούς.

Σε όλο αυτό το διάστημα της ξενικής δουλείας η Εκκλησία με όλη την παράδοσή της, κράτησε το Γένος μας σε κατάσταση εσωτερικής ελευθερίας. Αυτό έχει δικαιωθεί ιστορικά. Άλλοι λαοί, όπως οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι στην Ιταλία, όταν έχασαν την Ορθόδοξη πίστη, συγχρόνως έχασαν και την Ελληνική παράδοση (γλώσσα, ήθη, έθιμα) που υπήρχαν από τον 4ο και 5ο αιώνα π.Χ., όταν στις περιοχές αυτές που χαρακτηρίζονταν Μεγάλη Ελλάδα, δίδασκαν μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι και οι κάτοικοι μιλούσαν και σκέπτονταν Ελληνικά. Στην περιοχή μας, όμως, διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα και παράδοση, επειδή η Εκκλησία κρατούσε αναμμένο το φως της Ορθοδόξου πίστεως και αυτό έκανε τους Ρωμηούς-Ορθοδόξους να μη αλλαξοπιστήσουν, δηλαδή να μη τουρκέψουν και να μη φραγκέψουν.

Πολλές φορές σκέπτομαι την δεινή κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι Πατριάρχες και οι Αρχιερείς σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά ειδικότερα την περίοδο προ και κατά την Επανάσταση του 1821.

Ο Πέτρος Γεωργαντζής σε μια πρωτότυπη μελέτη του με τίτλο «Η Εκκλησία κατά το 1821» δημοσιεύει τον ανέκδοτο κώδικα αλληλογραφίας του Μητρο­πολίτου Ηρακλείας και Θράκης Ιγνα­τίου Σταραβέλου της περιόδου 1821-1830. Πρόκειται για σημαν­τικές επιστολές στις οποίες φαίνεται όλη η τραγική κατά­σταση των Ιεραρχών της εποχής εκείνης.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αυτού ο συγγραφεύς παρουσιάζει την τραγική διαφορά μεταξύ των αγάδων, που ήταν οι Οθωμανοί κατακτητές, οι οποίοι είχαν μόνο δικαιώματα στην ζωή, την τιμή και την περιουσία των υποδούλων, και των ραγιάδων, που δούλευαν για να απολαμβάνουν οι δυνάστες. Μέσα στην προοπτική αυτή περιγράφονται τα άμεσα χρέη των ραγιάδων προς το Τουρκικό δημόσιο, ήτοι τα «ραγιαλίδικα χρέη» και τα «ίδια αρχιερατικά χρέη», όπως και τα «επαρχιακά εκκλησιαστικά χρέη» και άλλες υποχρεώσεις των Αρχιερέων προς το Τουρκικό δημόσιο, αλλά και τα «πεσχεσλίκα (δώρα) των αρχιερέων προς τους Κρατούντες». Επίσης, καθορίζονταν και έκτακτες αναγκαστικές υποχρεώσεις των Αρχιερέων προς τους Τούρκους.

Οι φόροι που έπρεπε να καταβάλουν ο Πατριάρχης και οι Μητροπολίτες-Αρχιερείς στο Τουρκικό Δημόσιο ήταν δυσβά­στα­κτοι, γι’ αυτό γίνονταν πολλές αλλαξοπατριαρχίες, μεταθέσεις Αρχιε­ρέων, πολλοί Αρχιερείς έπεφταν σε κατάθλιψη ή παραι­τούντο, αφού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βαρύ­τατη φορο­λογία που τους επιβαλλόταν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1818, τρία χρόνια πριν την Επανάσταση, το χρέος του Πατριαρχείου στην σουλτανική Κυβέρνηση ανερχόταν σε 4.000 πουγκιά, δηλαδή 2.000.000 δρχ. και των Επαρχιών σε 12.000 πουγκιά, δηλαδή 7.000.000 δρχ. Και αυτό επιδεινώθηκε με την έναρξη της Επα­ναστάσεως.

Έτσι, το να ήταν κάποιος Πατριάρχης ή Αρχιερεύς κατά την περίο­δο της Τουρκοκρατίας ήταν πραγματικά μαρτύριο, επειδή αφ’ ενός μεν δέχονταν πιέσεις από τους κατα­κτητές, αφ’ ετέρου δε έπρεπε να φροντίζουν τους Χριστιανούς για να παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις τους. Πολλοί Αρχιερείς παραιτούνταν του θρόνου τους και άλλοι έπεφταν σε μελαγχολία, γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα μεγάλα και δυσβάστακτα οικονομικά βάρη.

Ο ίδιος συγγραφεύς (Πέτρος Γεωργαντζής) έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο με τίτλο «Οι Αρχιερείς και το εικοσιένα», στο οποίο ύστερα από διεξοδικές έρευνες στις πηγές κατέληξε αποδεδειγμένα στο συμπέρασμα ότι από τους 200 Αρχιερείς που υπήρχαν τότε σε όλη την έκταση του Πατριαρχείου οι 73, ποσοστό 36%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 43 Αρχιερείς, ποσοστό 21%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, οι 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22%, «θυσιάστηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε διά πολεμικής συρράξεως». Το συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα, αν εξαιρεθούν οι Αρχιερείς που ήταν σε άλλες περιοχές που δεν έγινε Επανάσταση, ανέρχεται στο 80%.

Να υπενθυμίσω την περίπτωση του Μητροπολίτου Ναυπά­κτου και Άρτης Πορφυρίου του Βιθυνού, ο οποίος, σύμφωνα με κείμενο του Μπάμπη Χαραλαμπόπουλου, μετα­κινήθηκε δύο φορές από την Ναύπακτο, από τον Αλή Πασά και τον Ισμαήλ, και επέστρεψε με την έναρξη της Επανα­στάσεως, αγωνίσθηκε για την ελευθερία και εκοιμήθη το 1838.

Πριν ολοκληρώσω αυτό το σύντομο κείμενο, στο οποίο φαίνεται σε γενικές και συνοπτικές επισημάνσεις η προσφορά της Εκκλησίας προ του αγώνα του 1821 και μετά από αυτόν, θα ήθελα να αναφερθώ στο πολύ σημαντικό βιβλίο του Κώστα Σαρδελή με τίτλο «Ο θάνατος της Αυτοκρατορίας». Σε αυτό το βιβλίο φαίνεται όλη «η τραγωδία της σκλαβωμένης ρω­μηοσύνης», καθώς επίσης, ότι, ενώ η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε ως οικουμενική, τελικά έγινε ελληνική και έτσι επήλθε «ο θάνατος της Αυτοκρατορίας», αφού το νέο Ελληνικό Κράτος περιορίστηκε στον Μωριά και την Στερεά Ελλάδα, σύμφωνα άλλωστε και με τον εθνικισμό που επηρέασε τον 19ο αιώνα την Ευρώπη.

Η Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου πριν δύο χρόνια άρχισε να προετοιμάζεται για την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Έτσι, διοργάνωσε μέχρι τώρα δύο Επι­στημονικά Συνέδρια και καθ’ όλο το έτος αυτό έχει προγραμμα­τίσει πολλές εκδηλώσεις για την ανάδειξη της προσφοράς της Εκκλη­σίας γενικώς και ειδικώς στην Επαρχία μας καθ’ όλη την διάρ­κεια της Τουρκοκρατίας, κατά την Επανάσταση και μετά από αυτήν για την συγκρότηση του νέου Ελληνικού Κράτους.

Ευχή μας είναι το δένδρο της ελευθερίας που αρδεύθηκε με μεγάλες θυσίες και πολύ αίμα να παράγη καρπούς και εμείς οι διάδοχοί τους να αποδειχθούμε άξιοι της αιματοβαμμένης ελευθερίας.